Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ





ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ

ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΥΜΕ ΟΤΙ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΜΑΡΤΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΣΤΙΣ 5.00 Μ.Μ.
ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟ 
ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
(1 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)
Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.
                              (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

ΤΟ ΟΛΕΡΘΡΙΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ
«Σὺ τίς εἶ ὁ κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την;»
Λί­γες μό­νο ὧ­ρες μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πὸ τὴ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή. Μιὰ πε­ρί­ο­δο εὐ­λο­γη­μέ­νη, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ σὲ ἐν­το­νό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να. «Ἔ­φθα­σε και­ρός, ἡ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων ἀρ­χή», ψά­λα­με σή­με­ρα στὸν Ὄρ­θρο. Τώ­ρα εἶ­ναι ὁ κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος και­ρὸς νὰ κα­τα­πο­λε­μή­σου­με τὰ πά­θη μας καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τω­λὲς συ­νή­θει­ες, ποὺ ἔ­χουν κα­τα­στρε­πτι­κὲς συ­νέ­πει­ες γιὰ τὴ ζω­ή μας.
Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς συ­νή­θει­ες, τὴν κα­τά­κρι­ση, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Σ᾿ αὐ­τὸ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πευ­θύ­νε­ται μὲ αὐ­στη­ρὸ τό­νο σὲ ὅ­ποι­ον ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τοὺς ἄλ­λους καὶ τοὺς κα­τα­κρί­νει. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την;». Ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σὺ ποὺ κα­τα­κρί­νεις ξέ­νο δοῦ­λο;... ἐ­ρω­τᾶ ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος. Μᾶς δί­νε­ται λοι­πὸν ἡ ἀ­φορ­μὴ νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τρεῖς βα­σι­κοὺς λό­γους, γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους πο­τὲ δὲν πρέ­πει νὰ κα­τα­κρί­νου­με.
1. M­ό­νος Κρι­τὴς ὁ Θε­ὸς
Ὁ πρῶ­τος καὶ κυ­ρι­ό­τε­ρος λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τὸ δι­καί­ω­μα τῆς κρί­σε­ως ἀ­νή­κει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸν Θε­ό. Ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Νο­μο­θέ­της, ἕ­νας εἶ­ναι καὶ ὁ Κρι­τής, ὁ Θε­ός! Ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας «τὴν κρί­σιν πᾶ­σαν δέ­δω­κε τῷ υἱ­ῷ» (Ἰ­ω. ε΄[5] 22), δη­λα­δὴ τὸ ἔρ­γο τοῦ κρι­τοῦ τὸ ἔ­δω­σε στὸν Υἱ­ό του ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Μό­νο ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἔ­χει τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ κρί­νει. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την;». Ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σὺ λοι­πὸν ποὺ προ­τρέ­χεις καὶ ἁρ­πά­ζεις ἐ­ξου­σί­α ποὺ δὲν σοῦ ἀ­νή­κει; Πῶς τολ­μᾶς καὶ κα­τα­κρί­νεις τὸν ἀ­δελ­φό σου; Εἶ­ναι δοῦ­λος του Θε­οῦ, ὄ­χι δι­κός σου, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ μό­νο ὁ Θε­ὸς ἔ­χει δι­καί­ω­μα νὰ τὸν ἐ­λέγ­ξει.
Ἐ­ξάλ­λου μό­νο ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ κρί­νει τέ­λεια καὶ ἀν­τι­κει­με­νι­κά, δι­ό­τι μό­νο Αὐ­τὸς γνω­ρί­ζει ὄ­χι μό­νο τὸ σύ­νο­λο τῶν πρά­ξε­ων καὶ τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν κά­θε ἀν­θρώ­που ἀλ­λὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του, τὰ κί­νη­τρα καὶ τὶς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις του. Ἐ­μεῖς σπεύ­δου­με νὰ ἐκ­φέ­ρου­με κρί­σεις γιὰ τοὺς ἄλ­λους χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζου­με τὶς συν­θῆ­κες κά­τω ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐ­νήρ­γη­σαν καί, τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζου­με ἂν τυ­χὸν με­τα­νό­η­σαν. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὅ­μως τοὺς ἀ­δι­κοῦ­με κα­τά­φω­ρα. Ἂς εἴ­μα­στε λοι­πὸν πο­λὺ ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κοὶ σὲ ὅ­σα ἀ­κοῦ­με καὶ βλέ­που­με κι ἂς ἀ­φή­νου­με τὴν κρί­ση στὸν δί­και­ο καὶ φι­λάν­θρω­πο Κρι­τή.
2. Δι­ώ­χνει τὴν ἀ­γά­πη
Ἕ­νας δεύ­τε­ρος λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὴν κα­τά­κρι­ση εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὸ ὀ­λέ­θριο αὐ­τὸ πά­θος ἐ­ξο­ρί­ζει τὴν ἀ­γά­πη ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας. Ἡ κα­τά­κρι­ση πυ­ρο­δο­τεῖ τὸ μί­σος καὶ τὸν φθό­νο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀ­δελ­φῶν μας καὶ πλήτ­τει καί­ρια τὶς σχέ­σεις μας μα­ζί τους. Ἀ­κό­μα κι αὐ­τὸ ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται «κου­τσομ­πο­λιό», ὅ­σο ἁ­πλὸ κι ἀ­θῶ­ο κι ἂν φαί­νε­ται, μπο­ρεῖ νὰ γί­νει βόμ­βα στὰ θε­μέ­λια μιᾶς φι­λί­ας ἢ συ­νερ­γα­σί­ας ἐ­τῶν. Εἶ­ναι μι­κρὴ ἡ κοι­νω­νί­α μας καὶ τὰ λό­για με­τα­φέ­ρον­ται πο­λὺ εὔ­κο­λα. Ἂν λοι­πὸν σχο­λι­ά­ζου­με τοὺς ἄλ­λους, αὐ­τὸ σύν­το­μα θὰ μα­θευ­τεῖ καὶ τό­τε θὰ κλο­νι­στεῖ ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τους ἀ­πέ­ναν­τί μας. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἂν ἀ­δι­κοῦ­με τοὺς ἄλ­λους μὲ τὴν κρί­ση μας, τό­τε αὐ­τοὶ πλη­γώ­νονται καὶ ἐ­πέρ­χε­ται ρῆγ­μα στὶς σχέ­σεις μας. Δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ κα­τά­κρι­ση ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ φό­νο! Σκο­τώ­νει τὸν συ­νάν­θρω­πο· τὸν ἐ­ξου­θε­νώ­νει. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει ὅ­τι αὐ­τοὶ ποὺ κα­τα­κρί­νουν, ἀ­κό­μη κι ἂν νη­στεύ­ουν, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἔ­χουν κα­ταρ­γή­σει τὴ νη­στεί­α, δι­ό­τι μὲ τὴν κα­τά­κρι­ση τρῶ­νε τὶς σάρ­κες τῶν ἀ­δελ­φῶν τους.
3. Ὑ­πο­γρα­φὴ τῆς κα­τα­δί­κης μας
Ὁ τρί­τος καὶ τε­λευ­ταῖ­ος λό­γος, ποὺ πρέ­πει νὰ μᾶς κά­μει νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ὁ­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τά­κρι­ση, εἶ­ναι τὸ ὅ­τι αὐ­τὴ μᾶς ὁ­δη­γεῖ μὲ μα­θη­μα­τι­κὴ ἀ­κρί­βεια στὴν αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη μας. Ὁ Κύ­ριός μας τὸ εἶ­πε σα­φῶς: «Μὴ κρί­νε­τε, ἵ­να μὴ κρι­θῆ­τε», (Ματθ. ζ'[7] 1). Βέ­βαι­α ὅ­ταν λέ­ει «μὴ κρί­νε­τε», δὲν μᾶς ἀρ­νεῖ­ται τὸ δι­καί­ω­μα νὰ κρί­νου­με καὶ νὰ ἐκ­φέ­ρου­με γνώ­μη, νὰ ἀ­ξι­ο­λο­γοῦ­με πρό­σω­πα καὶ κα­τα­στά­σεις καὶ νὰ ρυθ­μί­ζου­με ἀ­να­λό­γως τὴν πο­ρεί­α μας. Ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα νὰ σκε­πτό­μα­στε καὶ νὰ κρί­νου­με, ὄ­χι ὅ­μως νὰ δι­κά­ζου­με καὶ νὰ κα­τα­δι­κά­ζου­με τοὺς ἄλ­λους, για­τί μὲ τὸ ἴ­διο μέ­τρο ποὺ ἐ­μεῖς κρί­νου­με τοὺς ἄλ­λους, μὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­τρο θὰ κρι­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ (Ματθ. ζ'[7] 2). Ἂν λοι­πὸν τοὺς κα­τα­δι­κά­σου­με, θὰ κα­τα­δι­κα­στοῦ­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι κα­τα­κρί­νον­τας τοὺς ἄλ­λους οὐ­σι­α­στι­κὰ ὑ­πο­γρά­φου­με τὴ δι­κή μας κα­τα­δί­κη!
Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με πό­σο βα­ρὺ ἁ­μάρ­τη­μα εἶ­ναι ἡ κα­τά­κρι­ση, ἡ ὁ­ποί­α σὰν ἐ­πι­δη­μί­α ἐ­ξα­πλώ­νε­ται κυ­ρί­ως με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν. Ὅ­ταν κα­τα­κρί­νου­με, ἁρ­πά­ζου­με θεί­α ἐ­ξου­σί­α, κα­ταρ­γοῦ­με τὴν ἀ­γά­πη καὶ τε­λι­κὰ ὑ­πο­γρά­φου­με τὴν κα­τα­δί­κη μας!
Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α στὴ γνω­στὴ προ­σευ­χὴ «Κύ­ρι­ε καὶ Δέ­σπο­τα τῆς ζω­ῆς μου...», ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ κα­θη­με­ρι­νὰ στὶς Ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ εἰ­δι­κὸ αἴ­τη­μα, γιὰ νὰ μᾶς δώ­σει ὁ Θε­ὸς τὸ χά­ρι­σμα νὰ βλέ­που­με τὰ δι­κά μας ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ νὰ μὴν κα­τα­κρί­νου­με τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Ἂς ἀ­γω­νι­στοῦ­με λοι­πὸν εἰ­δι­κὰ αὐ­τὴν τὴν κα­τα­νυ­κτι­κὴ πε­ρί­ο­δο νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πὸ τὸ κα­τα­στρε­πτι­κὸ πά­θος τῆς κα­τα­κρί­σε­ως. Ἂς εἴ­μα­στε ἐ­πι­ει­κεῖς μὲ τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ γί­νει κι ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­ει­κὴς μα­ζί μας καὶ νὰ βροῦ­με ἔ­λε­ος κον­τά του «ἐν ἡ­μέ­ρᾳ κρί­σε­ως».
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀπὸ παλαιὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα σκυ­θρω­πο, ­φα­ν­ζου­σι γρ τ πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν  κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ων λ­λ τ πα­τρ σου τ ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν.   
                             (Ματθ. στ΄[6] 14 -21)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· «Ὅ­ταν ζη­τᾶ­τε τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν σας, πρέ­πει νὰ συγ­χω­ρεῖ­τε κι ἐ­σεῖς τούς ἄλ­λους. Δι­ό­τι ἐ­ὰν συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού σᾶς ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι, καὶ ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ τὰ δι­κά σας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἁ­μάρ­τη­σαν ἀ­πέ­ναν­τί σας, οὔ­τε ὁ Πα­τέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­σει τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες πρὸς αὐ­τόν. Κι ὅ­ταν νη­στεύ­ε­τε, μὴ γί­νε­στε σκυ­θρω­ποὶ καὶ πε­ρί­λυ­ποι σὰν τοὺς ὑ­πο­κρι­τές. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀλ­λοι­ώ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους καὶ παίρ­νουν τὴν ὄ­ψη καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση ἀν­θρώ­που κα­τα­βε­βλη­μέ­νου ἀ­πὸ τὶς στε­ρή­σεις, γι­ὰ νὰ φα­νοῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι πῆ­ραν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν ἀ­μοι­βή τους ἀ­πό τούς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­σὺ ὅ­μως ὅ­ταν νη­στεύ­εις, ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, ὥ­στε νὰ φαί­νε­σαι χα­ρού­με­νος, καὶ νὰ μὴ φα­νεῖς στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­εις. Ἀλ­λά ἡ νη­στεί­α σου νὰ φα­νεῖ μό­νο στὸν Πα­τέ­ρα σου, πού εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­ό­ρα­τος, ἀλ­λά βρί­σκε­ται πα­ρὼν καὶ στὰ πι­ὸ ἀ­πό­κρυ­φα μέ­ρη. Κι ὁ Πα­τέ­ρας σου πού βλέ­πει στὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀ­πο­δώ­σει τὴν ἀ­μοι­βή σου στὰ φα­νε­ρά. Μὴ μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς πά­νω στὴ γῆ, ὅ­που ὁ σκό­ρος καὶ ἡ φθο­ρὰ τῆς σα­πί­λας ἢ τῆς σκου­ριᾶς ἀ­φα­νί­ζουν τὰ ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να εἴ­δη τοῦ πλού­του κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων καὶ τὰ κλέ­βουν. Μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, ὅ­που οὔ­τε ὁ σκό­ρος οὔ­τε ἡ σα­πί­λα καί ἡ σκου­ριὰ ἀ­φα­νί­ζουν τοὺς ἀ­πο­θη­κευ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς σας κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες δὲν τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας οὔ­τε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διὰ σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸν Θε­ὸ καὶ στὰ οὐ­ρά­νια. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός σας, ἐ­κεῖ θά εἶ­ναι καί ἡ καρ­διά σας.