Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΑ
Προσευχὴ εἶναι ἕνας διαλογος δικός σου, μὲ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, μᾶς λέει «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε». Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσεύχεται στὸ Θεὸ νοερὰ - «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ὅπου κι ἂν βρεθεῖ καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὰ σημαντικὰ στὴ ζωὴ (ὑγεία, οἰκογένεια, ἐργασία, καλοὶ φίλοι). «Μὲ τὴ προσευχὴ αὐτὴ στὴν καρδιά σου θὰ βρεῖς ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ γαλήνη σώματος καὶ ψυχῆς». ( Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ)
- Πρὶν κάνουμε ὁ,τιδήποτε, νὰ λέμε: «Χριστέ μου, Παναγία μου, βοήθησέ με!» Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό; (Ἅγιος Παΐσιος) Ἔτσι, μποροῦμε νὰ διαχειριστοῦμε καὶ τὸ ἄγχος ἀπὸ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς.    
- Νὰ πῶς πρέπει νὰ προσεύχεσαι: «Κύριε, βοήθησέ με ὅπως Ἐσὺ ξερεις!» Πρὶν προσευχηθεῖς νὰ ἔχεις δικαιολογήσει ἐκείνους ποὺ σὲ ἔχουν  στενοχωρέσει στὴ ζωή.
- Ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ στὴν προσευχή μας μὲ πολλοὺς τρόπους. Κάποτε ἀπαντᾶ καὶ μὲ γεγονότα, ποὺ τὰ νομίζουμε συμπτώσεις, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι συμπτώσεις, ἀλλὰ ἔργο τῆς θείας Του Προνοίας. (Ἅγιοι Πατέρες)
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι παρακάλεσαν τὸν Χριστό: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ» καὶ ὁ Κύριος τοὺς παρέδωσε τὴν Κυριακὴ προσευχή: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ἀμὴν» (Ματθ. Ϛ΄[6] 9-13)               
Εἶναι ἡ κατ’ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὲ αὐτὴν προσευχήθηκαν καὶ ἁγιάσθηκαν ἡ Παναγία μας, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὅσιοι Πατέρες καὶ οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Προσφωνώντας τὸν Θεό, Πατέρα, ἀναγνωρίζουμε τὴν πατρική Του πρόνοια γιὰ μᾶς. Ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς βρίσκεται ἡ παιδαγωγοῦσα ἀγάπη Του. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ Τὸν δοξάζουμε (ἁγιασθήτω), γιατί αὐτὸ μᾶς ὠφελεῖ. Ὅταν ὀ Θεὸς βασιλεύει στὸν ἄνθρωπο, (ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου) ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει, ἁγιάζεται.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἐγωϊστικό του θέλημα καὶ νὰ υἱοθετήσει τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ (γεννηθήτω τὸ θέλημά σου) γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ διορθώσει ὀ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, καὶ ἡ νέα Εὔα, ἡ Θεοτόκος, μὲ τὴν τέλεια ὑπακοή Τους.
Ζητοῦμε ὄχι μόνο τὸν ὑλικὸ ἄρτο, ἀλλὰ κυρίως τὸν πνευματικὸ Ἄρτο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς προσφέρεται σὲ μᾶς μὲ τὸ λόγο Του καὶ μὲ τὸ Σῶμα καὶ μὲ τὸ Αἷμα Του στὴ Θ. Λειτουργία. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογεῖ (συγχωρεῖ) τὸν συνάνθρωπό του για σφάλματα ἢ παραλείψεις. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε νὰ ζητοῦμε τὴν συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ συγχωροῦμε ὅσους μᾶς ἔφταιξαν. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο οἱ πειρασμοὶ εἶναι δύο εἰδῶν. Οἰ πειρασμοὶ ποὺ φέρουν ἠδονὴ καὶ γεννοῦν τὰ πάθη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ φέρουν ὀδύνη καὶ πρέπει νὰ τοὺς ὑπομένουμε ὡς καθαρτήριο τῆς ψυχῆς. (Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης)  
Διασκευή: Χρ. Ρουσής, πρώην γυμνασιάρχης (2017)


Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος
Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἦταν ἐπικεφαλῆς ἐκστρατείας τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ κατὰ τῶν Περσῶν (626 μ.Χ.), ἡ Κων/πολη πολιορκήθηκε αἰφνιδιαστικὰ ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους. Γνωρίζοντας τὴν ἀπουσία στρατοῦ, οἱ Ἄβαροι ἀπέρριψαν κάθε πρόταση ἐκεχειρίας καὶ στὶς 6 Αὐγούστου κατέλαβαν τὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν. Τὴ νύχτα τῆς 7ης πρὸς 8η Αὐγούστου, ἑτοιμάζονταν για τὴν τελικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ὁ Σέργιος, Πατριάρχης Κων/λεως, γύριζε στὰ τείχη τῆς Πόλης μὲ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας της Βλαχερνιώτισσας καὶ ἐνεθάρρυνε τὸ λαό. Λίγη ὥρα ἀργότερα, μέσα στὴ νύχτα, φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος κατέστρεψε τὸν ἐχθρικὸ στόλο, ἐνῶ μιὰ ἀντεπίθεση τῶν ἀμυνόμενων προξένησε τεράστιες ἀπώλειες στοὺς Ἀβάρους οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀποχωρήσουν ἄπρακτοι. Ὁ λαός, θέλοντας νὰ πανηγυρίσει τὴ σωτηρία του, τὴν ὁποία ἀπέδωσε στὴ συνδρομὴ τῆς Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Τότε, ὄρθιο τὸ πλῆθος ἔψαλε τὸν ἀπὸ τότε λεγόμενο «Ἀκάθιστο Ὕμνο» στὴν Παναγία, ἀποδίδοντας τὰ «νικητήρια» καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος (Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας), ἕνα ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας,  γράφτηκε ἀπὸ τὸν Ρωμανὸ τὸ Μελωδὸ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου. Ψάλλεται τμηματικὰ (ἕξι οἶκοι-μέρη) κάθε Παρασκευὴ στὶς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ἐνῶ τὴν Παρασκευὴ τῆς πέμπτης ἑβδομάδας ψάλλεται ὁλόκληρος ὁ Ὕμνος (καὶ οἱ 24 οἶκοι).
Ὁ πρόλογος (προοίμιο) τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι τὸ γνωστὸ τροπάριο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ... », ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὸ Στρατὴ Μυριβήλη. «Τῇ ὑπερμάχω στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν, εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε, ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον ἵνα κράζω σοί, Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
(Σ᾿ Ἐσένα Θεοτόκε, τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, μ᾿ εὐγνωμοσύνη ἡ Πόλη σου ἀποδίδει τὴ νίκη. Καὶ σοῦ ἀναπέμπει θερμὲς εὐχαριστίες, ἐπειδὴ (μὲ τὴ δική σου ἐπέμβαση) λυτρωθήκαμε ἀπ᾿ τὶς συμφορές. Ἐσὺ ὅμως ποὺ ἡ δύναμή σου εἶναι ἀκατανίκητη, ἐλευθέρωσε κι ἐμένα (τὴν Πόλη σου) ἀπὸ κάθε εἴδους κινδύνους, γιὰ νὰ σοῦ ἀναφωνῶ: Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.)   
Τὸ θέμα τοῦ Ὕμνου εἶναι ἡ ἐξύμνηση τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς Θεοτόκου. Οἱ οἶκοι ποὺ ἔχουν περιττὸ ἀριθμὸ ἀναφέρονται στὴ Θεοτόκο καὶ ἔχουν ἐφύμνιο τὸ «Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» ἐνῶ οἰ οἶκοι μὲ ἄρτιο ἀριθμὸ ἀναφέρονται στὸ Θεὸ καὶ ὡς ἐφύμνιο ἔχουν τὸ «Ἀλληλούια» ποὺ σημαίνει «Αἰνεῖτε τὸν Θεό». 
Οἱ πρῶτοι 12 οἶκοι ἐξιστοροῦν τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου μέχρι τὴν Ὑπαπαντή. Ἀναφέρεται ὀ Εὐαγγελισμὸς (Α, Β, Γ, Δ), ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἐγκύου Παρθένου στὴν Ἐλισάβετ (Ε), οἱ ἀμφιβολίες τοῦ Ἰωσὴφ (Ζ), ἡ προσκύνηση τῶν ποιμένων (Η) καὶ τῶν Μάγων (Θ, Ι, Κ), ἡ Ὑπαπαντὴ (Μ) καὶ ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο (Λ). Οἰ τελευταῖοι 12 οἶκοι (Ν-Ω) εἶναι τὸ θεολογικὸ μέρος. Ὁ μελωδὸς ἀναλύει τὶς θεολογικὲς προεκτάσεις τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Κυρίου καὶ τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν.
Σημ. Οἱ χαιρετισμοὶ διαβάζονται καὶ ὡς προσευχή. (Ὀρθοδοξος υναξαριστὴς) 
Διακευή: Χρυσόστομος Ρουσής, πρώην γυμνασιάρχης.


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017)
(ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί,  Χρι­στὸς πα­ρα­γε­νό­με­νος ἀρ­χι­ε­ρεὺς τν μελ­λόν­των ἀ­γα­θῶν δι τς με­ί­ζο­νος κα τε­λει­ο­τέ­ρας σκη­νῆς, ο χει­ρο­ποι­ή­του, τοῦ­τ' ἔ­στιν ο τα­ύ­της τς κτί­σε­ως, οὐ­δὲ δι' αἵ­μα­τος τρά­γων κα μό­σχων, δι δ το ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος εἰ­σῆλ­θεν ἐ­φά­παξ ες τ Ἅ­για, αἰ­ω­νί­αν λύ­τρω­σιν εὑ­ρά­με­νος. Ε γρ τ αἷ­μα ταύ­ρων κα τρά­γων κα σπο­δὸς δα­μά­λε­ως ῥαν­τί­ζου­σα τος κε­κοι­νω­μέ­νους ἁ­γι­ά­ζει πρς τν τς σαρ­κὸς κα­θα­ρό­τη­τα, πό­σῳ μᾶλ­λον τ αἷ­μα το Χρι­στοῦ, ς δι Πνε­ύ­μα­τος αἰ­ω­νί­ου ἑ­αυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄ­μω­μον τ Θε­ῷ, κα­θα­ρι­εῖ τν συ­νε­ί­δη­σιν ὑ­μῶν ἀ­πὸ νε­κρῶν ἔρ­γων ες τ λα­τρε­ύ­ειν Θε­ῷ ζῶν­τι;
                 (Ἑβρ. θ΄[9] 11 - 14)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς ἦλ­θε ὡς ἀρ­χι­ε­ρεὺς τῶν μελ­λον­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν, τῶν ἀ­γα­θῶν δη­λα­δὴ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Καὶ εἰ­σῆλ­θε στὰ ἐ­που­ρά­νια Ἅ­για τῶν Ἅ­γί­ων μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἀ­νώ­τε­ρη καὶ τε­λει­ό­τε­ρη σκη­νή, πού δὲν κα­τα­σκευ­ά­στη­κε ἀ­πὸ χέ­ρια ἀν­θρώ­πων. Δη­λα­δὴ δὲν εἰ­σῆλ­θε μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­γεια σκη­νή, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ Σκη­νή τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ἀλ­λά δε­δο­μέ­νου ὅ­τι τὸ σῶ­μα του ἦ­ταν ἡ σκη­νή καὶ κα­τοι­κί­α τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη καὶ τε­λει­ό­τε­ρη, εἰ­σῆλ­θε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ σκη­νὴ αὐ­τὴ τοῦ σώ­μα­τός του. Ἀ­κρι­βῶς μά­λι­στα τὸ σῶ­μα του αὐ­τό, ἐ­πει­δή συ­νε­λή­φθη ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, δὲν προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ τὴν κτί­ση αὐ­τή, ἀλ­λά ἀ­πὸ νέ­α πνευ­μα­τι­κὴ κτί­ση. Οὔ­τε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Χρι­στὸς ὡς θυ­σί­α τὸ αἷ­μα τρά­γων καὶ μό­σχων, ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀλ­λά μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα μπῆ­κε μιὰ γιὰ πάν­τα στὰ ἐ­που­ρά­νια Ἅ­για καὶ ἐ­ξα­σφά­λι­σε γιὰ μᾶς ἀ­πο­λύ­τρω­ση ὄ­χι προ­σω­ρι­νὴ ἀλλά αἰ­ώ­νια. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν τὸ αἷ­μα τῶν ταύ­ρων καὶ τῶν τρά­γων καὶ τὸ ράν­τι­σμα μὲ τὸ νε­ρὸ καὶ τὴ στά­χτη τοῦ δα­μα­λιοῦ πού κα­τα­και­γό­ταν στὸ θυ­σι­α­στή­ριο δί­νει στοὺς θρη­σκευ­τι­κὰ μο­λυ­σμέ­νους καὶ ἀ­κά­θαρ­τους ἕ­ναν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ κα­θαρ­μὸ καὶ ἐ­ξα­γνί­ζει τὸ σῶ­μα τους, προ­κει­μέ­νου νὰ μπο­ροῦν νά με­τέ­χουν στὴ λα­τρεί­α, πό­σο μᾶλ­λον τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τό αἰ­ώ­νιο Πνεῦ­μα πού κα­τοι­κοῦ­σε μέ­σα του πρό­σφε­ρε στό Θε­ό ὡς θυ­σί­α τόν ἑ­αυ­τό του ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά κα­θα­ρό καί ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­πό κά­θε ρύ­πο ἁ­μαρ­τί­ας, θά κα­θα­ρί­σει τή συ­νεί­δη­σή σας ἀ­πό τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πού φέρ­νουν στήν ψυ­χή νέ­κρω­ση, καί θά σᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά λα­τρεύ­ε­τε ἀ­ξί­ως τόν ζων­τα­νό Θε­ό;

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ πα­ρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς δώ­δε­κα μα­θη­τάς αὐ­τοῦ καί  ἤρ­ξα­το αὐ­τοῖς λέ­γειν τ μέλ­λον­τα αὐ­τῷ συμ­βα­ί­νεινὍτι ἰ­δοὺ ἀ­να­βα­ί­νο­μεν ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θή­σε­ται τος ἀρ­χι­ε­ρεῦ­σι κα γραμ­μα­τεῦ­σι, κα κα­τα­κρι­νοῦ­σιν αὐ­τὸν θα­νά­τῳ κα πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐ­τὸν τος ἔ­θνε­σι, κα ἐμ­πα­ί­ξου­σιν αὐ­τῷ κα μα­στι­γώ­σου­σιν αὐ­τὸν κα ἐμ­πτύ­σου­σιν αὐ­τῷ κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τὸν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται. Κα προ­σπο­ρεύ­ον­ται αὐ­τῷ Ἰάκωβος κα Ἰ­ω­άν­νης υἱ­οὶ Ζε­βε­δα­ί­ου λέ­γον­τες· Δι­δά­σκα­λε, θέ­λο­μεν ἵ­να ὃ ἐ­ὰν αἰ­τή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡ­μῖν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ θέ­λε­τε ποι­ῆ­σαί με ὑ­μῖν; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δς ἡ­μῖν ἵ­να ες κ δε­ξι­ῶν κα ες ξ εὐ­ω­νύ­μων σου κα­θί­σω­μεν ν τ δό­ξῃ σου. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Οκ οἴ­δα­τε τ αἰ­τεῖ­σθε. δύ­να­σθε πι­εῖν τ πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθῆ­ναι; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δυ­νά­με­θα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ μν πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω πί­ε­σθε, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθή­σε­σθε· τ δ κα­θί­σαι κ δε­ξι­ῶν μου κα ξ εὐ­ω­νύ­μων οκ ἔ­στιν ἐ­μὸν δοῦ­ναι, ἀλ­λ' ος ἡ­το­ί­μα­σται. κα ἀ­κο­ύ­σαν­τες ο δέ­κα ἤρ­ξαν­το ἀ­γα­να­κτεῖν πε­ρὶ Ἰ­α­κώ­βου κα Ἰ­ω­άν­νου. δ Ἰ­η­σοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τοὺς λέ­γει αὐ­τοῖς· Οἴ­δα­τε ὅ­τι ο δο­κοῦν­τες ἄρ­χειν τν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­ε­ύ­ου­σιν αὐ­τῶν κα ο με­γά­λοι αὐ­τῶν κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν. οχ οὕ­τω δ ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν, ἀλ­λ' ὃς ἐ­ὰν θέ­λῃ γε­νέ­σθαι μέ­γας ν ὑ­μῖν, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος, κα ς ἐ­ὰν θέ­λῃ ὑ­μῶν γε­νέ­σθαι πρῶ­τος, ἔ­σται πάν­των δοῦ­λος· κα γρ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που οκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι κα δοῦ­ναι τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τὶ πολ­λῶν.            
                             (Μάρκ. ι΄[10] 32  - 45)

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ
1. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΔΟΞΑ
Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἔχει τὸ πρόσωπό του στραμμένο στὴν ἱερὴ πόλη. Οἱ μαθητὲς ἐκστατικοὶ ἀποροῦν βλέποντας τὸν Κύριο τόσο ἄφοβα νὰ προχωρεῖ σταθερὰ πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πρὸς τὴν πόλη ὅπου πρόκειται νὰ πάθει τόσο πολλά. Τὸν βλέπουν νὰ μὴν ἀποφεύγει τὸ σταυρικὸ θάνατο, ἀλλὰ νὰ σπεύδει πρὸς αὐτὸν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ φοβοῦνται καθὼς Τὸν ἀκοῦν κάποια στιγμὴ νὰ τοὺς λέει ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν στὰ Ἱεροσόλυμα· ὅτι ἐκεῖ θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ θὰ Τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ Τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους κι αὐτοὶ θὰ Τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ Τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ Τὸν φονεύσουν. Ἀλλὰ Αὐτὸς τὴν τρίτη μέρα θὰ ἀναστηθεῖ.
Οἱ μαθητὲς ὅμως φαίνεται πὼς δὲν κατανοοῦν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ ὁ Κύριος τοὺς μιλάει γιὰ πάθος, αὐτοὶ ζοῦν σ᾿ ἄλλο κόσμο, ἐπιζητοῦν τὴ δόξα! Δυὸ μάλιστα ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, πλησιάζουν τὸν Κύριο καὶ Τοῦ ζητοῦν τιμὲς καὶ ἀξιώματα, Τοῦ ζητοῦν νὰ καθίσουν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸ βασιλικὸ θρόνο του!
Μόλις ἀντιλαμβάνονται τὸ αἴτημα τῶν δύο οἱ ἄλλοι δέκα, ἀγανακτοῦν. Γιατί ἄραγε; Αἰσθάνονται μήπως πόσο ὀλέθριο πάθος εἶναι ἡ φιλοδοξία τῶν δύο μαθητῶν; Ὄχι ἀσφαλῶς. Οἱ δέκα ἀγανακτοῦν διότι εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι φιλόδοξοι, θέλουν κι αὐτοὶ τιμὲς καὶ ἀξιώματα καὶ αἰσθάνονται ὅτι παραγκωνίζονται. Βέβαια εἶναι κατανοητὴ αὐτή τους ἡ ἐκτροπή. Διότι δὲν ἔχουν λάβει ἀκόμη τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ διακατέχονται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ μάταιη φιλοδοξία καὶ προσδοκία ὑλικῶν ἀμοιβῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀντιζηλίες καὶ πνεῦμα ἀνταγωνισμοῦ. Πόσο λίγο κατάλαβαν οἱ μαθητὲς τί εἶναι τὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ τοὺς δίδασκε ἐπὶ τρία χρόνια ὁ Κύριος μὲ τὸν λόγο του καὶ μὲ τὴ ζωή του! Δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ σκεφθοῦν ἕνα ταπεινωτικὸ μαρτύριο! Ὁ νοῦς τους πήγαινε στὴ συνέχεια τῶν γεγονότων, στὴ δόξα! Ὁ Κύριος ὅμως μὲ μεγάλη ὑπομονὴ ἀντιμετωπίζει τὴ φιλοδοξία τῶν μαθητῶν καὶ στοργικὰ στιγματίζει τὰ ἐγκόσμια φιλόδοξα ἐλατήριά τους.
Δὲν ἀρνεῖται βέβαια ὁ Κύριος τὴ δόξα, ἀλλὰ δίνει τὴν πραγματική της διάσταση: Ὅσοι θέλουν νὰ δοξασθοῦν, τοὺς λέει, πρέπει πρῶτα νὰ ταπεινωθοῦν, νὰ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ θυσιασθοῦν. Καὶ διδάσκει ἔτσι ὅλους μας ὅτι ὁ δρόμος πρὸς τὴν ἀληθινὴ δόξα ξεκινάει ἀπὸ τὰ ἀνηφορικὰ μονοπάτια τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς θυσίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ δόξα, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, δόξα αἰώνια καὶ ἀληθινή. Διότι δὲν εἶναι μία ἀνθρώπινη ἐπιβράβευση, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχει αἰώνια ἀξία.
Ὅλοι λοιπὸν οἱ πιστοὶ ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων μας, πρέπει νὰ πορευόμαστε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας σταθερὰ προσηλωμένοι στὴν ἀληθινὴ δόξα. Νὰ μὴν κολλάει ἡ ψυχή μας στὰ μάταια καὶ τὰ φθηνά, νὰ μὴν ἐπιζητοῦμε ἐπίγειες τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ νὰ προσβλέπουμε στὴν πραγματικὴ δόξα, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια δόξα, τὴν ὁποία θὰ ἀπολαύσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρέους, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς θυσίας.
2. ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
Ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ ἐπιδίωξη τῆς ἐγκόσμιας δόξας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ στὸν Κύριο νὰ τοὺς ἐξηγήσει ὅτι στὴ δική του βασιλεία, ποὺ εἶναι βασιλεία πνευματική, δὲν ἔχουν θέση νοοτροπίες ἐξουσίας καὶ κυριαρχίας. Μεταξύ σας, εἶπε, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συμπεριφέρεσθε ὅπως κάνουν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, νὰ εἶναι ὑπηρέτης σας. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνει πρῶτος, νὰ γίνει δοῦλος ὅλων ταπεινός.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἄλλωστε ἔκανε καὶ ὁ Ἴδιος. Ἔγινε ἄνθρωπος ὄχι γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ὑπηρετήσει. Ἔλαβε μορφὴ δούλου γιὰ νὰ μᾶς διακονήσει. Ἔγινε δοῦλος τῶν δούλων του. Ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὴν ὕψιστη διακονία, νὰ δώσει τὴ ζωή του γιὰ νὰ σωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ σκλάβοι τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ λοιπὸν εἶναι βασιλεία διακονίας, καὶ ὄχι ἐξουσίας καὶ κυριαρχίας. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε ὅλοι μας, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα λόγῳ τῆς θέσεώς μας νὰ ἐπιζητοῦμε προβολὴ καὶ κυριαρχία πάνω σὲ ἂλλους πιστούς. Ἀλλὰ ἔχουμε καθῆκον νὰ ὑπηρετοῦμε τοὺς ἄλλους. Νὰ γινόμαστε δοῦλοι τῶν δούλων. Νὰ εἴμαστε πρόθυμοι καὶ γιὰ τὶς πιο ταπεινὲς διακονίες ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ἔτσι θὰ οἰκοδομοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Μεγάλοι στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὅσοι ἔχουν κάποια περίοπτη θέση, ἀλλὰ οἱ ταπεινοί, αὐτοὶ ποὺ δέχονται μὲ χαρὰ νὰ ἐπιτελοῦν ταπεινὲς διακονίες, καὶ νὰ εἶναι παραγκωνισμένοι γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἄλλων. Αὐτοὺς τιμᾶ ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὺς θὰ δοξάσει. Κάποτε καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, πάντοτε ὅμως στὴν ἔνδοξη αἰωνιότητα.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)  


Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(26 ΜΑΡΤΙΟΥ 2017)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.
                                                (Ἑβρ. στ΄[6] 13 – 20 )
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἐ­παγ­γε­λί­ες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι θὰ τὶς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἀ­νώ­τε­ρό του ὁ Θε­ὸς νὰ ὁρ­κι­στεῖ σ' αὐ­τόν, ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ εἶ­πε: Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἀ­λη­θι­νὰ ὅ­τι θὰ σὲ εὐ­λο­γή­σω πο­λὺ πλού­σια καὶ θὰ πλη­θύ­νω πά­ρα πο­λύ τούς ἀ­πο­γό­νους σου. Ἔ­τσι πῆ­ρε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τὴν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ πολ­λὰ χρό­νια, πέ­τυ­χε τήν ἐκπλή­ρω­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας πού τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στὴν ἐ­πί­γεια ζωή του. Ἀπέκτησε δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴ Σάρ­ρα παι­δί, ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο πλη­θύν­θη­καν οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­τριά­ρχη κι ἔγιναν ἕνα με­γά­λο ἔ­θνος. Ὁ Θε­ὸς ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του. Οἱ ἄνθρωποι βέ­βαι­α ὁρ­κί­ζον­ται στὸ Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀ­π' ὅ­λους. Καὶ δί­νουν ὅρ­κο οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καὶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τὴν ἀ­λή­θεια τῶν λόγων τους. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν μὲ τὸν ὅρ­κο ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε ἀμφιβολία καὶ ἐ­πει­δή ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαι­ό­τη­τα σ' ἐ­κεί­νους πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη καί ἀ­με­τά­θε­τη ἡ ἀ­πό­φα­σή του νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τὰ ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε, γι' αὐ­τὸ δέ­χθη­κε ἀ­πὸ ἄ­κρα συγ­κα­τά­βα­ση καὶ ἀ­γα­θό­τη­τα νὰ με­σο­λα­βή­σει ὅρ­κος στὰ λόγια του. Καὶ δέ­χθη­κε τὴ με­σο­λά­βη­ση τοῦ ὅρ­κου, ὥ­στε μὲ δύ­ο πράγ­μα­τα στε­ρε­ὰ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τα, δη­λα­δὴ μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­σή του καὶ μὲ τὸν ὅρ­κο του, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­δύ­να­το νὰ πεῖ ψέ­μα­τα ὁ Θε­ός, νὰ ἔ­χου­με ἐμεῖς πού κα­τα­φύ­γα­με σ' αὐ­τὸν με­γά­λη ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ προ­τρο­πὴ καὶ στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου vά κρα­τή­σου­με τὴν ἐλ­πί­δα πού βρί­σκε­ται μπροστά μας. Αὐ­τὴ τὴν ἐλ­πί­δα τὴν ἔ­χου­με σὰν ἄγ­κυ­ρα τῆς ψυ­χῆς. Αὐτή μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κοὺς κιν­δύ­νους καὶ εἶ­ναι στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη καὶ εἰ­σέρ­χε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, τὸν ὁποῖο εἰ­κο­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς τό­πος τῆς σκη­νῆς καὶ τοῦ να­οῦ πού ἐ­κτει­νό­ταν πιὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κα­τα­πέ­τασμα καί λεγόταν Ἅ­για Ἁ­γί­ων. Ἐκεῖ, στὸν οὐ­ρα­νό, ὡς πρό­δρο­μος μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς πρὶν ἀ­πό μᾶς καὶ γιὰ χά­ρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νοί­ξει τὸ δρό­μο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­σει τό­πο. Καὶ ἔ­τσι ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ὄ­χι προ­σω­ρι­νὸς ἀλλά αἰ­ώ­νιος, «κα­τὰ τὴν τά­ξη Μελ­χι­σε­δέκ».
ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόν­τας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι Ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.                
                           (Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ
ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΜΕ
Μόλις ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβώρ, ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως κάτω στὸν κόσμο, ἕνας πατέρας ἔτρεξε κοντά του νά Τοῦ πεῖ τὸν μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν γιό μου, ποὺ τὸν κυρίευσε δαιμονικὸ πνεῦμα καὶ τοῦ πῆρε τὴ φωνή. Ὑποφέρει πολύ! Ὅταν τὸν πιάσει, τὸν ρίχνει στὴ γῆ, τὸν κάνει ν’ ἀφρίζει, νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ τὸν ἀφήνει ξερὸ καὶ ἀναίσθητο. Πολλὲς φορὲς τὸν ἔριξε στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ γιά νὰ τὸν ἐξοντώσει. Παρακάλεσα τοὺς μαθητές σου νά τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν.
Τότε ὁ Κύριος γεμάτος παράπονο ἀναφώνησε:
— Ὦ γενεὰ ποὺ παραμένεις ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἐνῶ εἶδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ.
Μόλις ὅμως ἔφεραν τὸν νέο μπροστὰ στὸν Κύριο, τὸ θέαμα ἦταν φοβερό. Τὸ πονηρὸ πνεύμα ἄρχισε νὰ συνταράζει μὲ σπασμοὺς τὸν νέο, ὁ ὁποῖος, ἀφοὺ ἔπεσε στὴ γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του.
Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ πεῖ οὔτε λέξη. Μόνο κραυγὲς μποροῦσε νὰ βγάζει πολλές, ποὺ συγκλόνιζαν τὶς καρδιὲς ὅσων τὸν ἔβλεπαν. Ὁ νέος αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει, νὰ ἐκφράσει τὴν ἱκεσία του στὸν Κύριο, νὰ ζητήσει τὴ σωτηρία του. Κι ἀντὶ γι’ αὐτὸν παρακαλεῖ ὁ πατέρας.
Ἐδῶ ἔχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Ὅμως ὁ διάβολος καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους τρόπους ἐξουσιάζει τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως στὴ δαιμονοκρατούμενη ἐποχή μας. Πόσοι νέοι ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὑποφέρουν κυριευμένοι ἀπὸ τὰ δαιμονικὰ τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται καὶ οἱ συγγενεῖς τους. Κι ὅταν αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὑποφέρουν ἀκόμη περισσότερο κατανοώντας τὴν κατάσταση τῶν ἀγαπημένων τους.
Ὁ πατέρας ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου δίνει σ’ ὅλους αὐτοὺς καὶ σ’ ὅλους τοὺς πιστοὺς ἕνα μεγάλο δίδαγμα.Ὅταν αὐτοὶ δὲν μποροῦν ἢ δὲν θέλουν νὰ προσευχηθοῦν γιά τὸν ἑαυτό τους, νὰ προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Κάθε φορὰ ποὺ βλέπουμε στοὺς ἱεροὺς ναούς μας ὅτι ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴ θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι ποὺ ξενύχτησαν στὰ σκοτεινὰ κέντρα τοῦ κόσμου καὶ πολλοὶ ἔχασαν τὴ νεανικὴ τοὺς δροσιὰ καὶ καθαρότητα, ἂς προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτούς. Ἂς πονέσουμε ἐμεῖς για τὸ δικό τους μαρτύριο. Ἂς κλάψουμε ἐμεῖς γιά τὸ δικό τους δράμα. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ δικά μας δάκρυα, οἱ δικές μας ἱκεσίες, θὰ μαλακώσουν κάποτε τὶς ψυχὲς πολλῶν νέων, θὰ φέρουν τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή τους.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ


Ὁ πατέρας συνεχίζει τὴν ἱκεσία του. Κύριε, ἐάν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίνεται: Ἐσὺ ἐάν μπορεῖς νὰ πιστεύσεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως ὁ πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε μὲ στὴν ὀλιγοπιστία μου.
Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ θεϊκὴ ἐξουσία λέει: Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω, βγὲς ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ μέσα του. Καὶ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ ἔκραξε καὶ συντάραξε τὸν νέο, ἔφυγε ἀφήνοντάς τον κάτω στὴ γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε. Οἱ μαθητὲς ἔκπληκτοι Τὸν ρωτοῦν κατόπιν ἰδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ πονηρὸ πνεῦμα; Κι Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν φεύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Γιατί ὅμως τὸ σκληρὸ αὐτὸ εἶδος διαμονίου δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία; Ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιατί ἡ προσευχὴ μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἔχουν τόσο μεγάλη δύναμη;
Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἔπειτα ἀπὸ νηστεία τροφῶν καὶ παθῶν, ἡ προσευχὴ του ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀσκήσεως, τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν δυσκολεύεται νὰ προσευχηθεῖ, δὲν κουράζεται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν φαγητῶν ἢ ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τύψεων, ἀλλὰ εἶναι ἀνάλαφρος. Ἡ νηστεία ποὺ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας δίνει φτερὰ στὴν προσευχή, διότι ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν γυμνάζει σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἀπονεκρώνει τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονὲς καὶ προετοιμάζει τὸ σῶμα κατάλληλα γιά νὰ μὴν καταστεῖ ἐμπόδιο, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μια τέτοια προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ νηστεία τροφῶν καὶ παθῶν, ἐπειδὴ ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς ταπεινώσεως, αὐξάνει καὶ τὴν πίστη. Καὶ γίνεται ἔτσι μια ζωντανὴ ἐμπειρία, αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς κάνει νᾶ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μπροστά μας. Καὶ φέρνει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θαῦμα.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ δύο πνευματικὰ ὅπλα, τὴν προσευχὴ συνδυασμένη μὲ τὴ νηστεία, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ αὐστηρότερη νηστεία, ἐντατικότερη ἄσκηση. Ἂς  συνεχίσουμε λοιπὸν τὸν ἀγώνα μας στὸν πνευματικὸ στίβο μὲ τὰ ὅπλα αὐτὰ καὶ θὰ ἔχουμε μαζί μας τὴν ἀκατανίκητη δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)