Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
(28 ΟΚΤΩ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.  
                 (Γαλ. Ϛ΄[6] 11-18)

ΝΕΚΡΩΣΗ ΚΑΙ ΖΩΗ
1.ΝΕΚΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα μι­λά­ει μὲ πό­νο στοὺς Γα­λά­τες γιὰ κά­ποι­ους δι­δα­σκά­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ ἀν­θρω­πα­ρέ­σκεια πα­ρέ­συ­ραν πολ­λοὺς πι­στούς. Προ­σέξ­τε, λέ­ει, μὲ πό­σο με­γά­λα γράμ­μα­τα σᾶς ἔ­γρα­ψα μὲ τὸ ἴ­διο μου τὸ χέ­ρι. Ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ἀ­ρέ­σουν στοὺς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τοὶ σᾶς πα­ρα­κι­νοῦν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε, μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ μὴ κα­τα­δι­ώ­κον­ται ἀπ᾿ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους γιὰ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­μως οὔ­τε κι αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­χουν πε­ρι­τμη­θεῖ τη­ροῦν τὶς τε­λε­τουρ­γι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, τὶς κα­θάρ­σεις καὶ τὶς ζω­ο­θυ­σί­ες. Ἀλ­λὰ θέ­λουν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε ἐ­σεῖς, γιὰ νὰ καυ­χη­θοῦν αὐ­τοὶ ὅ­τι σᾶς ἔ­πει­σαν νὰ δε­χθεῖ­τε τὴν πε­ρι­το­μή. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲν κι­νοῦ­μαι ἀ­πὸ τέ­τοι­α ἀν­θρω­πά­ρε­σκα ἐ­λα­τή­ρια. Πο­τὲ νὰ μὴ συμ­βεῖ ἐ­γὼ νὰ καυ­χη­θῶ γιὰ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο γιὰ τὸ ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς γιὰ χά­ρη μου πῆ­ρε μορ­φὴ δού­λου καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μου. Καὶ μὲ τὴν πί­στη στὸ σταυ­ρι­κό του αὐ­τὸ θά­να­το «ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­σταύ­ρω­ται κἀ­γὼ τῷ κό­σμῳ», ἔ­χει νε­κρω­θεῖ κι ἔ­χει χά­σει τὴ δύ­να­μή του ὁ κό­σμος γιὰ μέ­να. Ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ ἔ­χω νε­κρω­θεῖ γιὰ τὸν κό­σμο.
Πό­σο λοι­πὸν κα­τα­νο­οῦ­σε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ! Καὶ μὲ πό­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὸ δι­ε­κή­ρυτ­τε: Ὁ Χρι­στὸς γιὰ μέ­να πῆ­ρε μορ­φὴ δού­λου κι ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ ὑ­πέ­στη φρι­κτὸ μαρ­τύ­ριο καὶ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το· γιὰ μέ­να τὸν πρώ­ην δι­ώ­κτη, τὸν ὑ­βρι­στή, τὸν ἀ­γνώ­μο­να. Τό­σο πο­λὺ μὲ ἀ­γά­πη­σε, ὥ­στε νὰ πα­ρα­δώ­σει τὴ ζω­ή του στὸ θά­να­το. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ τὸν ἔ­κα­νε νὰ πε­ρι­φρο­νή­σει τὸν κό­σμο καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις του καὶ νὰ ἀ­φο­σι­ω­θεῖ στὸν σταυ­ρω­θέν­τα Κύ­ριο. Ὅ­λα τὰ μά­ται­α τοῦ κό­σμου χά­θη­καν γι᾿ αὐ­τόν, νε­κρώ­θη­καν, κι αὐ­τὸς πέ­θα­νε γιὰ ἐ­κεῖ­να. Οὔ­τε μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸν κυ­ρι­εύ­σουν, οὔ­τε κι ἐ­κεῖ­νος τὰ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε. Ἔ­με­νε ἀ­δι­ά­φο­ρος στὰ θέλ­γη­τρα καὶ τὶς ἀ­πει­λὲς τοῦ κό­σμου.
Ἡ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ τῆς καρ­διᾶς του καὶ ἡ νέ­κρω­σή του ὡς πρὸς τὸν κό­σμο θὰ πρέ­πει νὰ μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει καὶ νὰ γί­νει κτῆ­μα ὅ­λων μας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως σή­με­ρα ποὺ τό­σο εὔ­κο­λα πα­ρα­συ­ρό­μα­στε ἀ­πὸ τὴ μα­ται­ό­τη­τα καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς τῆς ἐ­πο­χῆς μας, θὰ πρέ­πει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι μό­νον ὅ­ταν κα­τα­νο­ή­σου­με τὸ μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Κυ­ρί­ου μας, θὰ νε­κρω­θεῖ μέ­σα μας ἡ ἕλ­ξη καὶ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ὴ τοῦ κό­σμου. Μό­νον ὅ­ταν ἀ­γα­πή­σου­με ἀ­λη­θι­νὰ τὸν σταυ­ρω­θέν­τα Κύ­ριο, δὲν θὰ μᾶς ἑλ­κύ­ει ὁ κό­σμος καὶ οἱ ἡ­δο­νές του. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο σκε­φτό­μα­στε καὶ με­λε­τοῦ­με βα­θύ­τε­ρα τὸ σταυ­ρι­κὸ πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου, τό­σο λι­γό­τε­ρο θὰ μᾶς ἑλ­κύ­ει ὁ κό­σμος. Ἡ καρ­διά μας θὰ στρέ­φε­ται πρὸς τὰ οὐ­ρά­νια. Καὶ θὰ ζοῦ­με μό­νο γιὰ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸν οὐ­ρα­νό.
2. ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΗ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει: «Ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ οὔ­τε πε­ρι­το­μή τι ἰ­σχύ­ει οὔ­τε ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ και­νὴ κτί­σις»· μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἔ­χει κα­μί­α ἀ­ξί­α οὔ­τε ἡ πε­ρι­το­μὴ οὔ­τε ἡ ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ ἰ­σχύ­ει μιὰ νέ­α κτί­ση. Δι­ό­τι κά­θε πι­στὸς ἀ­να­γεν­νᾶ­ται μὲ τὴ σταυ­ρι­κὴ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ ζεῖ μιὰ νέ­α ζω­ή. Κι ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ζοῦν αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ή, ἂς ἔ­χουν ἐ­πά­νω τους τὴν εἰ­ρή­νη καὶ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Στὸ ἑ­ξῆς, συ­νε­χί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, κα­νεὶς ἂς μὴ μοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ ἐ­νο­χλή­σεις, ζη­τών­τας ἀ­πὸ μέ­να νὰ ἀ­πο­λο­γοῦ­μαι γιὰ ὅ­σα κά­νω. Δι­ό­τι ἐ­γὼ βα­στά­ζω στὸ σῶ­μα μου τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν ποὺ δέ­χθη­κα γιὰ τὸν Κύ­ριο. Καὶ οἱ πλη­γές μου αὐ­τὲς εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­λο­γί­α μου. Σᾶς εὔ­χο­μαι, κα­τα­λή­γει, ἡ Χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου μας νὰ σᾶς ἐν­δυ­να­μώ­νει, ὥ­στε νὰ δι­α­τη­ρεῖ­τε πάν­το­τε τὸν ἁ­για­σμὸ ποὺ σᾶς ἔ­δω­σε τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα.
Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ και­νὴ κτί­ση, ἡ νέ­α ζω­ή, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α μι­λά­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; Ἂς ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κὰ κά­ποι­α στοι­χεῖ­α της. Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μὲ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμά μας εἰ­σήλ­θα­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν ὁ­δη­γη­θή­κα­με ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς φθο­ρᾶς στὴν ἀ­να­γέν­νη­ση. Ἡ ψυ­χή μας ἀ­να­και­νί­σθη­κε. Πλου­τί­σα­με μὲ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἔ­χου­με πλέ­ον τὴ δυ­να­τό­τη­τα, μὲ τὴν ἄ­σκη­ση, τὸν ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν καὶ τῶν πει­ρα­σμῶν, καὶ μὲ τὴ με­το­χή μας στὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας νὰ ζοῦ­με μί­α νέ­α ζω­ή, ζω­ὴ ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως καὶ αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως, ζω­ὴ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ οὐ­ρά­νια. Γι­νό­μα­στε νέ­οι ἄν­θρω­ποι. Σι­γὰ-σι­γὰ ἡ καρ­διά μας ἀ­να­και­νί­ζε­ται, ὁ νοῦς μας με­τα­βάλ­λε­ται. Ἀ­πο­κτοῦ­με «νοῦν Χρι­στοῦ». Οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, τὰ κί­νη­τρά μας, οἱ πό­θοι μας, ὅ­λα κα­τευ­θύ­νον­ται ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἔ­τσι εἰ­ρη­νεύ­ου­με μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Δὲν ζοῦ­με πλέ­ον μὲ τὸν φό­βο τῆς κο­λά­σε­ως, ἀλ­λὰ προ­γευ­ό­μα­στε τὴ χα­ρὰ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν κα­τά­στα­ση τὴ ζοῦν ἰ­δι­αι­τέ­ρως οἱ ἅ­γιοι ποὺ εἶ­ναι κα­τά­φορ­τοι μὲ τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, τὰ ὁ­ποῖ­α πι­στο­ποι­οῦν τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς. Ἂς πο­θή­σου­με κι ἐ­μεῖς λοι­πὸν αὐ­τὴν τὴν και­νὴ κτί­ση, τὴ ζω­ὴ τῶν ἁ­γί­ων, τὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς Χά­ρι­τος. Κι ἂς ξε­κι­νή­σου­με ἕ­ναν ἀ­γώ­να κα­θη­με­ρι­νό, γιὰ νὰ ἀλ­λά­ξει ἡ ζω­ή μας καὶ νὰ πλημ­μυ­ρί­σει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρ­διά μας μὲ τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄ­νο­μα Ἰάειρος, κα αὐτός ἄρ­χων τς συ­να­γω­γῆς ὑ­πῆρ­χε· κα πε­σὼν πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν εἰ­σελ­θεῖν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ, ὅ­τι θυ­γά­τηρ μο­νο­γε­νὴς ν αὐ­τῷ ς ἐ­τῶν δώ­δε­κα κα αὕ­τη ἀ­πέ­θνῃ­σκεν. ν δ τ ὑ­πά­γειν αὐ­τὸν ο ὄ­χλοι συ­νέ­πνι­γον αὐ­τόν. κα γυ­νὴ οὖ­σα ν ῥύ­σει αἵ­μα­τος ἀ­πὸ ἐ­τῶν δώ­δε­κα, ἥ­τις ἰ­α­τροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅ­λον τν βί­ον οκ ἴ­σχυ­σεν ὑ­π' οὐ­δε­νὸς θε­ρα­πευ­θῆ­ναι, προ­σελ­θοῦ­σα ὄ­πι­σθεν ἥ­ψα­το το κρα­σπέ­δου το ἱ­μα­τί­ου αὐ­τοῦ, κα πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ῥύ­σις το αἵ­μα­τος αὐ­τῆς. κα εἶ­πεν Ἰ­η­σοῦς· Τς ἁ­ψά­με­νός μου; ἀρ­νου­μέ­νων δ πάν­των εἶ­πεν Πτρος κα ο σν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, ο ὄ­χλοι συ­νέ­χου­σί σε κα ἀ­πο­θλί­βου­σι κα λέ­γεις τς ἁ­ψά­με­νός μου; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἥ­ψα­τό μο τις· ἐ­γὼ γρ ἔ­γνων δύ­να­μιν ἐ­ξελ­θοῦ­σαν ἀ­π' ἐ­μοῦ. ἰ­δοῦ­σα δ γυ­νὴ ὅ­τι οκ ἔ­λα­θε, τρέ­μου­σα ἦλ­θε κα προ­σπε­σοῦ­σα αὐ­τῷ δι' ν αἰ­τί­αν ἥ­ψα­το αὐ­τοῦ ἀ­πήγ­γει­λεν αὐ­τῷ ἐ­νώ­πι­ον παν­τὸς το λα­οῦ, κα ς ἰ­ά­θη πα­ρα­χρῆ­μα. δ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Θρσει, θύ­γα­τερ, πί­στις σου σέ­σω­κέ σε· πο­ρε­ύ­ου ες εἰ­ρή­νην. Ἔ­τι αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ἔρ­χε­ταί τις πα­ρὰ το ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου λέ­γων αὐ­τῷ ὅ­τι Τθνηκεν θυ­γά­τηρ σου· μ σκύλ­λε τν δι­δά­σκα­λον. δ Ἰ­η­σοῦς ἀ­κο­ύ­σας ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ λέ­γων· Μ φο­βοῦ· μό­νον πί­στευ­ε, κα σω­θή­σε­ται. ἐλ­θὼν δ ες τν οἰ­κί­αν οκ ἀ­φῆ­κεν εἰ­σελ­θεῖν οὐ­δέ­να ε μ Πτρον κα Ἰ­ω­άν­νην κα Ἰάκωβον κα τν πα­τέ­ρα τς παι­δὸς κα τν μη­τέ­ρα. ἔ­κλαι­ον δ πάν­τες κα ἐ­κό­πτον­το αὐ­τήν. δ εἶ­πε· Μ κλα­ί­ε­τε· οκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θε­ύ­δει. κα κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. αὐ­τὸς δ ἐκ­βα­λὼν ἔ­ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χει­ρὸς αὐ­τῆς ἐ­φώ­νη­σε λέ­γων· πας, ἐ­γε­ί­ρου. κα ἐ­πέ­στρε­ψε τ πνεῦ­μα αὐ­τῆς, κα ἀ­νέ­στη πα­ρα­χρῆ­μα, κα δι­έ­τα­ξεν αὐ­τῇ δο­θῆ­ναι φα­γεῖν. κα ἐ­ξέ­στη­σαν ο γο­νεῖς αὐ­τῆς· δ πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς μη­δε­νὶ εἰ­πεῖν τ γε­γο­νός.               
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἦλ­θεν στόν Ἰησοῦ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­άειρος  καὶ  ἦ­ταν  ἄρ­χον­τας  τῆς  συ­να­γω­γῆς.  Κι ἀφοῦ  ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὸς κον­τὰ στὰ πό­δια του, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ πά­ει στὸ σπί­τι του, δι­ό­τι εἶ­χε μί­α μο­νά­κρι­βη κό­ρη πε­ρί­που δώ­δε­κα χρό­νων πού βρι­σκό­ταν στὰ τε­λευ­ταῖ­α της καὶ πέ­θαι­νε. Καὶ τὴν ὥ­ρα πού ὁ Ἰ­η­σοῦς πή­γαι­νε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν πε­ρι­έ­βαλ­λαν ἀ­σφυ­κτι­κὰ καὶ τὸν πί­ε­ζαν. Τό­τε λοι­πὸν κά­ποι­α γυ­ναί­κα πού ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ αἱ­μορ­ρα­γί­α ἐ­δῶ καὶ δώ­δε­κα χρό­νια, ἡ ὁποία μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα βά­σα­να τῆς ἀρ­ρώ­στιας της εἶ­χε ξο­δέ­ψει καὶ ὅ­λη τὴν πε­ρι­ου­σί­α της σὲ για­τροὺς καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἀφοῦ πλη­σί­α­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ πί­σω, ὥ­στε νὰ μὴν τὴν ἀν­τι­λη­φθεῖ κα­νείς, ἐ­πει­δὴ ντρε­πό­ταν νὰ γί­νει φα­νε­ρὴ ἡ ἀρ­ρώ­στια της, ἄγ­γι­ξε τὴν ἄ­κρη τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ ἐν­δύ­μα­τός του κι ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σε ἡ αἱ­μορ­ρα­γί­α της. Τό­τε εἶ­πε ὁ Ἰησοῦς: Ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Κι ἐ­πει­δὴ ὅ­λοι οἱ τρι­γύ­ρω ἀρ­νοῦν­ταν, εἶ­πε ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τὲς πού ἦ­ταν μα­ζί του: Δι­δά­σκα­λε, τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ σὲ πε­ρι­κύ­κλω­σαν καὶ σὲ πι­έ­ζουν ἀ­σφυ­κτι­κὰ· καὶ σὺ λές, ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως εἶπε: Κά­ποι­ος μὲ ἄγ­γι­ξε. Δι­ό­τι ἐγώ κα­τά­λα­βα ὅ­τι βγῆ­κε ἀ­πὸ πά­νω μου δύ­να­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα εἶ­δε ὅ­τι δὲν μπό­ρε­σε νὰ κρυ­φτεῖ καὶ δὲν ξέ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ αὐ­τὸ πού ἔ­κα­νε, ἦλ­θε τρέ­μον­τας ἀ­πὸ τὸ φό­βο της, κι ἀφοῦ ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὴ μπρο­στά του, τοῦ δι­η­γή­θη­κε μπρο­στὰ σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ γιὰ ποι­ὰ αἰ­τί­α τὸν ἄγ­γι­ξε καὶ πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε ἀ­μέ­σως. Τό­τε ὁ Ἰησοῦς ­τῆς εἶ­πε: Ἔ­χε θάρ­ρος, κό­ρη μου, ἡ πε­ποί­θη­ση πού εἶ­χες ὅ­τι θὰ ἔ­βρι­σκες τὴν ὑ­γεί­α σου ἂν μὲ ἄγ­γι­ζες, αὐ­τὴ ἡ πί­στη σου σ' ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει. Πή­γαι­νε στὸ κα­λό, εἰ­ρη­νι­κὴ καὶ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἀ­νη­συ­χί­α πού δο­κί­μα­ζες πιὸ πρὶν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­σθε­νεί­ας σου. Κι ἐ­νῶ μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη ὁ Ἰησοῦς, ἦλ­θε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τοῦ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου καὶ τοῦ εἶ­πε: Πέ­θα­νε ἡ κό­ρη σου· μὴν κου­ρά­ζεις ἄλ­λο καὶ μὴν ἐ­νο­χλεῖς πιὰ τὸν δι­δά­σκα­λο. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως, μό­λις ἄ­κου­σε τὴν εἴ­δη­ση αὐ­τή, τοῦ εἶ­πε: Μὴ φο­βᾶ­σαι, μό­νο συ­νέ­χι­σε νὰ πι­στεύ­εις, καὶ θὰ σω­θεῖ ἡ κόρη σου ἀπ' τὸ θά­να­το. Κα­τό­πιν, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄ­φη­σε νὰ μπεῖ κα­νεὶς ἄλ­λος στὸ δω­μά­τιο τῆς νε­κρῆς πα­ρὰ μό­νο ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ πα­τέ­ρας τοῦ κο­ρι­τσιοῦ καὶ ἡ μη­τέ­ρα. Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­λοι ἔ­κλαι­γαν καὶ χτυ­ποῦ­σαν τὰ στή­θη τους καὶ τὰ κε­φά­λια τους γιὰ τὴ νε­κρή. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖ­τε· δὲν πέ­θα­νε, ἀλλά κοι­μᾶ­ται. Καὶ ἐ­κεῖ­νοι τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν, δι­ό­τι ἦ­ταν βέ­βαι­οι ὅ­τι τὸ κο­ρι­τσά­κι εἶ­χε πε­θά­νει. Αὐ­τὸς ὅ­μως, ἀφοῦ τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔπιασε τὸ χέ­ρι της καὶ τῆς φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κό­ρη, σή­κω ἐ­πά­νω. Τό­τε ἡ ψυ­χὴ της ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ σῶ­μα καὶ ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­μέ­σως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δι­έ­τα­ξε νὰ τῆς δώ­σουν φα­γη­τὸ νὰ φά­ει, γιὰ νὰ πά­ρει δυ­νά­μεις με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξάν­τλη­ση πού τῆς εἶ­χε φέ­ρει ἡ χρό­νια καὶ θα­να­τη­φό­ρα ἀ­σθέ­νειά της. Οἱ γο­νεῖς της ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ κυ­ρι­εύ­τη­καν ἀ­πὸ βα­θὺ καὶ με­γά­λο θαυ­μα­σμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κα­νέ­ναν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, γιὰ νὰ μὴν ἐ­ρε­θί­ζε­ται ὁ φθό­νος τῶν ἐχθρῶν του.


Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΟΜΙΛΙΑ Π. ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Πάφου καί ὁ Ἱερός Ναός Ἀποστόλων Παύλου καί Βαρνάβα
σᾶς προσκαλοῦν στήν Ὁμιλία,
πού θά γίνει στήν Αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου Ἀποστόλου Παύλου
τήν Δευτέρα 22α Ὀκτωβρίου στίς 6.30 τό ἀπόγευμα.
Ὁμιλητής:
ὁ Ἀρχιμανδρίτης – Συγγραφέας
π. Ἀστέριος Χατζηνικολάου
Θέμα:
«ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ».

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ
(21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018)


 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου, ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾽Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου· δι­ό­τι ἐξ ἔρ­γων νό­μου οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἆ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; μὴ γέ­νοι­το! Εἰ γὰρ, ἃ κα­τέ­λυ­σα, ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ. 
                                         (Γαλ.  β΄[1] 16-20)  
ΠΕΘΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ
1. ΓΙΑΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­ξη­γεῖ για­τί ὁ ἄν­θρω­πος δὲν σώ­ζε­ται τη­ρών­τας μό­νο τὶς τυ­πι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ Νό­μου τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης· καὶ ἀ­πο­λο­γεῖ­ται για­τί ὁ ἴ­διος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν Νό­μο αὐ­τό. Βέ­βαι­α ἐ­μεῖς ἀ­κού­γον­τας αὐ­τὲς τὶς ἔν­νοι­ες δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί σή­μαι­νε γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ γιὰ ἕ­ναν Ἑ­βραῖ­ο καὶ μά­λι­στα γιὰ ἕ­ναν τό­σο με­γά­λο νο­μο­δι­δά­σκα­λο ὅ­πως ὁ Παῦ­λος νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν Νό­μο. Αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ἀ­δι­α­νό­η­το ἢ πα­ρά­λο­γο. Μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φθοῦ­με ἕ­να χα­ρι­σμα­τοῦ­χο νέ­ο μὲ τέ­τοι­α μόρ­φω­ση, δρά­ση καὶ προ­ο­πτι­κή, νὰ τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πει ὅ­λα καὶ νὰ δι­α­κη­ρύτ­τει μὲ θάρ­ρος τὴν ἀ­νε­πάρ­κεια τοῦ Νό­μου; Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ἕ­νας θά­να­τος. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­μως πε­ρι­φρό­νη­σε τὴν κα­τα­κραυ­γὴ τοῦ κό­σμου, ἀ­δι­α­φό­ρη­σε γιὰ τὶς προ­σω­πι­κὲς συ­νέ­πει­ες καὶ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ τὸ ἅλ­μα.
Καὶ δι­α­κη­ρύτ­τει πλέ­ον ξε­κά­θα­ρα: κα­νεὶς ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ τη­ρών­τας τὶς τυ­πι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου. Ὁ ἄν­θρω­πος σώ­ζε­ται μό­νο πι­στεύ­ον­τας στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.
Καὶ ἐ­πει­δὴ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ πολ­λοὶ Ἑ­βραῖ­οι ὑ­πο­στή­ρι­ζαν ὅ­τι ὅ­σοι ἄ­φη­σαν τὸν Νό­μο εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λοί, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πο­λο­γεῖ­ται: Δὲν εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοὶ ὅ­σοι ἀ­φή­σα­με τὸν Νό­μο, δι­ό­τι σ᾿ αὐ­τή μας τὴν πρά­ξη μᾶς ὁ­δή­γη­σε ὁ Χρι­στός. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν λοι­πὸν κι ὁ Χρι­στὸς νὰ εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της τῆς ἁ­μαρ­τί­ας;
Ὅ­μως ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος προ­σθέ­τει κι ἕ­να ἀ­κό­μη ἐ­πι­χεί­ρη­μα: Ὁ Νό­μος, λέ­ει, τι­μω­ρεῖ μὲ θά­να­το κά­θε πα­ρα­βά­τη του. Ἄ­ρα ἐ­γὼ ποὺ ἐγ­κα­τέ­λει­ψα τὸν Νό­μο εἶ­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σὲ θά­να­το. Κι ἐφ᾿ ὅ­σον εἶ­μαι νε­κρός, πά­νω μου δὲν ἔ­χει κα­μί­α ἰ­σχὺ πλέ­ον ὁ Νό­μος. Ἔ­χω πε­θά­νει ὡς πρὸς τὸν Νό­μο γιὰ νὰ ζή­σω γιὰ τὸν Χρι­στό.
Ἀ­κού­γον­τας ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ με­γά­λα καὶ ἱ­ε­ρὰ ποὺ λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἂς θέ­σου­με ἐ­μεῖς ἕ­να ἁ­πλὸ ἐ­ρώ­τη­μα στὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε ποὺ βα­πτι­σθή­κα­με στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μέ­σα στὴν ἁ­γί­α κο­λυμ­βή­θρα νε­κρω­θή­κα­με ὡς πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἔ­χου­με τὴ δι­ά­θε­ση τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου νὰ νε­κρώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας ὡς πρὸς τὸν κό­σμο καὶ τὴν ἁ­μαρ­τί­α; Ἔ­χου­με τὴ δύ­να­μη νὰ πε­ρι­φρο­νοῦ­με κά­θε ἐγ­κό­σμιο, γιὰ νὰ ζοῦ­με μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ γιὰ τὸν Χρι­στό;
2. Η ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΖΩΗ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­μως δὲν μέ­νει μό­νο μέ­χρι τὸ στά­διο τοῦ θα­νά­του. Ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει λέ­γον­τας ὅ­τι πλέ­ον ζεῖ μιὰ νέ­α ζω­ή, ζω­ὴ ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ ζω­ὴ ποὺ μέ­χρι τό­τε ζοῦ­σε. Δι­ό­τι πλέ­ον δὲν ζεῖ ὁ ἴ­διος, ὁ πα­λαι­ὸς δη­λα­δὴ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ ζεῖ μέ­σα του ὁ Χρι­στός.
Βέ­βαι­α εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ πε­ρι­γρά­ψει κα­νεὶς αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ὴ τοῦ Παύ­λου καὶ κά­θε ἀ­να­γεν­νη­μέ­νου πι­στοῦ. Δι­ό­τι εἶ­ναι ζω­ὴ ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη καὶ ὑ­περ­φυ­σι­κή. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ κα­λύ­τε­ρη ζω­ὴ ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῶν πολ­λῶν ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ ὄν­τως ζω­ή, ζω­ὴ πί­στε­ως καὶ ἁ­γι­ό­τη­τος καὶ πλή­ρους ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως στὸν Θε­ό. Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ζεῖ αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ὴ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ νε­κρώ­νει μέ­σα του κα­θη­με­ρι­νὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, νὰ νε­κρώ­νει τὸ δι­κό του θέ­λη­μα, γιὰ νὰ ἀ­φή­νει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ νὰ κυ­βερ­νᾶ τὴ ζω­ή του. Κι ἔ­τσι μέ­σα στὴν καρ­διά του κα­τοι­κεῖ πλέ­ον ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς κυ­ρι­εύ­ει τὴν ψυ­χή του καὶ τὴν κι­νεῖ πρὸς τὸ δι­κό του θεῖ­ο θέ­λη­μα. Τώ­ρα πλέ­ον δὲν ἐ­νερ­γεῖ ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἀλ­λὰ μέ­σα του ἐ­νερ­γεῖ ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς κά­νει τὰ πάν­τα, ὁ Χρι­στὸς μι­λά­ει, ὁ Χρι­στὸς ἀ­κού­ει, ἀ­γα­πά­ει, κυ­ρια­ρχεῖ καὶ δε­σπό­ζει.
3. ΠΟΣΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ
Ποι­ὰ ἦ­ταν ὅ­μως ἡ κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη ποὺ ὁ­δή­γη­σε τὸν Παῦ­λο σὲ μί­α τό­σο με­γά­λη με­τα­στρο­φή; Μᾶς ἀ­παν­τᾶ ὁ ἴ­διος ὁ Ἀ­πό­στο­λος: Ἡ πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος, λέ­ει, τὸν ἀ­γά­πη­σε προ­σω­πι­κὰ καὶ πα­ρέ­δω­σε τὸν Ἑ­αυ­τό του στὸ θά­να­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του.
Ἐ­δῶ ὅ­μως προ­κύ­πτει τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ὁ Χρι­στὸς μό­νο τὸν Παῦ­λο ἀ­γά­πη­σε καὶ μό­νο γι᾿ αὐ­τὸν σταυ­ρώ­θη­κε καὶ πέ­θα­νε; Ὁ Χρι­στὸς ὅ­λους τοὺς ἀ­γά­πη­σε καὶ γιὰ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους θυ­σι­ά­στη­κε. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­μως ἐ­πει­δὴ κα­τά­λα­βε ἀ­πὸ τί μᾶς ἀ­πάλ­λα­ξε ὁ Χρι­στὸς καὶ ποι­ὰ ἀ­γα­θὰ μᾶς χά­ρι­σε, τό­σο πο­λὺ πυ­ρώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἱ­ε­ροὶ Πα­τέ­ρες, «τὸ κοι­νὸν ἴ­διον ποι­εῖ­ται», αἰ­σθάν­θη­κε αὐ­τὴ τὴν οἰ­κου­με­νι­κὴ κί­νη­ση τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ σὲ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο· σὰν νὰ ἀ­γά­πη­σε ὁ Χρι­στὸς μό­νο τὸν Παῦ­λο καὶ σὰν νὰ πέ­θα­νε μό­νο γι᾿ αὐ­τόν.
Ἂς προ­σπα­θή­σου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς ὅ­σο μπο­ροῦ­με νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με αὐ­τὴν τὴν προ­σω­πι­κὴ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κα­θέ­να μας. Νὰ συ­ναι­σθαν­θοῦ­με ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἀ­γά­πη­σε σὰν νὰ ἦ­ταν ὁ κα­θέ­νας μας τὸ μο­να­δι­κὸ πρό­σω­πο τῆς ἀ­γά­πης του. Καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ μᾶς προ­σω­πι­κά. Καὶ μᾶς ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὸ χει­ρό­τε­ρο δει­νό, τὴν ἁ­μαρ­τί­α, τὴ φθο­ρὰ καὶ τὸν θά­να­το. Ἂν τὸ αἰ­σθαν­θοῦ­με αὐ­τὸ πραγ­μα­τι­κὰ μέ­σα μας, θὰ γε­μί­σει ἡ ψυ­χή μας ἀ­πὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιὰ τὸν Λυ­τρω­τή μας, θὰ ἀλ­λά­ξει καὶ ἡ δι­κή μας ζω­ή. Θὰ μπο­ροῦ­με κι ἐ­μεῖς τό­τε νὰ ζοῦ­με τὸ μυ­στή­ριο τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς καὶ νὰ λέ­με: «ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός». Ἀ­μήν.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ­  ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σε­ν αὐ­τῷ ἀ­νή­ρ τι­ς ἐκ τῆς πό­λε­ως, ὃς εἶ­χε δαι­μό­νια ἐκ χρό­νω­ν ἱ­κα­νῶν, καὶ ἱ­μά­τι­ο­ν οὐ­κ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, καὶ ἐν οἰ­κί­ᾳ οὐ­κ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τοῖς μνή­μα­σιν. ἰ­δὼ­ν δὲ τὸ­ν Ἰ­η­σοῦ­ν καὶ ἀ­να­κρά­ξα­ς προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ καὶ φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τί ἐ­μοὶ καὶ σοί, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μή με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γὰρ τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γὰρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, καὶ ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι καὶ πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, καὶ δι­αρ­ρήσ­σων τὰ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ τοῦ δα­ί­μο­νος εἰς τὰ­ς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δὲ αὐ­τὸ­ν ὁ Ἰ­η­σοῦ­ς λέ­γων· Τί σο­ί ἐ­στιν ὄ­νο­μα; ὁ δὲ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νια πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν εἰς αὐ­τόν· καὶ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸ­ν ἵ­να μὴ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς εἰς τὴ­ν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. Ἦν δὲ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρω­ν ἱ­κα­νῶ­ν βο­σκο­μέ­νη ἐν τῷ ὄ­ρει· καὶ πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸ­ν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς εἰ­ς ἐ­κε­ί­νου­ς εἰ­σελ­θεῖν· καὶ ἐ­πέ­τρε­ψε­ν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δὲ τὰ δαι­μό­νια ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον εἰς τοὺς χο­ί­ρους, καὶ ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν λί­μνην καὶ ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τε­ς δὲ οἱ βό­σκον­τες τὸ γε­γε­νη­μέ­νο­ν ἔ­φυ­γον, καὶ ἀ­πήγ­γει­λα­ν εἰς τὴν πό­λιν καὶ εἰς τοὺ­ς ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θο­ν δὲ ἰ­δεῖ­ν τὸ γε­γο­νὸς, καὶ ἦλ­θο­ν πρὸς τὸ­ν Ἰ­η­σοῦν, καὶ εὗ­ρον κα­θή­με­νον τὸ­ν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' οὗ τὰ δαι­μό­νια ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νο­ν καὶ σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καὶ ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λα­ν δὲ αὐ­τοῖς οἱ ἰ­δόν­τε­ς πῶ­ς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. καὶ ἠ­ρώ­τη­σα­ν αὐ­τὸ­ν ἅ­πα­ν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶ­ν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δὲ ἐμ­βὰ­ς εἰς τὸ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δὲ αὐ­τοῦ ὁ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' οὗ ἐ­ξε­λη­λύ­θει τὰ δαι­μό­νια, εἶ­ναι σὺν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δὲ αὐ­τὸ­ν ὁ Ἰ­η­σοῦ­ς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε εἰς τὸν οἶ­κόν σου καὶ δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι ὁ Θε­ός. καὶ ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λη­ν τὴν πό­λιν κη­ρύσ­σω­ν ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σε­ν αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς.    
                            (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
    
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γα­δα­ρη­νῶν, πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔ­τε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλ­λά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐ­τό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλ­λά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐ­κεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀ­φοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸν γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰ­η­σοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χαν βγεῖ τά δαι­μό­νια νά κά­θε­ται κον­τά στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί νά εἶ­ναι ντυ­μέ­νος καί σω­φρο­νι­σμέ­νος. Καί φο­βή­θη­καν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρη­νῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰ­η­σοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐ­ξέ­τρε­φαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ δι­ε­κή­ρυτ­τε σ' ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς.