Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕ­ΛΏ­ΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑ­ΡΙ­ΣΑΊ­ΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
(Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου)
(28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΓ΄ Ε­πι­στο­λών)
  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος δι­ωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.
                                   (Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

ΔΥΟ ΟΔΗΓΟΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
1. ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου και Φαρισαίου ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ ἱεροῦ Τριωδίου, μιᾶς περιόδου μετανοί­ας. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς προέρχεται ἀπό τήν τελευταία ἐ­πιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπου ὁ θεῖος Ἀπόστολος δίνει τίς τελευταῖες του ὑποθῆκες στόν μαθητή του Τιμόθεο καί προτείνει σέ ὅλους μας δύο ὁδηγούς στό δρόμο μας πρός τόν οὐρανό. Ὁ πρῶτος μας ὁδηγός εἶναι τό παράδειγμα τῶν πνευματικῶν μας πατέρων. Λέει λοιπόν ὁ Ἀπόστολος στόν μαθητή του: Ἐσύ, Τιμόθεε, ἔχεις παρακολουθήσει τή διδασκαλία μου, τή συμπεριφορά μου, τίς προθέσεις μου καί τά ἐλατήριά μου, τήν πίστη, τήν ἀγάπη μου, τήν ὑπομονή μου, τούς φοβερούς διωγμούς μου, τά παθήματά μου.
Ἀλλά κι ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζοῦν συν­ειδητά τήν ἐν Χριστῷ ζωή, θά διωχθοῦν. Ἄνθρωποι πού εἶναι πονηροί κι ἀπατεῶ­νες θά προχωροῦν ἀπό τό κακό στό χειρότερο· θά πλανοῦν τούς ἄλλους καί θά πλανῶνται οἱ ἴδιοι. Ἐσύ ὅμως, Τιμόθεε, «μένε ἐν οἷς ἔμαθες και ἐπιστώθης, εἰδώς παρά τίνος ἔμαθες»· νά μένεις ἀκλόνητος σ᾿ ἐκεῖνα πού ἔμαθες καί βεβαιώθηκες ἀπό τήν πείρα σου. Μήν ξεχνᾶς ποτέ ἀπό ποιό διδάσκαλο τά ἔμαθες.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν ὑπογραμ­μίζει τή σημασία τοῦ δικοῦ του παραδεί­γματος στήν πνευματική πορεία καί τε­λείωση τοῦ μαθητῆ του Τιμοθέου. Διότι ὁ Τιμόθεος δέν ἄκουσε μόνο τις ὑπέροχες διδασκαλίες του, ἀλλά εἶδε καί τό ἅγιο πα­ράδειγμα του. Ἔζησε τόσα χρόνια κοντά του. Εἶδε τήν πίστη του καί τή ζωή του. Εἶδε ὅτι ὁ Παῦλος ζοῦσε καί ἐφάρμοζε τά ὅσα δίδασκε. Κι ἐπισφράγιζε μέ τό πα­ράδειγμα του ὅ,τι ἔχτιζε μέ τή διδασκαλία του. Γι᾿ αὐτό καί ὁ λόγος του και ἡ ζωή του εἶχαν πολύ μεγάλη δύναμη. Ὁ Τιμό­θεος λοιπόν εἶδε, ἔμαθε, ἔζησε, κατάλα­βε. Εἶδε βέβαια καί ἀντίθετα παραδείγμα­τα καί μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν. Εἶδε ψευδοδιδασκάλους, εἶδε ἀ­ποστάτες, εἶδε ἀνθρώπους δίψυχους καί ἀσταθεῖς, ἀλλά καί μέσα στόν κόσμο εἶδε ἀνθρώπους πονηρούς και γόητες καί α­πατεῶνες. Τί κυριάρχησε τελικά μέσα του; Τό καλό καί ἅγιο παράδειγμα τοῦ διδασκάλου του. Κι ἔμεινε σταθερός στά ὅσα ἔμαθε μέ προσωπική ἀντίληψη.
