ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν
πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ
αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν
εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν
τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους
ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ
τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου
προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους·
καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου,
καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ
Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων,
καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα,
πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
(Πράξ. Στ΄[6] 1 – 7)
ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία εἶχε πολλὴν
τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖτο ὅμως καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι δέν ἦσαν τέλειοι. Ἀκριβῶς δέ γιά μιά τέτοιαν ἀνθρώπινη ἀτέλεια
καί ἀδυναμία μᾶς μιλᾶ τό σημερινό ἀποστολικό ανάγνωσμα. Καθώς,
λέγει, ἐπλήθυναν οἱ πιστοί στήν Ἱερουσαλήμ, «ἐγένετο γογγυσμός τῶν Ἑλληνιστῶν πρός τούς Ἑβραίους».
Οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοί πού ἦσαν ἀπό ξένα μέρη καὶ γι’ αὐτό μιλοῦσαν
τά ἑλληνικά, ἄρχισαν νὰ γογγύζουν κατά τῶν Ἑβραίων πού ἦσαν ντόπιοι
καί μιλοῦσαν ἑβραϊκά. Καί ἐγόγγυζαν, διότι «παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν».
Διότι κατά τή διανομή τῶν καθημερινῶν ἐλεημοσυνῶν στίς χῆρες παραθεωροῦντο
οἱ δικές τους χῆρες. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔμαθαν τά παράπονα αὐτά, «προσκαλεσάμενοι τό πλῆθος τῶν μαθητῶν
εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν
τραπέζαις». Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀφήσουμε τό κήρυγμα καί νά ὑπηρετοῦμε
σέ τραπέζια φαγητοῦ. Γι’ αὐτό , ἀδελφοί, «ἐπισκεψάμενοι ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις
Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, τοὺς ὁποίους καὶ θὰ ἐγκαταστήσουμε γιά
τὴν ἀναγκαία αὐτὴν ὑπηρεσία». Ζήτησαν δηλαδὴ ἀπό τούς Χριστιανοὺς
νὰ διαλέξουν ἑπτά ἄνδρες συνετοὺς καὶ γεμάτους Πνεῦμα Ἅγιο, γιὰ νὰ ἀναλάβουν
αὐτοὶ νὰ κάμουν καλῶς τὴ διανομή τῶν βοηθημάτων. Πρόσθεσαν δέ οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι: «ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ
καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν». Θὰ ἀφοσιωθοῦμε
καί θά ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ
λόγου τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὰ εἶπαν αὐτά, διότι ἡ προσευχὴ
καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι δύο ἀπὸ τὰ κυριώτερα μέσα διὰ τῶν ὁποίων
συνδεόμαστε μέ τόν Χριστό. Μέ τήν προσευχή μιλοῦμε πρὸς τὸν Θεὸ καί
Τοῦ ἐκφράζουμε τοὺς πόθους καὶ τὰ αἰτήματά μας. Μέ τόν λόγο Του μιλᾶ ὁ
Θεός πρός ἐμᾶς καὶ μᾶς γνωρίζει τὸ θέλημά Του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ λειτουργοί
τῆς Ἐκκλησίας πρέπει, ὅσο μποροῦν, νὰ συνδυάζουν καὶ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα.
Καὶ νὰ προΐστανται στίς προσευχές καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσευχόμενοι
ὑπὲρ τῶν πιστῶν, ἀλλά καὶ νὰ διακονοῦν στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Τότε κάμνουν πλήρως τὸ καθῆκον τους. Μέ τήν καλή καὶ ἐπιμελημένη λατρεία
καὶ τά ἅγια Μυστήρια ἑλκύουν τή Χάρη τοῦ οὐρανοῦ στίς ψυχές τῶν μελῶν
τῆς Ἐκκλησίας. Βοηθοῦν σέ ἀνύψωση τῶν καρδιῶν πρὸς τὸν Κύριο. Σέ ἁγιασμὸ
καὶ ἐνίσχυση τῶν πιστῶν. Μέ τό θεῖο κήρυγμα δέ διαλύουν τίς πλάνες,
φωτίζουν τοὺς ἀγνοοῦντες, παρηγοροῦν τοὺς πονεμένους, στηρίζουν τοὺς
κλονιζόμενους, τονώνουν τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν πιστῶν, ἑλκύουν
στόν Χριστό τούς ἀδιάφορους ἤ ψυχρούς ἢ χλιαρούς. Γι’ αὐτό καὶ τὰ δύο
αὐτὰ στοιχεῖα πρέπει νὰ συμβαδίζουν. Καὶ ὅπου οἱ κληρικοί μας δὲ μποροῦν
οἱ ἴδιοι νὰ κάμουν κήρυγμα, ἂς διαβάζουν ἀπὸ ἕνα Κυριακοδρόμιο, ἀπὸ
ἕνα Περιοδικὸ τὸ κήρυγμα τῆς Κυριακῆς πρὸς τοὺς ἐκκλησιαζόμενούς
τους. Νὰ εἶναι δὲ βέβαιοι ὅτι ἔτσι πολὺ καρπὸ θὰ φέρουν καὶ πολὺ μισθὸ
θὰ ἔχουν ἀπὸ τὸν Κύριο.
2. Πόσο ἀληθινὰ εἶναι αὐτά,
φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ αἰσθήματα πού δοκίμασαν οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι Χριστιανοὶ
ἀπό τά λόγια τῶν Ἀποστόλων. «Ἤρεσε,
λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ λόγος ἐνώπιον
παντὸς τοῦ πλήθους». Καὶ ἀμέσως συμμορφώθησαν καὶ ἐξέλεξαν «Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ
Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα
καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον Ἀντιοχέα, πού ἦτο εἰδωλολάτρης καὶ προτοῦ
πιστεύσει στόν Χριστὸ εἶχε προσελκυσθεῖ στόν Ἰουδαϊσμό». Αὐτοὶ ἦσαν
οἱ ἑπτά διάκονοι. Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ἔφεραν ἐνώπιο τῶν Ἀποστόλων,
οἱ ὁποῖοι «προσευξάμενοι ἐπέθηκαν
αὐτοῖς τάς χεῖρας». Προσευχήθησαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς
χάρη πολλή, γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν στή διακονία τους καὶ νὰ ἐπιτύχουν.
Καὶ κατόπιν ἔθεσαν τὰ χέρια τους πάνω στίς κεφαλές τους, γιά νά ἔλθει ἡ
Χάρις σ’ αὐτούς. Ἔτσι τελείωσε ἡ χειροτονία τους. Προσθέτει δὲ σε ὅλα
αὐτὰ ὁ Εὐαγγελιστής: «Καὶ ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλήμ
σφόδρα, πολὺς τὲ ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει». Τὸ χριστιανικό
κήρυγμα διεδίδετο τόσο, ὥστε ἐπληθύνοντο οἱ Χριστιανοί πάρα πολύ.
Μεταξύ δέ αὐτῶν καὶ πλήθη ἱερέων τῶν Ἰουδαίων ὑπεδέχοντο τὴν πίστη
καί ὑποτάσσονταν σ’ αὐτήν.
Ἐκεῖ στήν Ἱερουσαλήμ, τήν προφητοκτόνο
πόλη, τήν πόλη πού σταύρωσε τόν Χριστό, τώρα ὁ Χριστός ἐνεργεῖ θαύματα.
Πλήθη λαοῦ καὶ ἱερέων πιστεύουν καὶ γίνονται Χριστιανοί. Δέν πρέπει
λοιπόν νά ἀπογοητευόμαστε γιά κανένα καί νά παύουμε νά μιλοῦμε
γιά τόν Χριστό καί τήν πίστη. Νομίζουμε ἴσως ὅτι ὡρισμένες πόλεις ἤ
περιοχές δέν εἶναι ἐπιδεκτικές τοῦ Εὐαγγελίου. Ἤ ὠρισμένους ἀνθρώπους
τούς θεωροῦμε σκληρούς, ἀνίκανους νά δεχθοῦν λόγο Θεοῦ, ἁμαρτωλούς.
«Δὲν γίνεται τίποτε μὲ αὐτόν», λέγουν
μερικοί. «Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, δὲν
συγκινεῖται». Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ὀρθό. Διότι δὲν γνωρίζουμε ἐμεῖς
πότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά ἔλθει σ’ αὐτον. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμη τί γίνεται
στό βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος μᾶς φαίνεται σκληρὸς καὶ ἀσυγκίνητος. Ἐκτός δέ ἀπ’ αὐτά ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἀκαταγώνιστη. Σέ ὁλους μπορεί νά ἐνεργήσει. Ποιός θά πίστευε ὅτι ὁ
Ληστής στόν Γολγοθᾶ θά ἔμπαινε πρῶτος στόν Παράδεισο; Ἡ δύναμη τοῦ
Κυρίου ὅμως τὸ πέτυχε τό θαῦμα. Καί ἡ Χάρις, ἐκεῖ πάνω στό σταυρό τοῦ
Ληστοῦ ἐνήργησε. Γι’ αὐτό ἐμεῖς ἔχουμε καθῆκο νά λαλοῦμε τόν λόγο
τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους. Νά μή δειλιάζουμε καί νά μή ἀπογοητευόμαστε, ἄν
δέν βρίσκουμε ἀμέσως ὑποδοχή ἀπό μερικούς. Ἂς σπείρουμε ἐμεῖς στίς
ψυχές, ὅσο μποροῦμε περισσότερο. Καὶ ἂς ἀφήνουμε τά ὑπόλοιπα στά
χέρια τοῦ Θεου. Ἐκεῖνος ξεύρει πότε θά δώσει καρπόν ἡ σπορά μας. Ἀλλά
καί ἄς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ καρπός,
θὰ ἔλθει πλούσιος, ὅπως τότε στά Ἱεροσόλυμα. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
εἶναι παντοδύναμος. Καί ὁ Χριστός ζεῖ καί κερδίζει πάντοτε ψυχές.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος
τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας
σινδόνα
καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε
λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν
ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου
τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου
καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν
ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι
θεωροῦσιν
ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον
νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν,
καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς·
Μὴ ἐκθαμ βεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν
τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ' ὑπάγετε
εἴπατε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν·
ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου·
εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος
καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16]
1 – 8 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό ἦλθε ὁ Ἰωσὴφ πού καταγόταν ἀπ' τὴν πόλη Ἀριμαθαία, ἕνα σεβαστὸ
καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, πού εἶχε πιστέψει κι αὐτὸς
στὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ περίμενε τὴ βασιλεία
αὐτὴ χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ἐλπίδα του ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ· αὐτὸς
λοιπὸν τόλμησε καὶ παρουσιάστηκε στὸν Πιλάτο καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος μάλιστα ἔμεινε ἔκπληκτος κι ἀπόρησε πού τόσο γρήγορα
εἶχε κιόλας πεθάνει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο,
τὸν ρώτησε ἐὰν εἶχε ὥρα πολλὴ πού πέθανε. Κι ὅταν ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο
ὅτι πραγματικὰ πέθανε ὁ Ἰησοῦς, χάρισε τὸ σῶμα του στὸν Ἰωσήφ. Κι
ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀγόρασε καινούργιο καὶ ἀμεταχείριστο σεντόνι καὶ κατέβασε
τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν σταυρό, τύλιξε τὸ σῶμα του στὸ σεντόνι καὶ τὸν ἔβαλε
κάτω σ' ἕνα μνημεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν σκαλισμένο μέσα στὸ βράχο· καὶ κύλισε
ἕνα μεγάλο λίθο πάνω στὸ στόμιο τοῦ μνημείου κλείνοντας ἔτσι τὴν εἴσοδο
τοῦ μνημείου. Στὸ μεταξὺ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν
προσεκτικὰ καὶ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ποῦ τοποθετήθηκε τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ πέρασε
τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου
καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιὰ νὰ ἔλθουν
τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς
πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά
διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα. Κι
ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει
τὴ μεγάλη πέτρα μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Μόλις ὅμως ἔστρεψαν
τὰ μάτια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριὰ
ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦταν
πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μετακινηθεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆκαν στὸ
μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στὰ δεξιὰ τοῦ μνημείου καὶ ἦταν ντυμένος
μὲ λευκή στολή, καὶ γέμισαν μὲ τρόμο καὶ κατάπληξη. Αὐτὸς ὅμως τοὺς
εἶπε: Μὴν τρομάζετε καὶ μὴ φοβάστε.
Ξέρω ποιὸν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε.
Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος πού τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε
καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καὶ βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιὰ τὴν ἄρνησή του, ὅτι
πηγαίνει πρὶν ἀπό σᾶς στὴ Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θὰ
τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν
ἀπὸ τὸ μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Δὲν εἶπαν ὅμως
τίποτε σὲ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.