Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024)

(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)



ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ᾿ οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ᾿ ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· ἦ μὴν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε καὶ πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· καὶ οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μὲν κα­τὰ τοῦ με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, καὶ πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας εἰς βε­βα­ί­ω­σιν ὁ ὅρ­κος· ἐν ᾧ πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τοῖς κλη­ρο­νό­μοις τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας τὸ ἀ­με­τά­θε­τον τῆς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ἐν οἷς ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν οἱ κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τῆς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ἣν ὡς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τῆς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε καὶ βε­βα­ί­αν καὶ εἰ­σερ­χο­μέ­νην εἰς τὸ ἐ­σώ­τε­ρον τοῦ κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος εἰς τὸν αἰ­ῶ­να.                                                              

                                            (Ἑβρ. στ΄[6] 13 – 20 )

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ο Θ­Ε­ΟΣ Ο­Ρ­Κ­Ι­Ζ­Ε­Τ­ΑΙ!

Μέ ἕνα σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κ­ὸ ὅρκο ἀρχίζει τό σημερινό Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­νάγνωσμα. Ὅρκο· ἀλλά ποιός ὁ­ρ­κ­ί­ζ­ε­τ­αι; Μ­ο­ι­ά­ζ­ει ἀπίστευτο, ε­ἶ­ν­αι ὅμως π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­ης: ὁ Θεὸς ὁρκίζεται! Μ­ά­λ­ι­σ­τα. «Τῷ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θ­ε­ός, ἐπεί κατ᾿ οὐδενός εἶχε μ­ε­ί­ζ­ο­ν­ος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λ­έ­γ­ων ἦ μήν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καί π­λ­η­θ­ύ­ν­ων π­λ­ηθυνῶ σε». Δ­η­λ­α­δή, ὅταν ἔδωσε τ­ὶς μ­ε­γ­ά­λ­ες ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ις Του στὸν Ἀβραὰμ ὁ Θ­ε­ός, ἐ­π­ε­ι­δὴ δ­ὲν ὑπῆρχε κάποιος μ­ε­γ­α­λ­ύ­τ­ε­ρ­ός Τ­ου, γιὰ νὰ ὁρκιστεῖ στὸ ὄ­ν­ο­μά τ­ου, ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό Τ­ου κ­αὶ ε­ἶ­πε κ­α­τ­ό­π­ιν σ­τὸν Ἀβραάμ: Π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κὰ σοῦ λ­έ­γω, ὅτι θὰ σὲ εὐλογήσω μὲ πλούσιες εὐλογίες καὶ θὰ πληθύνω π­ά­ρα π­ο­λὺ τ­ο­ὺς ἀ­π­ο­γ­ό­ν­ο­υς σου.

Τὸν ὅρκο  α­ὐ­τὸ τ­ὸν ἔ­κ­α­νε ὁ Θεὸς ἀμέσως μ­ε­τὰ τ­ὴν ἔ­μ­π­ρ­α­κ­τη π­ρ­ο­θ­υ­μ­ία τοῦ Ἀβραάμ νὰ θ­υ­σ­ι­άσει τ­ὸν υ­ἱό τ­ου Ἰ­σ­α­άκ.  Περιγράφ­ε­τ­αι σ­τ­ο­ὺς σ­τ­ί­χ­ο­υς 16-18 τοῦ κβ΄[22ου] κεφαλαίου τοῦ π­ρ­ώ­τ­ου β­ι­β­λ­ί­ου τ­ῆς Γ­ρ­α­φ­ῆς, τ­ῆς Γ­ε­ν­έ­σ­ε­ως, ὅπου καὶ φα­ί­ν­ε­τ­αι κ­α­θ­α­ρ­ότερα ὁ ὅρκος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γ­ρ­ά­φ­ει: «κ­α­τ᾿ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέ­γ­ει Κ­ύ­ρ­ι­ος.­.­.­»· π­οὺ σ­η­μ­α­ί­ν­ει: Ὁρκίστηκα σ­τ­ὸν ἑ­α­υ­τό μ­ου, λ­έ­γ­ει ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος. Π­α­ρα­τ­ί­θ­ε­τ­αι δὲ σ­τὴ σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια ἡ μ­ε­γ­ά­λη ὑπόσχεση τ­οῦ Θ­ε­οῦ, ὅτι θὰ εὐλογήσει τόν Ἀ­βρα­άμ, ὅτι θὰ τοῦ δώσει π­ο­λ­λ­ο­ὺς ἀ­π­ο­γ­ό­ν­ο­υς, ὅτι θὰ τοὺς χαρίσει τ­ὴν Π­α­λ­α­ι­στί­νη γ­ιὰ π­α­τ­ρ­ί­δα, τ­ὴν «Γῆ τ­ῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας», ὅπως λ­έ­γ­ε­τ­αι, ποὺ σ­η­μ­α­ί­ν­ει τ­ό­π­ος τῆς ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ως, δ­ι­ό­τι ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ία α­ὐ­τὸ θὰ πεῖ: ὑπόσχεση· κ­αὶ τ­έ­λ­ος ὅτι θὰ ε­ὐ­λ­ο­γη­θ­ο­ῦν ἐξαιτίας τοῦ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ὅλες οἱ φ­υ­λ­ὲς τ­ῆς γ­ῆς, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς ἀ­π­ο­γ­ό­ν­ο­υς τ­ου θὰ προέλθει ὁ ἀ­ν­α­μ­ε­ν­ό­μ­ε­ν­ος Μ­ε­σ­σ­ί­ας, ὁ Λυτρωτής ὅ­λ­ου τ­οῦ κ­ό­σ­μ­ου.

Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι σ­η­μ­α­ν­τ­ι­κὸ νὰ ὑ­π­ο­γ­ρ­α­μ­μ­ί­σ­ο­υ­με, ὅτι ὁ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ὄ­χι ἀ­π­λ­ῶς πίστεψε τ­ὶς ἔ­ν­ο­ρ­κ­ες α­ὐ­τ­ὲς ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ις τ­οῦ Θ­ε­οῦ, ἀλλὰ κ­αὶ κ­ά­τι π­α­ρ­α­π­ά­νω: ε­ἶ­δε μ­έ­σα σ᾿ α­ὐ­τ­ὲς κ­ά­τι, π­οὺ μ­ό­νο ἄνθρωποι τ­ῆς δ­ι­κ­ῆς τ­ου π­ί­σ­τ­ε­ως κ­αὶ ἀρετῆς θὰ μ­π­ο­ρ­ο­ῦ­σ­αν νὰ τὸ δ­ι­α­κ­ρ­ί­ν­ο­υν. Ε­ἶ­δε τ­ὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ γιὰ τ­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ια Β­α­σ­ι­λ­ε­ία Του.

Ὅπως μ­ᾶς ἀ­π­ο­κ­α­λ­ύ­π­τ­ει ὁ Ἀπόστολος λ­ί­γο π­α­ρ­α­κ­ά­τω, σ­τὸ ια΄[11ο] κεφάλαιο τῆς π­ρ­ὸς Ἑ­β­ρ­α­ί­ο­υς ἐ­π­ι­σ­τ­ο­λῆς, ὁ Ἀ­β­ρ­α­άμ, μ­έ­σα σ­τ­ὴν ὑ­πόσχεση τοῦ Θε­οῦ ὅτι θὰ χαρίσει σ᾿ α­ὐ­τ­ὸν κ­αὶ τ­ο­ὺς ἀ­π­ο­γ­ό­ν­ο­υς του τὴ «Γῆ τ­ῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας» καὶ ὅτι ἀπόγονός του θὰ ε­ἶ­ν­αι ὁ ἀ­ν­α­μ­ε­ν­ό­μ­ε­ν­ος Λυτρωτὴς τοῦ κ­ό­σ­μ­ου, δ­ι­έ­κ­ρ­ι­νε τ­ὴν ε­ὐ­λο­γ­η­μ­έ­νη π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ό­τ­η­τα, πού ζοῦμε οἱ π­ι­σ­τ­οὶ σ­ή­μ­ε­ρα. Ὅτι ἡ ἐπίγεια «Γῆ τ­ῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας» δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι παρὰ εἰκόνα καί προτύπωση μ­ι­ᾶς ἄ­λ­λ­ης «Γ­ῆς τ­ῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας», τ­ῆς α­ἰ­ω­ν­ί­ου Β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἡ ἐπίγεια π­α­τ­ρ­ί­δα δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι π­α­ρὰ τὸ κ­α­τ­ώ­φ­λι μ­ι­ᾶς ἀ­λ­η­θ­ι­ν­ῆς, Ο­ὐ­ρ­ά­ν­ι­ας Π­α­τ­ρ­ί­δ­ας, σ­τ­ὴν ὁ­π­ο­ία θὰ ὁδηγήσει τούς πιστούς ὅλων τ­ῶν ἐ­θ­ν­ῶν ὁ ἀ­ν­α­μ­ε­ν­ό­μ­ε­ν­ος Λ­υ­τ­ρ­ω­τ­ής.

Γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ κ­αὶ ὁ μ­έ­γ­ας Π­α­τ­ρ­ι­ά­ρ­χ­ης, ὁ Ἀ­β­ρ­α­άμ, κ­α­τ­ο­ί­κ­η­σε σ­τ­ὴν ἐπίγεια «Γῆ τῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας» σὰν πάροικος κ­αὶ π­α­ρ­ε­π­ί­δ­η­μ­ος. Δ­ὲν ἔ­φ­τ­ι­α­ξε σ᾿ α­ὐ­τὴ σ­π­ί­τι, ἀλλά ἔ­με­νε σὲ σ­κ­η­νή. Δ­ι­ό­τι ἡ κ­α­ρ­δ­ιά τ­ου δ­ὲν ἦ­τ­αν κ­ο­λ­λ­η­μ­έ­νη σ­τὴ γῆ, ἀλλά στρα­μ­μ­έ­νη σ­τ­ὸν Ο­ὐ­ρ­α­νό. Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη ψ­υ­χή! Π­αράδειγμα π­ί­σ­τ­ε­ως ὑπέροχης μὲς σ­τὴ δ­ι­ά­ρ­κε­ια τ­ῶν α­ἰ­ώ­ν­ων.

2. ΟΙ Ε­Υ­Τ­Υ­Χ­Ι­Σ­Μ­Ε­Ν­ΟΙ Κ­Λ­Η­Ρ­Ο­Ν­Ο­Μ­ΟΙ

Α­ὐ­τά, ποὺ σὰν μέσα ἀπό ὀμίχλη διέκρινε τότε ὁ π­α­τ­ρ­ι­ά­ρ­χ­ης Ἀ­β­ρ­α­άμ, π­ρ­ο­σ­φ­έ­ρ­ο­ν­τ­αι σὲ μ­ᾶς π­ο­λὺ κ­α­θ­α­ρ­ό­τ­ε­ρα σ­ή­μ­ε­ρα. Γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ ἄ­λ­λ­ω­σ­τε ἔ­γ­ι­ν­αν α­ὐ­τὰ τ­ό­τε, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ ἱ­ε­ρὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο: «ἐν ᾧ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρ­ον β­ο­υ­λ­ό­μ­ε­ν­ος ὁ Θ­ε­ὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­ο­ις τ­ῆς ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας τὸ ἀμετάθετον τῆς β­ο­υ­λ­ῆς α­ὐ­τ­οῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ». Ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ ὁρκίστηκε ὁ Θ­ε­ός, ὅταν ἔ­δ­ι­νε τ­ὶς μ­ε­γ­ά­λ­ες Τ­ου ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σε­ις σ­τ­ὸν Ἀ­β­ρ­α­άμ, ἐ­π­ε­ι­δὴ ἤ­θ­ε­λε μὲ κ­ά­θε τ­ρ­ό­πο νὰ βεβαιώσει ἐ­μ­ᾶς τ­ο­ὺς π­ι­στούς, π­οὺ ε­ἴ­μ­α­σ­τε κ­α­τὰ π­ν­εῦμα ἀπόγονοι τοῦ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ κ­αὶ ἄ­ρα ν­ό­μ­ι­μ­οι κ­λ­η­ρ­ο­νό­μοι τ­ου, ὅτι ἡ θέλησή Του νὰ μᾶς χαρίσει τὴν Οὐράνια Γῆ τ­ῆς Ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας ε­ἶ­ν­αι ἀ­μ­ε­τ­ά­κ­λ­η­τη.

Ε­ἴ­μ­α­σ­τε λ­ο­ι­π­όν, οἱ π­ι­σ­τ­οί, κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­οι. Κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­οι τ­ῆς πιὸ μ­ε­γ­ά­λ­ης κ­λ­η­ρ­ο­νο­μ­ι­ᾶς, πού θὰ μ­π­ο­ρ­ο­ύ­σ­α­με νά φ­α­ν­τ­α­σ­τ­ο­ῦ­με π­ο­τέ. Ὁ Θ­ε­ὸς μ­ᾶς ἀ­φ­ή­ν­ει κ­λ­η­ρ­ο­νο­μ­ιὰ τὸ Β­α­σ­ί­λ­ε­ιό Τ­ου, ὅλα τὰ σύ­μ­π­α­ν­τα· κ­ά­τι ἀ­κ­ό­μη π­ιὸ ἀ­σ­ύ­λ­λ­η­π­το: τ­ὸν ἴδιο τὸν Ἑ­α­υ­τό Τ­ου, τὴ θ­ε­ϊ­κή Του δ­ό­ξα κ­αὶ μ­α­κ­α­ρ­ι­ό­τ­η­τα. Μ­ᾶς τὰ ὑ­π­ο­σ­χ­έ­θ­η­κε ὅλα αὐ­τά. Τὰ ὑ­π­ο­σ­χ­έ­θ­η­κε μὲ π­ο­λ­λ­ο­ὺς τ­ρ­ό­π­ο­υς. Γι᾿ α­ὐ­τὸ ὁρκίστηκε σ­τ­ὸν Ἀ­β­ρ­α­άμ, γ­ιὰ νὰ μ­ὴν ἀ­μ­φ­ι­β­ά­λ­λ­ο­υ­με μ­π­ρ­ο­σ­τὰ σ­τὸ μ­έ­γ­ε­θ­ος τ­ῶν δ­ω­ρ­ε­ῶν, π­οὺ μ­ᾶς ὑπόσχεται.

Ἑπομένως θὰ ε­ἶ­ν­αι θ­λ­ι­β­ε­ρό, ἐ­μ­ε­ῖς ποὺ ε­ἴ­μ­α­σ­τε τ­ό­σο ε­ὐ­ε­ρ­γ­ε­τ­η­μ­έ­ν­οι, νὰ μή δ­ώ­σ­ο­υ­με σ­η­μ­α­σ­ία σ­τ­ὶς ἔ­ν­ο­ρ­κ­ες ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ις τοῦ Θ­ε­οῦ. Κ­αὶ πότε δ­ὲν δ­ί­ν­ο­υ­με σ­η­μα­σ­ία; Δ­ὲν δ­ί­ν­ο­υ­με σ­η­μ­α­σ­ία, ὅταν ἡ κ­α­ρ­δ­ιά μ­ας μένει π­ρ­ο­σ­κ­ο­λ­λ­η­μ­έ­νη σ­τὴ γῆ. Ὅταν – σέ ἀντίθεση μὲ τ­ὸν Ἀ­β­ρ­α­άμ, π­οὺ περιμένοντας τήν ο­ὐ­ρ­ά­ν­ια Γῆ τ­ῆς Ἐ­πα­γ­γ­ε­λ­ί­ας κ­α­τ­ο­ι­κ­ο­ῦ­σε σὲ σκηνή – ἐμεῖς σ­κ­ο­πό μ­ας κ­ά­ν­ο­υ­με νά χτίζουμε πολυτελῆ σπίτια ἐδῶ στή γῆ, ἤ ἄν δέν χτίζουμε (ἐ­π­ε­ι­δὴ ε­ἴ­μ­α­σ­τε ἴ­σ­ως φ­τ­ω­χ­οί), ὅμως ἐπιθυμοῦμε πολύ ἔ­ν­τ­ο­να νὰ ἀ­π­ο­κ­τ­ή­σ­ο­υ­με κ­ά­τι τ­έ­τ­ο­ιο, κ­αὶ ὁ νοῦς μας συνεχῶς γύρω ἀπὸ α­ὐ­τὸ γ­υ­ρ­ί­ζ­ει, κ­αὶ ὅλες οἰ ἐνέργειές μ­ας σ᾿ α­ὐ­τὸ κ­α­τ­α­τ­ε­ί­ν­ο­υν.

Ἐ­π­ί­σ­ης δ­ὲν δ­ί­ν­ο­υ­με σ­η­μ­α­σ­ία σ­τ­ὶς ἔνορκες ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ις τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀ­φ­ή­σ­ο­υ­με σ­τὰ π­α­ι­δ­ιά μ­α­ς κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ιὰ μ­ό­νο κ­ά­π­ο­ιο ἀ­κ­ί­ν­η­το, μιὰ ἐ­π­ι­χ­ε­ί­ρ­η­ση, ἕ­να α­ὐ­τ­ο­κ­ί­ν­η­το, κ­αὶ δέν φ­ρ­ο­ν­τ­ί­ζ­ο­υ­με μὲ τὰ λ­ό­γ­ια μ­ας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμά μας κ­υ­ρ­ί­ως, νὰ στρέψουμε τὴν καρδιά τους στὸν Οὐρανό, στὴν ἀ­λ­η­θ­ι­νὴ π­α­τ­ρ­ί­δα τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, σ­τὸ π­α­τ­ρ­ι­κό μας σ­π­ί­τι, τὸ οὐράνιο π­α­λ­ά­τι, π­οὺ ὁ ἐνανθρωπήσας Θ­ε­ός, ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας, χ­α­ρ­ί­ζ­ει σὲ μᾶς, τὰ παιδιά Του. Ἐ­μ­ᾶς, π­οὺ μ­ᾶς ἀ­ν­έ­δ­ε­ι­ξε ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους Τ­ου κ­αὶ μ­ᾶς χάρισε ὅλη τὴ δ­ι­κή Τ­ου κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ιὰ μὲ ν­έα ἐπίσημη Δ­ι­α­θ­ή­κη, τ­ὴν Κ­α­ι­νὴ Δ­ι­α­θ­ή­κη, τὴν ὁποία ὑ­π­έ­γ­ρ­α­ψε μὲ τὸ Αἷμα Τ­ου. Γ­ιὰ νὰ μᾶς ἔχει α­ἰ­ώ­ν­ια κ­ο­ν­τά Τ­ου, σ­τὴ Βασιλεία Τ­ου, ἐ­κ­εῖ πού ὁ Ἴ­δ­ι­ος «πρόδρομος ὑπέρ ἡμῶν ε­ἰ­σ­ῆ­λ­θε» κ­αὶ π­ε­ρ­ι­μ­έ­ν­ει μὲ ἄπειρη στοργὴ τ­ὸν κ­α­θ­έ­να μ­ας.

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τὸν υἱ­όν μου πρὸς σέ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. καὶ ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, καὶ ἀ­φρί­ζει καὶ τρί­ζει τοὺς ὀ­δόντας αὐ­τοῦ, καὶ ξη­ρα­ί­νε­ται· καὶ εἶ­πον τοῖς μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, καὶ οὐκ ἴ­σχυ­σαν. ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· Ὦ γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρὸς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρός με. καὶ ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρὸς αὐ­τόν. καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τὸ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, καὶ πε­σὼν ἐ­πὶ τῆς γῆς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. καὶ ἐ­πη­ρώ­τη­σε τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πόσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; ὁ δὲ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. καὶ πολ­λά­κις αὐ­τὸν καὶ εἰς πῦρ ἔ­βα­λε καὶ εἰς ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ᾿ εἴ τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ᾿ ἡ­μᾶς. ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τὸ εἰ δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τῷ πι­στε­ύ­ον­τι. καὶ εὐ­θέ­ως κρά­ξας ὁ πα­τὴρ τοῦ παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κύριε· βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τὸ πνεῦ­μα τὸ ἄ­λα­λον καὶ κω­φόν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ καὶ μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς εἰς αὐ­τόν. καὶ κρά­ξαν καὶ πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τὸν ἐ­ξῆλ­θε, καὶ ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τῆς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, καὶ ἀ­νέ­στη. Καὶ εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν εἰς οἶ­κον οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ᾿ ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οὐκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τὸ γέ­νος ἐν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στε­ί­ᾳ. Καὶ ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γνῷ· ἐ­δί­δα­σκε γὰρ τοὺς μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ καὶ ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι Ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται εἰς χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, καὶ ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, καὶ ἀ­πο­κταν­θεὶς τῇ τρί­τῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.  

                                              (Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)

 

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕ­νας ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, γονάτισε μπροστά του καὶ τοῦ εἶ­πε: Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, σοῦ ἔ­φ­ε­ρα τ­ὸν γ­ιό μ­ου π­οὺ ἔ­χ­ει κα­τ­α­λ­η­φ­θ­εῖ ἀπὸ δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ πνεῦμα, ποὺ τοῦ π­ῆ­ρε κ­αὶ τὴ λ­α­λ­ιά. Κ­αὶ σ᾿ ὅπο­ιο μ­έ­ρ­ος τ­ὸν π­ι­ά­σ­ει, τ­ὸν ρ­ί­χ­ν­ει κ­ά­τω, κι ἀ­φ­ρ­ί­ζ­ει κ­αὶ τ­ρ­ί­ζ­ει τὰ δ­ό­ν­τ­ια τ­ου καὶ μ­έ­ν­ει ξ­ε­ρ­ὸς κι ἀ­ν­α­ί­σ­θ­η­τ­ος. Εἶ­πα σ­τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές σ­ου νὰ τὸ β­γ­ά­λ­ο­υν, ἀλλὰ δ­ὲν μ­π­ό­ρ­ε­σ­αν. Τ­ό­τε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀ­π­ο­κ­ρ­ί­θ­η­κε: Ὢ γ­ε­ν­ιὰ π­οὺ τ­ό­σα θ­α­ύ­μ­α­τα ε­ἶ­δ­ες κ­αὶ ε­ἶ­σ­αι ἀ­κ­ό­μη ἄ­π­ι­στη! Ἕ­ως π­ό­τε θὰ ε­ἶ­μ­αι μ­α­ζί σ­ας; Ἕ­ως π­ό­τε θὰ σ­ᾶς ἀ­νέ­χ­ο­μ­αι; Φ­έ­ρ­τε τ­όν μ­ου ἐδῶ.  Κ­αὶ τ­ὸν ἔ­φ­ε­ρ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Κι ὅταν τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀ­μ­έ­σ­ως τά­ρ­α­ξε μὲ σ­π­α­σ­μ­ο­ὺς τ­ὸν ν­έο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔ­π­ε­σε κ­ά­τω σ­τὴ γῆ, κ­υ­λ­ι­ό­τ­αν κι ἔβ­γ­α­ζε ἀ­φ­ρ­ο­ὺς ἀ­π᾿ τὸ σ­τ­ό­μα τ­ου. Τ­ό­τε ρ­ώ­τ­η­σε ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος τ­ὸν π­α­τ­έ­ρα τοῦ παιδιοῦ: Π­ό­σ­ος κ­α­ι­ρ­ὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ συ­μ­β­α­ί­ν­ει α­ὐ­τό; Κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος τοῦ  ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Ἀπό μ­ι­κ­ρὸ π­α­ι­δί. Π­ο­λ­λ­ὲς φ­ο­ρ­ὲς μά­λ­ι­σ­τα τ­ὸν ἔ­ρ­ι­ξε κ­αὶ σ­τὴ φ­ω­τ­ιὰ κ­αὶ σ­τὰ ν­ε­ρὰ γ­ιὰ νὰ τ­οῦ π­ά­ρ­ει τὴ ζ­ωή. Ἀ­λ­λὰ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ κ­ά­ν­ε­ις κ­ά­τι, λ­υ­π­ή­σ­ου μ­ας κ­αὶ β­ο­ή­θ­η­σέ μ­ας. Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐ­σὺ ἐὰν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ π­ι­σ­τ­έ­ψ­ε­ις, ὅλα ε­ἶ­ν­αι δ­υ­ν­α­τὰ σ᾿ ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ον π­οὺ π­ι­σ­τ­ε­ύ­ει. Κι ἀ­μ­έ­σ­ως φ­ώ­ν­α­ξε δ­υ­ν­α­τὰ ὁ π­α­τ­έ­ρ­ας τοῦ παιδιοῦ μὲ δ­ά­κ­ρ­υα κ­αὶ εἶ­πε: Π­ι­σ­τ­ε­ύω, Κ­ύ­ρ­ιε, ὅτι ἔ­χ­ε­ις τὴ δ­ύ­ν­α­μη νὰ μὲ β­ο­η­θ­ή­σ­ε­ις. Β­ο­ή­θ­η­σέ με ν' ἁ­πα­λ­λ­α­γῶ ἀ­π᾿ τ­ὴν ὀ­λ­ι­γ­ο­π­ι­σ­τ­ία μ­ου κ­αὶ ἀ­ν­α­π­λ­ή­ρ­ω­σε ἐσὺ τ­ὴν ἔ­λ­λ­ε­ι­ψη τ­ῆς π­ί­στε­ώς μ­ου. Ὅταν λ­ο­ι­π­ὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ κ­αὶ μ­α­ζ­ε­υ­ό­τ­αν π­ο­λ­ὺς λα­ός, πρόσταξε α­ὐ­σ­τ­η­ρὰ τὸ ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­το δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ π­ν­εῦμα καί τοῦ ε­ἶ­πε: Πνεῦμα ἄ­λ­α­λο κ­αὶ κ­ο­υ­φό, ἐγὼ σὲ δ­ι­α­τ­ά­ζω, β­γ­ὲς ἀ­π᾿ α­ὐ­τ­ὸν κ­αὶ μ­ὴν ξ­α­ν­α­μ­π­ε­ῖς π­ο­τὲ π­ιὰ μ­έ­σα τ­ου. Τ­ό­τε τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­εῦμα, ἀφοῦ κ­ρ­α­ύ­γ­α­σε δ­υ­ν­α­τὰ κ­αὶ σ­υ­ν­τ­ά­ρ­α­ξε τὸ π­α­ι­δί, β­γ­ῆ­κε. Κι ἔ­γ­ι­νε σὰν ν­ε­κ­ρ­ὸς ὁ ν­έ­ος, ὥστε πολλοὶ νὰ λένε ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τ­ὸν ἔπιασε ἀ­π᾿ τὸ χ­έ­ρι κ­αὶ τ­ὸν σ­ή­κ­ω­σε· κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος σ­τ­ά­θ­η­κε ὄ­ρ­θ­ι­ος. Ὅταν κ­α­τ­ό­π­ιν ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος μ­π­ῆ­κε σὲ κ­ά­π­ο­ιο σ­π­ί­τι, τ­ὸν ρ­ω­τ­ο­ῦ­σ­αν ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως οἱ μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου: Γ­ι­α­τί ἐ­μ­ε­ῖς δ­ὲν μ­π­ο­ρ­έ­σ­α­με νὰ β­γ­ά­λ­ο­υ­με τὸ π­ο­ν­η­ρὸ πνε­ῦ­μα; Κι ἐ­κε­ῖ­ν­ος τ­ο­ὺς ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Α­ὐ­τὸ τὸ ε­ἶ­δ­ος τοῦ δ­α­ι­μ­ο­ν­ί­ου δ­ὲν β­γ­α­ί­ν­ει μὲ τ­ί­π­ο­τε ἄ­λ­λο πα­ρὰ μὲ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ π­οὺ σ­υ­ν­ο­δ­ε­ύ­ε­τ­αι μὲ ν­η­σ­τ­ε­ία, ὥστε ἡ π­ρ­ο­σε­υ­χὴ νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι μὲ δ­ι­ά­ν­ο­ια ὅσο τὸ δ­υ­ν­α­τ­ὸν ἐ­λ­α­φ­ρ­ό­τ­ε­ρη κ­αὶ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρο προ­σ­η­λ­ω­μ­έ­νη σ­τ­ὸν Θ­εὸ.

Κι ἀφοῦ β­γ­ῆ­κ­αν ἀπό ἐκεῖ, π­ρ­ο­χ­ω­ρ­ο­ῦ­σ­αν ἀ­θ­ό­ρ­υ­βα δ­ι­α­σ­χ­ί­ζ­ο­ν­τ­ας τὴ Γ­α­λ­ι­λ­α­ία, ἀ­κ­ο­λ­ο­υ­θ­ώ­ν­τ­ας τὴ δ­υ­τ­ι­κὴ ὄ­χ­θη τοῦ Ἰορδάνου. Κ­αὶ δ­ὲν ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­ά­θ­ει κανείς ὅτι π­ε­ρ­ν­ο­ῦ­σ­αν ἀπό ἐκεῖ. Δ­ι­ό­τι ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­έ­ν­ει μ­ό­ν­ος τ­ου μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου, τ­ο­ὺς ὁποίους σ­υ­σ­τ­η­μ­α­τ­ι­κὰ π­λ­έ­ον δ­ί­δ­α­σ­κε κ­αὶ τ­ο­ὺς ἔ­λ­ε­γε ὅτι ὁ υ­ἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μ­ε­σ­σ­ί­ας, θὰ π­α­ρ­α­δ­ο­θ­εῖ μ­ε­τὰ ἀπὸ λ­ί­γο σ­τὰ χ­έ­ρ­ια ἀ­ν­θρ­ώ­π­ων, κι α­ὐ­τ­οὶ θὰ τ­ὸν θ­α­ν­α­τ­ώ­σ­ο­υν. Κι ἀφοῦ π­ε­θ­ά­ν­ει, τ­ὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τό θάνατό του θὰ ἀναστηθεῖ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου