Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
(1 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)
Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.
                              (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

ΤΟ ΟΛΕΡΘΡΙΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ
«Σὺ τίς εἶ ὁ κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την;»
Λί­γες μό­νο ὧ­ρες μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πὸ τὴ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή. Μιὰ πε­ρί­ο­δο εὐ­λο­γη­μέ­νη, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ σὲ ἐν­το­νό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να. «Ἔ­φθα­σε και­ρός, ἡ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων ἀρ­χή», ψά­λα­με σή­με­ρα στὸν Ὄρ­θρο. Τώ­ρα εἶ­ναι ὁ κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος και­ρὸς νὰ κα­τα­πο­λε­μή­σου­με τὰ πά­θη μας καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τω­λὲς συ­νή­θει­ες, ποὺ ἔ­χουν κα­τα­στρε­πτι­κὲς συ­νέ­πει­ες γιὰ τὴ ζω­ή μας.
Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς συ­νή­θει­ες, τὴν κα­τά­κρι­ση, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Σ᾿ αὐ­τὸ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πευ­θύ­νε­ται μὲ αὐ­στη­ρὸ τό­νο σὲ ὅ­ποι­ον ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τοὺς ἄλ­λους καὶ τοὺς κα­τα­κρί­νει. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την;». Ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σὺ ποὺ κα­τα­κρί­νεις ξέ­νο δοῦ­λο;... ἐ­ρω­τᾶ ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος. Μᾶς δί­νε­ται λοι­πὸν ἡ ἀ­φορ­μὴ νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τρεῖς βα­σι­κοὺς λό­γους, γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους πο­τὲ δὲν πρέ­πει νὰ κα­τα­κρί­νου­με.
1. M­ό­νος Κρι­τὴς ὁ Θε­ὸς
Ὁ πρῶ­τος καὶ κυ­ρι­ό­τε­ρος λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τὸ δι­καί­ω­μα τῆς κρί­σε­ως ἀ­νή­κει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸν Θε­ό. Ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Νο­μο­θέ­της, ἕ­νας εἶ­ναι καὶ ὁ Κρι­τής, ὁ Θε­ός! Ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας «τὴν κρί­σιν πᾶ­σαν δέ­δω­κε τῷ υἱ­ῷ» (Ἰ­ω. ε΄[5] 22), δη­λα­δὴ τὸ ἔρ­γο τοῦ κρι­τοῦ τὸ ἔ­δω­σε στὸν Υἱ­ό του ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Μό­νο ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἔ­χει τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ κρί­νει. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την;». Ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σὺ λοι­πὸν ποὺ προ­τρέ­χεις καὶ ἁρ­πά­ζεις ἐ­ξου­σί­α ποὺ δὲν σοῦ ἀ­νή­κει; Πῶς τολ­μᾶς καὶ κα­τα­κρί­νεις τὸν ἀ­δελ­φό σου; Εἶ­ναι δοῦ­λος του Θε­οῦ, ὄ­χι δι­κός σου, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ μό­νο ὁ Θε­ὸς ἔ­χει δι­καί­ω­μα νὰ τὸν ἐ­λέγ­ξει.
Ἐ­ξάλ­λου μό­νο ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ κρί­νει τέ­λεια καὶ ἀν­τι­κει­με­νι­κά, δι­ό­τι μό­νο Αὐ­τὸς γνω­ρί­ζει ὄ­χι μό­νο τὸ σύ­νο­λο τῶν πρά­ξε­ων καὶ τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν κά­θε ἀν­θρώ­που ἀλ­λὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του, τὰ κί­νη­τρα καὶ τὶς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις του. Ἐ­μεῖς σπεύ­δου­με νὰ ἐκ­φέ­ρου­με κρί­σεις γιὰ τοὺς ἄλ­λους χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζου­με τὶς συν­θῆ­κες κά­τω ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐ­νήρ­γη­σαν καί, τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζου­με ἂν τυ­χὸν με­τα­νό­η­σαν. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὅ­μως τοὺς ἀ­δι­κοῦ­με κα­τά­φω­ρα. Ἂς εἴ­μα­στε λοι­πὸν πο­λὺ ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κοὶ σὲ ὅ­σα ἀ­κοῦ­με καὶ βλέ­που­με κι ἂς ἀ­φή­νου­με τὴν κρί­ση στὸν δί­και­ο καὶ φι­λάν­θρω­πο Κρι­τή.
2. Δι­ώ­χνει τὴν ἀ­γά­πη
Ἕ­νας δεύ­τε­ρος λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὴν κα­τά­κρι­ση εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὸ ὀ­λέ­θριο αὐ­τὸ πά­θος ἐ­ξο­ρί­ζει τὴν ἀ­γά­πη ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας. Ἡ κα­τά­κρι­ση πυ­ρο­δο­τεῖ τὸ μί­σος καὶ τὸν φθό­νο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀ­δελ­φῶν μας καὶ πλήτ­τει καί­ρια τὶς σχέ­σεις μας μα­ζί τους. Ἀ­κό­μα κι αὐ­τὸ ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται «κου­τσομ­πο­λιό», ὅ­σο ἁ­πλὸ κι ἀ­θῶ­ο κι ἂν φαί­νε­ται, μπο­ρεῖ νὰ γί­νει βόμ­βα στὰ θε­μέ­λια μιᾶς φι­λί­ας ἢ συ­νερ­γα­σί­ας ἐ­τῶν. Εἶ­ναι μι­κρὴ ἡ κοι­νω­νί­α μας καὶ τὰ λό­για με­τα­φέ­ρον­ται πο­λὺ εὔ­κο­λα. Ἂν λοι­πὸν σχο­λι­ά­ζου­με τοὺς ἄλ­λους, αὐ­τὸ σύν­το­μα θὰ μα­θευ­τεῖ καὶ τό­τε θὰ κλο­νι­στεῖ ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τους ἀ­πέ­ναν­τί μας. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἂν ἀ­δι­κοῦ­με τοὺς ἄλ­λους μὲ τὴν κρί­ση μας, τό­τε αὐ­τοὶ πλη­γώ­νονται καὶ ἐ­πέρ­χε­ται ρῆγ­μα στὶς σχέ­σεις μας. Δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ κα­τά­κρι­ση ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ φό­νο! Σκο­τώ­νει τὸν συ­νάν­θρω­πο· τὸν ἐ­ξου­θε­νώ­νει. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει ὅ­τι αὐ­τοὶ ποὺ κα­τα­κρί­νουν, ἀ­κό­μη κι ἂν νη­στεύ­ουν, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἔ­χουν κα­ταρ­γή­σει τὴ νη­στεί­α, δι­ό­τι μὲ τὴν κα­τά­κρι­ση τρῶ­νε τὶς σάρ­κες τῶν ἀ­δελ­φῶν τους.
3. Ὑ­πο­γρα­φὴ τῆς κα­τα­δί­κης μας
Ὁ τρί­τος καὶ τε­λευ­ταῖ­ος λό­γος, ποὺ πρέ­πει νὰ μᾶς κά­μει νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ὁ­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τά­κρι­ση, εἶ­ναι τὸ ὅ­τι αὐ­τὴ μᾶς ὁ­δη­γεῖ μὲ μα­θη­μα­τι­κὴ ἀ­κρί­βεια στὴν αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη μας. Ὁ Κύ­ριός μας τὸ εἶ­πε σα­φῶς: «Μὴ κρί­νε­τε, ἵ­να μὴ κρι­θῆ­τε», (Ματθ. ζ'[7] 1). Βέ­βαι­α ὅ­ταν λέ­ει «μὴ κρί­νε­τε», δὲν μᾶς ἀρ­νεῖ­ται τὸ δι­καί­ω­μα νὰ κρί­νου­με καὶ νὰ ἐκ­φέ­ρου­με γνώ­μη, νὰ ἀ­ξι­ο­λο­γοῦ­με πρό­σω­πα καὶ κα­τα­στά­σεις καὶ νὰ ρυθ­μί­ζου­με ἀ­να­λό­γως τὴν πο­ρεί­α μας. Ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα νὰ σκε­πτό­μα­στε καὶ νὰ κρί­νου­με, ὄ­χι ὅ­μως νὰ δι­κά­ζου­με καὶ νὰ κα­τα­δι­κά­ζου­με τοὺς ἄλ­λους, για­τί μὲ τὸ ἴ­διο μέ­τρο ποὺ ἐ­μεῖς κρί­νου­με τοὺς ἄλ­λους, μὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­τρο θὰ κρι­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ (Ματθ. ζ'[7] 2). Ἂν λοι­πὸν τοὺς κα­τα­δι­κά­σου­με, θὰ κα­τα­δι­κα­στοῦ­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι κα­τα­κρί­νον­τας τοὺς ἄλ­λους οὐ­σι­α­στι­κὰ ὑ­πο­γρά­φου­με τὴ δι­κή μας κα­τα­δί­κη!
Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με πό­σο βα­ρὺ ἁ­μάρ­τη­μα εἶ­ναι ἡ κα­τά­κρι­ση, ἡ ὁ­ποί­α σὰν ἐ­πι­δη­μί­α ἐ­ξα­πλώ­νε­ται κυ­ρί­ως με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν. Ὅ­ταν κα­τα­κρί­νου­με, ἁρ­πά­ζου­με θεί­α ἐ­ξου­σί­α, κα­ταρ­γοῦ­με τὴν ἀ­γά­πη καὶ τε­λι­κὰ ὑ­πο­γρά­φου­με τὴν κα­τα­δί­κη μας!
Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α στὴ γνω­στὴ προ­σευ­χὴ «Κύ­ρι­ε καὶ Δέ­σπο­τα τῆς ζω­ῆς μου...», ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ κα­θη­με­ρι­νὰ στὶς Ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ εἰ­δι­κὸ αἴ­τη­μα, γιὰ νὰ μᾶς δώ­σει ὁ Θε­ὸς τὸ χά­ρι­σμα νὰ βλέ­που­με τὰ δι­κά μας ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ νὰ μὴν κα­τα­κρί­νου­με τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Ἂς ἀ­γω­νι­στοῦ­με λοι­πὸν εἰ­δι­κὰ αὐ­τὴν τὴν κα­τα­νυ­κτι­κὴ πε­ρί­ο­δο νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πὸ τὸ κα­τα­στρε­πτι­κὸ πά­θος τῆς κα­τα­κρί­σε­ως. Ἂς εἴ­μα­στε ἐ­πι­ει­κεῖς μὲ τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ γί­νει κι ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­ει­κὴς μα­ζί μας καὶ νὰ βροῦ­με ἔ­λε­ος κον­τά του «ἐν ἡ­μέ­ρᾳ κρί­σε­ως».
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀπὸ παλαιὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα σκυ­θρω­πο, ­φα­ν­ζου­σι γρ τ πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν  κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ων λ­λ τ πα­τρ σου τ ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν.   
                             (Ματθ. στ΄[6] 14 -21)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· «Ὅ­ταν ζη­τᾶ­τε τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν σας, πρέ­πει νὰ συγ­χω­ρεῖ­τε κι ἐ­σεῖς τούς ἄλ­λους. Δι­ό­τι ἐ­ὰν συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού σᾶς ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι, καὶ ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ τὰ δι­κά σας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἁ­μάρ­τη­σαν ἀ­πέ­ναν­τί σας, οὔ­τε ὁ Πα­τέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­σει τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες πρὸς αὐ­τόν. Κι ὅ­ταν νη­στεύ­ε­τε, μὴ γί­νε­στε σκυ­θρω­ποὶ καὶ πε­ρί­λυ­ποι σὰν τοὺς ὑ­πο­κρι­τές. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀλ­λοι­ώ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους καὶ παίρ­νουν τὴν ὄ­ψη καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση ἀν­θρώ­που κα­τα­βε­βλη­μέ­νου ἀ­πὸ τὶς στε­ρή­σεις, γι­ὰ νὰ φα­νοῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι πῆ­ραν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν ἀ­μοι­βή τους ἀ­πό τούς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­σὺ ὅ­μως ὅ­ταν νη­στεύ­εις, ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, ὥ­στε νὰ φαί­νε­σαι χα­ρού­με­νος, καὶ νὰ μὴ φα­νεῖς στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­εις. Ἀλ­λά ἡ νη­στεί­α σου νὰ φα­νεῖ μό­νο στὸν Πα­τέ­ρα σου, πού εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­ό­ρα­τος, ἀλ­λά βρί­σκε­ται πα­ρὼν καὶ στὰ πι­ὸ ἀ­πό­κρυ­φα μέ­ρη. Κι ὁ Πα­τέ­ρας σου πού βλέ­πει στὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀ­πο­δώ­σει τὴν ἀ­μοι­βή σου στὰ φα­νε­ρά. Μὴ μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς πά­νω στὴ γῆ, ὅ­που ὁ σκό­ρος καὶ ἡ φθο­ρὰ τῆς σα­πί­λας ἢ τῆς σκου­ριᾶς ἀ­φα­νί­ζουν τὰ ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να εἴ­δη τοῦ πλού­του κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων καὶ τὰ κλέ­βουν. Μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, ὅ­που οὔ­τε ὁ σκό­ρος οὔ­τε ἡ σα­πί­λα καί ἡ σκου­ριὰ ἀ­φα­νί­ζουν τοὺς ἀ­πο­θη­κευ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς σας κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες δὲν τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας οὔ­τε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διὰ σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸν Θε­ὸ καὶ στὰ οὐ­ρά­νια. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός σας, ἐ­κεῖ θά εἶ­ναι καί ἡ καρ­διά σας.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου