Tὸv ἤξερα γιὰ πολὺ συγκρατημένο
τὸν πατέρα μου στὰ συναισθήματα. Ἄλλωστε ἦταν μαθηματικός·
τά ᾿βλεπε γύρω του ὅλα πιὸ πολὺ μὲ τὴ λογικὴ κι ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του αὐτοκυριαρχημένος.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ ἑρμηνεύσω τὰ πολλά του δάκρυα – δίπλα μου ἦταν,
τὸν ἔβλεπα ποὺ τὰ σκούπιζε – μπροστὰ στὸ νεκρὸ σκήνωμα τῆς θείας μας Μαριγῶς,
ποὺ ᾿ταν δική του κανονικὴ θεία καὶ γιὰ μᾶς, θὰ λέγαμε, γιαγιά – θεία.
–Πατέρα, τοῦ ᾿πα
κεῖνο τὸ βράδυ ποὺ κηδέψαμε τὴ θεία, οὔτε στὴ μάνα σου δὲν ἔκλαψες τόσο.
Τὸν προκάλεσα καὶ
τὴν ἴδια κιόλας ὥρα μοῦ ᾿λυσε τὴν ἀπορία, ἐκμυστηρευομενος ἕνα
κομμάτι τῆς ζωῆς του. Κοντά μου ἦρθαν καὶ τὰ ἄλλα ἑπτὰ ἀδέλφια μου καὶ
τὸν ἀκούγαμε μὲ προσοχή.
–Ποὺ λέτε, παιδιά,
ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, δὲν μποροῦσε νὰ μὲ περιμαζέψει ἡ μάνα μου,
ἡ γιαγιά σας ἡ Ζωή. Ἤμουν τὸ ζωηρότερο ἀπὸ τὰ 5 ἀδέλφια. Ἔτρεχα δῶ
καὶ ᾿κεῖ στὰ χωράφια, στὰ μποστάνια, ἢ ἔπαιζα στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ μας,
στὴν Τεγέα, πού ᾿ταν τότε μεγάλο κεφαλοχώρι. Ὅσο γιὰ γράμματα, κανένα
ἐνδιαφέρον. Ἡ μάνα μου ὁλημερὶς στὸ πόδι· νὰ μαζεύει ἀπό τοὺς κήπους
πού ᾿χαμε στὸν κάτω μαχαλὰ τὰ ὁλόφρεσκα ζαρζαβατικὰ καὶ νὰ τ᾿ ἀνεβάζει
μὲ τὸ γαϊδουράκι μας στὴν ἀγορὰ τὴν περιζήτητη, πού ᾿ρχονταν πλήθη
κόσμου γιὰ νὰ τὰ ἀγοράσουν ἀπὸ τὰ γύρω χωριά. Ὁ πατέρας εἶχε τὸ μικρὸ
παντοπωλεῖο. Δούλευαν καὶ οἱ δυὸ γονεῖς μας γιὰ τὰ παλιά μας χρέη. Ἀφοῦ
εἶδε καὶ ἀπόειδε ἀπὸ μένα ἡ μάνα μου, σὲ συνεννόηση μὲ τὸν πατέρα,
τὸν παπποῦ σας ἐννοῶ, γράφει γράμμα στὴν ἀδελφή της, τὴ θεία μας τὴ Μαριγώ,
πού ᾿μενε στὸ Αἴγιο, καὶ τῆς λέει:
–Μαριγώ μου, δὲν
τὸν ἀντέχω ἄλλο τὸν Δῆμο. Παιδιὰ δὲν ἔχεις. Θρήσκα εἶσαι. Χρόνο ἔχεις.
Γράμματα ξέρεις. Ἀγάπη ἔχεις. Πάρε τὸ παιδὶ νὰ τὸ μορφώσεις καὶ νὰ τὸ
βάλεις στὸν δρόμο τοῦ σχολείου καὶ τῆς καλοσύνης τοῦ Χριστοῦ. Πρόσεξε,
δὲν σοῦ τὸ πετάω τὸ παιδί. Σοῦ τὸ ἐμπιστεύομαι. Νὰ μὲ ξαλαφρώσεις.
Ὤ! τί χαρὰ ἔκανε
ἡ θεία! Μὲ πῆρε ἀγρίμι καὶ μὲ ἔκανε σωστὸ ἀρνάκι, ἤρεμο παιδὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Τούτη ἡ γυναίκα εἶχε ἀγάπη ποὺ δὲν περιγράφεται. Σοῦ ᾿δειχνε τὸ σωστὸ
μὲ τὴ ζωή της καὶ λιγότερο μὲ τὶς συμβουλές της. Ἡ ἀγάπη της δὲν ἦταν
χάδια καὶ φιλιά. Σοῦ ὁρμήνευε τὸ σωστὸ μὲ στοργή. Σοῦ ᾿κανε παρατηρήσεις
μὲ δίκαιο τρόπο, σοῦ ᾿φτιαχνε χαρακτήρα, σ᾿ ἔκανε προσωπικότητα. Ἀσφαλῶς
προσευχόταν πολὺ γι᾿ αὐτό. Μοῦ εἶχε μάθει τὸ Ἀπόδειπνο καὶ τοὺς Χαιρετισμούς.
Μαζὶ τὰ λέγαμε ἀπέξω κάθε βράδυ. Τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς μὲ ξυπνοῦσε.
Μὲ πήγαινε στὴν ἐκκλησία· κι ἔλεγα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τὸ
«Πάτερ ἡμῶν».
Τὸ κυριότερο ὅμως
εἶναι ὅτι μὲ γνώρισε μὲ φημισμένο Ἐξομολόγο τῆς περιοχῆς, τὸν πατέρα
Δημήτριο. Δὲν ζεῖ τώρα. Σ᾿ αὐτὸν ἄρχισα νὰ λέω τὶς πρῶτες μου σκανταλιὲς
καὶ ὑστερότερα, καθὼς μεγάλωνα, τὰ κρίματά μου τὰ βαρύτερα. Μὲ καθοδηγοῦσε
ὅπως ὁ Χριστός· καὶ τὸν ὑπάκουγα σ᾿ ὅλα.
Μὲ μάθαινε κεῖνος
ὁ φωτισμένος, ὁ αὐστηρὸς ἀλλὰ καὶ στοργικὸς Ἐξομολόγος νὰ μὴ χαϊδεύω
πάθη καὶ ἀδυναμίες. Ἔτσι μεγάλωσα μὲ βάσεις καὶ ἀρχὲς σοφές, ἀσάλευτες,
γερές. Καὶ ἡ Θεία-Μαριγὼ ἀπὸ κοντά. Ὅταν πέρασα στὸ Μαθηματικὸ Πατρῶν
– σ᾿ ἐκείνην ὀφείλω μετὰ τὸν Θεὸ τὴν ἐπιτυχία μου – ἐρχόνταν κι αὐτὴ
ἐκεῖ στὴν Πάτρα καὶ μὲ στήριζε. Ἔτρεχε καὶ ρωτοῦσε καὶ μάθαινε γιὰ τὶς
σπουδές μου ἀπό τους καθηγητές. Μὲ κρατοῦσε ἡ φροντίδα της αὐτὴ καὶ ἡ
ἔγνοια της σὲ ἐγρήγορση καὶ τάξη. Στὴν πόλη αὐτὴ τὴ νέα, τὴν Πάτρα, ἡ
θεία φρόντισε καὶ μοῦ ὑπέδειξε τὸν Πνευματικό, Ἐξομολόγο κι αὐτὸν
σοφό, ἄνθρωπο πολλῆς ἀγάπης καὶ μοναδικό· μὲ φήμη σ᾿ ὅλο τὸν Νομὸ ἁγίου
ἀνθρώπου. Αὐτὸν ποὺ ἔχουμε τώρα ὅλη ἡ οἰκογένεια. Μετὰ τὸ στρατιωτικό,
στὴν ἴδια πόλη γνώρισα, δηλαδὴ ἐδῶ ποὺ ζοῦμε, καὶ τὴν καλή σας μητέρα.
Συμφωνήσαμε λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ – ὅταν πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια χήρεψε
ἡ θεία – καὶ τὴ δεχθήκαμε στὸ σπίτι γιὰ νὰ ξεχρεώσουμε τὸ γραμμάτιο τῆς
εὐγνωμοσύνης μου. Γιατί ἡ θεία μου ἡ Μαριγὼ καὶ δικιά σας γιαγιὰ - θεία,
νὰ τὸ θυμάστε, παιδιά μου, ἔσωσε τὸν πατέρα σας. Ὅσο γιὰ τὴ συνέχεια,
τὴν ξέρετε, τὴ βλέπετε...
Τὰ παιδιὰ εἶχαν
βουρκώσει. Τὴν ἀγαποῦσαν ὅλα τόσο πολύ.
Θυμήθηκαν πόσα!...
τὴν ὥρα αὐτὴ γιὰ τὴν εὐλογημένη θεία τους τὴ Μαριγώ, καὶ ἔλεγαν τόσα
γι᾿ αὐτήν.
Θυμήθηκαν ποὺ
δὲν ἤθελε νὰ γίνεται βάρος σὲ κανέναν. Ἔτσι ἐπέμενε καὶ ἔπλενε τὰ πιάτα
ὅλων κάθε μέρα. Ἀλλὰ καὶ τὰ ροῦχα ὅλων τά ᾿πλενε καὶ τὰ σιδέρωνε μὲ τέχνη
περισσή. Καὶ ἡ μαμὰ τὴν ἄφηνε γιὰ νὰ μὴν τῆς στερήσει, ὅπως ἔλεγε, τὴ
χαρά της. Θυμήθηκαν ποὺ τὴν ἔβλεπαν κυρτωμένη ἀπὸ τὰ βάρη τῶν χρόνων,
ὅλο ἀγάπη στὸν Χριστό, νὰ ἔρχεται κάθε βράδυ καὶ νὰ ζητάει συγγνώμη
γιὰ τὰ λάθη της ἀπό τους γονεῖς καὶ ὕστερα ἀπὸ κεῖνα λέγοντας σ᾿ ὅλους
τους:
–Δῆμο μου, Κατίνα
μου, κι ἐσεῖς, χρυσά μου παιδάκια ὅλα συγχωρέστε μου τὰ λάθη τῆς μέρας.
Θυμήθηκαν ποὺ
στὶς μικροαδιαθεσίες τους τά ᾿παιρνε κοντά της. Τὰ σταύρωνε στὸ μέτωπο
βάζοντας στὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου της ἁγιασμό. Καὶ τό ᾿κανε μὲ τόσο μεγάλη
πίστη, ποὺ γίνονταν ἀμέσως καλά. Τό ᾿ξεραν αὐτὸ πάντα. Ἡ πίστη τῆς θείας
ἦταν τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο. Καὶ ὅταν τὴν πείραζαν μὲ ἀθῶα
πειράγματα, ἐκείνη χαμογελώντας ἔλεγε πάντα τὸ αὐτοσχέδιό της τραγουδάκι:
«Δὲν μὲ νοιάζει ὅ,τι καὶ ἂν λέτε· τὴν ψυχούλα σας χαλᾶτε καὶ ἐμένα μ᾿ ἀνεβάζετε
᾿κεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανό, στὸν Χριστούλη μου κοντά». Ξυπνοῦσε ὁλοχρονὶς
κάθε πρωὶ μὲ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» στὰ χείλη. Καὶ ὅλη τὴ μέρα μονολογοῦσε:
«Χίλιες δόξες νά ᾿χεις, Χριστέ μου! Ἀξίζω ἐγὼ τὴν τόση ἀγάπη Σου;»
Ἀλλὰ καἰ ὁ θάνατός
της πόσο ἤρεμος! Προχθὲς ἡμέρα Κυριακὴ τὸ πρωὶ κοινώνησε. Ἦταν μέσα
στὴ χαρὰ καὶ στὸ φῶς. Τὸ μεσημέρι τῆς ἴδιας μέρας, τὴν ὥρα ποὺ μὲ στοργὴ
τὴν τάιζε ἥσυχα ὁ πατέρας, τοῦ εἶπε: «Ἐγώ, Δῆμο, τώρα θὰ φύγω. Φεύγω,
Δῆμο... φεύγω...». Ἔτσι πέταξε ἤρεμη στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἡ θεία Μαριγώ.
Μόλις πληροφορήθηκε τὸν θάνατό της ὁ Πνευματικός της, μᾶς παρηγόρησε
μὲ ἕνα μόνο λόγο: «Αὐτὴ ἡ ἁγία γυναίκα κέρδισε τὸν Παράδεισο. Γιατί
στὸ πρόσωπό της βρῆκε ἐφαρμογὴ ὁ μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου: "Μακάριοι
οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν"».
Ὥστε γι᾿ αὐτὸ
τελικὰ ἔκλαψε τόσο ὁ πατέρας μου.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "Ο ΣΩΤΗΡ", ΑΡΙΘ. 2226, 1 καί 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020, σελ. 357-358