ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις
ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν
ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ
περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν
τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ
τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν
γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ
ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ
τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου
᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ
τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
(Γαλ. Ϛ΄[6] 11-18)
ΝΕΚΡΩΣΗ
ΚΑΙ ΖΩΗ
1.ΝΕΚΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα
μιλάει μὲ πόνο στοὺς Γαλάτες γιὰ κάποιους διδασκάλους οἱ ὁποῖοι κινούμενοι
ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια παρέσυραν πολλοὺς πιστούς. Προσέξτε, λέει, μὲ πόσο
μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. Ὅσοι θέλουν νὰ ἀρέσουν
στοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ σᾶς παρακινοῦν νὰ περιτέμνεσθε, μόνο καὶ μόνο
γιὰ νὰ μὴ καταδιώκονται ἀπ᾿ τοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ
τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως οὔτε κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν περιτμηθεῖ τηροῦν τὶς τελετουργικὲς
διατάξεις τοῦ νόμου, τὶς καθάρσεις καὶ τὶς ζωοθυσίες. Ἀλλὰ θέλουν νὰ
περιτέμνεσθε ἐσεῖς, γιὰ νὰ καυχηθοῦν αὐτοὶ ὅτι σᾶς ἔπεισαν νὰ δεχθεῖτε
τὴν περιτομή. Ἐγὼ ὅμως δὲν κινοῦμαι ἀπὸ τέτοια ἀνθρωπάρεσκα ἐλατήρια.
Ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ ἐγὼ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο γιὰ τὸ ὅτι
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ χάρη μου πῆρε μορφὴ δούλου καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ
σωτηρία μου. Καὶ μὲ τὴν πίστη στὸ σταυρικό του αὐτὸ θάνατο «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ»,
ἔχει νεκρωθεῖ κι ἔχει χάσει τὴ δύναμή του ὁ κόσμος γιὰ μένα. Ἀλλὰ κι ἐγὼ
ἔχω νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο.
Πόσο λοιπὸν κατανοοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος
τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! Καὶ μὲ πόση εὐγνωμοσύνη τὸ διεκήρυττε: Ὁ Χριστὸς
γιὰ μένα πῆρε μορφὴ δούλου κι ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπέστη φρικτὸ μαρτύριο
καὶ σταυρικὸ θάνατο· γιὰ μένα τὸν πρώην διώκτη, τὸν ὑβριστή, τὸν ἀγνώμονα.
Τόσο πολὺ μὲ ἀγάπησε, ὥστε νὰ παραδώσει τὴ ζωή του στὸ θάνατο. Αὐτὴ
ἀκριβῶς ἡ συναίσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ τὸν ἔκανε νὰ περιφρονήσει
τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀπολαύσεις του καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν σταυρωθέντα
Κύριο. Ὅλα τὰ μάταια τοῦ κόσμου χάθηκαν γι᾿ αὐτόν, νεκρώθηκαν, κι αὐτὸς
πέθανε γιὰ ἐκεῖνα. Οὔτε μποροῦσαν νὰ τὸν κυριεύσουν, οὔτε κι ἐκεῖνος
τὰ ἐπιθυμοῦσε. Ἔμενε ἀδιάφορος στὰ θέλγητρα καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ
κόσμου.
Ἡ διάθεση αὐτὴ τῆς καρδιᾶς του καὶ ἡ νέκρωσή
του ὡς πρὸς τὸν κόσμο θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει καὶ νὰ γίνει κτῆμα
ὅλων μας. Ἰδιαιτέρως σήμερα ποὺ τόσο εὔκολα παρασυρόμαστε ἀπὸ τὴ
ματαιότητα καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἐποχῆς μας, θὰ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε
ὅτι μόνον ὅταν κατανοήσουμε τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας,
θὰ νεκρωθεῖ μέσα μας ἡ ἕλξη καὶ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ κόσμου. Μόνον ὅταν ἀγαπήσουμε
ἀληθινὰ τὸν σταυρωθέντα Κύριο, δὲν θὰ μᾶς ἑλκύει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἡδονές
του. Ὅσο περισσότερο σκεφτόμαστε καὶ μελετοῦμε βαθύτερα τὸ σταυρικὸ
πάθος τοῦ Κυρίου, τόσο λιγότερο θὰ μᾶς ἑλκύει ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά μας
θὰ στρέφεται πρὸς τὰ οὐράνια. Καὶ θὰ ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν οὐρανό.
2. ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΗ
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι
ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις»· μέσα στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει καμία ἀξία οὔτε ἡ περιτομὴ οὔτε ἡ ἀκροβυστία,
ἀλλὰ ἰσχύει μιὰ νέα κτίση. Διότι κάθε πιστὸς ἀναγεννᾶται μὲ τὴ
σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου καὶ ζεῖ μιὰ νέα ζωή. Κι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν
αὐτὴ τὴ νέα ζωή, ἂς ἔχουν ἐπάνω τους τὴν εἰρήνη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Στὸ ἑξῆς, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κανεὶς ἂς μὴ μοῦ δημιουργεῖ
ἐνοχλήσεις, ζητώντας ἀπὸ μένα νὰ ἀπολογοῦμαι γιὰ ὅσα κάνω. Διότι
ἐγὼ βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ δέχθηκα γιὰ τὸν Κύριο.
Καὶ οἱ πληγές μου αὐτὲς εἶναι ἡ ἀπολογία μου. Σᾶς εὔχομαι, καταλήγει,
ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου μας νὰ σᾶς ἐνδυναμώνει, ὥστε νὰ διατηρεῖτε πάντοτε
τὸν ἁγιασμὸ ποὺ σᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ποιὰ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ καινὴ κτίση, ἡ νέα
ζωή, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ἂς ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικὰ
κάποια στοιχεῖα της. Ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμά μας εἰσήλθαμε
στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὁδηγηθήκαμε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴ
ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς φθορᾶς στὴν ἀναγέννηση. Ἡ ψυχή μας ἀνακαινίσθηκε.
Πλουτίσαμε μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχουμε πλέον τὴ δυνατότητα,
μὲ τὴν ἄσκηση, τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν πειρασμῶν, καὶ μὲ
τὴ μετοχή μας στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ζοῦμε μία νέα
ζωή, ζωὴ ἀφοσιώσεως καὶ αὐταπαρνήσεως, ζωὴ πνευματικὴ καὶ οὐράνια.
Γινόμαστε νέοι ἄνθρωποι. Σιγὰ-σιγὰ ἡ καρδιά μας ἀνακαινίζεται, ὁ
νοῦς μας μεταβάλλεται. Ἀποκτοῦμε «νοῦν
Χριστοῦ». Οἱ ἐπιθυμίες μας, τὰ κίνητρά μας, οἱ πόθοι μας, ὅλα κατευθύνονται
ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτσι εἰρηνεύουμε μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ
τοὺς συνανθρώπους μας. Δὲν ζοῦμε πλέον μὲ τὸν φόβο τῆς κολάσεως, ἀλλὰ
προγευόμαστε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάσταση
τὴ ζοῦν ἰδιαιτέρως οἱ ἅγιοι ποὺ εἶναι κατάφορτοι μὲ τὰ στίγματα τοῦ
Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα πιστοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῆς νέας αὐτῆς ζωῆς. Ἂς
ποθήσουμε κι ἐμεῖς λοιπὸν αὐτὴν τὴν καινὴ κτίση, τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων, τὴ
ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς Χάριτος. Κι ἂς ξεκινήσουμε ἕναν ἀγώνα καθημερινό,
γιὰ νὰ ἀλλάξει ἡ ζωή μας καὶ νὰ πλημμυρίσει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά μας μὲ τὸ
φῶς τοῦ Χριστοῦ.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς
ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν
δώδεκα,
ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα
ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν
ὑπ' οὐδενὸς
θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν
ἥψατο τοῦ κρασπέδου
τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ,
καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός
μου;
ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν
ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί
σε καὶ ἀποθλίβουσι
καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός
μου;
ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον
παντὸς
τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος
ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου
λέγων
αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ
σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο
αὐτήν.
ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.
καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε
τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα,
καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
καὶ ἐξέστησαν
οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν
αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλθεν στόν Ἰησοῦ κάποιος ἄνθρωπος, πού ὀνομαζόταν Ἰάειρος καὶ ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς.
Κι
ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὸς κοντὰ στὰ πόδια
του, τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, διότι εἶχε μία μονάκριβη
κόρη περίπου δώδεκα χρόνων πού βρισκόταν στὰ τελευταῖα της καὶ πέθαινε.
Καὶ τὴν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικὰ καὶ τὸν πίεζαν. Τότε λοιπὸν κάποια γυναίκα
πού ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ
τὰ ἄλλα βάσανα τῆς ἀρρώστιας της εἶχε ξοδέψει καὶ ὅλη τὴν περιουσία
της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ κανέναν, ἀφοῦ πλησίασε
τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ πίσω, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς, ἐπειδὴ ντρεπόταν
νὰ γίνει φανερὴ ἡ ἀρρώστια της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός
του κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ ὅλοι οἱ
τριγύρω ἀρνοῦνταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς πού ἦταν μαζί
του: Διδάσκαλε, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ
περικύκλωσαν καὶ σὲ πιέζουν ἀσφυκτικὰ· καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: Κάποιος μὲ ἄγγιξε.
Διότι ἐγώ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Ὅταν
λοιπὸν ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ κρυφτεῖ καὶ δὲν ξέφυγε ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦ αὐτὸ πού ἔκανε, ἦλθε τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της, κι ἀφοῦ ἔπεσε
γονατιστὴ μπροστά του, τοῦ διηγήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ
λαοῦ γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς θεραπεύθηκε ἀμέσως. Τότε ὁ Ἰησοῦς
τῆς εἶπε: Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πεποίθηση
πού εἶχες ὅτι θὰ ἔβρισκες τὴν ὑγεία σου ἂν μὲ ἄγγιζες, αὐτὴ ἡ πίστη
σου σ' ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ
κάθε ἀνησυχία πού δοκίμαζες πιὸ πρὶν ἐξαιτίας τῆς ἀσθενείας σου. Κι
ἐνῶ μιλοῦσε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου
καὶ τοῦ εἶπε: Πέθανε ἡ κόρη σου· μὴν
κουράζεις ἄλλο καὶ μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως,
μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι, μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις, καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη
σου ἀπ' τὸ θάνατο. Κατόπιν, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε
νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς παρὰ μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης,
ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ καὶ ἡ μητέρα. Στὸ μεταξὺ ὅλοι
ἔκλαιγαν καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ κεφάλια τους γιὰ τὴ νεκρή. Ὁ
Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν
πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦταν
βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι εἶχε πεθάνει. Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε
ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ τῆς φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω ἐπάνω. Τότε ἡ ψυχὴ της ἐπέστρεψε
στὸ σῶμα καὶ ἀναστήθηκε ἀμέσως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν
φαγητὸ νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού τῆς
εἶχε φέρει ἡ χρόνια καὶ θανατηφόρα ἀσθένειά της. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν
ἐκστατικοὶ καὶ κυριεύτηκαν ἀπὸ βαθὺ καὶ μεγάλο θαυμασμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως
τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν αὐτὸ πού ἔγινε, γιὰ νὰ μὴν
ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του.