Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

   ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)

 


 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς πλο­ύ­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σιν συ­νε­ζω­ο­πο­ί­η­σεν τῷ Χρι­στῷ· χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι· καὶ συ­νή­γει­ρεν καὶ συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ, ἵ­να ἐν­δε­ί­ξη­ται ἐν τοῖς αἰ­ῶ­σι τοῖς ἐ­περ­χο­μέ­νοις τὸν ὑ­περ­βάλ­λον­τα πλοῦ­τον τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἐν χρη­στό­τη­τι ἐφ᾽ ἡ­μᾶς ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ. Τῇ γὰρ χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι διὰ τῆς πί­στε­ως· καὶ τοῦ­το οὐκ ἐξ ὑ­μῶν, Θε­οῦ τὸ δῶ­ρον· οὐκ ἐξ ἔρ­γων, ἵ­να μή τις καυ­χή­ση­ται. Αὐ­τοῦ γάρ ἐ­σμεν πο­ί­η­μα, κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς οἷς προ­η­το­ί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς ἵ­να ἐν αὐ­τοῖς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν.

                                   (Ἐ­φεσ. β΄[2] 4-10).

 

Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ὁ Θε­ὸς πλού­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε τῷ Χρι­στῷ».

Γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, τὸν θά­να­το τῆς ψυ­χῆς καὶ τὴν ἀ­νά­στα­σή της ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος.

«Πε­ρί­ερ­γο», ἴ­σως ἀ­πο­ρή­σουν με­ρι­κοί. «Ὑ­πάρ­χει καὶ πνευ­μα­τι­κὸς θά­να­τος καὶ θά­να­τος τῆς ψυ­χῆς; Ἐ­μεῖς ξεύ­ρου­με πὼς ἡ ψυ­χὴ δὲν πε­θαί­νει πο­τέ, εἶ­ναι ἀ­θά­να­τη».

Λοι­πόν, τὸ θέ­μα εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἀ­ξί­ζει νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με σ᾿ αὐ­τὸ σή­με­ρα. Νὰ προ­σπα­θή­σου­με δη­λα­δὴ νὰ δοῦ­με: Τί εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς θά­να­τος καὶ πῶς αὐ­τὸς διὰ τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νὰ νι­κη­θεῖ.

1. Ἡ πιὸ με­γά­λη συμ­φο­ρὰ

Ὅ­ταν ὁ­μι­λοῦ­με γιὰ πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, δὲν ἐν­νο­οῦ­με ἀ­σφα­λῶς ὅ­τι ἡ ψυ­χὴ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται καὶ παύ­ει νὰ ὑ­πάρ­χει, ὅ­πως ἴ­σως νὰ ὑ­πο­θέ­τουν με­ρι­κοί. Ὄ­χι! Ἡ ψυ­χή, ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι πε­θαί­νει, δὲν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται, δι­ό­τι θά­να­τος τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι τὸ νὰ χω­ρι­σθεῖ αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὴν πη­γὴ τῆς ζω­ῆς της καὶ ὄ­χι τὸ νὰ πε­ρά­σει στὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α.

Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς γιὰ τὴν ψυ­χή; Γνω­ρί­ζου­με βέ­βαι­α ὅ­λοι πὼς γιὰ τὸ σῶ­μα μας πη­γὴ ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ ψυ­χὴ τοῦ κα­θε­νός μας καὶ πώς, ὅ­ταν αὐ­τὴ τὸ ἐγ­κα­τα­λεί­πει, τὸ σῶ­μα πε­θαί­νει. Γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ψυ­χή μας ὅ­μως ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς της;

Λοι­πόν, ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἁ­πλή: πη­γὴ ζω­ῆς τῆς ψυ­χῆς τοῦ κα­θε­νός μας εἶ­ναι Αὐ­τὸς ὁ Δη­μι­ουρ­γός μας. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως: θά­να­τος τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι τὸ νὰ χω­ρι­σθεῖ αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὸν αἴ­τιο καὶ χο­ρη­γό της ζω­ῆς της, τὸν Θε­ό.

«Καὶ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κυ­ρί­ως θά­να­τος», λέ­γει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, «τὸ δι­α­ζευ­χθῆ­ναι τὴν ψυ­χὴν τῆς θεί­ας χά­ρι­τος καὶ τῇ ἁ­μαρ­τί­α συ­ζυ­γῆ­ναι», αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ κυ­ρί­ως θά­να­τος, τὸ νὰ πά­ρει δι­α­ζύ­γιο ἡ ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ἔλ­θει σὲ γά­μο μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ἁ­πλού­στε­ρα ἀ­κό­μη, τὰ λό­για αὐ­τὰ ση­μαί­νουν ὅ­τι ὁ κα­θαυ­τὸ θά­να­τος εἶ­ναι ὁ χω­ρι­σμὸς τῆς ψυ­χῆς ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ διὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.

Διὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας! Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἐ­πι­ση­μαί­νει στὸ κεί­με­νό μας ὁ Ἀ­πό­στο­λος γρά­φον­τας: «καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι», τὸ ὁ­ποῖ­ο ση­μαί­νει: ἐ­νῶ ἤ­με­θα ἀ­κό­μη πνευ­μα­τι­κῶς νε­κροὶ ἐξ αἰ­τί­ας τῶν πα­ρα­πτω­μά­των, τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Ναί! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἂν ἀ­να­τρέ­ξου­με στὴν ἴ­δια τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­κοῦ, θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με ὅ­τι ὁ πνευ­μα­τι­κός – καὶ ὁ σω­μα­τι­κὸς βέ­βαι­α – θά­να­τος προ­ῆλ­θε ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ τῆς Εὕ­ας. «ᾟ δ' ἂν ἡ­μέ­ρᾳ φά­γη­τε ἀπ᾿ αὐ­τοῦ, θα­νά­τῳ ἀ­πο­θα­νεῖ­σθε» (Γεν. β'[2] 17), τὴν ἡ­μέ­ρα, ποὺ τυ­χὸν θὰ φᾶ­τε ἀ­πὸ τὸν καρ­πὸ αὐ­τοῦ τοῦ δέν­δρου, θὰ πε­θά­νε­τε, τοὺς εἶ­χε πα­ραγ­γεί­λει ὁ Θε­ός. Καὶ πράγ­μα­τι ἀ­μέ­σως πέ­θα­ναν! Ὄ­χι σω­μα­τι­κῶς βέ­βαι­α, ἀ­φοῦ ὁ σω­μα­τι­κός τους θά­να­τος συ­νέ­βη, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, πε­ρί­που 900 χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἀλ­λὰ πνευ­μα­τι­κῶς! Ὁ πνευ­μα­τι­κός τους θά­να­τος ἦ­ταν ἀ­κα­ρια­ῖος! Τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ποὺ ἁ­μάρ­τη­σαν καὶ ἀρ­νή­θη­καν νὰ με­τα­νο­ή­σουν, ἡ ψυ­χή τους χω­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ πα­ρα­δό­θη­κε στὸν θά­να­το.

Σ' αὐ­τὸν τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το εἴ­χα­με πα­ρα­δο­θεῖ καὶ ἐ­μεῖς, οἱ ἀ­πό­γο­νοί τους, ὄ­χι μό­νον δι­ό­τι προ­ήλ­θα­με ἀ­πὸ τὴ δι­κή τους μο­λυ­σμέ­νη ρί­ζα, ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι ὅ­λοι μας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με ἀ­να­ρίθ­μη­τες φο­ρὲς τὸ ἴ­διο ἐ­κεῖ­νο λά­θος τους: ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΜΕ! Καὶ πε­θαί­νου­με. Πρω­τί­στως πε­θαί­νει ἡ ψυ­χή μας, δι­ό­τι χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ· ἔ­πει­τα δὲ καὶ τὸ σῶ­μα μας.

Πῶς τώ­ρα εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ λυ­τρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὰ νύ­χια αὐ­τοῦ τοῦ φρι­κτοῦ θα­νά­του;

2. Τὸ φί­λη­μα τῆς ζω­ῆς!

«Ὁ Θε­ὸς πλού­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἥν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε τῷ Χρι­στῷ», γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Ὁ πλού­σιος δη­λα­δὴ σὲ ἔ­λε­ος Θε­ός, λέ­γει, ἕ­νε­κα τῆς πολ­λῆς Του ἀ­γά­πης, μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς ἀ­γά­πη­σε, καὶ ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἤ­με­θα πνευ­μα­τι­κῶς νε­κροὶ ἐξ αἰ­τί­ας τῶν πα­ρα­πτω­μά­των μας, τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας, μᾶς ἐ­ζων­τά­νευ­σε πνευ­μα­τι­κῶς μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό.

Μᾶς ἐ­ζων­τά­νευ­σε μα­ζί Του! «Συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε», γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὴ λέ­ξη πε­ρι­έ­χε­ται ὅ­λο τὸ θαῦ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας μας, τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τῆς ψυ­χῆς μας καὶ τε­λι­κὰ καὶ τοῦ σώ­μα­τός μας.

Εἶ­ναι πράγ­μα­τι θαῦ­μα καὶ μά­λι­στα ἀ­συλ­λή­πτων δι­α­στά­σε­ων. Ἀ­φοῦ Ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὑ­πε­ρά­πει­ρος Θε­ός, ἔ­σκυ­ψε ἀ­πὸ τὸ ἄ­πει­ρο ὕ­ψος τῆς δό­ξης του καὶ ἐ­ναγ­κα­λί­στη­κε τὴν χω­μα­τέ­νια ὕ­παρ­ξή μας χα­ρί­ζον­τάς της φί­λη­μα ζω­ῆς, θεί­ας ζω­ῆς.

Καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς φί­λη­μα, ἀλ­λὰ οὐ­σι­α­στι­κὰ μᾶς ἔ­δω­σε τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό Του, μᾶς ἕ­νω­σε μὲ τὸν Ἑ­αυ­τό Του, ἔ­γι­νε ἕ­να μα­ζί μας. Μᾶς συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε! Αὐ­τὸ ἐ­πέ­τυ­χε μὲ τὸ Πά­θος, τὴν Σταυ­ρι­κή Του Θυ­σί­α, τὸν θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του. Νὰ μᾶς χα­ρί­σει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Νὰ χα­ρί­σει ζω­ὴ στὴν ψυ­χή μας, στὸ πνεῦ­μα μας. Ἀρ­γό­τε­ρα δέ, κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Του Πα­ρου­σί­α, νὰ χα­ρί­σει ζω­ὴ καὶ στὸ σῶ­μα μας, νὰ τὸ ἀ­να­στή­σει.

Ἀλ­λὰ τοῦ­το εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ἰ­δι­αι­τέ­ρως νὰ προ­σέ­ξου­με: Ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος χα­ρί­ζει ζω­ὴ στὴν ψυ­χή μας, ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι τῆς χα­ρί­ζει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ζω­ῆς. Δι­ό­τι ἡ σω­τη­ρί­α ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το δὲν εἶ­ναι κα­τα­ναγ­κα­στι­κὴ καὶ σὲ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο τὸ ἐ­ὰν θὰ δε­χθεῖ ἢ ὄ­χι τὴν ὑ­ψί­στη δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ δὲν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὸ κα­τα­λά­βου­με αὐ­τό. Ὁ Χρι­στός μας ἔ­χυ­σε βέ­βαι­α τὸ Αἷ­μα Του γιὰ νὰ μᾶς κα­θα­ρί­σει ἀ­πὸ τὶς θα­να­τη­φό­ρες ἁ­μαρ­τί­ες μας· ἐ­ὰν ὅ­μως ἐ­γὼ δὲν με­τα­νο­ή­σω καὶ δὲν ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ καὶ δὲν με­τά­σχω στὸ ζω­ο­ποι­ὸ Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καὶ δὲν κά­νω τὸν ἀ­πα­ραί­τη­το ἀ­γώ­να μου κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τὸ Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τί­πο­τε δὲν μοῦ προ­σφέ­ρει. Ἡ ψυ­χή μου πα­ρα­μέ­νει νε­κρή! Χω­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, τὴ ζω­ὴ της. Εἶ­ναι σὰν νὰ ζῶ πρὸ Χρι­στοῦ, σὰν νὰ εἶ­μαι εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ μά­λι­στα χει­ρό­τε­ρα ἀ­κό­μη.

Καὶ πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα! Δι­ό­τι ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης δὲν ξεύ­ρει. Ἐ­νῷ ἐ­γώ...

Ἐ­γὼ καὶ ἐ­σύ, ἀ­δελ­φέ μου, ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, ποὺ εἴ­μα­στε πριγ­κι­πό­που­λα, δι­ό­τι γεν­νη­θή­κα­με ἀ­πὸ γο­νεῖς Χρι­στια­νοὺς καὶ βα­πτι­σθή­κα­με καὶ μυ­ρω­θή­κα­με· ἐ­μεῖς, ποὺ μὲς στὴ ζε­στὴ ἀγ­κα­λιὰ τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας με­γα­λώ­σα­με καὶ μύ­ρι­ες δω­ρε­ὲς τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἀ­πο­λαύ­σα­με, δὲν θὰ εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα ἀ­συγ­χώ­ρη­το νὰ εἴ­μα­στε νε­κροὶ πνευ­μα­τι­κῶς;

Ἐ­μεῖς! Τὰ πριγ­κι­πό­που­λα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ! Οἱ μυ­ρι­ο­ευ­ερ­γε­τη­μέ­νοι!

Ὦ Κύ­ρι­ε, Ἐ­σὺ ποὺ εἶ­σαι ἡ ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη καὶ κα­τέ­βη­κες μέ­χρι τὸν Ἅ­δη γιὰ νὰ μᾶς κα­λέ­σεις στὸν Οὐ­ρα­νό, σῶ­σε μας ἀ­πὸ μιὰ τέ­τοι­α, τὴν πιὸ με­γά­λη συμ­φο­ρά!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­διον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ριον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρια ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως. 

                                              (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό, ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸν νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸν νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸν νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θε τί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἰ­η­σο­ῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸν λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ἢ συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου