Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 (29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012)

  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας τα­ύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.

 (Πράξ. Στ΄[6] 1 – 7)  

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

Ἡ πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε πολ­λὴν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πο­τε­λεῖ­το ὅ­μως καὶ ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἦ­σαν τέ­λει­οι. Ἀ­κρι­βῶς δέ γιά μιά τέ­τοι­αν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­τέ­λεια καί ἀ­δυ­να­μί­α μᾶς μι­λᾶ τό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό α­νά­γνω­σμα. Κα­θώς, λέ­γει, ἐ­πλή­θυ­ναν οἱ πι­στοί στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, «ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμός τῶν Ἑλ­λη­νι­στῶν πρός τούς Ἑ­βραί­ους». Οἱ Ἑ­βραῖ­οι Χρι­στια­νοί πού ἦ­σαν ἀ­πό ξέ­να μέ­ρη καὶ γι’ αὐ­τό μι­λοῦ­σαν τά ἑλ­λη­νι­κά, ἄρ­χι­σαν νὰ γογ­γύ­ζουν κα­τά τῶν Ἑ­βραί­ων πού ἦ­σαν ντό­πιοι καί μι­λοῦ­σαν ἑ­βρα­ϊ­κά. Καί ἐ­γόγ­γυ­ζαν, δι­ό­τι «πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν». Δι­ό­τι κα­τά τή δι­α­νο­μή τῶν κα­θη­με­ρι­νῶν ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν στίς χῆ­ρες πα­ρα­θε­ω­ροῦν­το οἱ δι­κές τους χῆ­ρες. Ὅ­ταν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­μα­θαν τά πα­ρά­πο­να αὐ­τά, «προ­σκα­λε­σά­με­νοι τό πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λεί­ψαν­τας τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις». Δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ ἀ­φή­σου­με τό κή­ρυγ­μα καί νά ὑ­πη­ρε­τοῦ­με σέ τρα­πέ­ζια φα­γη­τοῦ. Γι’ αὐ­τό , ἀ­δελ­φοί, «ἐ­πι­σκε­ψά­με­νοι ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου καὶ σο­φί­ας, τοὺς ὁ­ποί­ους καὶ θὰ ἐγ­κα­τα­στή­σου­με γιά τὴν ἀ­ναγ­καί­α αὐ­τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α». Ζή­τη­σαν δη­λα­δὴ ἀ­πό τούς Χρι­στια­νοὺς νὰ δι­α­λέ­ξουν ἑ­πτά ἄν­δρες συ­νε­τοὺς καὶ γε­μά­τους Πνεῦ­μα Ἅ­γιο, γιὰ νὰ ἀ­να­λά­βουν αὐ­τοὶ νὰ κά­μουν κα­λῶς τὴ δι­α­νο­μή τῶν βο­η­θη­μά­των. Πρόσ­θε­σαν δέ οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι: «ἡ­μεῖς δέ τῇ προ­σευ­χῇ καί τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν». Θὰ ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με καί θά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μὲ τὴν προ­σευ­χὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ τὰ εἶ­παν αὐ­τά, δι­ό­τι ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι δύ­ο ἀ­πὸ τὰ κυ­ρι­ώ­τε­ρα μέ­σα διὰ τῶν ὁ­ποί­ων συν­δε­ό­μα­στε μέ τόν Χρι­στό. Μέ τήν προ­σευ­χή μι­λοῦ­με πρὸς τὸν Θε­ὸ καί Τοῦ ἐκ­φρά­ζου­με τοὺς πό­θους καὶ τὰ αἰ­τή­μα­τά μας. Μέ τόν λό­γο Του μι­λᾶ ὁ Θε­ός πρός ἐ­μᾶς καὶ μᾶς γνω­ρί­ζει τὸ θέ­λη­μά Του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ οἱ λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πρέ­πει, ὅ­σο μπο­ροῦν, νὰ συν­δυά­ζουν καὶ τὰ δύ­ο αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α. Καὶ νὰ προ­ΐ­σταν­ται στίς προ­σευ­χές καί τή λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σευ­χό­με­νοι ὑ­πὲρ τῶν πι­στῶν, ἀλ­λά καὶ νὰ δι­α­κο­νοῦν στό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Τό­τε κά­μνουν πλή­ρως τὸ κα­θῆ­κον τους. Μέ τήν κα­λή καὶ ἐ­πι­με­λη­μέ­νη λα­τρεί­α καὶ τά ἅ­για Μυ­στή­ρια ἑλ­κύ­ουν τή Χά­ρη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ στίς ψυ­χές τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Βο­η­θοῦν σέ ἀ­νύ­ψω­ση τῶν καρ­δι­ῶν πρὸς τὸν Κύ­ριο. Σέ ἁ­για­σμὸ καὶ ἐ­νί­σχυ­ση τῶν πι­στῶν. Μέ τό θεῖ­ο κή­ρυγ­μα δέ δι­α­λύ­ουν τίς πλά­νες, φω­τί­ζουν τοὺς ἀ­γνο­οῦν­τες, πα­ρη­γο­ροῦν τοὺς πο­νε­μέ­νους, στη­ρί­ζουν τοὺς κλο­νι­ζό­με­νους, το­νώ­νουν τὸ ἀ­γω­νι­στι­κὸ φρό­νη­μα τῶν πι­στῶν, ἑλ­κύ­ουν στόν Χρι­στό τούς ἀ­δι­ά­φο­ρους ἤ ψυ­χρούς ἢ χλια­ρούς. Γι’ αὐ­τό καὶ τὰ δύ­ο αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α πρέ­πει νὰ συμ­βα­δί­ζουν. Καὶ ὅ­που οἱ κλη­ρι­κοί μας δὲ μπο­ροῦν οἱ ἴ­διοι νὰ κά­μουν κή­ρυγ­μα, ἂς δι­α­βά­ζουν ἀ­πὸ ἕ­να Κυ­ρι­α­κο­δρό­μιο, ἀ­πὸ ἕ­να Πε­ρι­ο­δι­κὸ τὸ κή­ρυγ­μα τῆς Κυ­ρια­κῆς πρὸς τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νούς τους. Νὰ εἶ­ναι δὲ βέ­βαι­οι ὅ­τι ἔ­τσι πο­λὺ καρ­πὸ θὰ φέ­ρουν καὶ πο­λὺ μι­σθὸ θὰ ἔ­χουν ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο.

2. Πό­σο ἀ­λη­θι­νὰ εἶ­ναι αὐ­τά, φαί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὰ αἰ­σθή­μα­τα πού δο­κί­μα­σαν οἱ πρῶ­τοι ἐ­κεῖ­νοι Χρι­στια­νοὶ ἀ­πό τά λό­για τῶν Ἀ­πο­στό­λων. «Ἤ­ρε­σε, λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους». Καὶ ἀ­μέ­σως συμ­μορ­φώ­θη­σαν καὶ ἐ­ξέ­λε­ξαν «Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον Ἀν­τι­ο­χέ­α, πού ἦ­το εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ προ­τοῦ πι­στεύ­σει στόν Χρι­στὸ εἶ­χε προ­σελ­κυ­σθεῖ στόν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό». Αὐ­τοὶ ἦ­σαν οἱ ἑ­πτά δι­ά­κο­νοι. Αὐ­τοὺς λοι­πὸν τοὺς ἔ­φε­ραν ἐ­νώ­πιο τῶν Ἀ­πο­στό­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι «προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τάς χεῖ­ρας». Προ­σευ­χή­θη­σαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι νὰ τοὺς δώ­σει ὁ Θε­ὸς χά­ρη πολ­λή, γιὰ νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν στή δι­α­κο­νί­α τους καὶ νὰ ἐ­πι­τύ­χουν. Καὶ κα­τό­πιν ἔ­θε­σαν τὰ χέ­ρια τους πά­νω στίς κε­φα­λές τους, γιά νά ἔλ­θει ἡ Χά­ρις σ’ αὐ­τούς. Ἔ­τσι τε­λεί­ω­σε ἡ χει­ρο­το­νί­α τους. Προ­σθέ­τει δὲ σε ὅ­λα αὐ­τὰ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής: «Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ σφό­δρα, πο­λὺς τὲ ὄ­χλος τῶν ἱ­ε­ρέ­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει». Τὸ χρι­στι­α­νι­κό κή­ρυγ­μα δι­ε­δί­δε­το τό­σο, ὥ­στε ἐ­πλη­θύ­νον­το οἱ Χρι­στια­νοί πά­ρα πο­λύ. Με­τα­ξύ δέ αὐ­τῶν καὶ πλή­θη ἱ­ε­ρέ­ων τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πε­δέ­χον­το τὴν πί­στη καί ὑ­πο­τάσ­σον­ταν σ’ αὐ­τήν.

Ἐ­κεῖ στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τήν προ­φη­το­κτό­νο πό­λη, τήν πό­λη πού σταύ­ρω­σε τόν Χρι­στό, τώ­ρα ὁ Χρι­στός ἐ­νερ­γεῖ θαύ­μα­τα. Πλή­θη λα­οῦ καὶ ἱ­ε­ρέ­ων πι­στεύ­ουν καὶ γί­νον­ται Χρι­στια­νοί. Δέν πρέ­πει λοι­πόν νά ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε γιά κα­νέ­να καί νά παύ­ου­με νά μι­λοῦ­με γιά τόν Χρι­στό καί τήν πί­στη. Νο­μί­ζου­με ἴ­σως ὅ­τι ὡ­ρι­σμέ­νες πό­λεις ἤ πε­ρι­ο­χές δέν εἶ­ναι ἐ­πι­δε­κτι­κές τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἤ ὠ­ρι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους τούς θε­ω­ροῦ­με σκλη­ρούς, ἀ­νί­κα­νους νά δε­χθοῦν λό­γο Θε­οῦ, ἁ­μαρ­τω­λούς. «Δὲν γί­νε­ται τί­πο­τε μὲ αὐ­τόν», λέ­γουν με­ρι­κοί. «­Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, δὲν συγ­κι­νεῖ­ται». Ὅ­μως αὐ­τό δέν εἶ­ναι ὀρ­θό. Δι­ό­τι δὲν γνω­ρί­ζου­με ἐ­μεῖς πό­τε ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ θά ἔλ­θει σ’ αὐ­τον. Δὲν γνω­ρί­ζου­με ἀ­κό­μη τί γί­νε­ται στό βά­θος τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς φαί­νε­ται σκλη­ρὸς καὶ ἀ­συγ­κί­νη­τος.  Ἐ­κτός δέ ἀ­π’ αὐ­τά ἡ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­κα­τα­γώ­νι­στη. Σέ ὁ­λους μπο­ρεί νά ἐ­νερ­γή­σει. Ποι­ός θά πί­στευ­ε ὅ­τι ὁ Λη­στής στόν Γολ­γο­θᾶ θά ἔμ­παι­νε πρῶ­τος στόν Πα­ρά­δει­σο; Ἡ δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου ὅ­μως τὸ πέ­τυ­χε τό θαῦ­μα. Καί ἡ Χά­ρις, ἐ­κεῖ πά­νω στό σταυ­ρό τοῦ Λη­στοῦ ἐ­νήρ­γη­σε. Γι’ αὐ­τό ἐ­μεῖς ἔ­χου­με κα­θῆ­κο νά λα­λοῦ­με τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ πρός ὅ­λους. Νά μή δει­λι­ά­ζου­με καί νά μή ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε, ἄν δέν βρί­σκου­με ἀ­μέ­σως ὑ­πο­δο­χή ἀ­πό με­ρι­κούς. Ἂς σπεί­ρου­με ἐ­μεῖς στίς ψυ­χές, ὅ­σο μπο­ροῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Καὶ ἂς ἀ­φή­νου­με τά ὑ­πό­λοι­πα στά χέ­ρια τοῦ Θε­ου. Ἐ­κεῖ­νος ξεύ­ρει πό­τε θά δώ­σει καρ­πόν ἡ σπο­ρά μας. Ἀλ­λά καί ἄς εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι ὅ­τι ὁ  καρ­πός, θὰ ἔλ­θει πλού­σιος, ὅ­πως τό­τε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Δι­ό­τι ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μος. Καί ὁ Χρι­στός ζεῖ καί κερ­δί­ζει πάν­το­τε ψυ­χές.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμ βεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.

               (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8 )

ΕΡΜΗΝΕΙΑ(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­σὴφ πού κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὴν πό­λη Ἀ­ρι­μαθαί­α, ἕ­να σε­βα­στὸ καὶ ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ συνε­δρί­ου, πού εἶ­χε πι­στέ­ψει κι αὐ­τὸς στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θεοῦ καὶ πε­ρί­με­νε τὴ βα­σιλεί­α αὐ­τὴ χω­ρὶς νὰ κλο­νι­σθεῖ ἡ ἐλ­πί­δα του ἀ­πὸ τὸ θάνα­το τοῦ Ἰησοῦ· αὐ­τὸς λοι­πὸν τόλ­μη­σε καὶ πα­ρου­σιάστη­κε στὸν Πι­λά­το καὶ ζή­τη­σε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πι­λά­τος μά­λι­στα ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος κι ἀ­πό­ρη­σε πού τό­σο γρή­γο­ρα εἶ­χε κι­ό­λας πε­θά­νει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο, τὸν ρώ­τη­σε ἐ­ὰν εἶ­χε ὥ­ρα πολ­λὴ πού πέ­θα­νε. Κι ὅ­ταν ἔ­μα­θε ἀ­πὸ τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ πέ­θα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, χά­ρι­σε τὸ σῶ­μα του στὸν Ἰ­ω­σήφ. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε και­νούρ­γιο καὶ ἀ­με­τα­χείρι­στο σεν­τό­νι καὶ κα­τέ­βα­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τύ­λι­ξε τὸ σῶ­μα του στὸ σεν­τό­νι καὶ τὸν ἔ­βα­λε κά­τω σ' ἕ­να μνη­μεῖ­ο, τὸ ὁποῖο ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο μέ­σα στὸ βράχο· καὶ κύ­λι­σε ἕ­να με­γά­λο λί­θο πά­νω στὸ στό­μιο τοῦ μνη­μεί­ου κλεί­νον­τας ἔ­τσι τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α τοῦ Ἰωσῆ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν προ­σε­κτι­κὰ καὶ μὲ πο­λὺ ἐν­διαφέ­ρον ποῦ το­πο­θε­τή­θη­κε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ πέ­ρα­σε τὸ Σάβ­βα­το, ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ ἡ Σα­λώ­μη ἀ­γό­ρα­σαν τὸ βρά­δυ τοῦ Σαβ­βά­του ἀ­ρώ­μα­τα, γιὰ νὰ ἔλ­θουν τὸ πρω­ὶ στὸν τά­φο καὶ νὰ ἀ­λεί­ψουν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁ­ρί­ζον­τα. Κι ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Ποι­ὸς θὰ μᾶς κυ­λί­σει τὴ με­γάλη πέ­τρα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου; Μό­λις ὅ­μως ἔ­στρε­ψαν τὰ μά­τια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶ­δαν ὅ­τι εἶ­χε με­τα­το­πι­σθεῖ ἡ πέ­τρα μα­κριὰ ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔ­λε­γαν αὐ­τὰ με­τα­ξύ τους, δι­ό­τι ἡ πέ­τρα αὐ­τὴ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη καὶ δὲν ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ με­τα­κι­νη­θεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆ­καν στὸ μνη­μεῖ­ο, εἶ­δαν ἕ­να νέ­ο πού καθόταν στὰ δε­ξιὰ τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μὲ λευκή στο­λή, καὶ γέ­μι­σαν μὲ τρό­μο καὶ κα­τά­πλη­ξη. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν τρο­μά­ζε­τε καὶ μὴ φο­βάστε. Ξέ­ρω ποι­ὸν ζη­τᾶ­τε. Ζη­τᾶ­τε τὸν Ἰησοῦ τὸν Να­ζα­ρηνὸ τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Ἀ­να­στή­θη­κε. Δέν εἶναι ἐ­δῶ. Νά, εἶ­ναι ἀ­δεια­νὸ τὸ μέ­ρος πού τὸν ἔ­βα­λαν. Ἀλ­λὰ πη­γαί­νε­τε καὶ πέ­στε στοὺς μα­θη­τές του καὶ ἰ­διαι­τέ­ρως στὸν Πέ­τρο, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ βε­βαι­ώ­σε­ως ὅ­τι συγ­χω­ρή­θη­κε γιὰ τὴν ἄρ­νη­σή του, ὅ­τι πη­γαί­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς στὴ Γα­λι­λαί­α καὶ σᾶς πε­ρι­μέ­νει ἐκεῖ. Ἐ­κεῖ θὰ τὸν δεῖ­τε, ὅ­πως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐ­κεῖ­νες τό­τε βγῆ­καν κι ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο. Ἦ­ταν μά­λι­στα γε­μά­τες τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση. Δὲν εἶ­παν ὅ­μως τί­πο­τε σὲ κα­νέ­να, δι­ό­τι ἦ­ταν φο­βι­σμέ­νες.

­


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ (ΘΩΜΑ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ (ΘΩΜΑ)

(22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.         

                            (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12 – 20 )

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Στὸ με­τα­ξὺ μὲ τὰ χέ­ρια τῶν ἀ­πο­στό­λων γί­νον­ταν συ­νε­χῶς πολ­λὰ ἐκ­πλη­κτι­κὰ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ θαύ­μα­τα, πού ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ προ­κα­λοῦ­σαν κα­τά­πλη­ξη στὸ λα­ό. Κι ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μα­ζὶ, μὲ μιὰ καρ­διὰ, μα­ζεύ­ον­ταν στὴ στο­ὰ τοῦ Σο­λο­μῶντος. Καὶ ἀ­πό τους ὑ­πό­λοι­πους πού δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει, κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε ν' ἀ­να­κα­τευ­θεῖ μ' αὐ­τούς, νὰ ἀ­στει­ευ­θεῖ μα­ζί τους καὶ νὰ τοὺς συμ­πε­ρι­φερ­θεῖ σὰν συ­νη­θι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους τοῦ δρό­μου∙ ἀλλά ὁ πο­λὺς λα­ὸς τοὺς τι­μοῦ­σε καὶ τοὺς ἐγ­κω­μί­α­ζε. Ἔ­τσι ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σελ­κύ­ον­ταν πλή­θη ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁποῖοι πί­στευ­αν στὸν Κύ­ριο καὶ γί­νον­ταν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, αὐ­ξά­νον­τας κα­τὰ πο­λὺ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν πι­στῶν. Τό­σο πο­λὺ μά­λι­στα τοὺς σε­βό­ταν ὁ λα­ός, ὥ­στε ἔ­βγα­ζαν τοὺς ἀρρώστους ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τους στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ τοὺς ἔ­βα­ζαν πά­νω σὲ πο­λυ­τε­λῆ κρε­βά­τια οἱ πλου­σι­ό­τε­ροι, καὶ σὲ φτω­χι­κὰ καὶ πρό­χει­ρα φο­ρεῖ­α οἱ φτω­χό­τεροι, ἔ­τσι ὥ­στε, ὅ­ταν θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο ὁ Πέ­τρος, νὰ πέ­σει ἔ­στω καὶ ἡ σκιά του σὲ κά­ποι­ον ἀ­πό τους ἀρρώστους αὐ­τοὺς γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον μα­ζεύ­ον­ταν στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ πλή­θη ἀ­πό τούς κα­τοί­κους τῶν γει­το­νι­κῶν πό­λε­ων· ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­φερ­ναν κά­θε εἴ­δους ἀρρώστους, κα­θὼς καὶ ἀν­θρώ­πους πού ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, καὶ ὅ­λοι τους θε­ρα­πεύ­ον­ταν. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τὰ προ­κά­λε­σαν τὴν ἀν­τί­δρα­ση τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅ­λων ὅ­σων ἦ­ταν μα­ζί του καὶ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­τα­ξη τῶν Σαδ­δου­καί­ων. Γέ­μι­σαν οἱ καρ­δι­ές τους ἀ­πὸ φθό­νο καὶ κα­κί­α καὶ ἑ­τοι­μά­στη­καν νὰ δρά­σουν. Ἅ­πλω­σαν λοι­πὸν τὰ χέ­ρια τους πά­νω στοὺς ἀ­πο­στό­λους, τοὺς συ­νέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἔ­ρι­ξαν στὴ δη­μό­σια φυ­λα­κή. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ὅ­μως μέ­σα στὴ νύ­χτα ἄ­νοι­ξε τὶς θύ­ρες τῆς φυ­λα­κῆς, τοὺς ἔ­βγα­λε ἔ­ξω καὶ τοὺς εἶ­πε: Πη­γαί­νε­τε ἀ­μέ­σως καὶ στα­θεῖ­τε γε­μά­τοι θάρ­ρος στὸν ἱ­ε­ρὸ πε­ρί­βο­λο τοῦ να­οῦ καὶ κη­ρύξ­τε δη­μό­σια στὸ λα­ὸ ὅ­λα τὰ λό­για της νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς, τὴν ὁποία σᾶς με­τέ­δω­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­πὸ πεί­ρα γνω­ρί­σα­τε.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κε­­ κρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.

                                        (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ὅ­ταν βρά­δια­σε τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, τήν πρώ­τη τῆς ἑ­βδο­μά­δος, κι ἐ­νῷ οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σ' ἕ­να σπί­τι καὶ εἶ­χαν τὶς θύ­ρες κλει­στὲς ἐ­πει­δὴ φο­βοῦν­ταν τοὺς ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ στά­θη­κε στὴ μέ­ση καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, τοὺς ἔ­δει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους πού σταυ­ρώ­θη­κε. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βε­βαι­ώ­θη­καν γι' αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν οὐ­λῶν του, χά­ρη­καν οἱ μα­θη­τὲς πού εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ μα­θη­τὲς ἠ­ρέ­μη­σαν κά­πως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη σφο­δρὴ συγ­κί­νη­ση πού αἰ­σθάν­θη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς με­γά­λης τους χα­ρᾶς, τοὺς εἶ­πε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μελ­λον­τι­κή τους τώ­ρα κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λή: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ὅ­πως μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­τσι κι ἐ­γώ σᾶς στέλ­νω νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἴ­διο ἔρ­γο. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, προ­κει­μέ­νου νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει τὴν πνο­ὴ τῆς νέ­ας οὐ­ρά­νιας ζω­ῆς ἐμ­φύ­ση­σε στὰ πρό­σω­πά τους, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ, καὶ τοὺς εἶ­πε: Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιον.  Σ' ὅ­ποι­ους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, θὰ τοὺς εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ' ὅ­ποι­ους ὅ­μως τὶς κρα­τᾶ­τε ἀσυγχώ­ρη­τες, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. Ὁ Θω­μὰς ὅ­μως, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τους δώ­δε­κα ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­νό­μα­ζαν Δί­δυ­μο ὅ­σοι Ἑ­βραῖ­οι μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, δὲν ἦ­ταν μα­ζί τους ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν εἶ­δαν, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές: Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου στὰ χέ­ρια του τὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ δά­χτυ­λό μου στὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ χέ­ρι μου στὴν πλευ­ρά του, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ μά­τια μου ἀλ­λά καὶ μὲ τά δά­χτυ­λά μου νὰ βε­βαι­ω­θῶ, δὲν θὰ πι­στέ­ψω.

Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες ἦ­σαν πά­λι μέ­σα στὸ σπί­τι οἱ μα­θη­τές, καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς ἦ­ταν κι ὁ Θω­μάς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἐ­νῶ ἦ­ταν κλει­στές οἱ θύ­ρες, καὶ στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς καί εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν Θω­μά: Φέ­ρε τὸ δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ. Ψη­λά­φη­σε καὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, καί δὲς συγ­χρό­νως μὲ τὰ μά­τια σου τὰ χέ­ρια μου. Φέ­ρε τό χέ­ρι σου κά­τω ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά μου καὶ βά­λ' το στήν πλευ­ρά μου πού χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ λόγ­χη. Καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α, ὥ­στε νὰ γί­νεις μό­νι­μα καὶ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἄ­πι­στος, ἀλ­λά νά προ­ο­δεύ­εις καὶ νὰ στη­ρί­ζε­σαι στὴν πί­στη, ὥ­στε νὰ γί­νεις ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἀ­δι­ά­σει­στος σ' αὐ­τή. Ὁ Θω­μὰς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Πι­στεύ­ω καὶ ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πί­στε­ψες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ριοι καὶ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ ἔ­χουν δεῖ μὲ τὰ μά­τια τους, ὅ­πως μὲ εἶ­δες ἐ­σύ. Καί θά πι­στέ­ψουν ἔ­τσι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μου στίς γε­νι­ές πού θὰ ἔλ­θουν.

Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ ὅ­σα ἐ­ξι­στο­ρή­σα­με, ἐ­κτός ἀ­πό τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του, ὀ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά στά μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του ἔ­κα­νε καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα θαύ­μα­τα πού ἀ­πο­δεί­κνυ­αν τὴ θε­ό­τη­τά του καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὸ βι­βλί­ο αὐ­τό. Αὐ­τὰ πού ἐκ­θέ­σα­με, γρά­φη­καν γιὰ νὰ πι­στέ­ψε­τε ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς πού προ­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ· κι ἔ­τσι πι­στεύ­ον­τας νὰ ἔ­χε­τε ὡς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα σας τὴ νέ­α, θεί­α καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁ­ποί­α με­τα­δί­δει ὁ ἴ­διος στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό ὄ­νο­μά του.