ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024)
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἤγγισεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητὰς 2λέγων αὐτοῖς· Πορεύεθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ' αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. 3καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστελεῖ αὐτούς. 4Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 5εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. 6πορευθέντες δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, 7ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. 8ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. 9οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες (αὐτὸν) καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. 10καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος; 11οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. 15ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας, ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ, ἠγανάκτησαν 16καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; 17καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ.
(Ματθ. κα΄[21] 1 - 11,
15 – 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Κι ὅταν πλησίασαν στὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ἦλθαν στὴ Βηθσφαγῆ, κοντὰ στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητὲς.
2 καὶ τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε στὸ
χωριὸ ποὺ βλέπετε ἀπέναντί σας, κι ἀμέσως
θὰ βρεῖτε ἕνα θηλυκὸ γαϊδούρι δεμένο κι ἕνα
πουλάρι μαζί του. Λύστε το καὶ φέρτε μου καὶ
τὰ δύο ἐδῶ. 3 Κι ἂν σᾶς πεῖ κανεὶς τίποτε, θὰ πεῖτε ὅτι ὁ Κύριος τὰ χρειάζεται κι ἀμέσως
θὰ σᾶς τὰ στείλει πίσω. 4 Κι αὐτὸ ὅλο
ἔγινε γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο
ποὺ προφήτευσε ὁ
προφήτης λέγοντας: 5 Πεῖτε στὴ θυγατέρα Σιών, δηλαδὴ
στὴν Ἱερουσαλήμ: Ἰδοὺ ὁ βασιλιάς σου, ὁ
Μεσσίας, ἔρχεται σὲ σένα πράος καὶ
καθισμένος πάνω σὲ γαϊδούρι καὶ
σὲ πουλάρι, γέννημα ζώου ποὺ
μπῆκε σὲ ζυγό. 6 Κι ἀφοῦ
πῆγαν οἱ μαθητὲς κι ἔκαναν ὅπως τοὺς διέταξε ὁ Ἰησοῦς, 7 ἔφεραν τὸ γαϊδούρι καὶ
τὸ πουλάρι, κι ἐπειδὴ
δὲν ἤξεραν σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο θὰ καθίσει ὁ διδάσκαλος, ἔβαλαν
τὰ ἐξωτερικά τους ἐνδύματα
πάνω σ᾿ αὐτά, καὶ ὁ Ἰησοῦς κάθισε πάνω στὰ ἐνδύματα
ποὺ εἶχαν τεθεῖ στὸ πουλάρι. 8 Στὸ
μεταξὺ οἱ περισσότεροι ἀπὸ
τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἔστρωσαν στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς τὰ ἐξωτερικά τους ροῦχα,
γιὰ νὰ περάσει πάνω ἀπ᾿
αὐτά. Ἐνῶ ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ ἔστρωναν στὸ δρόμο. 9 Καὶ
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅσα προπορεύονταν καὶ ὅσα
ἀκολουθοῦσαν, μὲ δυνατὲς φωνὲς κραύγαζαν: Δόξα στὸν
ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, ποὺ περιμέναμε ἕως
τώρα. Δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ
τὸν Κύριο. Δόξα στὸ
Θεὸ ἂς κράζουν καὶ
οἱ ἄγγελοι ποὺ βρίσκονται στὰ ὑψηλότερα
μέρη τοῦ οὐρανοῦ. 10 Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα, ξεσηκώθηκαν ὅλοι
οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως λέγοντας: Ποιὸς
εἶναι αὐτός; 11 Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔλεγαν: Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ προφήτης, ποὺ
κατάγεται ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας.
1 5 Ὅταν ὅμως εἶδαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ φώναζαν μέσα στὸ ἱερὸ
κι ἔλεγαν «δόξα στὸν
ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ», ἀγανάκτησαν 16 καὶ
τοῦ εἴπαν: Ἀκοῦς τί λένε αὐτοί; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέει: Ναί. Δὲν
διαβάσατε ποτὲ ἐκεῖνο ποὺ λέει ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα νηπίων καὶ
μικρῶν παιδιῶν ποὺ θηλάζουν ἀκόμα ἔφτιαξες, Θεέ, τέλειο ὕμνο;
Γιατί λοιπὸν ἀγανακτεῖτε, σὰν νὰ ἀνέχομαι κάτι ποὺ
δὲν τὸ προφήτευσε τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; 17 Κι ἀφοῦ τούς ἄφησε, βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη καί πῆγε
στή Βηθανία, ὅπου πέρασε τή νύχτα του ἐκεῖ.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί,
χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν
ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ
δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν,
καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν
καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα
σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις
ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε
ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν.
(Φιλιπ. δ΄[4] 4-9)
ΣΚΕΨΕΙΣ –
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Κυριακὴ
τῶν Βαΐων σήμερα! Ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας θυμᾶται καί
πανηγυρίζει τὴ θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Κυρίου στὴν Ἱερουσαλήμ.
Καὶ παρόλο ὅτι βρισκόμαστε στίς παραμονές τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, ἐν
τούτοις ἡ Ἐκκλησία δίνει τόνο χαρᾶς καὶ ἐνθουσιασμοῦ στή σημερινή
ἑορτή, ἡ ὁποία φαίνεται ἔτσι σάν ἕνα προανάκρουσμα τῆς Ἀναστάσεώς
Του καί τοῦ αἰωνίου θριάμβου Του.
Αὐτό
τόν τόνο τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ ἀποπνέει καὶ τὸ σημερινὸ
ἀποστολικὸ ἀναγνωσμα, ποὺ προέρχεται ἀπό τὴν πρὸς Φιλιππησίους
ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Καὶ εἶναι
τόσο χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ σημερινὴ
περικοπή: Ἀδελφοί! φωνάζει ὁ
Ἀπόστολος, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε·
πάλιν ἐρῶ, χαίρετε». Δὲν ἀρκεῖται νὰ τὸ πεῖ μιά φορά μόνο, ἀλλά διπλασιάζει
τὴν ἔντονη προτροπή του: νά χαίρετε πάντοτε ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο, λέγει,
καὶ ἐπιμένει: θὰ σᾶς τό πῶ καί πάλι· νὰ εἶστε χαρούμενοι!
Ἀλλά εἶναι
ἄξιο προσοχῆς ὅτι ὁ Ἀπόστολος, στήν ἔντονη καί ἐπίμονη αὐτή προτροπή
του γιά τή χαρά, σημείωσε κάτι πολύ σημαντικὸ· εἶπε «χαίρετε» καί πρόσθεσε «ἐν Κυρίῳ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ χαρά,
γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ἐδῶ, δὲν εἶναι οἱ θορυβώδεις καγχασμοί,
τὰ γέλια καὶ οἱ διασκεδάσεις, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ κοσμικοὶ
ἄνθρωποι προσπαθοῦν ἀπελπισμένα νὰ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς
ψυχῆς τους, ἀλλά ἡ ἀληθινὴ καὶ μόνιμη χαρά. Ἀληθινὴ δὲ καὶ
μόνιμη χαρὰ εἶναι ἡ χαρά, ποὺ προέρχεται ἀπό τὴν ἕνωση καὶ
ἐπικοινωνία τῶν πιστῶν μὲ τὸν Κύριο.
Οἱ πιστοὶ
χαίρονται ἐν Κυρίῳ. Χαίρονται,
διότι ὁ Κύριος τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας,
ἀπό τά νύχια τοῦ Σατανᾶ, ἀπό τὸν αἰώνιο θάνατο. Χαίρονται, διότι γνωρίζουν
πώς στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν εἶναι
μόνοι καὶ ὀρφανοί, ἀλλά ἔχουν Πατέρα στοργικὸ τὸν Θεό,
ὁ Ὁποῖος τοὺς γεμίζει μὲ τὴ γλυκειά παρηγοριὰ τῆς στοργικῆς
Του παρουσίας.
Γι' αὐτὸ
καὶ ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ νὰ χαίρουν «πάντοτε»
οἱ πιστοί. Πάντοτε, ἀκόμη καὶ
στὶς ὧρες ποὺ καίγονται μὲς στὸ καμίνι τῶν θλίψεων. Γιατί;
Μὰ διότι ἰδιαιτέρως ἐκεῖνες τὶς ὧρες ὁ Οὐράνιος Πατέρας
τοὺς παραστέκει μὲ ἄπειρη στοργὴ καὶ ἀγάπη. Ὁ Πατέρας! Ἐκεῖνος ποὺ ἑτοίμασε
γιὰ τοὺς πιστούς Του, πρὸ καταβολῆς κόσμου, μιά Βασιλεία
αἰώνια. Βασιλεία στὴν ὁποία ἡ χαρά τους θὰ φθάσει στήν ὕψιστη
πληρότητά της· θὰ εἶναι ἄπειρη καί αἰώνια χαρά.
2. ΜΙΑ ΑΠΟΘΗΚΗ ΠΕΛΩΡΙΑ!
Στοὺς
τελευταίους στίχους τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος ὁ
Ἀπόστολος παραθέτει μιά σειρά ἀπό ἀρετές καὶ καλοὺς λογισμούς,
ποὺ ὀφείλουμε οἱ πιστοὶ νὰ ἔχουμε στὸ ἐσωτερικό μας. Τί
λέγει; «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά,
ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί
εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε».
Γιατί
ὅμως συνιστᾶ ὅλα αὐτά ὁ Ἀπόστολος; Διότι γνωρίζει ὅτι ἀπό τὸ περιεχόμενο
τῶν σκέψεων καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου ἑξαρτᾶται
ἡ συμπεριφορά μας. Ὁ καθένας μας κρύβει μέσα του μία ἀποθήκη πελώρια.
Ἀποθήκη ἡ ὁποία καὶ τί δὲν περιέχει! Ἐντυπώσεις ἀπό τὸ
παρελθόν, σχέδια γιὰ τὸ μέλλον, ἐπιθυμίες ἀτέλειωτες,
ὁράματα μεγάλα... Ἐνῶ ὅμως ἡ σκέψη μας δέν χορταίνει ἀπό τέτοια ποτέ,
ἐν τούτοις ἀπό τὸ περιεχόμενο της ἐπηρεάζεται σὲ μεγάλο
βαθμὸ ἡ ἀναστροφή μας.
Κι ὁ καθένας
μας ἔτσι εἶναι εὔκολο νὰ διαπιστώσει πῶς φέρεται καί ποῦ βρίσκεται.
Ἀρκεῖ νὰ ρίξει μιὰ ματιὰ στὶς σκέψεις του, καί θά δεῖ ἀμέσως ἄν
ἀκολουθεῖ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ ἢ ἄν κινεῖται στὶς σατανικὲς λεωφόρους.
Τί σκεπτόμαστε;
Σκεπτόμαστε
πλούτη, μέγαρα, ἀπολαύσεις, αὐτοκίνητα, ἐκδρομές,
διασκεδάσεις, χρήματα, κτήματα, δόξες ἐγκόσμιες; Σκεπτόμαστε
πονηρὰ καὶ ἀκάθαρτα πράγματα; Σκεπτόμαστε νὰ βλάψουμε
κάποιον συνάνθρωπό μας, ἐπιθυμοῦμε τό κακό του,
ζηλεύουμε, φθονοῦμε; Τί σκεπτόμαστε; Ἄν
σκεπτόμαστε ὅλα αὐτὰ καὶ τόσα παρόμοια, τὸ καταλαβαίνουμε,
δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιά μας γιὰ νὰ κατοικεῖ ὁ Θεός, βρισκόμαστε
μακριὰ ἀπό τόν Θεό, ὁ δρόμος πού βαδίζουμε, δὲν μᾶς ὁδηγεῖ στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Σκεπτόμαστε,
ἀντίθετα, τήν ἀρετή, τά σεμνά καί ἁγνά πράγματα, τά δίκαια καί ἀγαπητά στόν Θεό;
Σκεπτόματε τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο, τὴν ἀγάπη Του, τό ἔλεός Του
σέ μᾶς καὶ ὅλο τὸν κόσμο; Σκεφτόμαστε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, τήν ἔσχατη
Κρίση, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν αἰώνια δόξα καὶ χαρὰ τῶν δικαίων;
Μελετᾶμε τὸ καλὸ τῶν ἀδελφῶν μας, σχεδιάζουμε ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας;
Ἄν τέτοιο εἶναι τό περιεχόμενο τῶν σκέψεών μας, τότε βρισκόμαστε σὲ
καλό δρόμο. Οἱ σκέψεις μας, οἱ ἐπιθυμίες μας θὰ εὐλογηθοῦν ἀπό τὸν
Θεό, καί ὁπωσδήποτε, ἀργά ἤ γρήγορα, θὰ πραγματοποιηθοῦν.
Ἀποκορύφωμα δὲ τῆς πραγματοποίησής τους θά εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό,
ἡ ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ προορισμοῦ μας, τοῦ τελικοῦ σκοποῦ, γιά
τόν ὁποῖο ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ μᾶς κάλεσε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί μᾶς
τοποθέτησε οὐρανοπολίτες καί ὁδοιπόρους τῆς αἰωνιότητας μέσα σ’ αὐτόν τό
φθειρόμενο καί πρόσκαιρο κόσμο.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρὸ
ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς,
ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει·
ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα
λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ
καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη
ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας
Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· Διατί τοῦτο τὸ μύρον
οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο
οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον
εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν,
εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. τοὺς πτωχοὺς γὰρ
πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος
πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον,
ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο
δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν
ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος
πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα,
ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον·
Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς
τοῦ Ἰσραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς ἐστι
γεγραμμένον· Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται
καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ
πρῶτον, ἀλλ' ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν
ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος
ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν
αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο
αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
(Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἕξι ἡμέρες
πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴ Βηθανία, ὅπου ἔμενε
ὁ Λάζαρος ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κύριος τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς
νεκρούς. Οἱ συγγενεῖς λοιπὸν τοῦ Λαζάρου, ἐπειδὴ αἰσθάνονταν μεγάλο
σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει,
τοῦ ἔκαναν δεῖπνο ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε. Ὁ Λάζαρος μάλιστα ἦταν
ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάθονταν καὶ ἔτρωγαν στὸ τραπέζι μαζί του. Στὸ
μεταξὺ ἡ Μαρία, ἀφοῦ ἀγόρασε γύρω στὰ τριακόσια εἴκοσι πέντε γραμμάρια
μύρο κατασκευασμένο ἀπὸ νάρδο (εἶδος τοῦ ἀρωματικοῦ φυτοῦ τῆς βαλεριάνας),
μύρο γνήσιο, ἀνόθευτο καὶ πάρα πολὺ ἀκριβό, ἄλειψε μ' αὐτὸ τὰ πόδια
τοῦ Ἰησοῦ. Κι ἔπειτα, ἐκδηλώνοντας τὴ βαθιὰ ταπείνωσή της πρὸς τὸν
Κύριο, σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ της τὰ πόδια του. Κι ὅλο τὸ σπίτι τότε γέμισε ἀπὸ τὴν εὐωδία
τοῦ μύρου. Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ τῆς Μαρίας εἶπε ἕνας
ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ὁ Ἰούδας ὁ γιὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης, ἐκεῖνος
ποὺ σκόπευε νὰ τὸν προδώσει καὶ νὰ τὸν παραδώσει στοὺς σταυρωτές του:
Ἀντὶ νὰ χυθεῖ καὶ νὰ σπαταληθεῖ ἄσκοπα τὸ μύρο αὐτό, γιατί δὲν πουλήθηκε
στὴν τιμὴ τῶν τριακοσίων δηναρίων, δηλαδὴ τριακοσίων ἡμερομισθίων,
καὶ δὲν δόθηκε τὸ ἀντίτιμό του ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς; Καὶ τὸ εἶπε
αὐτό, ὄχι γιατί ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλά διότι ἦταν κλέφτης·
καὶ καθὼς διαχειριζόταν τὸ κοινὸ ταμεῖο καὶ εἶχε τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν,
κρατοῦσε κρυφὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔριχναν σ' αὐτό.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε τὸν Ἰούδα νὰ ἐπικρίνει τὴν Μαρία, τοῦ εἶπε:
Ἄφησέ την ἥσυχη καὶ μὴν τὴν κατηγορεῖς. Ἡ γυναίκα αὐτή, σὰν νὰ προαισθανόταν
ὅτι σὲ λίγες μέρες πρόκειται νὰ ταφῶ, φύλαξε τὸ μύρο αὐτὸ γιὰ νὰ μοῦ
τὸ προσφέρει, προαναγγέλλοντας ἔτσι συμβολικὰ τὴν ἑτοιμασία τοῦ
σώματός μου μὲ μύρο τήν ἡμέρα τῆς ταφῆς μου. Μὴν τὴν ἐμποδίζετε λοιπόν.
Τοὺς φτωχοὺς πάντοτε τούς ἔχετε μαζί σας, καὶ μπορεῖτε ὁποιαδήποτε
στιγμὴ νὰ τοὺς ἐλεήσετε. Ἐμένα ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε διότι σὲ λίγες
μέρες θὰ πεθάνω.
Ἀπὸ τὸ δεῖπνο λοιπὸν
αὐτὸ καὶ ἀπ' ὅσα συνέβησαν σ' αὐτό, πολὺς λαὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔμαθε
ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴ Βηθανία. Καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὄχι μόνο γιά τόν Ἰησοῦ,
ἀλλά γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λάζαρο, τόν ὀποῖο εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Μετὰ ὅμως ἀπ' αὐτὸ οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νά σκοτώσουν καὶ τὸν Λάζαρο,
διότι ἐξαιτίας του πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πήγαιναν στὴ Βηθανία
γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἂν πραγματικά ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Κι ὅταν
τὸ διαπίστωναν αὐτό, πίστευαν στὸν Ἰησοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα, λαὸς πολὺς ποὺ
εἶχε ἔλθει γιὰ τὴν ἑορτή, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στά
Ἱεροσόλυμα, πῆραν στὰ χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ τὶς χουρμαδιὲς πού ἦταν κατὰ
μῆκος τοῦ δρόμου καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Καὶ φώναζαν
δυνατά: Δόξα καί τιμή σ' αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε!
Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος
ἀπό τὸν Κύριο ὡς ἀντιπρόσωπός του. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔνδοξος βασιλιὰς
τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ τόσο καιρὸ περιμέναμε.
Ὁ Ἰησοῦς μάλιστα ζήτησε
καὶ βρῆκε ἕνα πουλαράκι καὶ κάθισε πάνω σ' αὐτό, σύμφωνα μ' ἐκεῖνο
ποὺ εἶναι γραμμένο στὸν προφήτη Ζαχαρία: Μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ ὄρους Σιών. Νά, ὁ βασιλιάς
σου ἔρχεται ὄχι σὰν τύραννος καὶ κατακτητής πάνω σὲ ἄλογο ἤ σὲ ἅρμα πολεμικό,
ἀλλά καθισμένος πάνω σ' ἕνα γαϊδουράκι. Τί σήμαιναν ὅμως τὰ λόγια
αὐτὰ τοῦ Ζαχαρία δὲν κατάλαβαν οἱ μαθητές του ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν ὥρα
τῆς θριαμβευτικῆς του αὐτῆς εἰσόδου, ἀλλά ὅταν ὁ Ἰησοῦς δοξάσθηκε
μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή του. Τότε φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα καὶ θυμήθηκαν ὅτι τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Ζαχαρία ἦταν
γι' αὐτὸν γραμμένα. Καὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν κάνει μία τέτοια ὑποδοχὴ γιὰ
τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶχαν συνεργασθεῖ, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, ὥστε νὰ
ἐκπληρωθοῦν ἀκριβῶς τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια. Ὅλοι λοιπὸν ἐκεῖνοι
ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ὅταν αὐτὸς εἶχε φωνάξει ἀπ' τὸν τάφο τὸν
Λάζαρο καὶ τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ τώρα ἦταν στὴν ὑποδοχὴ
αὐτή, διηγοῦνταν καὶ διαβεβαίωναν τὸ θαῦμα τοῦ Λαζάρου σ' ὅσους δὲν
τὸ εἶχαν δεῖ. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν προϋπάντησαν, διότι ἄκουσαν
ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες αὐτοὺς μάρτυρες ὅτι αὐτὸς εἶχε κάνει τὸ μεγάλο αὐτὸ
θαῦμα.