Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ­  ὑ­μᾶς ἐ­γὼ ὁ δέ­σμιος ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­ξί­ως πε­ρι­πα­τῆ­σαι τῆς κλή­σε­ως ἧς ἐ­κλή­θη­τε, με­τὰ πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καὶ πρα­ΰ­τη­τος, με­τὰ μα­κρο­θυ­μί­ας, ἀ­νε­χό­με­νοι ἀλ­λή­λων ἐν ἀ­γά­πῃ, σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖν τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνε­ύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης· ἓν σῶ­μα καὶ ἓν Πνεῦ­μα, κα­θὼς καὶ ἐ­κλή­θη­τε ἐν μιᾷ ἐλ­πί­δι τῆς κλή­σε­ως ὑ­μῶν· εἷς Κύριος, μί­α πί­στις, ἓν βά­πτι­σμα· εἷς Θε­ὸς καὶ Πα­τὴρ πάν­των, ὁ ἐ­πὶ πάν­των καὶ διὰ πάν­των καὶ ἐν πᾶ­σιν ὑ­μῖν. Ἑ­νὶ δὲ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τὸ μέ­τρον τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ.                                                                                     

(Ἐ­φεσ. δ΄[4] 1-7)

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ

1. Συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἄ­ξια τῆς κλή­σε­ως

    Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ τῆς Ρώ­μης πα­ρα­κα­λεῖ τοὺς Ἐ­φε­σί­ους στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, νὰ πο­λι­τευ­θοῦν ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ως στὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς τοὺς κά­λε­σε. Καὶ πα­ρα­θέ­τει κά­ποι­ες ἀ­ρε­τὲς ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χουν σ᾿ αὐ­τὴ τὴ νέ­α ἐν Χρι­στῷ πο­λι­τεί­α τους. Νὰ ζοῦν δη­λα­δὴ μὲ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ πρα­ό­τη­τα, μὲ μα­κρο­θυ­μί­α καὶ ὑ­πο­μο­νή, ἀ­νε­χό­με­νοι μὲ ἀ­γά­πη ὁ ἕ­νας τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα τοῦ ἄλ­λου.

Προ­κα­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση σὲ ὅ­λους μας ὅ­τι ὁ φυ­λα­κι­σμέ­νος Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ζη­τά­ει ἀ­πὸ τοὺς Ἐ­φε­σί­ους κά­τι γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, δὲν ζη­τά­ει κά­ποι­α βο­ή­θεια γιὰ τὶς στε­ρή­σεις του μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ οὔ­τε ζη­τά­ει ν᾿ ἀ­πο­φυ­λα­κι­σθεῖ. Ἀλ­λὰ ζη­τά­ει ἀ­πὸ αὐ­τοὺς κά­τι πο­λὺ με­γά­λο, τὸ με­γα­λύ­τε­ρο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς ζη­τή­σει: νὰ ζοῦν ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ώς τους. Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ κλή­ση ποὺ ἔ­κα­νε στοὺς Ἐ­φε­σί­ους καὶ σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς ὁ Θε­ὸς καὶ πῶς θὰ πο­λι­τευ­θοῦ­με ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ως;

Ὁ Θε­ὸς μᾶς ἔ­κα­νε τὴν πλέ­ον τι­μη­τι­κὴ κλή­ση ποὺ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ δε­χθοῦ­με. Μᾶς κά­λε­σε νὰ γί­νου­με υἱ­οὶ Θε­οῦ, παι­διά του ἀ­γα­πη­μέ­να. Καὶ μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νὰ ἔ­χου­με τὸ πιὸ τι­μη­μέ­νο ὄ­νο­μα, τὸ δι­κό του ὄ­νο­μα. Νὰ ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε Χρι­στια­νοί. Καὶ μᾶς προ­ό­ρι­σε νὰ γί­νου­με πρίγ­κι­πες τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, συμ­πο­λί­τες στὴ Βα­σι­λεί­α του, σύν­θρο­νοι καὶ συμ­βα­σι­λεῖς του. Νὰ γί­νου­με κα­τὰ χά­ριν θε­οί.

Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε πό­σο συ­χνὰ σκε­πτό­μα­στε τὴ με­γά­λη αὐ­τὴ κλή­ση ποὺ μᾶς ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός; Καὶ κα­τὰ πό­σο συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε ὡς κλη­ρο­νό­μοι τοῦ Θε­οῦ; Βέ­βαι­α εἴ­μα­στε πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νοι πο­λί­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­μως ὀ­φεί­λου­με αὐ­τὴ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τά μας νὰ τὴ ζοῦ­με. Νὰ μᾶς συ­νο­δεύ­ει αὐ­τὴ παν­τοῦ, σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε συ­να­να­στρο­φὴ καὶ ἔρ­γο μας. Νὰ εἴ­μα­στε ὄ­χι Χρι­στια­νοὶ μό­νο τῆς Κυ­ρια­κῆς ἀλ­λὰ κά­θε ἡ­μέ­ρας καὶ ὥ­ρας, πάν­το­τε καὶ παν­τοῦ. Νὰ ζοῦ­με ὡς πρό­σω­πα ποὺ πρό­κει­ται σύν­το­μα νὰ κλη­θοῦ­με στοὺς οὐ­ρα­νούς, γιὰ νὰ ἐγ­κα­τα­στα­θοῦ­με στὴν ἑ­τοι­μα­σμέ­νη ἐ­κεῖ κλη­ρο­νο­μιά μας.

Κι ὅ­ταν τὸ αἰ­σθαν­θοῦ­με αὐ­τό, δὲν θὰ προ­σκολ­λᾶ­ται ἡ καρ­διά μας στὴ γῆ οὔ­τε θ᾿ ἀ­να­ζη­τοῦ­με πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά. Ὅ­ταν αἰ­σθαν­θοῦ­με ὅ­τι ἴ­σως καὶ αὔ­ριο θὰ βρι­σκό­μα­στε στοὺς οὐ­ρα­νούς, θὰ πε­ρι­φρο­νή­σου­με τὰ μά­ται­α καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ καὶ θὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με νὰ γί­νου­με ἄν­θρω­ποι πνευ­μα­τι­κοί, ἅ­γιοι. Ἅ­γιοι ὄ­χι στὰ λό­για οὔ­τε μό­νο στὶς πρά­ξεις μας, ἀλ­λὰ σὲ κά­θε πλευ­ρὰ τῆς ζω­ῆς μας. Στὶς δι­α­θέ­σεις μας, στὶς σκέ­ψεις μας, στὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας. Στο­λί­ζον­τας τὴν ψυ­χή μας μὲ τὶς ἀ­ρε­τὲς ποὺ ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Κι ἔ­τσι θὰ θε­με­λι­ώ­νε­ται σι­γά – σι­γὰ μέ­σα μας ἡ ἐν Χρι­στῷ πο­λι­τεί­α καὶ ἁ­γι­ό­τη­τα. Δι­ό­τι ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μό­νο μὲ τὰ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια τῶν μαρ­τύ­ρων ἢ τὶς αἱ­μα­τη­ρὲς ἀ­σκή­σεις τῶν ἀ­να­χω­ρη­τῶν. Ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὸν κα­θη­με­ρι­νό μας ἀ­γώ­να καλ­λι­ερ­γών­τας λί­γο – λί­γο τὶς πρα­κτι­κὲς ἀ­ρε­τές. Ἔ­τσι πο­λι­τευ­ό­μα­στε ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ώς μας.

2. Ἑ­νό­τη­τα

Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὴν ἑ­νό­τη­τα ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χουν οἱ πι­στοὶ με­τα­ξύ τους. Καὶ λέ­ει: νὰ φρον­τί­ζε­τε νὰ δι­α­τη­ρεῖ­τε τὴ με­τα­ξύ σας ἑ­νό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς ἕ­νω­σε τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Ἀ­πο­τε­λεῖ­τε ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ σῶ­μα, τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, τὴν ὁ­ποί­α ζω­ο­ποι­εῖ τὸ ἴ­διο Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λοι σας μί­α ἐλ­πί­δα ἔ­χε­τε, δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς σᾶς κά­λε­σε ὅ­λους γιὰ τὴν ἴ­δια Βα­σι­λεί­α καὶ τὰ ἴ­δια ἀ­γα­θά.

Ποῦ λοι­πὸν θε­με­λι­ώ­νε­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν; Οὔ­τε σὲ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὴ οὔ­τε σὲ ψυ­χο­λο­γι­κὴ βά­ση, ἀλ­λὰ σὲ μυ­στη­ρια­κή.

Καὶ ποι­ὰ εἶ­ναι αὐ­τή; Ἡ πη­γὴ τῆς ἑ­νό­τη­τός μας εἶ­ναι ὁ ἕ­νας Κύ­ριος, ἡ μί­α πί­στη, τὸ ἕ­να Βά­πτι­σμα. Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ ἔ­χου­με βα­πτι­σθεῖ καὶ πι­στεύ­ου­με στὸν ἕ­να καὶ μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Κι ὅ­λοι μας ἀ­πο­βλέ­που­με στὸν ἴ­διο οὐ­ρα­νὸ κι ἐλ­πί­ζου­με στὴν ἴ­δια εὐ­τυ­χί­α, στὸν ἴ­διο Θε­ό. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἀρ­χη­γὸς ὅ­λων μας, ὁ συν­δε­τι­κὸς κρί­κος καὶ ὁ ἐγ­γυ­η­τὴς τῆς ἑ­νό­τη­τος. Μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα μᾶς ἐ­ξα­γό­ρα­σε. Μέ­σα σ᾿ ὅ­λους μας ὁ Ἴ­διος κα­τοι­κεῖ. Αὐ­τός μᾶς δέ­νει σφι­χτὰ με­τα­ξύ μας. Ὄ­χι ἁ­πλῶς γιὰ νὰ ζοῦ­με εἰ­ρη­νι­κὰ καὶ γιὰ ν᾿ ἀ­γα­ποῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ εἴ­μα­στε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α του ὅ­λοι ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ σῶ­μα, ἕ­να πνεῦ­μα, μί­α ψυ­χή.

Μπο­ρεῖ βέ­βαι­α οἱ πι­στοὶ νὰ δι­α­φέ­ρου­με στὰ σω­μα­τι­κὰ ἢ δι­α­νο­η­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα, νὰ ἔ­χου­με δι­α­φο­ρε­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια στὴν ἀ­ρε­τή, δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες, κλί­σεις ἢ προ­τι­μή­σεις. Ὅ­μως ὁ Θε­ὸς μᾶς ἑ­νώ­νει ὅ­λους σὲ μιὰ ἀ­δι­ά­σπα­στη ἑ­νό­τη­τα. Αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα δὲν δη­μι­ουρ­γεῖ ἀν­τα­γω­νι­σμοὺς καὶ δι­αι­ρέ­σεις με­τα­ξύ μας. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χει ἄλ­λον Θε­ὸ ὁ πλού­σιος καὶ ἄλ­λον ὁ πτω­χός, ἄλ­λον ὁ μορ­φω­μέ­νος καὶ ἄλ­λον ὁ ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος. Ὅ­λοι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ τὰ ἴ­δια ἀ­γα­θὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με. Ἀλ­λὰ καὶ στὴν οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α του ὅ­λοι θὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα οὐ­ρά­νια ἀ­γα­θά, τὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πό­σχε­ται ὁ Θε­ός στὰ παι­διά του.

Ας καλ­λι­ερ­γοΥ­με λοι­πὸν με­τα­ξύ μας οἱ πι­στοὶ τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση, τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ὑ­πο­μο­νή, τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα. Αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα θὰ μᾶς κά­νει πιὸ δυ­να­τοὺς στοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ στὸν πνευ­μα­τι­κὸ πό­λε­μο. Αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα θὰ μᾶς πλου­τί­σει μὲ τὶς ἀ­νε­ξάν­τλη­τες δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ μᾶς κα­τα­στή­σει με­τό­χους τῆς αἰ­ώ­νιας Βα­σι­λεί­ας του.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

        Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλούσιος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λιᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σιον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.     

 (Λουκ. ι­η΄[18] 18 – 27)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου