Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

«Για­τὶ ἔ­κλα­ψες τό­σο;»




Tὸv ἤ­ξε­ρα γι πο­λὺ συγ­κρα­τη­μέ­νο τὸν πα­τέ­ρα μου στὰ συ­ναι­σθή­μα­τα. Ἄλ­λω­στε ἦ­ταν μα­θη­μα­τι­κός· τά ᾿βλε­πε γύ­ρω του ὅ­λα πιὸ πο­λὺ μὲ τὴ λο­γι­κὴ κι ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴ φύ­ση του αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χη­μέ­νος. Γι᾿ αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ἑρ­μη­νεύ­σω τὰ πολ­λά του δά­κρυ­α – δί­πλα μου ἦ­ταν, τὸν ἔ­βλε­πα ποὺ τὰ σκού­πι­ζε – μπρο­στὰ στὸ νε­κρὸ σκή­νω­μα τῆς θεί­ας μας Μα­ρι­γῶς, ποὺ ᾿ταν δι­κή του κα­νο­νι­κὴ θεί­α καὶ γιὰ μᾶς, θὰ λέ­γα­με, για­γιά – θεί­α.
–Πα­τέ­ρα, τοῦ ᾿πα κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ποὺ κη­δέ­ψα­με τὴ θεί­α, οὔ­τε στὴ μά­να σου δὲν ἔ­κλα­ψες τό­σο.
Τὸν προ­κά­λε­σα καὶ τὴν ἴ­δια κι­ό­λας ὥ­ρα μοῦ ᾿λυ­σε τὴν ἀ­πο­ρί­α, ἐκ­μυ­στη­ρευ­ο­με­νος ἕ­να κομ­μά­τι τῆς ζω­ῆς του. Κον­τά μου ἦρ­θαν καὶ τὰ ἄλ­λα ἑ­πτὰ ἀ­δέλ­φια μου καὶ τὸν ἀ­κού­γα­με μὲ προ­σο­χή.
–Ποὺ λέ­τε, παι­διά, ὅ­ταν ἤ­μουν στὸ Δη­μο­τι­κό, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψει ἡ μά­να μου, ἡ για­γιά σας ἡ Ζω­ή. Ἤ­μουν τὸ ζω­η­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ 5 ἀ­δέλ­φια. Ἔ­τρε­χα δῶ καὶ ᾿κεῖ στὰ χω­ρά­φια, στὰ μπο­στά­νια, ἢ ἔ­παι­ζα στὴν πλα­τεί­α τοῦ χω­ριοῦ μας, στὴν Τε­γέ­α, πού ᾿ταν τό­τε με­γά­λο κε­φα­λο­χώ­ρι. Ὅ­σο γιὰ γράμ­μα­τα, κα­νέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἡ μά­να μου ὁ­λη­με­ρὶς στὸ πό­δι· νὰ μα­ζεύ­ει ἀ­πό τοὺς κή­πους πού ᾿χα­με στὸν κά­τω μα­χα­λὰ τὰ ὁ­λό­φρε­σκα ζαρ­ζα­βα­τι­κὰ καὶ νὰ τ᾿ ἀ­νε­βά­ζει μὲ τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι μας στὴν ἀ­γο­ρὰ τὴν πε­ρι­ζή­τη­τη, πού ᾿ρχον­ταν πλή­θη κό­σμου γιὰ νὰ τὰ ἀ­γο­ρά­σουν ἀ­πὸ τὰ γύ­ρω χω­ριά. Ὁ πα­τέ­ρας εἶ­χε τὸ μι­κρὸ παν­το­πω­λεῖ­ο. Δού­λευ­αν καὶ οἱ δυ­ὸ γο­νεῖς μας γιὰ τὰ πα­λιά μας χρέ­η. Ἀ­φοῦ εἶ­δε καὶ ἀ­πό­ει­δε ἀ­πὸ μέ­να ἡ μά­να μου, σὲ συ­νεν­νό­η­ση μὲ τὸν πα­τέ­ρα, τὸν παπ­ποῦ σας ἐν­νο­ῶ, γρά­φει γράμ­μα στὴν ἀ­δελ­φή της, τὴ θεί­α μας τὴ Μα­ρι­γώ, πού ᾿με­νε στὸ Αἴ­γιο, καὶ τῆς λέ­ει:
–Μα­ρι­γώ μου, δὲν τὸν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο τὸν Δῆ­μο. Παι­διὰ δὲν ἔ­χεις. Θρή­σκα εἶ­σαι. Χρό­νο ἔ­χεις. Γράμ­μα­τα ξέ­ρεις. Ἀ­γά­πη ἔ­χεις. Πά­ρε τὸ παι­δὶ νὰ τὸ μορ­φώ­σεις καὶ νὰ τὸ βά­λεις στὸν δρό­μο τοῦ σχο­λεί­ου καὶ τῆς κα­λο­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ. Πρό­σε­ξε, δὲν σοῦ τὸ πε­τά­ω τὸ παι­δί. Σοῦ τὸ ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι. Νὰ μὲ ξα­λα­φρώ­σεις.
Ὤ! τί χα­ρὰ ἔ­κα­νε ἡ θεί­α! Μὲ πῆ­ρε ἀ­γρί­μι καὶ μὲ ἔ­κα­νε σω­στὸ ἀρ­νά­κι, ἤ­ρε­μο παι­δὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τού­τη ἡ γυ­ναί­κα εἶ­χε ἀ­γά­πη ποὺ δὲν πε­ρι­γρά­φε­ται. Σοῦ ᾿δει­χνε τὸ σω­στὸ μὲ τὴ ζω­ή της καὶ λι­γό­τε­ρο μὲ τὶς συμ­βου­λές της. Ἡ ἀ­γά­πη της δὲν ἦ­ταν χά­δια καὶ φι­λιά. Σοῦ ὁρ­μή­νευ­ε τὸ σω­στὸ μὲ στορ­γή. Σοῦ ᾿κα­νε πα­ρα­τη­ρή­σεις μὲ δί­και­ο τρό­πο, σοῦ ᾿φτια­χνε χα­ρα­κτή­ρα, σ᾿ ἔ­κα­νε προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ἀ­σφα­λῶς προ­σευ­χό­ταν πο­λὺ γι᾿ αὐ­τό. Μοῦ εἶ­χε μά­θει τὸ Ἀ­πό­δει­πνο καὶ τοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς. Μα­ζὶ τὰ λέ­γα­με ἀ­πέ­ξω κά­θε βρά­δυ. Τὸ πρω­ὶ τῆς Κυ­ρια­κῆς μὲ ξυ­πνοῦ­σε. Μὲ πή­γαι­νε στὴν ἐκ­κλη­σί­α· κι ἔ­λε­γα μπρο­στὰ στὴν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν».
Τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι μὲ γνώ­ρι­σε μὲ φη­μι­σμέ­νο Ἐ­ξο­μο­λό­γο τῆς πε­ρι­ο­χῆς, τὸν πα­τέ­ρα Δη­μή­τριο. Δὲν ζεῖ τώ­ρα. Σ᾿ αὐ­τὸν ἄρ­χι­σα νὰ λέ­ω τὶς πρῶ­τες μου σκαν­τα­λι­ὲς καὶ ὑ­στε­ρό­τε­ρα, κα­θὼς με­γά­λω­να, τὰ κρί­μα­τά μου τὰ βα­ρύ­τε­ρα. Μὲ κα­θο­δη­γοῦ­σε ὅ­πως ὁ Χρι­στός· καὶ τὸν ὑ­πά­κου­γα σ᾿ ὅ­λα.
Μὲ μά­θαι­νε κεῖ­νος ὁ φω­τι­σμέ­νος, ὁ αὐ­στη­ρὸς ἀλ­λὰ καὶ στορ­γι­κὸς Ἐ­ξο­μο­λό­γος νὰ μὴ χα­ϊ­δεύ­ω πά­θη καὶ ἀ­δυ­να­μί­ες. Ἔ­τσι με­γά­λω­σα μὲ βά­σεις καὶ ἀρ­χὲς σο­φές, ἀ­σά­λευ­τες, γε­ρές. Καὶ ἡ Θεί­α-Μα­ρι­γὼ ἀ­πὸ κον­τά. Ὅ­ταν πέ­ρα­σα στὸ Μα­θη­μα­τι­κὸ Πα­τρῶν – σ᾿ ἐ­κεί­νην ὀ­φεί­λω με­τὰ τὸν Θε­ὸ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α μου – ἐρ­χόν­ταν κι αὐ­τὴ ἐ­κεῖ στὴν Πά­τρα καὶ μὲ στή­ρι­ζε. Ἔ­τρε­χε καὶ ρω­τοῦ­σε καὶ μά­θαι­νε γιὰ τὶς σπου­δές μου ἀ­πό τους κα­θη­γη­τές. Μὲ κρα­τοῦ­σε ἡ φρον­τί­δα της αὐ­τὴ καὶ ἡ ἔ­γνοι­α της σὲ ἐ­γρή­γορ­ση καὶ τά­ξη. Στὴν πό­λη αὐ­τὴ τὴ νέ­α, τὴν Πά­τρα, ἡ θεί­α φρόν­τι­σε καὶ μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε τὸν Πνευ­μα­τι­κό, Ἐ­ξο­μο­λό­γο κι αὐ­τὸν σο­φό, ἄν­θρω­πο πολ­λῆς ἀ­γά­πης καὶ μο­να­δι­κό· μὲ φή­μη σ᾿ ὅ­λο τὸν Νο­μὸ ἁ­γί­ου ἀν­θρώ­που. Αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χου­με τώ­ρα ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Με­τὰ τὸ στρα­τι­ω­τι­κό, στὴν ἴ­δια πό­λη γνώ­ρι­σα, δη­λα­δὴ ἐ­δῶ ποὺ ζοῦ­με, καὶ τὴν κα­λή σας μη­τέ­ρα. Συμ­φω­νή­σα­με λοι­πὸν καὶ οἱ δυ­ὸ – ὅ­ταν πρὶν ἀ­πὸ δε­κα­πέν­τε χρό­νια χή­ρε­ψε ἡ θεί­α – καὶ τὴ δε­χθή­κα­με στὸ σπί­τι γιὰ νὰ ξε­χρε­ώ­σου­με τὸ γραμ­μά­τιο τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης μου. Για­τί ἡ θεί­α μου ἡ Μα­ρι­γὼ καὶ δι­κιά σας για­γιὰ - θεί­α, νὰ τὸ θυ­μά­στε, παι­διά μου, ἔ­σω­σε τὸν πα­τέ­ρα σας. Ὅ­σο γιὰ τὴ συ­νέ­χεια, τὴν ξέ­ρε­τε, τὴ βλέ­πε­τε...
Τὰ παι­διὰ εἶ­χαν βουρ­κώ­σει. Τὴν ἀ­γα­ποῦ­σαν ὅ­λα τό­σο πο­λύ.
Θυ­μή­θη­καν πό­σα!... τὴν ὥ­ρα αὐ­τὴ γιὰ τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη θεί­α τους τὴ Μα­ρι­γώ, καὶ ἔ­λε­γαν τό­σα γι᾿ αὐ­τήν.
Θυ­μή­θη­καν ποὺ δὲν ἤ­θε­λε νὰ γί­νε­ται βά­ρος σὲ κα­νέ­ναν. Ἔ­τσι ἐ­πέ­με­νε καὶ ἔ­πλε­νε τὰ πιά­τα ὅ­λων κά­θε μέ­ρα. Ἀλ­λὰ καὶ τὰ ροῦ­χα ὅ­λων τά ᾿πλε­νε καὶ τὰ σι­δέ­ρω­νε μὲ τέ­χνη πε­ρισ­σή. Καὶ ἡ μα­μὰ τὴν ἄ­φη­νε γιὰ νὰ μὴν τῆς στε­ρή­σει, ὅ­πως ἔ­λε­γε, τὴ χα­ρά της. Θυ­μή­θη­καν ποὺ τὴν ἔ­βλε­παν κυρ­τω­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ βά­ρη τῶν χρό­νων, ὅ­λο ἀ­γά­πη στὸν Χρι­στό, νὰ ἔρ­χε­ται κά­θε βρά­δυ καὶ νὰ ζη­τά­ει συγ­γνώ­μη γιὰ τὰ λά­θη της ἀ­πό τους γο­νεῖς καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κεῖ­να λέ­γον­τας σ᾿ ὅ­λους τους:
–Δῆ­μο μου, Κα­τί­να μου, κι ἐ­σεῖς, χρυ­σά μου παι­δά­κια ὅ­λα συγ­χω­ρέ­στε μου τὰ λά­θη τῆς μέ­ρας.
Θυ­μή­θη­καν ποὺ στὶς μι­κρο­α­δι­α­θε­σί­ες τους τά ᾿παιρ­νε κον­τά της. Τὰ σταύ­ρω­νε στὸ μέ­τω­πο βά­ζον­τας στὴν ἄ­κρη τοῦ δα­κτύ­λου της ἁ­για­σμό. Καὶ τό ᾿κα­νε μὲ τό­σο με­γά­λη πί­στη, ποὺ γί­νον­ταν ἀ­μέ­σως κα­λά. Τό ᾿ξε­ραν αὐ­τὸ πάν­τα. Ἡ πί­στη τῆς θεί­ας ἦ­ταν τὸ πιὸ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὸ φάρ­μα­κο. Καὶ ὅ­ταν τὴν πεί­ρα­ζαν μὲ ἀ­θῶ­α πει­ράγ­μα­τα, ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας ἔ­λε­γε πάν­τα τὸ αὐ­το­σχέ­διό της τρα­γου­δά­κι: «Δὲν μὲ νοιά­ζει ὅ,τι καὶ ἂν λέ­τε· τὴν ψυ­χού­λα σας χα­λᾶ­τε καὶ ἐ­μέ­να μ᾿ ἀ­νε­βά­ζε­τε ᾿κεῖ ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, στὸν Χρι­στού­λη μου κον­τά». Ξυ­πνοῦ­σε ὁ­λο­χρο­νὶς κά­θε πρω­ὶ μὲ τὸ «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη» στὰ χεί­λη. Καὶ ὅ­λη τὴ μέ­ρα μο­νο­λο­γοῦ­σε: «Χί­λι­ες δό­ξες νά ᾿χεις, Χρι­στέ μου! Ἀ­ξί­ζω ἐ­γὼ τὴν τό­ση ἀ­γά­πη Σου;»
Ἀλ­λὰ καἰ ὁ θά­να­τός της πό­σο ἤ­ρε­μος! Προ­χθὲς ἡ­μέ­ρα Κυ­ρια­κὴ τὸ πρω­ὶ κοι­νώ­νη­σε. Ἦ­ταν μέ­σα στὴ χα­ρὰ καὶ στὸ φῶς. Τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς ἴ­διας μέ­ρας, τὴν ὥ­ρα ποὺ μὲ στορ­γὴ τὴν τά­ι­ζε ἥ­συ­χα ὁ πα­τέ­ρας, τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­γώ, Δῆ­μο, τώ­ρα θὰ φύ­γω. Φεύ­γω, Δῆ­μο... φεύ­γω...». Ἔ­τσι πέ­τα­ξε ἤ­ρε­μη στὸν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ ἡ θεί­α Μα­ρι­γώ. Μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τὸν θά­να­τό της ὁ Πνευ­μα­τι­κός της, μᾶς πα­ρη­γό­ρη­σε μὲ ἕ­να μό­νο λό­γο: «Αὐ­τὴ ἡ ἁ­γί­α γυ­ναί­κα κέρ­δι­σε τὸν Πα­ρά­δει­σο. Για­τί στὸ πρό­σω­πό της βρῆ­κε ἐ­φαρ­μο­γὴ ὁ μα­κα­ρι­σμὸς τοῦ Κυ­ρί­ου: "Μα­κά­ριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι, ὅ­τι αὐ­τῶν ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν"».
Ὥ­στε γι᾿ αὐ­τὸ τε­λι­κὰ ἔ­κλα­ψε τό­σο ὁ πα­τέ­ρας μου.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "Ο ΣΩΤΗΡ", ΑΡΙΘ. 2226, 1 καί 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020, σελ. 357-358

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΑΓΙΑΣ ΟΣΙΟΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020)
(ΑΓΙΑΣ ΟΣΙΟΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ)
Ἀ­δελ­φοί, πρὸ τοῦ ἐλ­θεῖν τὴν πί­στιν ὑ­πὸ νό­μον ἐ­φρου­ρο­ύ­με­θα συγ­κε­κλει­σμέ­νοι εἰς τὴν μέλ­λου­σαν πί­στιν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι. Ὥ­στε ὁ νό­μος παι­δα­γω­γὸς ἡ­μῶν γέ­γο­νεν εἰς Χρι­στόν, ἵ­να ἐκ πί­στε­ως δι­και­ω­θῶ­μεν· ἐλ­θο­ύ­σης δὲ τῆς πί­στε­ως οὐ­κέ­τι ὑ­πὸ παι­δα­γω­γόν ἐ­σμεν. Πάντες γὰρ υἱ­οὶ Θε­οῦ ἐ­στε διὰ τῆς πί­στε­ως ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ· ὅ­σοι γὰρ εἰς Χρι­στὸν ἐ­βα­πτί­σθη­τε, Χρι­στὸν ἐ­νε­δύ­σα­σθε. Οὐκ ἔ­νι ᾿Ι­ου­δαῖ­ος οὐ­δὲ ῞Ελ­λην, οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λε­ύ­θε­ρος, οὐκ ἔ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ· πάν­τες γὰρ ὑ­μεῖς εἷς ἐ­στε ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ. Εἰ δὲ ὑ­μεῖς Χρι­στοῦ, ἄ­ρα τοῦ ᾿Α­βρα­ὰμ σπέρ­μα ἐ­στὲ καὶ κατ᾿ ἐ­παγ­γε­λί­αν κλη­ρο­νό­μοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅ­σον χρό­νον ὁ κλη­ρο­νό­μος νή­πι­ός ἐ­στιν, οὐ­δὲν δι­α­φέ­ρει δο­ύ­λου, κύ­ριος πάν­των ὤν, ἀλ­λὰ ὑ­πὸ ἐ­πι­τρό­πους ἐ­στὶ καὶ οἰ­κο­νό­μους ἄ­χρι τῆς προ­θε­σμί­ας τοῦ πα­τρός. Οὕ­τω καὶ ἡ­μεῖς, ὅ­τε ἦ­μεν νή­πιοι, ὑ­πὸ τὰ στοι­χεῖ­α τοῦ κό­σμου ἦ­μεν δε­δου­λω­μέ­νοι· ὅ­τε δὲ ἦλ­θε τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου, ἐ­ξα­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ, γε­νό­με­νον ἐκ γυ­ναι­κός, γε­νό­με­νον ὑ­πὸ νό­μον, ἵ­να τοὺς ὑ­πὸ νό­μον ἐ­ξα­γο­ρά­σῃ, ἵ­να τὴν υἱ­ο­θε­σί­αν ἀ­πο­λά­βω­μεν.
                                                                       (Γαλ. γ΄ [3] 23 – δ΄[4] 5)     

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
«Οὐκ ἔ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ·
πάν­τες γὰρ ὑ­μεῖς εἷς ἐ­στε ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ»
Ἑ­ορ­τά­ζει σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τὴν μνή­μη τῆς ἁ­γί­ας ἐν­δό­ξου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Πα­ρα­σκευ­ῆς.                
Πρὸς τι­μὴν τῆς Ἁ­γί­ας ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ ἀ­πὸ τὴν πρὸς Γα­λά­τας Ἐ­πι­στο­λὴ μὲ τὴν ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ δι­α­κή­ρυ­ξη τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «Οὐκ ἐ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ· πάν­τες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ»· δη­λα­δή, δὲν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον ἄ­νι­ση δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν. Δι­ό­τι ὅ­λοι ἐ­σεῖς γί­να­τε ἕ­νας νέ­ος ἄν­θρω­πος μὲ τὴν ἕ­νω­σή σας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χρι­στό.
Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ θέ­ση τῆς γυ­ναί­κας γιὰ τὸν κό­σμο ποὺ ζεῖ χω­ρὶς Χρι­στὸ καὶ ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λεῖ­ο στὸ ὁποῖο τὴν ἀ­νυ­ψώ­νει ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή.
1. Ἡ γυ­ναί­κα χωρὶς τὸν Χρι­στὸ
Ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ ἱ­στο­ρί­α, ὁ προ­χρι­στι­α­νι­κὸς κό­σμος θε­ω­ροῦ­σε τὴ γυ­ναί­κα πο­λὺ κα­τώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν ἄν­δρα. Δὲν τῆς ἐ­πέ­τρε­παν νὰ συμ­με­τέ­χει στὴ δη­μό­σια ζω­ὴ καὶ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν ὡς δού­λη καὶ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α τοῦ ἄν­δρα, ὁ ὁποῖος τῆς φε­ρό­ταν ὡς ἀ­πό­λυ­τος κυ­ρί­αρ­χος.
Αὐ­τὴν τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση τῆς γυ­ναί­κας ποὺ πα­ρα­τη­ροῦ­με στὰ χρό­νια πρὸ Χρι­στοῦ, τὴ βλέ­που­με δυ­στυ­χῶς μέ­χρι σή­με­ρα με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τῶν λα­ῶν ποὺ ζοῦν χω­ρὶς τὸν Χρι­στό. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα οἱ μω­α­με­θα­νι­κὲς χῶ­ρες, ὅ­που ἡ γυ­ναί­κα ζεῖ μᾶλ­λον σὰν φυ­λα­κι­σμέ­νη. Τὸ Κο­ρά­νι τὴν θε­ω­ρεῖ κα­τώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν ἄν­δρα καὶ δί­νει τὸ δι­καί­ω­μα στὸν ἄν­δρα νὰ τὴν χτυ­πᾶ, νὰ τὴν που­λᾶ, νὰ τὴν δι­ώ­χνει ὅ­πο­τε ἐ­κεῖ­νος θέ­λει.
Ἀλ­λὰ καὶ στὶς λε­γό­με­νες χρι­στι­α­νι­κὲς χῶ­ρες, ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ χω­ρὶς ἠ­θι­κοὺς φραγ­μούς, ἡ γυ­ναί­κα γί­νε­ται ἀν­τι­κεί­με­νο ἐκ­με­ταλ­λεύ­σε­ως καὶ οὐ­σι­α­στι­κὰ χά­νει τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά της.
Ἡ γυ­ναί­κα δὲν κα­τα­ξι­ώ­νε­ται οὔ­τε ἀ­πὸ τὴ οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α της οὔ­τε ἀ­πὸ τὴ χει­ρα­φέ­τη­σή της ἀ­πὸ τὸν ἄν­δρα. Κά­που ἀλλοῦ κρύ­βε­ται τὸ με­γα­λεῖ­ο της. Κι αὐ­τὸ τὸ με­γα­λεῖ­ο μᾶς φα­νε­ρώ­νει σή­με­ρα ὁ λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀλ­λὰ καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἁ­γί­ας Παρασκευῆς.
2. Τὸ μεγαλεῖο της
Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ­σα σὲ ἕ­ναν κό­σμο μὲ ἔν­το­νες προ­κα­τα­λή­ψεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν γυ­ναι­κῶν τολ­μᾶ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθεῖ τὴν ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο φύ­λων καὶ νὰ δι­α­κη­ρύ­ξει ὅ­τι στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ «οὐκ ἔ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ». Δὲν πλε­ο­νε­κτοῦν οἱ ἄν­δρες εἰς βά­ρος τῶν γυ­ναι­κῶν. Ὅ­λοι εἴμαστε ἴσοι!
Πό­σο τι­μη­τι­κὴ εἶναι ἡ θέ­ση τῆς γυ­ναί­κας μέ­σα στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α φα­νε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος βρί­σκε­ται μί­α γυ­ναί­κα: Ἡ Πάναγνη Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α, ἡ Ὑπεραγία Θε­ο­τό­κος! Ἀλ­λὰ καὶ κά­θε γυ­ναί­κα ποὺ ἐγκολπώνεται τὸν Χρι­στό, μπο­ρεῖ νὰ με­γα­λουρ­γή­σει καὶ νὰ δι­α­κρι­θεῖ σὲ ἀ­ρε­τή, σὲ ἀν­δρεί­α, σὲ ἀ­γά­πη, σὲ αὐ­το­θυ­σία – στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα!
Αὐ­τὸ φά­νη­κε κα­θα­ρὰ καὶ στὴ ζω­ὴ τῆς Ὁσιομάρτυρος ἁγίας Παρασκευῆς. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ με­τὰ τὸν θά­να­το τν γο­νέ­ων της μοί­ρα­σε ὅ­λη τν πε­ρι­ου­σί­α της στος φτω­χοὺς κα ἀ­νέ­πτυ­ξε ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα στ Ρώ­μη κα στ πε­ρί­χω­ρα τς πό­λης, κη­ρύσ­σον­τας τὸν λό­γο το Χρι­στοῦ. δρά­ση της προ­κά­λε­σε τν εἰ­δω­λο­λά­τρη αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­τω­νί­νο, ὁ­ποῖ­ος τν συ­νέ­λα­βε κα τς ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ στν πε­ρί­πτω­ση πο θ θυ­σί­α­ζε στ εἴ­δω­λα. Βλέ­πον­τας ὅ­μως πς Ἁ­γί­α πα­ρέ­με­νε στα­θε­ρὴ στν πί­στη της, τν ὑ­πέ­βα­λε στ βα­σα­νι­στή­ριο τς πυ­ρα­κτω­μέ­νης πε­ρι­κε­φα­λαί­ας, τ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πέ­μει­νε μ καρ­τε­ρι­κό­τη­τα. Τό­τε Ἀν­τω­νί­νος δι­έ­τα­ξε κα τν ἔ­βα­λαν σ ἕ­να λέ­βη­τα μ καυ­τὸ λά­δι κα πίσ­σα. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως εἶ­δε τν Ἁ­γί­α ἄ­θι­κτη, πλη­σί­α­σε τ πρό­σω­πό του στν λέ­βη­τα – κα­θὼς δν μπο­ροῦ­σε ν ἐ­ξη­γή­σει πς ἁ­γί­α εἶ­χε μεί­νει ἀ­νέ­πα­φη – γιὰ ν δο­κι­μά­σει ν πράγ­μα­τι εἶ­ναι καυ­τό, κα ἀ­μέ­σως τυ­φλώ­θη­κε. Ἁ­γί­α μ προ­σευ­χὴ ἔ­δω­σε στν Ἀν­τω­νί­νο τ φς του, μ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ν πι­στέ­ψει στν Χρι­στὸ κατ᾿ ἄλ­λους ν στα­μα­τή­σει τος δι­ωγ­μοὺς ἐ­ναν­τί­ον τους. Ἐ­λευ­θέ­ρω­σε πάν­τως τν Ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή, ὁ­ποί­α συ­νέ­χι­σε ν κη­ρύτ­τει τ Εὐ­αγ­γέ­λιο σ ἄλ­λα μέ­ρη, μέ­χρι πο ἔ­φτα­σε στν Ἑλ­λά­δα. Στ Τέμ­πη ἕ­νας εἰ­δω­λο­λά­τρης ἄρ­χον­τας τν ὑ­πέ­βα­λε σ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια, τ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­μει­νε καρ­τε­ρι­κά, γι ν τε­λει­ω­θεῖ μ τν δι ἀ­πο­κε­φα­λι­σμοῦ θά­να­το.
Ποι­Ος μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γιὰ «ἀ­σθε­νὲς φύ­λο» ὅ­ταν δι­α­βά­ζει τὸν βί­ο τῆς ἅ­γιας Παρασκευῆς καὶ τῶν ἄλ­λων ἀ­να­ρίθ­μη­των ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων γυ­ναι­κῶν; Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ μὴ θαυ­μά­σει τὴν τόλ­μη τῶν Μυ­ρο­φό­ρων ἢ τὴ φι­λαν­θρω­πι­κὴ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τῆς ἁ­γί­ας Τα­βι­θᾶ, τῆς ἁ­γί­ας Ὀ­λυμ­πιά­δος, τῆς ἁ­γί­ας Φι­λο­θέ­ης καὶ τό­σων ἄλ­λων; Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ μὴ συγ­κι­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀ­γά­πη τῶν ἁ­γί­ων μη­τέ­ρων τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ἢ ἀ­πὸ τὴν πί­στη καὶ τὴν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ὑ­πο­μο­νὴ τῆς ἁ­γί­ας Μό­νι­κας;
Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λεῖ­ο στὸ ὁποῖο ἀ­νύ­ψω­σε ὁ Χρι­στὸς τὴ γυ­ναί­κα. Με­γα­λεῖ­ο ἀ­ρε­τῆς καὶ ἁ­γι­ό­τη­τος. Με­γα­λεῖ­ο ποὺ ἔ­γι­νε πρά­ξη στὴ ζω­ὴ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων, κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν δὲ στὴν Πα­να­γί­α Παρ­θέ­νο, τὴν Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη. Μα­κά­ρι καὶ οἱ ση­με­ρι­νὲς γυ­ναῖ­κες νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν αὐ­τὸ τὸ μυ­στι­κὸ με­γα­λεῖ­ο καὶ νὰ πο­θή­σουν νὰ τὸ κα­τα­κτή­σουν.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γον­τι τ Ἰ­η­σοῦ ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο τυ­φλοὶ κρά­ζον­τες κα λέ­γον­τες· Ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς, υἱ­ὲ Δαυ­ῒδ. ἐλ­θόν­τι δ ες τν οἰ­κί­αν προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο τυ­φλοί, κα λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι δύ­να­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Να, Κριε. τό­τε ἥ­ψα­το τν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν λέ­γων· Κα­τὰ τν πί­στιν ὑ­μῶν γε­νη­θή­τω ὑ­μῖν. κα ἀ­νε­ῴ­χθη­σαν αὐ­τῶν ο ὀ­φθαλ­μοί· κα ἐ­νε­βρι­μή­σα­το αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὁ­ρᾶ­τε μη­δεὶς γι­νω­σκέ­τω. ο δ ἐ­ξελ­θόν­τες δι­ε­φή­μι­σαν αὐ­τὸν ν ὅ­λῃ τ γ ἐ­κε­ί­νῃ. Αὐ­τῶν δ ἐ­ξερ­χο­μέ­νων ἰ­δοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐ­τῷ ἄν­θρω­πον κω­φὸν δαι­μο­νι­ζό­με­νον· κα ἐκ­βλη­θέν­τος το δαι­μο­νί­ου ἐ­λά­λη­σεν ὁ κω­φός. κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ο ὄ­χλοι λέ­γον­τες, Οὐ­δέ­πο­τε ἐ­φά­νη οὕ­τως ν τ Ἰσ­ρα­ήλ. ο δ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­λε­γον· ν τ ἄρ­χον­τι τν δαι­μο­νί­ων ἐκ­βάλ­λει τ δαι­μό­νι­α. Κα πε­ρι­ῆ­γεν Ἰ­η­σοῦς τς πό­λεις πά­σας κα τς κώ­μας, δι­δά­σκων ν τας συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν κα κη­ρύσ­σων τ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τς βα­σι­λε­ί­ας κα θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον κα πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ν τ λα­ῷ.
                                                              (Ματθ. θ’[9]  27 – 35)
    
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό, ἐνῶ ἔφευγε ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, οἱ ὁποῖοι φώναζαν δυνατὰ κι ἔλεγαν: Σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. Κι ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι, ἦλθαν κοντά του οἱ τυφλοί, καὶ ὁ Ἰησοῦς τούς λέει: Πιστεύετε ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶτε; Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦν: Ναί, Κύριε. Τότε ἄγγιξε μὲ τὰ δάκτυλά του τὰ μάτια τους καὶ τοὺς εἶπε: Ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας. Κι ἄνοιξαν τὰ μάτια τους. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ αὐστηρότητα τοὺς πρόσταξε λέγοντας: Προσέχετε, κανείς μὴ μάθει τὸ θαῦμα ποὺ σᾶς ἔκανα. Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν βγῆκαν ἀπό τὸ σπίτι, διέδωσαν τὴ φήμη τοῦ Ἰησοῦ ὡς Μεσσία καὶ θαυματουργοῦ σ' ὅλη τὴ χώρα ἐκείνη. Καὶ καθὼς οἱ δύο αὐτοί ἔβγαιναν ἀπό τὸ σπίτι, ἰδού, ἔφεραν πρὸς τὸν Ἰησοῦ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν κυριευμένος ἀπό δαιμόνιο καὶ ἦταν κουφὸς καὶ ἄλαλος. Καὶ μόλις ὁ Χριστὸς ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο αὐτό, ὁ κουφὸς μίλησε. Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ θαύμασαν κι ἔλεγαν: Ποτὲ δὲν φάνηκαν τέτοια θαύματα στὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ· οὔτε ὅταν οἱ προφῆτες καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι ἄνδρες θαυματουργοῦσαν ἀναμεσά του. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν: Μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνεργασία τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμόνων βγάζει τὰ δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονισμένους. Καὶ περιόδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, διδάσκοντας στὶς συναγωγές τους καὶ κηρύττοντας τὸ χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια καὶ ἀδιαθεσία στὸ λαό.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
(19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  
Τέκνον Τίτε, πιστός λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. Μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· μν.                 
(Τίτ. γ΄[3] 8 – 15)

ΜΕΤΡΟ ΣΚΛΗΡΟ ΑΛΛΑ ΣΩΤΗΡΙΟ
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»
Ἡ σημερινὴ Κυ­ρια­κὴ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὴ μνή­μη τῶν 630 ἁ­γί­ων καὶ θεοφόρων Πα­τέ­ρων ποὺ συγ­κρό­τη­σαν τὴν Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δο στὴ Χαλ­κη­δό­να τὸ 451 μ.Χ. καὶ κα­τε­δί­κα­σαν τὴν αἵ­ρε­ση τοῦ Μο­νο­φυ­σι­τι­σμοῦ.
Ἡ κα­τα­δί­κη αὐ­τὴ ἦ­ταν κά­τι τὸ ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο. Ἄλ­λω­στε, ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με καὶ στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὸν μα­θη­τή του Τί­το, ποὺ ἦ­ταν ἐ­πί­σκο­πος στὴν Κρή­τη, συμ­βουλεύ­ει: «Αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ», δη­λα­δή, αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σκάν­δα­λα καὶ δι­αι­ρέ­σεις στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, μο­λο­νό­τι τὸν συμ­βού­λευ­σες γιὰ πρώ­τη καὶ δεύ­τε­ρη φο­ρά, πα­ρά­τη­σέ τον καὶ ἀ­πό­φευ­γέ τον.
Ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὸ νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ νὰ μὴν ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με μα­ζί τους ὅ­ταν αὐ­τοὶ ἐμ­μέ­νουν στὴν πλά­νη, ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­τρο σκλη­ρό ­και ἐ­πώ­δυ­νο, μέ­τρο ὅ­μως τὸ ὁποῖο εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το καὶ ὠ­φέ­λι­μο. Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ὠ­φέ­λεια αὐ­τοῦ τοῦ σκλη­ροῦ μέ­τρου.
1. Διαφυλάττει τὴν Ἐκκλησία
Ἡ ἐ­νέρ­γεια αὐ­τὴ τῆς δι­α­κο­πῆς τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ αἱ­ρε­τι­κοὺς πρω­τί­στως δι­α­φυλάττει τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πὸ τὸν κίν­δυ­νο γε­νι­κό­τε­ρης ἐ­κτρο­πῆς. Ἂν ἀ­φή­σου­με τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς νὰ δροῦν ἀ­νε­νό­χλη­τοι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ νὰ δι­α­κι­νοῦν τὶς ἰ­δέ­ες τους, τό­τε ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ πα­ρα­συρ­θοῦν κά­ποι­α ἀ­σθε­νῆ ὡς πρὸς τὴν πί­στη μέ­λη της καὶ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὶς πλα­νε­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τους.
Τὸν κίν­δυ­νο αὐ­τὸ εἶ­χε ἐ­πι­ση­μά­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­ταν μι­λοῦ­σε γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου: Ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ σᾶς τοὺς ἴ­διους, τοὺς εἶ­χε πεῖ τό­τε, θὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν ἄν­θρω­ποι ποὺ θὰ δι­δά­σκουν δι­δα­σκα­λί­ες οἱ ὁ­ποῖες θὰ δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια «τοῦ ἀποσπᾶν τοὺ μαθητὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν», δη­λα­δὴ μὲ σκο­πὸ νὰ πα­ρα­σύ­ρουν τοὺς πι­στοὺς καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δούς τους (Πράξ. κ'[20] 30). Καὶ συμ­πλή­ρω­σε: «διὸ γρη­γο­ρεῖ­τε»· – γι᾿ αὐ­τὸ νὰ προ­σέ­χε­τε!
Ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὴν κύ­ρια εὐ­θύ­νη γιὰ τὴ δι­α­φύ­λα­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας ἔ­χουν οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ ὁποῖοι ὀ­φεί­λουν νὰ δι­α­φω­τί­ζουν συ­στη­μα­τι­κὰ τοὺς πι­στοὺς σὲ θέ­μα­τα Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως καὶ ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν κά­θε φο­ρὰ ποὺ δι­α­πι­στώ­νουν κά­ποι­ο κίν­δυ­νο ἐ­κτρο­πῆς.
Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως καὶ κα­θέ­νας μας ὀ­φεί­λει νὰ μὴν ἐκ­θέ­τει τὸν ἑ­αυ­τό του σὲ πα­ρό­μοι­ο κίν­δυ­νο. Δη­λα­δή, νὰ μὴ δέ­χε­ται ἐ­πι­σκέ­ψεις αἱ­ρε­τι­κῶν στὸ σπίτι του, νὰ μὴν ἀ­νοί­γει πρό­χει­ρα κι ἐ­πι­πό­λαι­α συ­ζη­τή­σεις μα­ζί τους, νὰ μὴν παίρ­νει κα­νέ­να δῶ­ρο ἀπ᾿ αὐ­τούς, ὅ­σο ἑλ­κυ­στι­κὸ κι ἂν εἶ­ναι, καὶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ ἐ­νη­με­ρώ­νει ἐγ­καί­ρως τὸν ἐ­φη­μέ­ριο τῆς ἐ­νο­ρί­ας του γιὰ κά­θε κί­νη­ση αἱ­ρε­τι­κῶν ποὺ πα­ρα­τη­ρεῖ στὴν πε­ρι­ο­χὴ.
Μὲ τὸ νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με λοι­πὸν κά­θε σχέ­ση μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς λαμ­βά­νου­με ἀν­θρω­πί­νως τὰ μέ­τρα μας, ὥ­στε νὰ μὴν πα­ρα­πλα­νη­θοῦ­με ἐμεῖς οἰ ἴδιοι. Ἐκτὸς ὅ­μως ἀ­πό μᾶς, ἡ διακοπὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ὠ­φε­λεῖ καὶ τὸν ἴδιο. Πῶς;
2. Μήνυμα ἀφυπνιστικό
Ἡ δι­α­κο­πῆ τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν οὐ­σί­α μιὰ ἀ­κό­μη προ­σπά­θεια νὰ τοῦ στεί­λου­με μή­νυ­μα ἀφυπνιστικὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Ὅ­ταν κά­ποι­ος, πα­ρὰ τὶς ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νες ὑ­πο­δεί­ξεις ποὺ τοῦ ἔ­γι­ναν, ἐ­πι­μέ­νει στὴν πλά­νη καὶ τὴν αἵρεση, δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λο μέ­σο πλέ­ον γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τὸ ὀ­λέ­θριο σφάλ­μα του πα­ρὰ ἠ ἀποκοπή του ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Βέ­βαι­α κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι ὀ­δυ­νη­ρό. Ὅ­πως πο­νά­ει κά­ποι­ος ὅ­ταν κό­βε­ται κά­ποι­ο μέ­λος τοῦ σώ­μα­τός του, ἔ­τσι καὶ τὸ Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, πο­νά­ει ὅ­ταν ἀ­πο­κό­πτε­ται ἕ­να μέ­λος της.
Βέ­βαι­α στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἴσως κά­ποι­οι ἐ­πι­κα­λε­σθοῦν τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα τῆς ἀ­γά­πης: Εἶ­ναι σω­στὸ ὁ χρι­στια­νός, ποὺ κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­γα­πᾶ καὶ τοὺς ἐ­χθρούς του ἀ­κό­μη, νὰ κό­βει κά­θε σχέ­ση μὲ κά­ποι­ον συ­νάν­θρω­πό του ποὺ πα­ρα­σύρ­θη­κε στὴν αἵ­ρε­ση; Ἀλλὰ ἀ­κρι­βῶς ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει αὐ­τὴ τὴ φαι­νο­με­νι­κὰ σκληρὴ καὶ ἄ­σπλα­χνη στά­ση. Δι­ό­τι ἂν πα­ρὰ τὴν ἐμμονή του στὴν αἵρεση ἐμεῖς τοῦ δεί­χνου­με οἰ­κει­ό­τη­τα, τό­τε δὲν τὸν βο­η­θοῦμε νὰ κα­τα­λά­βει σὲ ποι­ὸν κα­τα­στρο­φι­κὸ δρό­μο βρί­σκε­ται.
Ἄλ­λω­στε κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὅ­τι ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­γά­πη ἀ­πὸ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­στὴ τῆς ἀ­γά­πης, τὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Θε­ο­λό­γο, ὁ ὁποῖος συ­νι­στᾶ στοὺς πι­στοὺς νὰ μὴ φι­λο­ξε­νοῦν στὸ σπί­τι τους αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο, οὔ­τε κἂν νὰ τὸν χαι­ρε­τοῦν (Β' Ἰω. 10). Κι ὁ ἴδιος ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, ὅ­ταν κά­πο­τε πῆ­γε σ᾿ ἕ­να δη­μό­σιο λου­τρὸ καὶ εἶ­δε ἐκεῖ τὸν αἱ­ρε­τι­κὸ Κή­ριν­θο, εἶ­πε: «Πᾶ­με νὰ φύ­γου­με γρή­γο­ρα, δι­ό­τι ἀφοῦ εἶ­ναι μέ­σα αὐ­τὸς ὁ ἐ­χθρός τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ πέ­σει τὸ κτή­ριο καὶ νὰ μᾶς κα­τα­πλα­κώ­σει»!
ΖοΥ­με σὲ ἐ­πο­χὴ ὅ­που ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη δι­α­κί­νη­ση τῶν ἰ­δε­ῶν, τὰ ἐ­ξε­λιγ­μέ­να μέ­σα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ὁ κα­θη­με­ρι­νὸς συγ­χρω­τι­σμὸς μὲ ἀν­θρώ­πους δι­α­φό­ρων δογ­μά­των καὶ θρη­σκει­ῶν δη­μι­ουρ­γοῦν σύγ­χυ­ση σὲ θέ­μα­τα πί­στε­ως καὶ ἀξιῶν καὶ εὐ­νο­οῦν τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη μιᾶς νο­ο­τρο­πί­ας ποὺ τὰ θε­ω­ρεῖ ὅ­λα ἴ­δια. Αὐ­τὸς ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς συγ­κρη­τι­σμός, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζε­ται, ἀ­πο­τε­λεῖ ἴ­σως τὸν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο ποὺ κα­λού­μα­στε νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με ὡς πι­στοὶ χρι­στια­νοί.
Ἂς λά­βου­με λοι­πὸν τὰ μέ­τρα μας μὲ βά­ση τὴν ἁγιοπνευματικὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας τοὺς ὁποίους τι­μοῦ­με καὶ ἑ­ορ­τά­ζου­με σή­με­ρα. Τὸ χρέ­ος τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει νὰ ἔ­χου­με στά­ση ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κὴ καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­σε­κτι­κὴ ἀ­πέ­ναν­τί τους. «Στῶ­μεν κα­λῶς»!   
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς.  ὑ­μεῖς ἐ­στε τ φς το κό­σμου. ο δύ­να­ται πό­λις κρυ­βῆ­ναι ἐ­πά­νω ὄ­ρους κει­μέ­νη· οὐ­δὲ κα­ί­ου­σι λύ­χνον κα τι­θέ­α­σιν αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν μό­δι­ον, ἀλ­λ' ἐ­πὶ τν λυ­χνί­αν, κα λάμ­πει πᾶ­σι τος ν τ οἰ­κί­ᾳ. Οὕ­τω λαμ­ψά­τω τ φς ὑ­μῶν ἔμ­προ­σθεν τν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἴ­δω­σιν ὑ­μῶν τ κα­λὰ ἔρ­γα κα δο­ξά­σω­σι τν πα­τέ­ρα ὑ­μῶν τν ν τος οὐ­ρα­νοῖς. Μ νο­μί­ση­τε ὅ­τι ἦλ­θον κα­τα­λῦ­σαι τν νό­μον τος προ­φή­τας· οκ ἦλ­θον κα­τα­λῦ­σαι ἀλ­λὰ πλη­ρῶ­σαι. ἀ­μὴν γρ λέ­γω ὑ­μῖν, ἕ­ως ἂν πα­ρέλ­θῃ οὐ­ρα­νὸς κα γ, ἰ­ῶ­τα ἓν μί­α κε­ρα­ί­α ο μ παρέλ­θῃ ἀ­πὸ το νό­μου ἕ­ως ἂν πάν­τα γέ­νη­ται. ς ἐ­ὰν  ον  λύ­σῃ  μί­αν   τν   ἐν­το­λῶν  το­ύ­των  τν ἐ­λα­χί­στων κα δι­δά­ξῃ οὕ­τω τος ἀν­θρώ­πους, ἐ­λά­χι­στος κλη­θή­σε­ται ν τ βα­σι­λε­ί­ᾳ τν οὐ­ρα­νῶν· ς δ' ν ποι­ήσῃ κα δι­δά­ξῃ, οὗ­τος μέ­γας κλη­θή­σε­ται ν τ βα­σι­λε­ί­ᾳ τν οὐ­ρα­νῶν.                                   
(Ματθ. ε΄[5] 14 – 19)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Επεν Κύριος στος μαθητές Του· Ἐ­σεῖς εἶ­στε τὸ φῶς τοῦ κό­σμου, δι­ό­τι ἔ­χε­τε προ­ο­ρι­σμὸ μὲ τὸ φω­τει­νό σας πα­ρά­δειγ­μα καὶ μὲ τὰ λό­για σας πού με­τα­δί­δουν τὸ φῶς τῆς ἀ­λή­θειας νὰ φω­τί­ζε­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους πού βρί­σκον­ται στὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τῆς πλά­νης. Μιὰ πό­λη πού βρί­σκε­ται πά­νω σὲ βου­νὸ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ κρυ­φτεῖ. Ἔ­τσι καὶ ἡ δι­κή σας ζω­ὴ θὰ γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­π' ὅ­λους. Οὔ­τε οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­νά­βουν λυ­χνά­ρι γιὰ νὰ τὸ βά­λουν κά­τω ἀ­π' τὸν κά­δο μὲ τὸν ὁποῖο με­τροῦν τὸ σι­τά­ρι. Ἀλλά τὸ το­πο­θε­τοῦν πά­νω στὸ λυ­χνο­στά­τη κι ἔ­τσι φω­τί­ζει μὲ τὴ λάμ­ψη του ὅ­λους ὅ­σους εἶ­ναι μέ­σα στὸ σπί­τι. Ἔ­τσι σὰν λυ­χνά­ρι πού εἶ­ναι σω­στὰ το­πο­θε­τη­μέ­νο ἂς λάμ­ψει τὸ φῶς τῆς ἀ­ρε­τῆς σας μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ νὰ δοῦν τὰ κα­λά σας ἔρ­γα καὶ νὰ δο­ξά­σουν γιὰ τὰ ἐ­νά­ρε­τα καὶ ἅ­για παι­διὰ του τὸν Πα­τέ­ρα σας, ὁ ὁποῖος εἶ­ναι βέ­βαι­α πα­ρὼν παν­τοῦ, ἀλλά κυ­ρί­ως φα­νε­ρώ­νει τὴν πα­ρου­σί­α του στοὺς οὐ­ρα­νούς. Μὴ νο­μί­σε­τε ὅ­τι ἦλ­θα γιὰ νὰ κα­ταρ­γή­σω καὶ ν' ἀ­κυ­ρώ­σω τὸν ἠ­θι­κὸ νό­μο τοῦ Μω­υ­σῆ ἢ τὴν ἠ­θι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν προ­φη­τῶν. Δὲν ἦλ­θα νὰ τὰ κα­ταρ­γή­σω αὐ­τά, ἀλλά νὰ τὰ συμ­πλη­ρώ­σω καὶ νὰ σᾶς τὰ πα­ρα­δώ­σω τέ­λεια. Δι­ό­τι ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω καὶ μὲ κά­θε ἐ­πι­ση­μό­τη­τα σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι ὅ­σο πα­ρα­μέ­νει καὶ δὲν κα­τα­στρέ­φε­ται ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, οὔτε ἕ­να γι­ώ­τα ἢ ἕ­να κόμ­μα, οὔ­τε δη­λα­δὴ ἡ πιὸ μι­κρὴ ἀ­πὸ τὶς ἐν­το­λὲς δὲν θὰ πα­ρα­πέ­σει ἀ­πὸ τὸ Νό­μο καὶ δὲν θὰ χά­σει τὸ κύ­ρος της, μέ­χρι νὰ ἐ­πα­λη­θευ­θοῦν καὶ νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν ὅ­λα ὅ­σα δι­α­τά­ζει ὁ Νό­μος· καὶ θὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν μὲ τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς μου ὅ­σα λέ­χθη­καν προ­φη­τι­κῶς, ἀλλά καὶ μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν γνή­σι­ων μα­θη­τῶν μου, οἱ ὁποῖοι θὰ τη­ροῦν αὐ­τὰ μὲ ἀ­κρί­βεια. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν οἱ ἐν­το­λὲς ἔ­χουν κύ­ρος καὶ ἰ­σχὺ ἀ­κα­τά­λυ­τη, ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε πα­ρα­βεῖ μί­α κι ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες ἀ­κό­μη τὶς ἐν­το­λές μου πού φαί­νον­ται πο­λὺ μι­κρὲς καὶ δι­δά­ξει ἔ­τσι τοὺς ἀν­θρώ­πους, νὰ τὶς θε­ω­ροῦν δη­λα­δὴ μι­κρὲς κι ἀ­σή­μαν­τες, θὰ κη­ρυ­χθεῖ ἐ­λά­χι­στος καὶ τε­λευ­ταῖ­ος στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ ἐ­φαρ­μό­σει ὅ­λες ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τὶς ἐν­το­λὲς καὶ θὰ δι­δά­ξει καὶ τοὺς ἄλ­λους νὰ τὶς τη­ροῦν, αὐ­τὸς θὰ ἀ­να­κη­ρυ­χθεῖ με­γά­λος στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Κι αὐ­τὲς λοι­πὸν τὶς ἐν­το­λὲς πού οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι πα­ρα­με­ρί­ζουν μὲ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες πα­ρα­δό­σεις τους, πρέ­πει νὰ τὶς προ­σέ­χε­τε καὶ νὰ τὶς ἐ­φαρ­μό­ζε­τε.