Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ (Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ
(Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου)
(9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2020)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΓ΄ Ε­πι­στο­λών)
  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος δι­ωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.
                                 (Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

ΣΤΑΘΕΡΟΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
«Σὺ μέ­νε ἐν οἷς ἔ­μα­θες καὶ ἐ­πι­στώ­θης»
Ἀ­πὸ σή­με­ρα, Κυ­ρια­κὴ τοῦ Τε­λώ­νου καὶ τοῦ Φα­ρι­σαί­ου, ἀρ­χί­ζει ἡ κα­τα­νυ­κτι­κὴ πε­ρί­ο­δος τοῦ Τρι­ω­δί­ου, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ σὲ με­τά­νοι­α καὶ ἐν­το­νό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να. Ἕ­να δύ­σκο­λο πράγ­μα­τι ἀ­γώ­να, ἀ­φοῦ οἱ σει­ρῆ­νες τοῦ κό­σμου ἠ­χοῦν ἔν­το­να καὶ προ­κλη­τι­κά, γιὰ νὰ μᾶς πα­ρα­πλα­νή­σουν καὶ νὰ μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος.
Εἶ­ναι λοι­πὸν κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἐ­πί­και­ρος ὁ θε­ό­πνευ­στος λό­γος ἀ­πὸ τὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θύ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸν μα­θη­τή του Τι­μό­θε­ο: «Σὺ δὲ μέ­νε ἐν οἷς ἔ­μα­θες καὶ ἐ­πι­στώ­θης». Ἐ­σύ, Τι­μό­θε­ε, τοῦ λέ­γει, ἀν­τί­θε­τα μὲ αὐ­τοὺς ποὺ πλα­νή­θη­καν καὶ πα­ρα­πλα­νοῦν καὶ ἄλ­λους, μέ­νε ἀ­κλό­νη­τος σ᾿ ἐ­κεῖ­να ποὺ ἔ­μα­θες καὶ βε­βαι­ώ­θη­κες γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια τους ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή σου πεί­ρα.
Πό­σο ἀ­φυ­πνι­στι­κὸς ἀ­κού­γε­ται καὶ σή­με­ρα αὐ­τὸς ὁ ἀ­πο­στο­λι­κὸς λό­γος! Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πί­στη καὶ πα­ρά­δο­ση τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ πό­ση ἀ­νάγ­κη εἶ­ναι νὰ μέ­νου­με στα­θε­ροὶ σ᾿ αὐ­τήν.
1. Ἡ ἀ­τί­μη­τη κλη­ρο­νο­μιά
Μί­α ἀ­πὸ τὶς ἀ­νε­κτί­μη­τες δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή μας εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι γνω­ρί­σα­με τὴν ἀ­λή­θεια ὅ­πως Αὐ­τὸς μᾶς τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψε. Εἴ­μα­στε βα­πτι­σμέ­νοι Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοὶ καὶ μέ­σα στὴν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α δι­δα­σκό­μα­στε τὶς ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ως ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὶς δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς καὶ μᾶς τὶς πα­ρέ­δω­σα­ν οἱ πνευ­μα­το­κί­νη­τοι ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες. Αὐ­τὴ ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ μο­να­δι­κὴ καὶ ἀ­λάν­θα­στη πυ­ξί­δα γιὰ τὴ ζω­ή μας.
Δύ­ο εἶ­ναι οἱ βα­σι­κοὶ ἄ­ξο­νες αὐ­τῆς τῆς ἀ­τί­μη­της κλη­ρο­νο­μιᾶς: πρῶ­τον, τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο δόγ­μα, δη­λα­δὴ ὅ­σα δι­δά­σκει ἡ πί­στη μας γιὰ τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, γιὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, γιὰ τὸν σκο­πὸ τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας καὶ τὴ σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας, γιὰ τὸν θά­να­το καὶ τὴν ἀ­νά­στα­ση, γιὰ τὴ μέλ­λου­σα Κρί­ση καὶ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ· καὶ δεύ­τε­ρον, τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος, δη­λα­δὴ ὁ τρό­πος ζω­ῆς τοῦ χρι­στια­νοῦ, ποὺ δι­α­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τὸ βί­ω­μα τῶν θε­ο­φό­ρων ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Αὐ­τὰ τὰ δύ­ο ἐν­νο­εῖ κι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­ταν γρά­φει στὸν μα­θη­τή του: «Σὺ πα­ρη­κο­λού­θη­κάς μου τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τῇ ἀ­γω­γῇ...»· δη­λα­δὴ ἐ­σύ, Τι­μό­θε­ε, ἔ­χεις πα­ρα­κο­λου­θή­σει τό­σο τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου ὅ­σο καὶ τὴ γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­να­στρο­φή μου. Καὶ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὰ τὰ δύ­ο, τὸ ὀρ­θό­δο­ξο δόγ­μα καὶ ἦ­θος, κα­λού­μα­στε κι ἐ­μεῖς νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με, ἀ­κού­γον­τας προ­σω­πι­κὰ ὁ κα­θέ­νας τὴν προ­τρο­πὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου: «Σὺ μέ­νε ἐν οἷς ἔ­μα­θες καὶ ἐ­πι­στώ­θης».
2. Στα­θε­ροὶ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τοι
Για­τί ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ μέ­νου­με στα­θε­ροὶ στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος; Στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σε­ως, μέ­σα σὲ μί­α πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ κοι­νω­νί­α, ὅ­που κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἀρ­χὴ τοῦ πλου­ρα­λι­σμοῦ, πῶς μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς νὰ μι­λᾶ­με γιὰ ἐμ­μο­νὴ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση; Μή­πως θὰ ἔ­πρε­πε νὰ συμ­βι­βα­στοῦ­με μὲ τὸν σύγ­χρο­νο κό­σμο κά­νον­τας ἀ­μοι­βαῖ­ες ὑ­πο­χω­ρή­σεις;... Ὄ­χι βέ­βαι­α! Κά­τι τέ­τοι­ο θὰ ἦ­ταν ὀ­λέ­θριο καὶ κα­τα­στρο­φι­κὸ καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.
Πρῶ­τον γιὰ μᾶς τοὺς ἴ­διους, δι­ό­τι ἂν χά­σου­με τὴν ἀ­λή­θεια, χά­νου­με τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό! Εἶ­ναι πο­λὺ σα­φεῖς καὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοὶ οἱ λό­γοι τοῦ ἱ­ε­ροῦ εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ἰ­ω­άν­νη: «Πᾶς ὁ πα­ρα­βαί­νων καὶ μὴ μέ­νων ἐν τῇ δι­δα­χῇ τοῦ Χρι­στοῦ Θε­ὸν οὐκ ἔ­χει» (Β' Ἰ­ω. 9), δη­λα­δὴ κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­θε­τεῖ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ δὲν μέ­νει πι­στὸς σ᾿ αὐ­τὴν τη­ρών­τας την μὲ ἀ­κρί­βεια, αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει τὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος ἀπ᾿ Αὐ­τόν.
Καὶ δεύ­τε­ρον, πα­ρό­μοι­οι συμ­βι­βα­σμοὶ θὰ βλά­ψουν καὶ τοὺς ἄλ­λους γύ­ρω μας, δι­ό­τι, ὅ­πως εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, κά­θε γνή­σιος μα­θη­τής του εἶ­ναι «τὸ ἅ­λας τῆς γῆς»· καὶ «ἐ­ὰν τὸ ἅ­λας μω­ραν­θῇ, ἐν τί­νι ἁ­λι­σθή­σε­ται;» (Ματθ. ε'[5] 13). Δη­λα­δή, οἱ χρι­στια­νοὶ σὰν πνευ­μα­τι­κὸ ἁ­λά­τι βρί­σκον­ται μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α γιὰ νὰ προ­λα­βαί­νουν τὴν ἠ­θι­κὴ σα­πί­λα. Ἂν ὅ­μως χά­σουν τὴν ἠ­θι­κὴ δύ­να­μή τους, τό­τε θὰ εἶ­ναι ἄ­χρη­στοι γιὰ τὸν κό­σμο. Ὁ ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος χρι­στια­νὸς κοι­μί­ζει τὴ συ­νεί­δη­ση τὴ δι­κή του καὶ τῶν ἄλ­λων καὶ τε­λι­κὰ γί­νε­ται συ­νέ­νο­χος στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴ δι­α­φθο­ρά. Ἀν­τί­θε­τα ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ζεῖ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἁ­γι­ά­ζε­ται μὲ τὴ χά­ρη τῶν ἁ­γί­ων Μυ­στη­ρί­ων ἀ­πο­τε­λεῖ ἔ­λεγ­χο γιὰ τὸν κό­σμο καὶ φω­τει­νὸ πα­ρά­δειγ­μα γιὰ ὅ­σους κα­λο­δι­ά­θε­τους θέ­λουν νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
     Μέ­σα στὴ σύγ­χρο­νη λαί­λα­πα ποὺ σα­ρώ­νει τὰ πάν­τα γύ­ρω μας, οἱ χρι­στια­νοὶ κα­λού­μα­στε νὰ μέ­νου­με στα­θε­ροὶ κι ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ πα­ρά­δο­σή μας· μά­λι­στα ἐ­μεῖς οἱ Ἕλ­λη­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι φέ­ρου­με μί­α βα­ριὰ κλη­ρο­νο­μιὰ αἰ­ώ­νων. Ἡ ἱ­στο­ρί­α καὶ ὁ πο­λι­τι­σμὸς εἶ­ναι δι­α­πο­τι­σμέ­να ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, γιὰ τὴν ὅ­ποι­α ἔ­χυ­σαν τὸ αἷ­μα τους ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἅ­γιοι καὶ μάρ­τυ­ρες καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές. Ἂς μὴ κά­μνου­με λοι­πὸν ὑ­πο­χω­ρή­σεις στὰ θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως κι ἂς μὴ μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζει τὸ πνεῦ­μα τοῦ κό­σμου. Ἔ­χου­με χρέ­ος ἱ­ε­ρὸ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε καὶ νὰ μέ­νου­με στα­θε­ροὶ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­σή μας, ἄ­ξιοι συ­νε­χι­στὲς τῶν προ­γό­νων μας!
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν Κύριος τήν παραβολήν ταύτην·  ν­θρω­ποι δ­ο ­ν­βη­σαν ες τ ­ε­ρν προ­σε­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σα­ος κα ­τε­ρος τελ­νης. Φα­ρι­σα­ος στα­θες πρς ­αυ­τν τα­τα προ­ση­­χε­το· Θε­ς, εὐχα­ρι­στ σοι ­τι οκ ε­μ ­σπερ ο λοι­πο τν ν­θρ­πων, ρ­πα­γες, ­δι­κοι, μοι­χο, κα ς ο­τος τε­λ­νης· νη­στε­­ω δς το σαβ­β­του, ­πο­δε­κα­τ πν­τα ­σα κτ­μαι. κα τε­λ­νης μα­κρ­θεν­στς οκ ­θε­λεν ο­δ τος ­φθαλ­μος ες τν ο­ρα­νν ­π­ραι, λ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στ­θος α­το λ­γων· Θε­ς, ­λ­σθη­τ μοι τ ­μαρ­τω­λ.  λ­γω ­μν, κα­τ­βη ο­τος δε­δι­και­ω­μ­νος ες τν ο­κον α­το γρ ­κε­νος· ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.                                                                   
(Λου­κᾶ ι­η΄[18] 10 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶ­πε ὁ Κύ­ρι­ος τὴν πιό κάτω πα­ρα­βο­λὴ·  Δύ­ο ἄν­θρω­ποι ἀ­νέ­βη­καν στὸ ἱ­ε­ρὸ γι­ὰ νὰ προ­σευχη­θοῦν· ὁ ἕ­νας ἦ­ταν Φα­ρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἄλ­λος τε­λώ­νης. Ὁ Φα­ρι­σα­ῖ­ος στά­θη­κε ὄρ­θι­ος, γι­ὰ νὰ φαί­νε­ται κα­λά, καὶ προ­σευ­χό­ταν πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τό του μὲ τὰ ἑξῆς λό­γι­α: Σ' εὐ­χα­ρι­στῶ, Θε­έ μου, δι­ό­τι δὲν εἶ­μαι σὰν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, πού εἶ­ναι ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ σὰν αὐ­τὸν ἐκεῖ τὸν τε­λώ­νη. Ἐ­νῶ δη­λα­δὴ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι εἶ­ναι ἔ­νο­χοι καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τοι, ἐγώ εἶ­μαι ὁ μό­νος ἀ­νέ­νο­χος. Σ' εὐ­χα­ρι­στῶ λοι­πόν, δι­ό­τι δὲν βλέ­πω στὸν ἑ­αυ­τό μου τὶς τό­σες κα­κί­ες πού ἔ­χουν οἱ ἄλ­λοι. Ἔ­χω ὅ­μως καὶ ἀ­ρε­τές: Νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα, κά­θε Δευ­τέ­ρα καὶ Πέμ­πτη. Δί­νω τὸ ἕ­να δέ­κα­το ἀ­π' ὅ­λα ἐκεῖνα πού ἀ­πο­κτῶ, ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ τὰ πι­ὸ μι­κρὰ καὶ τι­πο­τέ­νι­α, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐ­πι­βάλ­λει ὁ νό­μος τὴ «δε­κά­τη». Ὁ τε­λώ­νης, ἀν­τί­θε­τα, στε­κό­ταν μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ τὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο ὅ­που καί­γον­ταν οἱ θυ­σί­ες, καὶ δὲν εἶ­χε τὴν τόλ­μη ὄ­χι μό­νο τὰ χέ­ρι­α του ἀλλά οὔτε τὰ μά­τι­α του νὰ ση­κώ­σει ἐ­πά­νω πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό. Ἀλ­λά χτυ­ποῦ­σε συ­νε­χῶς τὸ στῆ­θος του, πού πε­ρι­έ­κλει­ε τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ καὶ ἀ­κά­θαρ­τη καρ­δι­ά του, καὶ ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε καὶ Θε­έ, σπλα­χνί­σου με καὶ συγ­χώ­ρη­σέ με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος τε­λώ­νης κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καὶ πῆ­γε στὸ σπί­τι του ἀ­θω­ω­μέ­νος καὶ δι­και­ω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ὄ­χι ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἐ­κεῖ­νος. Δι­και­ώ­θη­κε λοι­πὸν ὁ τε­λώ­νης καὶ κα­τα­κρί­θη­κε ὁ Φαρισαῖος, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος ὑ­ψώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του θὰ τα­πει­νω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ θὰ κα­τα­κρι­θεῖ. Ἀν­τί­θε­τα ὅ­ποι­ος τα­πει­νώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του θὰ ὑψωθεῖ καὶ θὰ τι­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου