ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(29 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, διὰ τοῦ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν
σχίσματα, ἦτε
δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. ἐδηλώθη
γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί
μου, ὑπὸ
τῶν Χλόης ὅτι
ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι
ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ
δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ
δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ
δὲ Χριστοῦ. μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη
ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα
Παύλου ἐβαπτίσθητε; εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι
οὐδένα ὑμῶν
ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα
μή τις εἴπῃ ὅτι
εἰς τὸ ἐμὸν
ὄνομα ἐβάπτισα. ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον
ἐβάπτισα. οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ'
εὐαγγελίζεσθαι,
οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
(Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
1.
Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, πρὸς τὴν ὁποία γράφει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, εἶχε πληροφορίες ὅτι οἱ Χριστιανοὶ φιλονεικοῦσαν μεταξύ
τους. Οἱ πληροφορίες του προέρχονταν ἀπό τους οἰκιακούς τῆς Χλόης, ἐπίσημης
χριστιανῆς κυρίας τῆς Κορίνθου. Καί οἱ φιλονεικίες τους ὀφείλονταν
στό ὅτι διάφοροι Χριστιανοὶ εἶχαν προσκολληθεῖ σέ ὁρισμένους διδασκάλους
τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἔτσι δημιουργήθησαν σχίσματα. Γι’ αὐτὸ τοὺς λέγει
ὁ Ἀπόστολος: «παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοί,
διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε
πάντες, καί μή ᾖ ἐν ἡμῖν σχίσματα». Νά εἶσθε δὲ ἁρμονικὰ ἑνωμένοι
«ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ».
Μὲ τὰ ἴδια φρονήματα καὶ τίς ἴδιες γνῶμες. Τοὺς ἐξηγεῖ δὲ μὲ πολλὴν
ἀγάπη γιατί δίδει τή συμβουλὴ αὐτήν. Διότι
«ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγώ μέν εἰμι Παύλου, ἐγώ δέ Ἀπολλώ, ἐγώ δὲ Κηφᾶ,
ἐγώ δὲ Χριστοῦ». Ὁ καθένας σας λέγει· ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου. Ἄλλος
λέγει· ἐγώ θαυμάζω καί ἀκολουθῶ τὸν Ἀπολλώ. Ἄλλος λέγει· ἐγώ εἶμαι
τοῦ Πέτρου. Καὶ τέλος, ἄλλος· ἐγώ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ’ εἶναι σωστὰ
πράγματα αὐτά; διαμαρτύρεται ὁ Ἀπόστολος. «Μεμέρισται ὁ Χριστός;» Κομματιάστηκε λοιπὸν ὁ Χριστός;
Σέ ὁρισμένη μερίδα ἀνήκει μόνον ὁ Χριστός; Δὲν εἶναι Αὐτὸς ὁ μόνος
Κύριος, ὁ μόνος Δεσπότης μας, ὁ μόνος Λυτρωτὴς καί Σωτὴρ ὅλων τῶν Χριστιανῶν;
Καί προσθέτει· «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη
ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;». Δὲν σταυρώθηκε
ὁ Παῦλος γιά χάρη σας, οὔτε στό ὄνομα τοῦ Παύλου βαπτιστήκατε καί γίνατε
Χριστιανοί. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καί στό Ὄνομά Του βαπτιστήκατε.
Αὐτό,
ἀδελφοί, πού εἶχαν πάθει οἱ Κορίνθιοι τότε καί γιά τό ὁποῖο τοὺς ἐπιπλήττει
ὁ Παῦλος, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ γίνεται πάντοτε. Νὰ προσκολλοῦνται μερικοὶ
Χριστιανοὶ σέ ὁρισμένους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί νὰ λησμονοῦν
ὅτι τὸ πρόσωπο στό ὀποῖο πρέπει νὰ προσκολλούμαστε καί τὸ ὁποῖο νὰ
εἶναι γιὰ μᾶς ὁδηγὸς καὶ τὸ ὁποῖο νά λατρεύουμε, εἶναι μόνο τὸ πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ ὁρισμένοι λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας νὰ μᾶς ὁδήγησαν
στήν πίστη μέ τά κηρύγματά τους, μέ τίς συμβουλές τους. Μπορεῖ ἄλλοι νὰ
ἔχουν χαρίσματα ἰδιαίτερα καὶ νὰ εἶναι ἑλκυστικοί. Δυνατὸν ὁ πνευματικός
μας νὰ ἀναπαύει τὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς παρηγορεῖ, ὅπως ἴσως δὲ βρήκαμε
ἀλλοῦ τήν παρηγοριά. Ἀσφαλῶς ὅλους τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας
θὰ τοὺς σεβόμαστε καί θά τούς τιμοῦμε. Δὲν δικαιολογούμαστε ὅμως καθόλου,
ἂν προσκολλούμαστε σέ ὁρισμένους καί λησμονοῦμε τόν Χριστό. Ἂν τοὺς
τοποθετοῦμε στό ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν Χριστό. Ἂν ἔχουμε τήν ἰδέα ὅτι
αὐτοί οὐσιαστικά μᾶς βοηθοῦν, αὐτοὶ μᾶς ἔσωσαν. Καὶ ἂν τοὺς ἀποδίδουμε
τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοή καὶ τὴν ἀφοσίωση, πού ὀφείλουμε στόν Χριστό.
Ἐὰν ἔτσι κάμνουμε, σφάλλουμε σφάλμα μέγα. Διότι καὶ οἱ λειτουργοί
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄνθρωποι. Εἶναι μόνον ὄργανα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος
καὶ μόνο Ἐκεῖνος εἶναι πού σώζει καί ἁγιάζει καὶ παρηγορεῖ. Αὐτὸς
σταυρώθηκε γιά μᾶς. Καί στό Ὄνομά Του βαπτιστήκαμε καί σωθήκαμε καί
γίναμε Χριστιανοί.
2.
Γιά νά τονίσει δέ ὁ Παῦλος τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια καί νά δείξει τὸ
σφάλμα τῶν Κορινθίων, ἀναφέρεται στή δική του διακονία στήν Ἐκκλησία.
Ἐπειδή, τοὺς λέγει, παίρνετε ἔτσι στραβὰ τὰ πράγματα, «εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα
εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον». Αὐτοὺς τοὺς δύο ἐβάπτισα ἐγώ προσωπικά.
Ἔτσι δὲν μπορεῖ «νὰ εἴπῃ τις ὅτι εἰς
τὸ ἐμόν ὄνομα ἐβάπτισα». Ἐνθυμούμενος δὲ μία περίπτωση ἀκόμη
συμπληρώνει· «ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν
Στεφανᾶ οἶκον». Βάπτισα ἀκόμη καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐκτός
ὅμως ἀπ’ αυτούς δέ γνωρίζω ἂν βαπτισα κανένα ἄλλον. «Λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα».
Καταλήγει δὲ ὁ Ἀπόστολος μὲ μιά σπουδαία διακήρυξη, ἡ ὁποία τονίζει
τὴ μεγάλη ἀξία καί σημασία τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. «Οὐ γάρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν,
ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι». Δὲν μὲ ἔκαμε ὁ Χριστὸς ἀπόστολό Του γιά
νὰ βαπτίζω, ἀλλά γιά νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο καί νά σώζονται ἔτσι ψυχές.
Καί μάλιστα νὰ τὸ κηρύττω «οὐκ ἐν σοφίᾳ
λόγου, ἵνα μή κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ». Νὰ κηρύττω δηλαδὴ ὄχι
μὲ σοφία καί τέχνη ἀνθρώπινη, ἀλλά μὲ ἁπλότητα, ὥστε νὰ μὴ χάσει τή
θεϊκή του δύναμη τὸ κήρυγμα γιά τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ.
Μεγάλη
λοιπὸν σπουδαιότητα ἔχει τὸ κήρυγμα στήν Ἐκκλησία. Τὸ «εὐαγγελίζεσθαι». Τὸ νὰ κηρύττουν
τὸ Εὐαγγέλιο οἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καί οἱ κληρικοί
μας δὲν πρέπει νὰ τὸ παραμελοῦν. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀνάγκη νά ἀκούει
θεῖο κήρυγμα, νὰ τρέφεται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὅσοι ἱερεῖς
μας μποροῦν, πρέπει νά ἑτοιμάζονται καί νὰ κηρύττουν συχνὰ πυκνά. Τίς
Κυριακές καί τίς ἑορτές, ὅπου οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονται στήν ἐκκλησία.
Ἀλλά καί ὅσοι ἱερεῖς μας δέν μποροῦν, μόνοι τους νά ἑοιμάσουν κήρυγμα,
ἂς διαβάζουν στόν λαό κηρύγματα ἀπὸ βοηθήματα Ἱ. Μητροπόλεων, ἀπὸ
Κυριακοδρόμια, ἀπὸ ὀρθόδοξα θρησκευτικὰ περιοδικά. Ἂς τὰ διαβάζουν
ἀπὸ τὴν παραμονὴ στό σπίτι τους, γιά νά μποροῦν νὰ τὰ ἀπαγγείλουν καλά,
καί τὴν ἑπομένη νά τά διαβάζουν στό ἐκκλησίασμά τους. Ἀκόμη καὶ οἱ
λαϊκοὶ θεολόγοι μας, εἴτε καθηγητές στά σχολεῖα εἶναι, εἴτε ἀλλοῦ
ἐργάζονται, καθῆκον ἔχουν νὰ εὐαγγελίζονται τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί
νά τοῦ προσφέρουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγουν τὸν
κόπο αὐτόν, διότι ἔχουν λάβει καί αὐτοί τὸ τάλαντο τῆς θεολογίας.
Μόνο τοῦτο πρέπει νὰ προσέχουμε ὅλοι. Νὰ εἶναι τὸ κήρυγμά μας «οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου», ὄχι ἀνθρώπινα
λόγια καί ἐπιχειρήματα καί φιλοσοφίες, ἀλλά κήρυγμα μὲ κέντρο τὸν
Χριστό, τὸν Σταυρό Του, τὴ Θυσία Του καί τήν ἀγάπη Του. Κήρυγμα πού θά
συνδέει τίς ψυχές μὲ τὸν Κύριο καί τὸ ἅγιο θέλημά Του. Τότε ἀσφαλῶς
θὰ ἔχει καί πλούσιαν τήν καρποφορία.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς
πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε
τοὺς ἀρρώστους
αὐτῶν. ὀψίας
δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα
ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον
τοὺς ὄχλους, ἵνα
ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν
ἑαυτοῖς βρώματα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν
ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν
ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους
καὶ δύο ἰχθύας. ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους
ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους
καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας
εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε
τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους
οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον
πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν
τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους
πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν
καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι
εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως
οὗ ἀπολύσῃ
τοὺς ὄχλους.
(Ματθ.
ιδ΄[14] 14 – 22)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν κόσμο καὶ τοὺς σπλαχνίστηκε, καὶ
θεράπευσε τοὺς ἄρρωστούς τους. Καθὼς ὅμως πλησίαζε νὰ βραδιάσει, τὸν
πλησίασαν οἱ μαθητές του καὶ τοῦ εἶπαν: Εἶναι ἔρημος ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα πλέον πέρασε. Δῶσε διαταγὴ νὰ
διαλυθοῦν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ χωριὰ καὶ νὰ ἀγοράσουν
γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς τους τροφὲς νὰ φᾶνε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε: Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγουν καὶ νὰ ἀγοράσουν
τρόφιμα. Δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: Δὲν ἔχουμε ἐδῶ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο
πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Ὁ
Κύριος τότε εἶπε: Φέρτε τά μου ἐδῶ. Κι
ἀφοῦ παρακίνησε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νά ἀνακλιθοῦν στὴν πρασινάδα, πῆρε
τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ κι εὐχαρίστησε
καὶ ἐπικαλέστηκε τὸν Πατέρα του. Κι ἀφοῦ ἔκοψε τὰ ψωμιά, τὰ ἔδωσε
στοὺς μαθητὲς καὶ οἱ μαθητὲς στὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Κι ἔφαγαν ὅλοι καὶ
χόρτασαν, καὶ μάζεψαν ὅσα κομμάτια εἶχαν περισσέψει, δώδεκα δηλαδὴ
κοφίνια γεμάτα. Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἔφαγαν ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες
ἄνδρες, χωρὶς νὰ συνυπολογίζονται στὸν ἀριθμὸ αὐτὸ οἱ γυναῖκες καὶ
τὰ παιδιά. Κι ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ μαθητές του ἀπὸ
τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους πού ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά, τοὺς
ἀνάγκασε νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπ' αὐτὸν στὸ ἀπέναντι
μέρος τῆς λίμνης, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.