Πόση δύναμη λοιπόν ἔχει τό καλό πα­ράδειγμα! Σέ μιά ἐποχή πού σπανίζουν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ ἄνθρωποι πονηροί καί γόητες κυριαρχοῦν, ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νά μαθητεύουμε στό κα­λό παράδειγμα τῶν πνευματικῶν μας πατέρων καί ἀδελφῶν καί νά μήν παρα­συρόμαστε ἀπό τήν κακή διαγωγή τῶν πολλῶν. Σέ μιά ἐποχή πού ὁ κόσμος κατρακυλᾶ ἀπό τό κακό στό χειρότερο, νά μή βλέπουμε τί κάνουν οἱ τελευταῖοι ἀλλά οἱ πρῶτοι στόν ἀγώνα τῆς πίστε­ως καί τῆς ζωῆς. Νά βλέπουμε καί νά μι­μούμαστε τό παράδειγμα τῶν ἁγίων, τῶν πνευματικῶν μας πατέρων καί διδασκά­λων. Καί νά μένουμε ἀκλόνητοι στό δρό­μο τους, στό δρόμο τῆς πίστεως. Καί μέ τή σειρά μας νά δίνουμε κι ἐμεῖς τό καλό παράδειγμα στήν οἰκογένειά μας, στούς συνεργάτες μας, παντοῦ. Αὐτό ἔχει δύναμη ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τά πολλά λόγια μας. Αὐτό θά βοηθήσει ὅλους μας.
2. ΤΑ ΙΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στή συνέχεια προτείνει ἕνα δεύτερο πνευματικό ἐφόδιο στόν μαθητή του: τήν Ἁγία Γραφή. Μήν ξε­χνᾶς, Τιμόθεε, τοῦ λέει, ὅτι ἀπό μικρό παι­δί γνωρίζεις τά ἱερά γράμματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά σοῦ μεταδώσουν τήν ἀληθινή σοφία, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία δια­μέσου τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ Τιμόθεος πράγματι ἦταν εὐνοημέ­νος. Ἀπό τήν εὐσεβή του μητέρα καί τήν εὐλαβική γιαγιά του ἔμαθε τά πρῶτα ἱερά γράμματα. Τά διδάχθηκε ἀπό τή βρεφική του ἡλικία. Διότι τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ ραββίνοι δίδασκαν ὅτι κάθε παιδί ἔπρεπε νά ἀρχίζει νά ἀπομνημο­νεύει χωρία τῶν Γραφῶν ἀπό τήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν. Καί ὁ Τιμόθεος αὐτό ἔ­κανε, ἄκουγε, μάθαινε, ἀπομνημόνευε, καλλιεργοῦνταν. Κι ἔτσι μέ πυξίδα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀνδρώθηκε πνευματικά, ἔμαθε τί νά πιστεύει, πῶς νά ζεῖ. Καί κα­τόπιν μέσα στή χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρί­ων ἔγινε μαθητής, ἀπόστολος, Ἅγιος.
Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση λοιπόν νά γνω­ρίζει κανείς τά ἱερά γράμματα ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Ἡ παιδική ἡλικία εἶναι ἡλικία μαθήσεως· καί ὅ,τι μαθαίνει καν­είς σ᾿ αὐτήν ἐντυπώνεται βαθύτατα στή μνήμη του καί γίνεται ἐφόδιο ζωῆς. Στίς μέρες μας βέβαια τά μικρά παιδιά μαθαί­νουν χίλια δυό ἄλλα πράγματα, συνή­θως ἄχρηστα καί κάποτε βλαβερά, καί ἁμαυρώνουν τίς ἁγνές ψυχές τους. Πό­σο ὡραῖο θά ἦταν οἱ γονεῖς, ἀλλά κι ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά, νά μαθαίνουν στά μικρά παιδιά τήν Ἁγία Γραφή. Νά τούς διδάσκουν τοῦ Θεοῦ τά ἱερά λόγια. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα δῶρα πού μπορούν νά τούς κάνουν. Ἀλλά καί ὅλοι μας θά πρέπει καθημερινά μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς μας νά μαθητεύουμε στά ἱερά γράμματα. Νά παίρνουμε δύναμη και ζωή, φῶς κι ἐλπίδα. Καί ἰδιαιτέρως τώρα πού εἰσήλθαμε στό ἱερό Τριώδιο, νά τό βάλουμε καθημερινό πρόγραμμά μας. Κάθε μέρα ἔστω καί λίγους στίχους ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Κάθε ἡμέρα. Ὥστε νά κυ­κλοφοροῦν μέσα μας τά θεῖα νοήματα, νά καθαρίζουν τήν ψυχή μας καί νά τήν με­ταμορφώνουν. Νά μᾶς μεταγγίζουν θεία σοφία καί δύναμη. Νά μᾶς ἁγιάζουν.   
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν Κύριος τήν παραβολήν ταύτην·  ν­θρω­ποι δ­ο ­ν­βη­σαν ες τ ­ε­ρν προ­σε­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σα­ος κα ­τε­ρος τε­λ­νης. Φα­ρι­σα­ος στα­θες πρς ­αυ­τν τα­τα προ­ση­­χε­το· Θε­ς, εὐχα­ρι­στ σοι ­τι οκ ε­μ ­σπερ ο λοι­πο τν ν­θρ­πων, ρ­πα­γες, ­δι­κοι, μοι­χο, κα ς ο­τος τε­λ­νης· νη­στε­­ω δς το σαβ­β­του, ­πο­δε­κα­τ πν­τα ­σα κτ­μαι. κα τε­λ­νης μα­κρ­θεν­στς οκ ­θε­λεν ο­δ τος ­φθαλ­μος ες τν ο­ρα­νν ­π­ραι, λ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στ­θος α­το λ­γων· Θε­ς, ­λ­σθη­τ μοι τ ­μαρ­τω­λ.  λ­γω ­μν, κα­τ­βη ο­τος δε­δι­και­ω­μ­νος ες τν ο­κον α­το γρ ­κε­νος· ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.                                                                   
(Λου­κᾶ ι­η΄[18] 10 – 14)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶ­πε ὁ Κύ­ρι­ος τὴν πιό κάτω πα­ρα­βο­λὴ·  Δύ­ο ἄν­θρω­ποι ἀ­νέ­βη­καν στὸ ἱ­ε­ρὸ γι­ὰ νὰ προ­σευχη­θοῦν ὁ ἕ­νας ἦ­ταν Φα­ρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἄλ­λος τε­λώ­νης. Ὁ Φα­ρι­σα­ῖ­ος στά­θη­κε ὄρ­θι­ος, γι­ὰ νὰ φαί­νε­ται κα­λά, καὶ προ­σευ­χό­ταν πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τό του μὲ τὰ ἑξῆς λό­γι­α: Σ' εὐ­χα­ρι­στῶ, Θε­έ μου, δι­ό­τι δὲν εἶ­μαι σὰν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, πού εἶ­ναι ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ σὰν αὐ­τὸν ἐκεῖ τὸν τε­λώ­νη. Ἐ­νῶ δη­λα­δὴ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι εἶ­ναι ἔ­νο­χοι καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τοι, ἐγώ εἶ­μαι ὁ μό­νος ἀ­νέ­νο­χος. Σ' εὐ­χα­ρι­στῶ λοι­πόν, δι­ό­τι δὲν βλέ­πω στὸν ἑ­αυ­τό μου τὶς τό­σες κα­κί­ες πού ἔ­χουν οἱ ἄλ­λοι. Ἔ­χω ὅ­μως καὶ ἀ­ρε­τές: Νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα, κά­θε Δευ­τέ­ρα καὶ Πέμ­πτη. Δί­νω τὸ ἕ­να δέ­κα­το ἀ­π' ὅ­λα ἐκεῖνα πού ἀ­πο­κτῶ, ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ τὰ πι­ὸ μι­κρὰ καὶ τι­πο­τέ­νι­α, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐ­πι­βάλ­λει ὁ νό­μος τὴ «δε­κά­τη». Ὁ τε­λώ­νης, ἀν­τί­θε­τα, στε­κό­ταν μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ τὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο ὅ­που καί­γον­ταν οἱ θυ­σί­ες, καὶ δὲν εἶ­χε τὴν τόλ­μη ὄ­χι μό­νο τὰ χέ­ρι­α του ἀλλά οὔτε τὰ μά­τι­α του νὰ ση­κώ­σει ἐ­πά­νω πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό. Ἀλ­λά χτυ­ποῦ­σε συ­νε­χῶς τὸ στῆ­θος του, πού πε­ρι­έ­κλει­ε τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ καὶ ἀ­κά­θαρ­τη καρ­δι­ά του, καὶ ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε καὶ Θε­έ, σπλα­χνί­σου με καὶ συγ­χώ­ρη­σέ με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος τε­λώ­νης κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καὶ πῆ­γε στὸ σπί­τι του ἀ­θω­ω­μέ­νος καὶ δι­και­ω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ὄ­χι ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἐ­κεῖ­νος. Δι­και­ώ­θη­κε λοι­πὸν ὁ τε­λώ­νης καὶ κα­τα­κρί­θη­κε ὁ Φαρισαῖος, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος ὑ­ψώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του θὰ τα­πει­νω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ θὰ κα­τα­κρι­θεῖ. Ἀν­τί­θε­τα ὅ­ποι­ος τα­πει­νώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του θὰ ὑψωθεῖ καὶ θὰ τι­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.


Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ)
(21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξι­ος, εἰς τοῦ­το γὰρ καὶ κο­πι­ῶ­μεν καὶ ὀ­νει­δι­ζό­με­θα, ὅ­τι ἠλ­πί­κα­μεν ἐ­πὶ Θε­ῷ ζῶν­τι, ὅς ἐ­στι σω­τὴρ πάν­των ἀν­θρώ­πων, μά­λι­στα πι­στῶν. Πα­ράγ­γελ­λε ταῦ­τα καὶ δί­δα­σκε. Μη­δε­ίς σου τῆς νε­ό­τη­τος κα­τα­φρο­νε­ί­τω, ἀλ­λὰ τύ­πος γί­νου τῶν πι­στῶν ἐν λό­γῳ, ἐν ἀ­να­στρο­φῇ, ἐν ἀ­γά­πῃ, ἐν πνε­ύ­μα­τι, ἐν πί­στει, ἐν ἁ­γνε­ί­ᾳ. Ἕ­ως ἔρ­χο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀ­να­γνώ­σει, τῇ πα­ρα­κλή­σει, τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Μὴ ἀ­μέ­λει τοῦ ἐν σοὶ χα­ρί­σμα­τος, ὃ ἐ­δό­θη σοι δι­ὰ προ­φη­τε­ί­ας με­τὰ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ πρε­σβυ­τε­ρί­ου. Ταῦ­τα με­λέ­τα, ἐν το­ύ­τοις ἴ­σθι, ἵ­να σου ἡ προ­κο­πὴ φα­νε­ρὰ ᾖ ἐν πᾶ­σιν.
                                            (Α΄ Τιμ. δ΄[4] 9 -15)

ΜΕΛΕΤΗ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι»
Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνάμεσα σὲ ἄλλες σπουδαῖες συμβουλὲς λέγει στὸν μαθητὴ του Τιμόθεο: Πρόσεχε ἰδιαίτερα τὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. Ἀλλὰ καὶ νὰ μελετᾶς προσεκτικὰ ὅσα σοῦ γράφω στὴν ἐπιστολή μου αὐτή. Νὰ τὰ μελετᾶς καὶ μέσα σ' αὐτὰ τὰ νοήματα νὰ βρίσκεται ἡ σκέψη σου καί ἡ ζωή σου. Διότι ἔτσι ἡ προκοπή σου θὰ γίνει φανερὴ σὲ ὅλα τὰ θέματα. Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα γιατί ὁ θεῖος Παῦλος συνιστᾶ νὰ δείχνουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό.
1.   Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στὸν μαθητή του Τιμόθεο νὰ δείχνει ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν ἀνάγνωση τοῦ θείου λόγου, διότι ὅπως λέγει καὶ πάλι στὸν Τιμόθεο στὴν Β' πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴ του, ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν περιέχει ἀνθρώπινες σκέψεις ἀλλὰ εἶναι θεόπνευστη. «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος», τοῦ λέγει (γ΄[3] 16). Δὲν περιέχει τὰ λόγια κάποιων ἀνθρώπων, ἔστω σοφῶν, ἀλλά τὸν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἔγραψαν δικές τους σκέψεις, ἀλλὰ ἔγραψαν μὲ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ λοιπὸν λέγει στὸν Τιμόθεο: Πρόσεχε! Διότι στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή σου. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅταν ἑξαγγέλλουν τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, λέγουν σαφῶς: «Τάδε λέγει Κύριος». Γιὰ νὰ καταλαβαίνουν οἱ ἀκροαταί τους ὅτι δὲν μιλοῦν οἱ προφῆται τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁμιλεῖ δι’ αὐτῶν ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Πρόσεχε λοιπόν, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος στὸν Τιμόθεο ἀλλά καὶ σ' ὅλους ἐμᾶς. Δὲν μελετᾶς ἕνα ὁποιοδήποτε βιβλίο ἀλλὰ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἄνοιξε καλὰ τὰ αὐτιά σου νὰ ἀκούσεις τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπό σένα. Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου διάπλατα νά δεχθεῖ τὸν θησαυρὸ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Ἄκουε μὲ προσοχὴ μιὰ φωνὴ γλυκειά καὶ παρηγορητική, ἀληθινὴ καὶ κρυστάλλινη, τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὲ καθοδηγεῖ καθημερινὰ στὴ ζωή σου.
Πρόσεχε λοιπόν. Διότι μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ ἀναγεννήσει, θὰ σὲ καλλιεργήσει πνευματικῶς, θὰ σοῦ δώσει παρηγοριὰ στὴ ζωή σου, θὰ σὲ βοηθήσει νὰ ἐπανορθώσεις τὰ λάθη σου, θὰ σὲ κάνει ἄνθρωπο ἄρτιο, ὡλοκληρωμένο, καταρτησμένο, τέλειο. Θὰ κάνει τὴν ψυχή σου δυνατὴ, ἄτρωτη στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.
Πρόσεχε πολὺ περισσότερο, διότι χωρὶς τὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις πνευματικὴ ζωή. Μᾶς τὸ λέγει αὐτὸ σαφῶς ὁ Κύριός μας: «Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ'[4] 4). Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ στὴν ζωὴ μόνο μὲ τὸν φυσικὸ ἄρτο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πνευματικὴ τροφή, ποὺ εἶναι οἱ προσταγὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐφόσον λοιπὸν ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὴ ζωή μας, πῶς ἐμεῖς νὰ μὴ δείξουμε ἀνάλογη προσοχὴ στὴν φωνὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ;
2.   ΝΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
Μᾶς ἀπαντᾶ καὶ πάλι στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι», μᾶς λέγει. Δὲν λέγει μόνον «πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει», ἢ ἔστω «ταῦτα ἀναγίνωσκε», ἀλλὰ λέγει «ταῦτα μελέτα». Δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς νὰ διαβάζεις τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ νὰ τὴν μελετᾶς μὲ προσοχή, ἐμβαθύνοντας σ' αὐτὴ μὲ ἱερὸ ἐνδιαφέρον. Μία πρόχειρη μελέτη ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ξεχάσεις γρήγορα ὅ,τι διάβασες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ ἀσέβεια καὶ περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε λοιπόν. Νὰ τὴν μελετᾶς καθημερινὰ ὄχι μὲ ἐπιπολαιότητα, βιασύνη, ραθυμία ἢ ἀδιαφορία  ἀλλὰ μὲ προσοχὴ καὶ προσήλωση, μὲ ἐπιμονή, ἐμβαθύνοντας σ' αὐτὴ μὲ πίστη καὶ φόβο Θεοῦ, μὲ δίψα πνευματική. Μὲ συναίσθηση ὅτι σοῦ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Καὶ νὰ καταγράφεις ἄσβεστα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ἐν τούτοις ἴσθι». Μέσα στὰ ἱερὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς νὰ περιδιαβαίνει διαρκῶς ἡ σκέψη σου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά «ἐνοικῇ πλουσίως» μέσα σου (Κολασ. γ' [3] 16). Ὅλη ἡ διάνοιά σου καὶ ἡ σκέψη σου καὶ ἡ ὕπαρξή σου νὰ βρίσκεται βυθισμένη στὰ θεῖα νοήματα.
Καὶ τέλος νὰ προσεύχεσαι στὸν ἅγιο Θεὸ νὰ σοῦ χαρίζει τὸν φωτισμό του. Νὰ τὸν παρακαλεῖς, ὅπως ὁ Δαβίδ, νὰ ἀποκαλύπτει τοὺς ὀφθαλμούς σου, νὰ ἀπομακρύνει δηλαδὴ κάθε κάλυμμα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, νὰ σοῦ δίνει τὸν φωτισμό του, γιὰ νὰ κατανοεῖς τὸ θαυμαστὸ βάθος τῆς θείας σοφίας καὶ νὰ μεταμορφώνεσαι καθημερινά.
Ἀδελφοί, μὲ πόση προσοχὴ διαβάζουν πολλοὶ ἄνθρωποι ἄλλα ἀναγνώσματα βλαβερὰ καὶ καταστρέφουν τὴν ψυχή τους! Γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς μας, δὲν πρέπει νὰ δείξουμε τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ προσοχὴ καὶ δίψα; Ἂς κοπιάσουμε λοιπόν. Ἂς δείξουμε ζῆλο καὶ διάθεση γιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν. Ἔτσι θὰ καλλιεργηθοῦμε πνευματικά, ἔτσι θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, ἔτσι θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Ἰ­δοὺ, τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.
                                       (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
κενο τόν καιρό μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν εριχώ, καί περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνομαζόταν Ζακχαῖος. Αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ δεῖ τόν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλά δὲν μποροῦσε. Διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροὴ λαοῦ, καὶ αὐτὸς ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ σκεπαζόταν ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος πού συνόδευε τόν Ἰησοῦ καὶ ἀνέβηκε σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδὶ σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, διότι ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο βρισκόταν τὸ δέντρο αὐτὸ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ἀμέσως μόλις ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὸν εἶδε· καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζει ἀπὸ παλαιότερα τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου, σύμφωνα μὲ τὴ θεία βουλὴ πού προετοιμάζει τὴ σωτηρία σου. Τότε ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχθηκε στὸ σπίτι του μὲ χαρά. Ὅλοι ὅμως, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτίμησε τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους μὲ ἀγανάκτηση καὶ σχολίαζαν περιφρονητικὰ τόν Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι μπῆκε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπε: Ἰδού, Κύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, κι ἂν τυχὸν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς γιὰ νὰ ἀδικήσω κάποιον σὲ κάτι, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιο. Τότε ὁ Ἰησοῦς στράφηκε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: Σήμερα μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου στὸ σπίτι αὐτὸ ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στὸν οἰκοδεσπότη ὅσο καὶ στοὺς δικούς του. Καὶ ἔπρεπε νὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἀρχιτελώνης αὐτός, διότι κι αὐτὸς εἶναι γιὸς καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως κι ἐσεῖς πού διαμαρτύρεσθε. Καὶ σ' αὐτὸν λοιπὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ συντελέσω στὴ σωτηρία αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου, διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ ν' ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πού σὰν χαμένο πρόβατο κινδύνευε νὰ πεθάνει μέσα στὴν ἁμαρτία.


Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
(14 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Ἀδελφοί, ἑ­νὶ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τ μέ­τρον τς δω­ρε­ᾶς το Χρι­στοῦ. δι­ὸ λέ­γει· ἀ­να­βὰς ες ὕ­ψος ᾐχ­μα­λώ­τευ­σεν αἰχ­μα­λω­σί­αν κα ἔ­δω­κε δό­μα­τα τος ἀν­θρώ­ποις. τ δ ἀ­νέ­βη τ ἐ­στιν ε μ ὅ­τι κα κα­τέ­βη πρῶ­τον ες τ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τς γς; κα­τα­βὰς αὐ­τός ἐ­στι κα ἀ­να­βὰς ὑ­πε­ρά­νω πάν­των τν οὐ­ρα­νῶν, ἵ­να πλη­ρώ­σῃ τ πάν­τα. κα αὐ­τὸς ἔ­δω­κε τος μν ἀ­πο­στό­λους, τος δ προ­φή­τας, τος δ εὐ­αγ­γε­λι­στάς, τος δ ποι­μέ­νας κα δι­δα­σκά­λους, πρς τν κα­ταρ­τι­σμὸν τν ἁ­γί­ων ες ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, ες οἰ­κο­δο­μὴν το σώ­μα­τος το Χρι­στοῦ, μέ­χρι κα­ταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν ἑ­νό­τη­τα τς πί­στε­ως κα τς ἐ­πι­γνώ­σε­ως το υἱ­οῦ το Θε­οῦ, ες ἄν­δρα τέ­λει­ον, ες μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στοῦ.
                                      (Ἐφεσ. δ΄[4], 7 – 13)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
1. ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Κυριακή μετὰ τὰ Θεοφάνια καὶ ὅλη ἡ κτίση εἶναι λουσμένη στὸ φῶς καὶ τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καταυγά­ζει ὅλους τοὺς πιστούς. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται σ᾿ αὐτὴ τὴ δωρεὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Λέ­ει λοιπόν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι στὸν καθένα μας ξεχωριστὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴ χάρη του. Δὲν τὴν ἔδωσε ὅμως σὲ ὅλους τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ στὸν καθένα μας σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύ­νης του. Γι᾿ αὐτὸ κάποιος ψαλμός λέει προφητικά: Ὅταν ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνά­ληψή του ἀνέβηκε ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἔδεσε αἰχμάλωτους τοὺς ἐχθρούς του, δηλαδὴ τὸν σατανά καὶ τὸν θάνατο, κι ἔ­δωσε χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους. Τό ὅτι ὅμως ὁ Χριστός ἀνέβηκε στοὺς οὐρα­νούς, ὑποδηλώνει ὅτι πιὸ πρὶν κατέβηκε στὴ γῆ μας καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θυσι­άστηκε γιὰ μᾶς. Ὁ ἴδιος Χριστὸς ποὺ κα­τέβηκε στὴ γῆ, ὁ Ἴδιος ἀνέβηκε πάνω ἀπ᾿ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν πα­ρουσία του καὶ τὶς δωρεές του τὰ πάντα.
Διότι ὁ Κύριός μας ἀπὸ τὸν ἔνδοξο θε­ϊκό του θρόνο εἶναι ὁ δωρεοδότης βασιλεύς καὶ χορηγὸς κάθε ἀγαθοῦ. Ἐδῶ ὅ­μως γεννιέται ἕνα ἐρώτημα: Πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή του ὁ Θεὸς δὲν χορηγοῦσε τὰ ἀγαθά του στοὺς ἀνθρώπους; Ὁ Θεός πάντοτε δώριζε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν του. Ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν δεκτικὸς τῶν θείων δωρεών. Δὲν μποροῦσε οὔτε καὶ ἄντεχε ὁ ἄνθρωπος νὰ πλουτίσει μὲ τὰ θεῖα δῶρα. Διότι ἦταν ὑπόδουλος στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως κάθε πιστὸς μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερες δωρεές. Τώρα πλέον ὁ Θεός δὲν χαρίζει μόνο κάποια ἀπὸ τὰ ἀγαθά του, ἀλλὰ γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ κάθε θεϊκὸ ἀγαθό. Μέσα στήν ἄπειρη ἀ­γάπη του δὲν κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ ἄπειρα πλούτη του, ἀλλὰ μᾶς τὰ δωρίζει. Μᾶς χαρίζει ὅ,τι ὑψηλό μποροῦμε νὰ πο­θήσουμε ἤ νὰ σκεφθοῦμε. Ἀναζητοῦμε τὴ χαρά, τὴν εὐτυχία; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά μας καὶ τὴν προσφέρει μέσα μας ὁλοκληρωμένη. Ἀπουσιάζει ἡ εἰρήνη στὴν καρδιά μας; Ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ κάθε ανθρώπινη κατα­νόηση. Μᾶς λείπει ἡ ἀγάπη; Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀγάπη. Μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ τή δική του κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει. Καὶ μᾶς τὴν προσφέρει. Διψοῦμε γιὰ γνώση; Στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ μ᾿ αὐτοὺς μᾶς πλουτίζει. Τρέμουμε τὸν θάνατο; Διψοῦμε γιά ζωή; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ζωή μας· ζώντας μὲ τὸν Χριστὸ ἔχουμε ζωή, καὶ ξεχείλισμα ζωῆς. Ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν πλέ­ον τὴ δύναμη πού εἶχαν. Κι ἐμεῖς ζοῦμε πλέον μὲ τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιότητος. Ἀκόμη κι ἂν ἔλθουν στὴ ζωή μας στενο­χώριες και πίκρες, ἀρρώστιες και θάνατοι, δὲν χάνουμε τὴν εἰρήνη μας, τὴν ἐλπίδα μας, τὴ χαρά μας. Διότι ἔχουμε μέσα μας τόν ἴδιο τὸν Χριστό. Αὐτός μᾶς πλουτίζει μὲ ὅλες τις δωρεές και τις χάριτές του.
2. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΕΛΕΙΟΙ
Στὴ συνέχεια τοῦ ἀποστολικοῦ ἀνα­γνώσματος ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἔδωσε διαφο­ρετικὴ ἀποστολὴ καὶ χαρίσματα σὲ κάθε διάκονο τῆς Ἐκκλησίας του. Ἄλλους τοὺς ἔθεσε Ἀποστόλους, ἄλλους Προφῆτες, ἄλλους Εὐαγγελιστές, ἄλλους Ποιμένες καὶ Διδασκάλους. Κι ὅλες αὐτὲς τὶς διαφο­ρετικὲς κλήσεις τὶς ἔδωσε μ᾿ ἕνα μεγάλο καὶ ἅγιο σκοπό: γιὰ νὰ καταρτιζόμαστε οἱ πιστοὶ καὶ νὰ οἰκοδομούμαστε, ἔτσι ὥστε νὰ φθάσουμε κάποτε νὰ ἔχουμε ὅλοι τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τὴν τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· νὰ ἔχουμε τέτοια πρό­οδο καὶ ὡριμότητα, ὥστε νὰ γίνουμε πνευ­ματικὰ τέλειοι ἔχοντας τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητα τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει μεγάλες καὶ ὑψηλὲς ἀλήθειες. Μᾶς περιγράφει ποῦ μπορεῖ νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ζεῖ μέσα στὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀναφέρει τρία ἐπίπεδα πνευματικῆς προόδου: πρῶτο ἐπίπεδο ἡ τέλεια πίστη, δεύτερο ἡ τέλεια γνώση, καὶ τρίτο ἡ τέλεια μετοχὴ στὶς δωρεὲς καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Καθὼς ὅμως ἐμεῖς τὰ ἀκοῦμε ὅλα αὐτά, γεμίζουμε μὲ δέος και ἀπορία: Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ φθάσει σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ δυσθεώρητα ὕψη τῶν ἁγίων; Κανεὶς μὲ τὶς δικές του δυνάμεις. Ὅλα αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ τὰ χαρίζει ὁ Θεὸς μὲ τὴ χάρη του. Καὶ τότε τὶ ζητᾶ ἀπὸ μᾶς; Ζητᾶ νὰ γινόμαστε δεκτικὰ δοχεῖα τῆς Χάρι­τός του· νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία του μὲ πίστη και ὑπακοή· νὰ δεχόμαστε καθημερινὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ποιμένων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας του· ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸν νὰ πιστεύουμε, Αὐτὸν νὰ ἀγαποῦμε, Αὐτὸν νὰ λατρεύουμε, Αὐτὸν νὰ ζοῦμε. Νὰ ἀφήνουμε τὴ χάρη του νὰ γεμίζει τὴν ψυχή μας, νὰ μεταμορφώ­νει τὴ ζωή μας. Κι ὅσο περισσότερο θὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τόσο περισσότερο στὴν ψυχή μας θὰ εἰσ­έρχεται ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Κι ὅλα μέσα μας θὰ γίνονται φῶς, ἁγιασμός, οὐρανός. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας, αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ ὁ καθημερινός μας ἀγώνας.
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἀ­κο­ύ­σας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη, ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν· καὶ κα­τα­λι­πὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ, ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν, ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λείμ, ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ ῾Η­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του, λέ­γον­τος· Γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λε­ίμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης, πέ­ραν τοῦ ᾿Ι­ορ­δά­νου, Γα­λι­λα­ί­α τῶν ἐ­θνῶν, ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκι­ᾷ θα­νά­του, φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς.  Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
                     (Ματ­θ. δ΄[4], 12-17)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰ­ω­άν­νης πα­ρα­δό­θη­κε στή φυ­λα­κὴ ἀ­π' τὸν βα­σιλιά Ἀντί­πα, ἀ­να­χώ­ρη­σε καὶ πῆ­γε στὴ Γ­α­λ­ι­λ­α­ία. Κι ἀ­φ­οῦ ἄ­φ­η­σε τὴ Ν­α­ζ­α­ρ­έτ, π­ῆ­γε κ­αί κ­α­τ­ο­ί­κ­η­σε στὴν Κ­α­π­ε­ρ­ν­α­ο­ύμ, ἡ ὁ­ποία ἦ­τ­αν κ­τ­ι­σ­μ­έ­νη κ­ο­ν­τά σ­τή λ­ί­μ­νη τ­ῆς Γ­α­λ­ι­λ­α­ί­ας, σ­τὰ σὺ­ν­ο­ρα τ­ῶν φυ­λ­ῶν Ζ­α­β­ο­υ­λ­ών κ­αὶ Ν­ε­φ­θ­α­λ­ε­ίμ. Ἔ­τ­σι ἐ­π­α­λ­η­θ­ε­ύ­θ­η­κε καὶ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­πο­ι­ή­θ­η­κε ἐ­κ­ε­ῖ­νο π­ού ε­ἶ­πε ὁ Θ­ε­ὸς μ­έ­σω τ­οῦ π­ρ­ο­φ­ή­τ­ου Ἡ­σ­α­ΐα: Ἡ χώ­ρα τῆς φυ­λῆς Ζα­βου­λών καί ἡ χώρα τῆς φυ­λῆς Νε­φθα­λείμ, πού ἐ­κτεί­νον­ται κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό, στὰ ἀ­να­το­λι­κά του, ἡ Γα­λι­λαί­α, στὴν ὁ­ποί­α κα­τοι­κοῦν πολ­λοὶ ἐ­θνι­κοί, ὁ λα­ὸς πού κά­θε­ται κα­θη­λω­μέ­νος κι ἀ­κί­νη­τος στὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς πλά­νης καὶ τῆς ἀ­σέ­βει­ας εἶ­δε με­γά­λο πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, τὸν Χρι­στὸ· κι ἔ­λαμ­ψε φῶς ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ σ' ἐ­κεί­νους πού κά­θον­ται στὴ χώ­ρα πού σκι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ πυ­κνό­τα­το σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ θα­νά­του. Ἀ­πὸ τό­τε ἄρ­χι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς νὰ κη­ρύτ­τει συ­στη­μα­τι­κὰ καὶ νὰ λέ­ει: Με­τα­νο­εῖ­τε, δι­ό­τι πλη­σί­α­σαν οἱ ἡμέρες πού ὁ Μεσ­σί­ας θὰ ἐγ­κα­θι­δρύ­σει καὶ στὴ γῆ τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μὲ τὴ νέ­α, πνευ­μα­τι­κή, ἅ­γι­α καὶ οὐ­ρά­νι­α ζω­ή, ἡ ὁ­ποί­α θὰ με­τα­δί­δε­ται μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α του.