ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
2024)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν
εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν
προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄
Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα
τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ
μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
(Ματθ. κη΄[28] 16 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος
ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως
εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε
καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία
στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη,
βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20
διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα
ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα
μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι
δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί
τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος
ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων
πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι
μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας
εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι
τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν
ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι
Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης
ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ
εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος
ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος
εἰς τὸν αἰῶνα.
(Ἑβρ. στ΄[6] 13 – 20 )
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ –
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ο ΘΕΟΣ ΟΡΚΙΖΕΤΑΙ!
Μέ ἕνα συγκλονιστικὸ ὅρκο ἀρχίζει τό σημερινό Ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα. Ὅρκο· ἀλλά ποιός ὁρκίζεται; Μοιάζει ἀπίστευτο, εἶναι
ὅμως πραγματικότης: ὁ Θεὸς
ὁρκίζεται! Μάλιστα. «Τῷ Ἀβραὰμ
ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεί κατ᾿ οὐδενός εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε
καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων ἦ μήν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καί πληθύνων πληθυνῶ
σε». Δηλαδή, ὅταν ἔδωσε τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις Του στὸν
Ἀβραὰμ ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε κάποιος μεγαλύτερός Του, γιὰ
νὰ ὁρκιστεῖ στὸ ὄνομά του, ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό Του καὶ εἶπε κατόπιν
στὸν Ἀβραάμ: Πραγματικὰ σοῦ λέγω, ὅτι θὰ σὲ εὐλογήσω μὲ πλούσιες
εὐλογίες καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου.
Τὸν ὅρκο αὐτὸ τὸν ἔκανε ὁ Θεὸς
ἀμέσως μετὰ τὴν ἔμπρακτη προθυμία τοῦ Ἀβραάμ νὰ θυσιάσει τὸν
υἱό του Ἰσαάκ. Περιγράφεται στοὺς
στίχους 16-18 τοῦ κβ΄[22ου] κεφαλαίου τοῦ πρώτου βιβλίου
τῆς Γραφῆς, τῆς Γενέσεως, ὅπου καὶ φαίνεται καθαρότερα ὁ
ὅρκος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γράφει: «κατ᾿
ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος...»· ποὺ σημαίνει: Ὁρκίστηκα στὸν
ἑαυτό μου, λέγει ὁ Κύριος. Παρατίθεται δὲ στὴ συνέχεια
ἡ μεγάλη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ εὐλογήσει τόν Ἀβραάμ, ὅτι θὰ τοῦ
δώσει πολλοὺς ἀπογόνους, ὅτι θὰ τοὺς χαρίσει τὴν Παλαιστίνη
γιὰ πατρίδα, τὴν «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας»,
ὅπως λέγεται, ποὺ σημαίνει τόπος τῆς ὑποσχέσεως, διότι
ἐπαγγελία αὐτὸ θὰ πεῖ: ὑπόσχεση· καὶ τέλος ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν
ἐξαιτίας τοῦ Ἀβραὰμ ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
του θὰ προέλθει ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής ὅλου τοῦ
κόσμου.
Καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ὁ Ἀβραὰμ
ὄχι ἀπλῶς πίστεψε τὶς ἔνορκες αὐτὲς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ,
ἀλλὰ καὶ κάτι παραπάνω: εἶδε μέσα σ᾿ αὐτὲς κάτι, ποὺ μόνο
ἄνθρωποι τῆς δικῆς του πίστεως καὶ ἀρετῆς θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ
διακρίνουν. Εἶδε τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αἰώνια Βασιλεία
Του.
Ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Ἀπόστολος λίγο παρακάτω, στὸ
ια΄[11ο] κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς, ὁ Ἀβραάμ,
μέσα στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ χαρίσει σ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους
του τὴ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας»
καὶ ὅτι ἀπόγονός του θὰ εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου,
διέκρινε τὴν εὐλογημένη πραγματικότητα, πού ζοῦμε οἱ
πιστοὶ σήμερα. Ὅτι ἡ ἐπίγεια «Γῆ
τῆς Ἐπαγγελίας» δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνα καί προτύπωση μιᾶς ἄλλης
«Γῆς τῆς Ἐπαγγελίας», τῆς
αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἡ ἐπίγεια πατρίδα δὲν εἶναι
παρὰ τὸ κατώφλι μιᾶς ἀληθινῆς, Οὐράνιας Πατρίδας, στὴν
ὁποία θὰ ὁδηγήσει τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐθνῶν ὁ ἀναμενόμενος Λυτρωτής.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Πατριάρχης, ὁ Ἀβραάμ, κατοίκησε
στὴν ἐπίγεια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας»
σὰν πάροικος καὶ παρεπίδημος. Δὲν ἔφτιαξε σ᾿ αὐτὴ σπίτι,
ἀλλά ἔμενε σὲ σκηνή. Διότι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν κολλημένη
στὴ γῆ, ἀλλά στραμμένη στὸν Οὐρανό. Εὐλογημένη ψυχή! Παράδειγμα
πίστεως ὑπέροχης μὲς στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων.
2. ΟΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ
Αὐτά, ποὺ σὰν μέσα ἀπό ὀμίχλη διέκρινε τότε ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ,
προσφέρονται σὲ μᾶς πολὺ καθαρότερα σήμερα. Γι᾿ αὐτὸ
ἄλλωστε ἔγιναν αὐτὰ τότε, μᾶς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο: «ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος
ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ
ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ». Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ
ὁρκίστηκε ὁ Θεός, ὅταν ἔδινε τὶς μεγάλες Του ὑποσχέσεις στὸν
Ἀβραάμ, ἐπειδὴ ἤθελε μὲ κάθε τρόπο νὰ βεβαιώσει ἐμᾶς τοὺς πιστούς,
ποὺ εἴμαστε κατὰ πνεῦμα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄρα νόμιμοι
κληρονόμοι του, ὅτι ἡ θέλησή Του νὰ μᾶς χαρίσει τὴν Οὐράνια Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας
εἶναι ἀμετάκλητη.
Εἴμαστε λοιπόν, οἱ πιστοί, κληρονόμοι. Κληρονόμοι
τῆς πιὸ μεγάλης κληρονομιᾶς, πού θὰ μπορούσαμε νά φανταστοῦμε
ποτέ. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀφήνει κληρονομιὰ τὸ Βασίλειό Του, ὅλα
τὰ σύμπαντα· κάτι ἀκόμη πιὸ ἀσύλληπτο: τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό
Του, τὴ θεϊκή Του δόξα καὶ μακαριότητα. Μᾶς τὰ ὑποσχέθηκε
ὅλα αὐτά. Τὰ ὑποσχέθηκε μὲ πολλοὺς τρόπους. Γι᾿ αὐτὸ
ὁρκίστηκε στὸν Ἀβραάμ, γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλουμε μπροστὰ στὸ
μέγεθος τῶν δωρεῶν, ποὺ μᾶς ὑπόσχεται.
Ἑπομένως θὰ εἶναι θλιβερό, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε τόσο εὐεργετημένοι,
νὰ μή δώσουμε σημασία στὶς ἔνορκες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πότε δὲν δίνουμε σημασία; Δὲν δίνουμε σημασία, ὅταν ἡ
καρδιά μας μένει προσκολλημένη στὴ γῆ. Ὅταν – σέ ἀντίθεση μὲ τὸν
Ἀβραάμ, ποὺ περιμένοντας τήν οὐράνια Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας κατοικοῦσε
σὲ σκηνή – ἐμεῖς σκοπό μας κάνουμε νά χτίζουμε πολυτελῆ σπίτια ἐδῶ στή
γῆ, ἤ ἄν δέν χτίζουμε (ἐπειδὴ εἴμαστε ἴσως φτωχοί), ὅμως
ἐπιθυμοῦμε πολύ ἔντονα νὰ ἀποκτήσουμε κάτι τέτοιο, καὶ ὁ
νοῦς μας συνεχῶς γύρω ἀπὸ αὐτὸ γυρίζει, καὶ ὅλες οἰ ἐνέργειές μας σ᾿ αὐτὸ
κατατείνουν.
Ἐπίσης δὲν δίνουμε σημασία στὶς ἔνορκες ὑποσχέσεις
τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀφήσουμε στὰ παιδιά μας κληρονομιὰ
μόνο κάποιο ἀκίνητο, μιὰ ἐπιχείρηση, ἕνα αὐτοκίνητο,
καὶ δέν φροντίζουμε μὲ τὰ λόγια μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμά
μας κυρίως, νὰ στρέψουμε τὴν καρδιά τους στὸν Οὐρανό, στὴν ἀληθινὴ πατρίδα
τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, στὸ πατρικό μας σπίτι, τὸ οὐράνιο παλάτι, ποὺ
ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Χριστός μας, χαρίζει σὲ μᾶς, τὰ παιδιά Του.
Ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἀνέδειξε ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους Του καὶ μᾶς
χάρισε ὅλη τὴ δική Του κληρονομιὰ μὲ νέα ἐπίσημη Διαθήκη, τὴν
Καινὴ Διαθήκη, τὴν ὁποία ὑπέγραψε μὲ τὸ Αἷμα Του. Γιὰ νὰ μᾶς
ἔχει αἰώνια κοντά Του, στὴ Βασιλεία Του, ἐκεῖ πού ὁ Ἴδιος «πρόδρομος ὑπέρ ἡμῶν εἰσῆλθε» καὶ
περιμένει μὲ ἄπειρη στοργὴ τὸν καθένα μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις προσῆλθε
τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτόν καί λέγων. Διδάσκαλε, ἤνεγκα
τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ,
ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται·
καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι;
ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν
πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν
ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ·
Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. καὶ
πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν·
ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος
ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον
καὶ κωφόν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς
εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ
νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν
τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν
εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο
διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας
ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀναστήσεται.
(Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, γονάτισε μπροστά
του καὶ τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν γιό μου ποὺ ἔχει καταληφθεῖ
ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ποὺ τοῦ πῆρε καὶ τὴ λαλιά. Καὶ σ᾿ ὅποιο μέρος
τὸν πιάσει, τὸν ρίχνει κάτω, κι ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια
του καὶ μένει ξερὸς κι ἀναίσθητος. Εἶπα στοὺς μαθητές σου
νὰ τὸ βγάλουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ὢ γενιὰ ποὺ τόσα θαύματα εἶδες
καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε
θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν κοντά του. Κι ὅταν
τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε μὲ σπασμοὺς τὸν νέο,
ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στὴ γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφροὺς
ἀπ᾿ τὸ στόμα του. Τότε ρώτησε ὁ Κύριος τὸν πατέρα τοῦ
παιδιοῦ: Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ
τότε ποὺ τοῦ συμβαίνει αὐτό; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: Ἀπό μικρὸ παιδί. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν ἔριξε καὶ
στὴ φωτιὰ καὶ στὰ νερὰ γιὰ νὰ τοῦ πάρει τὴ ζωή. Ἀλλὰ ἐάν μπορεῖς
νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐσὺ ἐὰν μπορεῖς νὰ πιστέψεις,
ὅλα εἶναι δυνατὰ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως
φώναξε δυνατὰ ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴ δύναμη
νὰ μὲ βοηθήσεις. Βοήθησέ με ν' ἁπαλλαγῶ ἀπ᾿ τὴν ὀλιγοπιστία
μου καὶ ἀναπλήρωσε ἐσὺ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου. Ὅταν
λοιπὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ καὶ μαζευόταν πολὺς λαός,
πρόσταξε αὐστηρὰ τὸ ἀκάθαρτο δαιμονικὸ πνεῦμα καί τοῦ εἶπε:
Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω,
βγὲς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ μέσα του. Τότε
τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ
παιδί, βγῆκε. Κι ἔγινε σὰν νεκρὸς ὁ νέος, ὥστε πολλοὶ νὰ λένε
ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἔπιασε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε· κι ἐκεῖνος
στάθηκε ὄρθιος. Ὅταν κατόπιν ὁ Κύριος μπῆκε σὲ κάποιο
σπίτι, τὸν ρωτοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ μαθητές του: Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε
τὸ πονηρὸ πνεῦμα; Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν
βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται
μὲ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοια ὅσο τὸ δυνατὸν
ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο προσηλωμένη στὸν Θεὸ.
Κι ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό ἐκεῖ, προχωροῦσαν ἀθόρυβα διασχίζοντας
τὴ Γαλιλαία, ἀκολουθώντας τὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ
δὲν ἤθελε νὰ μάθει κανείς ὅτι περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. Διότι ἤθελε
νὰ μένει μόνος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, τοὺς ὁποίους συστηματικὰ
πλέον δίδασκε καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας,
θὰ παραδοθεῖ μετὰ ἀπὸ λίγο στὰ χέρια ἀνθρώπων, κι αὐτοὶ
θὰ τὸν θανατώσουν. Κι ἀφοῦ πεθάνει, τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τό
θάνατό του θὰ ἀναστηθεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου