Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τὴν ἔ­χθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ τὸν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σι κα­ταρ­γή­σας, ἵ­να τοὺς δύ­ο κτί­σῃ ἐν ἑ­αυ­τῷ εἰς ἕ­να και­νὸν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰ­ρή­νην, καὶ ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑ­νὶ σώ­μα­τι τῷ Θε­ῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­πο­κτε­ί­νας τὴν ἔ­χθραν ἐν αὐ­τῷ· καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ὑ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γύς, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ ἔ­χο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑ­νὶ πνε­ύ­μα­τι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα. Ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι, ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐ­πὶ τῷ θε­με­λί­ῳ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄν­τος ἀ­κρο­γω­νι­α­ί­ου αὐ­τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ᾧ πᾶ­σα οἰ­κο­δο­μὴ συ­ναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔ­ξει εἰς να­ὸν ἅ­γιον ἐν Κυ­ρί­ῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­μεῖς συ­νοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ ἐν Πνε­ύ­μα­τι. 

                                  (Εφεσ. β΄[2] 14-22)

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ

«Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν»

Εἶ­ναι πα­ναν­θρώ­πι­νο τὸ αἴ­τη­μα γιὰ ἑ­νό­τη­τα, συ­νερ­γα­σί­α καὶ εἰ­ρή­νη με­τα­ξὺ τῶν λα­ῶν. Εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τὸ ἐ­φι­κτὸ ἢ ἀ­πο­τε­λεῖ οὐ­το­πί­α; Μπο­ροῦ­με στ᾿ ἀ­λή­θεια νὰ ἐλ­πί­ζου­με σὲ παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη;

Τὴν ἀ­πάν­τη­ση μᾶς τὴ δί­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα: «Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἕν», λέ­ει. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη μας, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἔ­κα­νε δύ­ο ἀν­τι­μα­χό­με­νους κό­σμους, τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους καὶ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες, μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἕ­να σῶ­μα.

Μᾶς δί­νε­ται λοι­πὸν ἡ ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με για­τί ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ μό­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς χα­ρί­σει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­ρή­νη καὶ πῶς αὐ­τὸ γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στὴ ζω­ή μας.

1. «Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν»

Μό­νο ὁ Χρι­στὸς μπο­ρεῖ νὰ φέ­ρει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­ρή­νη στὶς καρ­δι­ὲς τῶν ἀν­θρώ­πων! Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Δι­ό­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ποὺ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ εἰ­ρη­νεύ­σει τὸν κό­σμο καὶ γι᾿ αὐ­τὸ στὸν ἐρ­χο­μό του οἱ ἄγ­γε­λοι ἔ­ψαλ­λαν τὸν ὕ­μνο τῆς εἰ­ρή­νης: «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη». Αὐ­τὸς εἶ­ναι ποὺ μὲ τὸ αἷ­μα καὶ τὴ θυ­σί­α τοῦ σταυ­ρι­κοῦ του θα­νά­του εἰ­ρή­νευ­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸν Θε­ό, κα­θὼς καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­ξύ τους (βλ. Κολ. α΄[1] 20). Δεῖ­τε τὸν Σταυ­ρό: Ἔ­χει δύ­ο δι­α­στά­σεις. Ἡ μί­α εἶ­ναι κά­θε­τη κι ἑ­νώ­νει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐ­ρα­νό. Ἡ ἄλ­λη, ἡ ὁ­ρι­ζόν­τια, ἐ­κτεί­νε­ται σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο καὶ ἑ­νώ­νει ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ κέν­τρο τὸν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.

Ἡ εἰ­ρή­νη εἶ­ναι δῶ­ρο θε­ϊ­κό· δῶ­ρο ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Κύ­ριος στοὺς μα­θη­τές του λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κή του θυ­σί­α: «Εἰ­ρή­νην ἀ­φί­η­μι ἡ­μῖν, εἰ­ρή­νην τὴν ἐ­μὴν δί­δω­μι ὑ­μῖν· οὖ κα­θὼς ὁ κό­σμος δί­δω­σιν, ἐ­γὼ δί­δω­μι ὑ­μῖν» (Ἰ­ω. ιδ΄[14] 27). Δη­λα­δή, σᾶς ἀ­φή­νω καὶ σᾶς δί­νω εἰ­ρή­νη, τὴν ὁ­ποί­α ἦλ­θα νὰ φέ­ρω στὸν κό­σμο ποὺ συν­τα­ρά­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Σᾶς δί­νω τὴ δι­κή μου εἰ­ρή­νη. Δὲν σᾶς δί­νω εἰ­ρή­νη ὑ­πο­κρι­τι­κή, ἀ­πα­τη­λὴ καὶ ἀ­στα­θή, σὰν αὐ­τὴ ποὺ δί­νει ὁ κό­σμος.

Ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι θε­ω­ρί­ες καὶ λό­για ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­δῶ καὶ 2000 χρό­νια ζοῦ­με αὐ­τὸ τὸ θαῦ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τος καὶ τῆς εἰ­ρή­νης με­τα­ξὺ τῶν πι­στῶν. Μαῦ­ροι καὶ κί­τρι­νοι, λευ­κοὶ καὶ ἐ­ρυ­θρό­δερ­μοι, ὅ­λοι οἱ λα­οὶ καὶ οἱ φυ­λὲς τῆς γῆς γί­νον­ται ἕ­να, γί­νον­ται ἀ­δελ­φοί, μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τοῦ ἑ­νὸς σώ­μα­τος ποὺ ἔ­χει ὡς κε­φα­λὴ τὸν Χρι­στό. Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ὑ­πάρ­χουν δι­α­κρί­σεις ἐ­θνι­κό­τη­τος, κοι­νω­νι­κῆς τά­ξε­ως καὶ φύ­λου: «οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δὲ Ἕλ­λην, οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος, οὐκ ἔ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ» (Γαλ. γ[3] 28). Ὅ­λοι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ με­τα­ξύ τους ἀ­δέλ­φια.

2. Ἕ­να δια­ρκὲς θαῦ­μα

Ἂν θέ­λου­με λοι­πὸν νὰ ἐ­ξα­λει­φθεῖ τὸ μί­σος καὶ ἡ ἔ­χθρα με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων· ἂν θέ­λου­με νὰ στα­μα­τή­σουν οἱ πό­λε­μοι καὶ οἱ συγ­κρού­σεις· ἂν θέ­λου­με νὰ ἐλ­πί­ζου­με στὴν εἰ­ρη­νι­κὴ συμ­βί­ω­ση τῶν λα­ῶν· τό­τε ὀ­φεί­λου­με νὰ θε­με­λι­ώ­σου­με τὴ ζω­ή μας στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ ὡς πι­στοὶ μα­θη­τές του καὶ νὰ ζοῦ­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί του μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Τό­τε πραγ­μα­τι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὸ πο­λυ­πό­θη­το ἀ­γα­θό, τὴ δι­κή του εἰ­ρή­νη!

Γιὰ νὰ εἰ­ρη­νεύ­σουν οἱ καρ­δι­ές μας καὶ νὰ μὴν ζοῦν ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νες ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ἡ μό­νη λύ­ση εἶ­ναι αὐ­τή: νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με μὲ με­τά­νοι­α στὸν Σω­τή­ρα Χρι­στό. Νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σου­με τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ τὰ φο­βε­ρὰ πά­θη τῆς φι­λαυ­τί­ας, τῆς ζή­λειας καὶ τῆς φι­λη­δο­νί­ας καὶ νὰ ζοῦ­με μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ ἀ­γά­πη μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Γρά­φει ὁ ἀ­εί­μνη­στος κα­θη­γη­τὴς Π. Ν. Τρεμ­πέ­λας στὸ ἑρ­μη­νευ­τι­κό του Ὑ­πό­μνη­μα: Πλη­σί­α­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ Σταυ­ρὸ· γέ­μι­σε τὶς καρ­δι­ές τους μὲ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Λυ­τρω­τή, στή­ρι­ξέ τους στὴν ἴ­δια οὐ­ρά­νια ἐλ­πί­δα, καὶ ἀ­μέ­σως θὰ τε­θεῖ τέρ­μα στὴ με­τα­ξύ τους ἀ­πο­ξέ­νω­ση καὶ ψυ­χρό­τη­τα. Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ θὰ τοὺς ἀ­πορ­ρο­φή­σει τό­σο πο­λύ, ὥ­στε θὰ ἀ­πο­θέ­σουν ἀ­μέ­σως κά­θε ἀ­φορ­μὴ ἔ­χθρας καὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν Σταυ­ρὸ θὰ βρε­θοῦν πιὸ κον­τὰ ὁ ἕ­νας πρὸς τὸν ἄλ­λον καὶ ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους.

Πο­λΥς λό­γος γί­νε­ται στὶς ­μέ­ρες μας γιὰ τὴν παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση. Ὡ­στό­σο οὔ­τε τὰ σύγ­χρο­να μέ­σα τε­χνο­λο­γί­ας, οὔ­τε οἱ ἐκ­πλη­κτι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, οὔ­τε οἱ δι­ε­θνεῖς συ­νερ­γα­σί­ες καὶ προ­σεγ­γί­σεις σὲ κοι­νω­νι­κὸ ἐ­πί­πε­δο μπο­ροῦν νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουν πραγ­μα­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα καὶ νὰ ἐγ­γυ­η­θοῦν παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη, ἂν λεί­πει Αὐ­τὸς ποὺ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ εἰ­ρή­νη: ὁ Σω­τή­ρας Χρι­στός! Ὁ κό­σμος μας τό­τε μό­νο θὰ εἰ­ρη­νεύ­σει, ὅ­ταν γνω­ρί­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ κά­θε λα­ὸς ἐν­τα­χθεῖ γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νὰ μέ­σα στὴν ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α του!    

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

     

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀγαθὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐφρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

                                     (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πε Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χὴ του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό τά πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πό μέ­να· τή νύ­χτα αὐ­τή, πού ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ’ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός. Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους του καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέω ἂς ἀκούει.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου