Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (Ἀσώτου). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(Ἀσώτου)
 (16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' ο πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλλ' οκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί­ᾳ, κα κοι­λί­α τος βρώ­μα­σιν· δ Θε­ὸς κα τα­ύ­την κα ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τ δ σῶ­μα ο τ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τ Κυ­ρί­ῳ, κα Κριος τ σώ­μα­τι· δ Θε­ὸς κα τν Κριον ἤ­γει­ρε κα ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας ον τ μέ­λη το Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μ γέ­νοι­το. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τ πόρ­νῃ ν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γρ, φη­σίν, ο δύ­ο ες σάρ­κα μί­αν· δ κολ­λώ­με­νος τ Κυ­ρί­ῳ ν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τν πορ­νε­ί­αν. πν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς το σώ­μα­τός ἐ­στιν, δ πορ­νε­ύ­ων ες τ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς το ν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, ο ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, κα οκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δ τν Θε­ὸν ν τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν κα ν τ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι το Θε­οῦ.
(Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12–20)

ΔΟΥΛΟΣ Ἤ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ;
«Πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­γὼ ἒ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος»
Κά­νε ὅ,τι θέ­λεις· ὅ,τι ἀ­γα­πᾶ ἡ καρ­διά σου!» «Ξέ­χνα τὰ "μὴ" καὶ τὰ "ὄ­χι" καὶ ζῆ­σε ἐ­λεύ­θε­ρος!» Δε­λε­α­στι­κὰ ἀ­κού­γον­ται αὐ­τὰ τὰ συν­θή­μα­τα τοῦ κό­σμου, ποὺ κα­λοῦν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ ζή­σει ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ ἠ­θι­κὲς δε­σμεύ­σεις καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμούς. Εἶ­ναι ὅ­μως πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος ὅ­ποι­ος κά­νει ὅ,τι θέ­λει;
Στὸ ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τὸ ἀ­παν­τᾶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα: «Πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος», λέ­ει. Δη­λα­δή, ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα· ὅ­λα εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α μου, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν θὰ ἐ­ξου­σια­στῶ καὶ δὲν θὰ γί­νω δοῦ­λος σὲ τί­πο­τε.
Ὁ θε­ό­πνευ­στος αὐ­τὸς λό­γος τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με, πρῶ­τον, για­τί ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ὅ­πως τὴν ἐν­νο­εῖ ὁ κό­σμος, στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι ὑ­πο­δού­λω­ση, καὶ δεύ­τε­ρον, πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ζοῦ­με ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ροι.
1. Δοῦ­λος τῶν πα­θῶν
Ὅ­σο κι ἂν φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο, ἡ ἀ­πο­δέ­σμευ­ση ἀ­πὸ τοὺς ἠ­θι­κοὺς φραγ­μούς κα­τα­λή­γει τε­λι­κὰ στὴν ὑ­πο­δού­λω­ση! Ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὸν ἄ­σω­το υἱ­ὸ τῆς ση­με­ρι­νῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς. Ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ πα­τρι­κὸ σπί­τι γιὰ νὰ ζή­σει ἐ­λεύ­θε­ρος, καὶ κα­τέ­λη­ξε νὰ γί­νει δοῦ­λος. Ἔ­φτα­σε μά­λι­στα σὲ τέ­τοι­α φτώ­χεια καὶ ἐ­ξα­θλί­ω­ση, ὥ­στε κιν­δύ­νευ­ε νὰ πε­θά­νει ἀ­πὸ τὴν πεί­να! Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τρα­γι­κὸ κα­τάν­τη­μα κά­θε ἄν­θρω­που ποὺ νο­μί­ζει ὅ­τι ἐ­λευ­θε­ρί­α ση­μαί­νει ζω­ὴ ἀ­χα­λί­νω­τη. Θέ­λει, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ ἄν­θρω­πος νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­ζει, νὰ ξε­νυ­χτᾶ, νὰ πί­νει, νὰ κα­πνί­ζει καὶ γε­νι­κὰ νὰ πα­ρα­δί­δε­ται στὶς κα­τώ­τε­ρες ἐ­πι­θυ­μί­ες του χω­ρὶς ἠ­θι­κὲς ἀ­να­στο­λές. Κα­θὼς ὅ­μως ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὴ δῆ­θεν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α του, ἁ­λυ­σο­δέ­νε­ται μὲ νέ­ες ἐ­ξαρ­τή­σεις, μὲ ἁ­μαρ­τω­λὲς συ­νή­θει­ες καὶ ἄ­νο­μα πά­θη. Ὑ­πο­δου­λώ­νε­ται στὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς μό­δας, τοῦ κό­σμου, τῶν πα­θῶν. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος γρά­φει ὅ­τι πολ­λοὶ μι­λοῦν γιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­νῶ οἱ ἴ­διοι ἔ­χουν γί­νει σκλά­βοι τῆς δι­α­φθο­ρᾶς καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Δι­ό­τι στὸ πά­θος ποὺ ἔ­χουν νι­κη­θεῖ, σ᾿ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἔ­χουν ὑ­πο­δου­λω­θεῖ: «Ἒ­λευ­θε­ρίαν αὐ­τοῖς ἐ­παγ­γελ­λό­με­νοι, αὐ­τοὶ δοῦ­λοι ὑ­πάρ­χον­τες τῆς φθο­ρᾶς· ᾧ γάρ τις ἥτ­τη­ται, τού­τῳ καὶ δε­δού­λω­ται» (Β' Πέ­τρ. β' [2]  19).
Καὶ κά­τι ἀ­κό­μη: Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ ἀ­πο­λαύ­σει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του, ὅ­ταν κα­τα­πα­τεῖ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ, δι­ό­τι ἔ­χει τὴ συ­νεί­δη­ση ποὺ δια­ρκῶς τὸν ἐ­λέγ­χει. Ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό, ἡ συ­νεί­δη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ μέ­σα μας. Ὅ,τι καὶ νὰ κά­νει λοι­πὸν ὁ ἄν­θρω­πος, ἂν αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, θὰ τὸν κυ­νη­γοῦν οἱ τύ­ψεις καὶ δὲν θὰ βρί­σκει πο­τὲ γα­λή­νη καὶ ἠ­ρε­μί­α στὴν ψυ­χή του.
2. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α
Πῶς λοι­πὸν μπο­ροῦ­με νὰ ζοῦ­με ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ροι; Μό­νο μὲ τὸ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὴ δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ γί­νου­με δοῦ­λοι τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­σο πα­ρά­δο­ξο κι ἂν ἀ­κού­γε­ται αὐ­τό, εἶ­ναι ὅ­μως ἀ­λη­θι­νό. Ὁ ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ ζή­σει πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὀ­φεί­λει νὰ γί­νει δοῦ­λος. Δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ, πι­στὸς καὶ ὑ­πά­κου­ος, ποὺ θὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ τη­ρεῖ τὶς ἐν­το­λές του. Μᾶς τὸ εἶ­πε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος: «Ἐ­άν... ὁ υἱ­ὸς ὑ­μᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σῃ, ὄν­τως ἐ­λεύ­θε­ροι ἔ­σε­σθε» (Ἰ­ω. η΄[8] 36). Πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ροι θὰ γί­νε­τε, ἂν σᾶς δώ­σει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Πράγ­μα­τι! Μό­νον ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ροῦν νὰ ζή­σουν ἐ­λεύ­θε­ροι κι ἀ­δέ­σμευ­τοι ἀ­πὸ τὴ δου­λεί­α τῶν πα­θῶν, τὴν ἐ­πιρ­ρο­ὴ τοῦ κό­σμου καὶ τὴν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ δι­α­βό­λου.
Καὶ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ μας δι­δά­σκει ἡ Πα­ρα­βο­λὴ τοῦ ἀ­σώ­του. Πό­τε ὁ ἄ­σω­τος ἔ­ζη­σε τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α; Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ σπί­τι μὲ τὴ δι­ά­θε­ση νὰ μεί­νει ὡς ὑ­πά­κου­ος καὶ πει­θαρ­χι­κὸς δοῦ­λος τοῦ πα­τέ­ρα του. Καὶ μά­λι­στα τό­τε ὁ πα­τέ­ρας του μὲ τὴν ἀ­γα­θό­τη­τα καὶ τὴν ἀ­γά­πη του δὲν τὸν δέ­χθη­κε ὡς δοῦ­λο ἀλ­λὰ ὡς τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του παι­δί. Νὰ λοι­πὸν ποὺ ὁ ἄ­σω­τος ἔ­γι­νε πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος!
Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ζω­ὴ ὑ­πα­κο­ῆς καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας μέ­σα στὸ σπί­τι τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα. Καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κά, δι­ό­τι «οὗ (=ὅ­που) τὸ Πνεῦ­μα Κυ­ρί­ου, ἐ­κεῖ ἐ­λευ­θε­ρί­α» (Β' Κορ. γ'[3]   17)                    
Ὅ­ταν ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς ἔ­πλα­σε τὸν ἄν­θρω­πο, τοῦ χά­ρι­σε ἕ­να ἀ­τί­μη­το δῶ­ρο: τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­κα­νε κα­κὴ χρή­ση αὐ­τῆς τῆς δω­ρε­ᾶς κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Δη­μι­ουρ­γό του, τώ­ρα δρέ­πει τοὺς καρ­ποὺς τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας του. Ὁ δρό­μος λοι­πὸν γιὰ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι ἕ­νας: ἡ με­τά­νοι­α καὶ ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ σπί­τι τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα!
  (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. κα εἶ­πεν νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τ πα­τρί· πά­τερ, δς μοι τ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τς οὐ­σί­ας. κα δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τν βί­ον. κα με­τ' ο πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν ες χώ­ραν μα­κράν, κα ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, κα αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. κα πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τν πο­λι­τῶν τς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, κα ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν ες τος ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· κα ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν κε­ρα­τί­ων ν ἤ­σθι­ον ο χοῖ­ροι, κα οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. ες ἑ­αυ­τὸν δ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι το πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρς τν πα­τέ­ρα μου κα ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ς ἕ­να τν μι­σθί­ων σου.  κα ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρς τν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν πα­τὴρ αὐ­τοῦ κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, κα δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ κα κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου, κα οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δ πα­τὴρ πρς τος δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τν στολὴν τν πρώ­την κα ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, κα δό­τε δα­κτύ­λι­ον ες τν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ κα ὑ­πο­δή­μα­τα ες τος πό­δας, κα ἐνέγκαν­τες τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, κα φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος υἱ­ός μου νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σεν, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη. κα ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. ν δ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ πρε­σβύ­τε­ρος ν ἀ­γρῷ· κα ς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας κα χο­ρῶν,  κα προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τ εἴ­η ταῦ­τα. δ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, κα ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δ κα οκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελθεῖν. ον πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐξελθὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι κα οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, κα ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δ υἱ­ός σου οὗ­τος, κα­τα­φα­γών σου τν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τν μό­σχον τν σι­τευ­τὸν.  δ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ ε, κα πάν­τα τ ἐ­μὰ σ ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δ κα χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σε, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη.   
  (Λου­κᾶ ι­ε΄ [15] 11 – 32)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος αὐ­τή τήν πα­ρα­βο­λή: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ὁ Θε­ὸς δη­λα­δή, εἶ­χε δύ­ο γι­ούς. Ὁ μι­κρό­τε­ρος γι­ὸς εἰ­κο­νί­ζει τὸν ἀ­πο­στά­τη ἁ­μαρ­τω­λό, πού φεύ­γει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ καὶ τὴν προ­στα­σί­α τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου Πα­τρός. Εἶ­πε λοι­πὸν ὁ μι­κρό­τε­ρος γιός στόν πα­τέ­ρα του: Πα­τέ­ρα, δώ­σ' μου τὸ με­ρί­διο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας πού μοῦ ἀ­νή­κει. Καὶ ὁ πα­τέ­ρας μοί­ρα­σε καί στούς δυ­ό γι­οὺς τὴν πε­ρι­ου­σί­α. Ὁ Θε­ὸς δη­λα­δὴ καί στόν ἁ­μαρ­τω­λό πού θέ­λει νὰ ζεῖ μα­κριὰ ἀ­π' αὐ­τὸν δί­νει τὰ μέ­σα τῆς συν­τη­ρή­σε­ώς του καὶ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά πνευ­μα­τι­κά καί ὑ­λι­κὰ χα­ρί­σμα­τα πού θὰ τὸν ἔ­κα­ναν πνευ­μα­τι­κά εὐ­τυ­χι­σμέ­νο, ἐ­ὰν αὐ­τὸς δὲν τὰ κα­τα­σπα­τα­λοῦ­σε. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γες μέ­ρες ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ὸς μά­ζε­ψε ὅ­λα ὅ­σα τοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­τέ­ρας του καὶ τα­ξί­δε­ψε σὲ χώ­ρα μα­κρι­νή. Ἐ­κεῖ δι­α­σκόρ­πι­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α του κά­νον­τας μι­ὰ ζω­ὴ ἄ­σω­τη καὶ ἀ­κό­λα­στη. Ἔ­τσι καὶ κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸς ἐ­ξαι­τί­ας τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ὁ­δη­γεῖ­ται πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­π' αὐ­τόν. Καὶ μὲ τὴν κα­τά­χρη­ση τῶν χα­ρι­σμά­των πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τὴρ ἐ­ξα­χρει­ώ­νε­ται καὶ δι­α­φθεί­ρε­ται. Ὅ­ταν ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ὸς ξό­δε­ψε ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε, ἔ­πε­σε με­γά­λη πεί­να στὴ χώ­ρα ἐ­κεί­νη, κι αὐ­τὸς ἄρ­χι­σε νὰ στε­ρεῖ­ται. Κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸς δη­λα­δὴ δὲν ἔ­χει ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στες ἀ­πο­λαύ­σεις. Ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν ἀ­θλι­ό­τη­τα καὶ τὸ κε­νὸ πού δη­μι­ουρ­γεῖ στὴν καρ­διά του ἡ ἄ­σω­τη ζω­ὴ καὶ ἡ στέ­ρη­ση τῆς θεί­ας πα­ρη­γο­ριᾶς. Καὶ ὁ ἄ­σω­τος γι­ὸς ἐ­ξαι­τί­ας τῶν στε­ρή­σε­ων καὶ τῆς πεί­νας του πῆ­γε σ' ἕ­ναν ἀ­πό τούς πο­λί­τες ἐ­κεί­νης τῆς χώ­ρας, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν προ­σέ­λα­βε ὡς δοῦ­λο. Καὶ τὸν ἔ­στει­λε στὰ χω­ρά­φια του νὰ βό­σκει χοί­ρους, ζῶ­α δη­λα­δὴ ἀ­κά­θαρ­τα, πού προ­κα­λοῦ­σαν τὴν ἀ­η­δί­α καὶ τὴν ἀ­πο­στρο­φὴ σ' ἕ­ναν Ἰ­ου­δαῖ­ο, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ός. Σὲ τί ἐ­ξευ­τε­λι­σμὸ κα­ταν­τᾶ καὶ πό­σο χά­νει τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά του ὁ τα­λαί­πω­ρος ἁ­μαρ­τω­λός! Καὶ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε ὁ νε­ό­τε­ρος γι­ὸς νὰ γε­μί­σει τὴν κοι­λιά του μὲ τὰ ξυ­λο­κέ­ρα­τα πού ἔ­τρω­γαν οἱ χοῖ­ροι. Μὰ κα­νεὶς δὲν τοῦ ἔ­δι­νε, δι­ό­τι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες πού ἔ­κα­ναν τὴ δι­α­νο­μὴ πα­ρα­τη­ροῦ­σαν μὲ προ­σο­χὴ νὰ μὴν μεί­νουν χω­ρὶς τρο­φὴ οἱ χοῖ­ροι. Σὲ κά­ποι­α ὅ­μως στιγ­μὴ αὐ­τὸς ἦλ­θε στὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὴ μέ­θη καὶ τὴν τρέ­λα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ εἶ­πε: Πό­σοι μι­σθω­τοὶ ἐρ­γά­τες τοῦ πα­τέ­ρα μου ἔ­χουν ἄ­φθο­νο καὶ πε­ρίσ­σιο ψω­μί, ἐ­νῶ ἐ­γώ κιν­δυ­νεύ­ω νὰ πε­θά­νω ἀ­πὸ τὴν πεί­να! Τὸ πρῶ­το βῆ­μα δη­λα­δὴ τῆς με­τα­νοί­ας τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ εἶ­ναι ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­θλι­ό­τη­τάς του. Με­τὰ τὴ συ­ναί­σθη­ση αὐ­τὴ ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἀ­πό­φα­ση. Θὰ ση­κω­θῶ, λέ­ει ὁ ἄ­σω­τος, καὶ θὰ πά­ω στὸν πα­τέ­ρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πα­τέ­ρα, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νό. (Δι­ό­τι ἐκεῖ οἱ ἄγ­γε­λοι ἐ­κτε­λοῦν μὲ εὐλάβεια τὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα, καὶ ὅ­πως ὑ­πα­κοῦν αὐ­τοί, ἔ­τσι ἀ­ξι­ώ­νουν καὶ ὅ­λα τὰ κτί­σμα­τα νὰ ὑ­πα­κοῦν σ' αὐ­τό, καὶ λυ­ποῦν­ται γι­ὰ τὴν ἀ­πο­στα­σί­α κά­θε ἄν­θρω­που). Ἁ­μάρ­τη­σα καὶ σὲ σέ­να, δι­ό­τι πε­ρι­φρό­νη­σα τὴ στορ­γή σου καὶ δὲν λο­γά­ρια­σα τὴ λύ­πη πού δο­κί­μα­ζες ὅ­ταν ἔ­φευ­γα μα­κριά σου. Δὲν εἶ­μαι πλέ­ον ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι γι­ός σου. Δὲν ζη­τῶ νὰ προσ­λη­φθῶ οὔ­τε ὡς μό­νι­μος δοῦ­λος σου πα­ρα­μέ­νον­τας δια­ρκῶς στὸ σπί­τι σου. Κά­νε με σάν ἕ­ναν ἀ­πό τους μι­σθω­τοὺς ἐρ­γά­τες σου.
Καὶ ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἀ­πό­φα­ση ἄρ­χι­σε νὰ ἐ­νερ­γο­ποιεῖ­ται. Ὁ ἄ­σω­τος ση­κώ­θη­κε καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ πά­ει στόν πα­τέ­ρα του. Κι ἐ­νῶ βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μη μα­κριά, τὸν εἶ­δε ὁ πα­τέ­ρας του καὶ τὸν σπλα­χνί­σθη­κε. Ἔ­τρε­ξε τό­τε γι­ὰ νά τόν προ­ϋ­παν­τή­σει, ἔ­πε­σε στὸν τρά­χη­λό του, τὸν ἀγ­κά­λια­σε σφι­χτὰ καὶ τὸν κα­τα­φι­λοῦ­σε μὲ στορ­γή. Ὁ Θε­ός δη­λα­δή ὄ­χι μό­νο δέ­χε­ται τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ πού με­τα­νο­εῖ καὶ ἐ­πι­στρέ­φει κον­τά του, ἀλ­λά καὶ προ­τοῦ ἀ­κό­μη πλη­σιά­σει ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, σπεύ­δει νὰ τὸν ἀ­να­ζη­τή­σει, καί τὸν ἀγ­κα­λιά­ζει μὲ στορ­γή. Ἐ­νῶ λοι­πὸν ὁ Πα­τέ­ρας ἔ­δει­ξε τέ­τοι­α στορ­γὴ κι ἐ­νῶ ἀ­κο­λού­θη­σε μι­ὰ τό­σο θερ­μὴ συν­δι­αλ­λα­γή, ὁ γι­ὸς συν­τε­τριμ­μέ­νος ἔ­κα­νε τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του λέ­γον­τας: Πα­τέ­ρα, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ σὲ σέ­να καὶ δέν εἶ­μαι πλέ­ον ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι γι­ός σου. Ὁ πα­τέ­ρας τό­τε τὸν δι­έ­κο­ψε καὶ εἶ­πε στούς δού­λους του: Βγάλ­τε ἔ­ξω τὴν πι­ὸ κα­λὴ φο­ρε­σιὰ ἀ­π' ὅ­σες ἔ­χου­με, σὰν αὐ­τὴ πού φο­ροῦ­σε πρὶν φύ­γει ἀ­π’ τό σπί­τι μου. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τός, στὴν κα­τά­στα­ση πού εἶ­ναι, θά ντρέ­πε­ται νὰ τὴν φο­ρέ­σει, ντύ­στε τὸν ἐ­σεῖς, γιά νά μήν εἶ­ναι πλέ­ον γυ­μνὸς καὶ κου­ρε­λιά­ρης. Καὶ δῶ­στε του δα­χτυ­λί­δι νὰ τὸ φο­ρά­ει στὸ χέ­ρι του, ὅ­πως φο­ροῦν οἱ κύ­ριοι καὶ οἱ ἐ­λεύ­θε­ροι. Δῶ­στε του καὶ ὑ­πο­δὴ­μα­τα στά πό­δια του, γιὰ νὰ μὴν περ­πα­τᾶ ξυ­πό­λυ­τος ὅ­πως οἱ σκλά­βοι. Τὸν ἀ­πο­κα­θι­στῶ δη­λα­δὴ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στὴ θέ­ση καὶ στὰ δι­και­ώ­μα­τα πού εἶ­χε πρὶν ἀ­σω­τεύ­σει. Καὶ φέρ­τε καὶ σφάξ­τε ἐ­κεῖ­νο ἀ­πὸ τὰ μο­σχά­ρια πού τὸ τρέ­φου­με ξε­χω­ρι­στὰ γι­ὰ κά­ποι­α χαρ­μό­συ­νη καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­στα­ση. Ἂς φᾶ­με λοι­πόν, ἂς χα­ροῦ­με καὶ ἄς δι­α­σκε­δά­σου­με μὲ τρα­γού­δια καὶ μὲ χο­ρούς, δι­ό­τι ὁ γι­ός μου αὐ­τὸς μέ­χρι πρὶν ἀ­πὸ λί­γο ἦ­ταν νε­κρός, καί ἀ­να­στή­θη­κε· ἦ­ταν χα­μέ­νος, καὶ βρέ­θη­κε. Καί ἄρ­χι­σαν νὰ εὐ­φραί­νον­ται.
Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὅ­μως γι­ός, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­μοια­ζαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι, ἦ­ταν στὸ χω­ρά­φι. Καὶ κα­θὼς ἐρ­χό­ταν καί πλη­σί­α­ζε στὸ σπί­τι, ἄ­κου­σε ὄρ­γα­να καὶ τρα­γού­δια καί χο­ρούς. Κά­λε­σε λοι­πὸν ἕ­ναν ἀ­πό τους ὑ­πη­ρέ­τες πού στε­κό­ταν ἀ­π’ ἔ­ξω, καὶ ρω­τοῦ­σε νὰ μά­θει τί συμ­βαί­νει, τί τά­χα νὰ σή­μαι­ναν ὅ­λα αὐ­τά. Κι αὐ­τὸς τοῦ εἶ­πε: Γύ­ρι­σε ὁ ἀ­δελ­φός σου, καὶ ὁ πα­τέ­ρας σου ἔ­σφα­ξε τὸ κα­λο­θρεμ­μέ­νο μο­σχά­ρι, δι­ό­τι τοῦ γύ­ρι­σε πά­λι πί­σω γε­ρὸς καὶ ὑ­γι­ής. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὅ­μως γι­ὸς θύ­μω­σε καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ μπεῖ στὸ σπί­τι. (Ἔ­τσι συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι, πού σκαν­δα­λί­ζον­ταν ὅ­ταν ἔ­βλε­παν τὸν Κύ­ριο νὰ συ­να­να­στρέ­φε­ται καὶ νὰ δι­δά­σκει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς). Ὁ πα­τέ­ρας του λοι­πὸν βγῆ­κε ἔ­ξω καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε μὲ τὴν ἴ­δια στορ­γὴ πού δέ­χθη­κε τὸ νε­ό­τε­ρο γι­ό του. Ἀλ­λά ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γι­ὸς ἀ­πο­κρί­θη­κε στὸν πα­τέ­ρα του: Τό­σα χρό­νια εἶ­μαι στὴ δού­λε­ψή σου καὶ πο­τὲ δὲν πα­ρά­κου­σα κά­ποι­α προ­στα­γή σου· καὶ πα­ρό­λα αὐ­τὰ δὲν μοῦ ἔ­δω­σες πο­τὲ οὔ­τε ἕ­να κα­τσι­κά­κι γι­ὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σω μὲ τοὺς φί­λους μου. (Πό­σο πλα­νᾶ­ται ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γιός! Ἐ­άν ὑ­πῆρ­ξε τό­σο πει­θαρ­χι­κὸς στὸν πα­τέ­ρα του, πῶς τώ­ρα τὸν πα­ρα­κού­ει μὲ τέ­τοι­ο πεῖ­σμα; Καὶ πό­τε ζή­τη­σε κα­τσι­κά­κι ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα του, κι ἐ­κεῖ­νος δὲν τοῦ ἔ­δω­σε;­). Ὅ­ταν ὅ­μως ἦλ­θε ὁ προ­κομ­μέ­νος αὐ­τὸς γι­ός σου, πού κα­τα­σπα­τά­λη­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α σου μὲ πόρ­νες, ἔ­σφα­ξες γι' αὐ­τὸν τὸ κα­λύ­τε­ρο μο­σχά­ρι πού τὸ εἴ­χα­με θρε­φτά­ρι. (Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γι­ὸς με­τα­χει­ρί­στη­κε τὴν ἀ­λα­ζο­νι­κὴ γλώσ­σα τῶν Φα­ρι­σαί­ων, πού πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ νό­μι­ζαν ὅ­τι μό­νο αὐ­τοὶ ἦ­ταν δί­και­οι καὶ γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­χαν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ). Ὁ πα­τέ­ρας τό­τε τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, ἐ­σύ εἶ­σαι πάν­το­τε μα­ζί μου. Κι ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω, δι­κά σου εἶ­ναι. Ἔ­πρε­πε λοι­πὸν κι ἐ­σύ νὰ εὐ­φραν­θεῖς καὶ νὰ χα­ρεῖς, δι­ό­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου αὐ­τός, γι­ὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τό­ση πε­ρι­φρό­νη­ση μι­λᾶς, ἦ­ταν νε­κρός, καὶ ἀ­να­στή­θη­κε. Ἦ­ταν χα­μέ­νος, καὶ βρέ­θη­κε.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου