Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(14 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
Τέκνον Τίτε, πι­στὸς λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.
                                    (Τίτ. γ΄[3] 8 – 15)

ΤΑ ΕΡΓΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΑΣ
1. ΠΡΩΤΟΙ ΣΤΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σή­με­ρα τι­μᾶ τὴ μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων τῆς Ζ' ἐν Νικαίᾳ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, οἱ ὁποῖοι ὄ­χι μό­νο ἀ­να­στή­λω­σαν τὶς ἅ­γι­ες εἰ­κό­νες, ἀλλὰ καὶ κα­τα­δί­κα­σαν συ­νο­λι­κῶς ὅ­λες τὶς αἱ­ρέ­σεις ποὺ εἶ­χαν ἐμ­φα­νι­σθεῖ μέ­χρι τό­τε.
Στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ποὺ ἔ­χει ἐ­πι­λε­γεῖ πρὸς τι­μὴν τῶν ἁγί­ων αὐ­τῶν Πα­τέ­ρων, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει στὸν μα­θη­τή του Τί­το ὅ­τι οἱ ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ως ποὺ τοῦ προ­α­νέ­φε­ρε εἶ­ναι ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τες. Καὶ τοῦ ζη­τᾶ νὰ μι­λά­ει στοὺς πι­στοὺς γιὰ τὶς ἀ­λή­θει­ες αὐ­τὲς μὲ βε­βαι­ό­τη­τα, γιὰ νὰ φρον­τί­ζουν ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ νὰ πρω­το­στα­τοῦν ἀ­κού­ρα­στα σὲ κα­λὰ ἔρ­γα. «Τα­ῦτά ἐστι τὰ κα­λὰ καὶ ὠ­φέ­λι­μα τοῖς ἀνθρώ­ποις», γρά­φει. Στὴ συ­νέ­χεια ζη­τεῖ ἀ­πὸ τὸν ἅ­γιο Τί­το νὰ ἀ­πο­φεύ­γει τὶς ἀ­νό­η­τες συ­ζη­τή­σεις καὶ τὶς γε­νε­α­λο­γί­ες γιὰ τοὺς μυ­θι­κοὺς θε­οὺς ἢ τοὺς προ­γό­νους, ὅ­πως καὶ τὶς φι­λο­νι­κί­ες γιὰ τὸν ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ νό­μο, δι­ό­τι δὲν φέρ­νουν κα­μί­α ὠ­φέ­λεια ἀλλ᾿ εἶ­ναι μά­ται­ες.
Δύ­ο λοι­πὸν βα­σι­κὰ στοι­χεῖ­α ζη­τεῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὸν μα­θη­τή του Τί­το ἀλλὰ καὶ ἀ­πὸ κά­θε πι­στὸ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: τὰ κα­λὰ ἔρ­γα καὶ τὰ ὠ­φέ­λι­μα λό­για. Ἔρ­γα καὶ λό­για. Καὶ μά­λι­στα σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ὅ­πως ἡ ση­με­ρι­νή, ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν κου­ρα­στεῖ ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ λό­για ποὺ δὲν ἔ­χουν ἀν­τί­κρι­σμα, ἡ προ­τρο­πὴ τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου ἔ­χει με­γά­λη ἐ­πι­και­ρό­τη­τα.
Καὶ θέ­τουν ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς πι­στοὺς μπρο­στὰ στὴν εὐ­θύ­νη μας. Δι­ό­τι κι ἔ­μεῖς δυ­στυ­χῶς κά­πο­τε ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς, νὰ λέ­με λό­για χω­ρίς­ να κά­νου­με ἔρ­γα. Νὰ κά­νου­με εὔ­κο­λα κρι­τι­κές, χω­ρὶς νὰ θέ­λου­με νὰ κου­ρα­στοῦ­με καὶ νὰ ἐρ­γα­σθοῦ­με σὲ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καὶ δι­α­κο­νί­ας. Ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος ὅ­μως μᾶς ζη­τεῖ ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το: λί­γα λό­για καὶ πολ­λὰ ἔρ­γα. Νὰ ἀ­φή­σου­με τὶς ἀ­τε­λεί­ω­τες συ­ζη­τή­σεις γιὰ πράγ­μα­τα ἀ­νού­σια ἢ καὶ ἁ­μαρ­τω­λά, καὶ νὰ πρω­το­στα­τοῦ­με στὰ κα­λὰ ἔρ­γα. Νὰ τὰ ἐ­πι­τε­λοῦ­με ὄ­χι ἀ­ναγ­κα­στι­κά, ἀλλὰ μὲ ζῆ­λο καὶ αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νου­με ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη, νὰ ζη­τή­σουν τὴ βο­ή­θειά μας. Ἄλ­λα νὰ ἐ­πι­ζη­τοῦ­με οἱ ἴ­διοι εὐ­και­ρί­ες ἀγάπης.
Κά­ποι­οι ὑ­πο­φέ­ρουν, ἄλ­λοι πει­νοῦν, κά­ποι­οι ἀ­νήμ­πο­ροι θέ­λουν συμ­πα­ρά­στα­ση, κά­ποι­οι μο­να­χι­κοὶ τὴν πα­ρη­γο­ριά μας. Ἄλ­λοι ἀ­πο­γο­η­τεύ­ον­ται στὶς μα­κρο­χρό­νι­ες ἀρ­ρώ­στι­ες τους καὶ ἄλ­λοι ἀ­πελ­πί­ζον­ται ἀ­πὸ τὰ βά­σα­να τῆς ζω­ῆς. Ἂν ἀρ­κού­μα­στε μό­νο σὲ δι­α­πι­στώ­σεις γιὰ τὸ κα­κό της ἐ­πο­χῆς μας καὶ σὲ λό­για κρι­τι­κὰ γιὰ τοὺς ἄλ­λους, δὲν κερ­δί­ζου­με τί­πο­τε. Τὰ λό­γιά μας δὲν ἔ­χουν κα­νέ­να ἀν­τί­κρι­σμα καὶ ἡ ζωή μας μοιά­ζει ὑ­πο­κρι­τι­κὴ καὶ ψεύ­τι­κη. Ὅ­λοι μας λοι­πὸν ἂς κά­νου­με ἕ­να νέ­ο ξε­κί­νη­μα ἀ­γά­πης. Νὰ ψά­ξου­με νὰ βροῦ­με τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ χρει­ά­ζον­ται τὴν ἀ­γά­πη μας. Ἔ­τσι θὰ πλου­τί­σει ἡ ζω­ή μας μὲ καρ­ποὺς ἀ­ρε­τῆς καὶ θὰ πλημ­μυ­ρί­σει ἡ καρ­διά μας ἀ­πὸ εἰ­ρή­νη καὶ ἀ­νά­παυ­ση.
2. ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος κα­λεῖ τὸν μα­θη­τή του Τί­το νὰ προ­σέ­χει ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ἀν­θρώ­πους. Το­ῦ λέ­ει συγ­κε­κρι­μέ­να: «Αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ». Αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σκάν­δα­λα καὶ δι­αι­ρέ­σεις στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­νῶ τὸν συμ­βού­λευ­σες γιὰ πρώ­τη καὶ γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρά, πα­ρά­τη­σέ τον καὶ ἀ­πό­φευ­γέ τον. Μά­θε ὅ­τι ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­χει δι­α­στρα­φεῖ καὶ ἁ­μαρ­τά­νει· καὶ γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του αὐ­τὴ ἐ­λέγ­χε­ται καὶ κα­τα­κρί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του καὶ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό.
Κα­τό­πιν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δί­νει στὸν μα­θη­τή του κά­ποι­ες πρα­κτι­κὲς ὁ­δη­γί­ες. Τοῦ λέ­ει: Ὅ­ταν σοῦ στεί­λω τὸν Ἀρτεμᾶ ἢ τὸν Τυχι­κό, φρόν­τι­σε γρή­γο­ρα νὰ ἔλ­θεις στὴ Νι­κό­πο­λη, δι­ό­τι ἐκεῖ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ πε­ρά­σω τὸν χει­μώ­να. Τὸν Ζη­νᾶ καὶ τὸν Ἀπολλὼ κατευ­ό­δω­σέ τους μὲ ἐ­πι­με­λη­μέ­νη φρον­τί­δα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λεί­πει τί­πο­τε στὸ τα­ξί­δι τους. Ἂς παίρ­νουν ἔ­τσι μά­θη­μα καὶ οἱ ἄλ­λοι πι­στοὶ νὰ πρω­το­στα­τοῦν στὰ κα­λὰ ἔρ­γα καὶ νὰ συν­τρέ­χουν τοὺς ἀ­δελ­φοὺς στὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες ὑ­λι­κές τους ἀ­νάγ­κες, γιὰ νὰ μὴ στε­ροῦν­ται πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­πούς. Σὲ χαι­ρε­τοῦν ἐγ­κάρ­δια ὅ­σοι εἶ­ναι μα­ζί μου. Χαι­ρέ­τη­σε ὅ­λους τους πι­στοὺς ποὺ μᾶς ἀ­γα­ποῦν. Ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ νὰ εἶναι μὲ ὅ­λους σας.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λοι­πὸν ζη­τᾶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πὸ τὸν μα­θη­τή του νὰ ἀ­πο­φεύ­γει κά­θε αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο. Ἡ προ­τρο­πή του αὐ­τὴ ἴ­σως φαί­νε­ται σὲ με­ρι­κοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς μας κά­πως ὑ­περ­βο­λι­κή. Λέ­νε κά­ποι­οι σχε­τι­κά: Για­τί νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς; Ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μας μα­ζί τους θὰ τοὺς βο­η­θή­σει νὰ με­τα­νο­ή­σουν. Ἄλ­λω­στε, λέ­νε, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἡ μόνη ἀλήθεια, δὲν ἔχει να φοβηθεῖ τίποτε καὶ κανένα.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α πράγ­μα­τι δὲν ἔ­χει νὰ φο­βη­θεῖ τί­πο­τε, ἀλλὰ ἐμεῖς προ­σω­πι­κὰ κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ ζη­μι­ω­θοῦ­με πο­λὺ ὅ­ταν συ­να­να­στρε­φό­μα­στε μὲ αἱ­ρε­τι­κούς. Δι­ό­τι οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοὶ ἔ­χουν ἐ­κτρα­πεῖ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας καὶ μέ­νουν πει­σμα­τι­κὰ στὸ ψεῦ­δος τους. Ὅ­ταν συ­ζη­τᾶ κα­νεὶς μα­ζί τους, ὄ­χι μό­νο δὲν δέ­χον­ται ν᾿ ἀ­κού­σουν τὴν ἀ­λή­θεια, ἀλλὰ δη­μι­ουρ­γοῦν καὶ ἐν­τά­σεις καὶ ἀ­να­στα­τώ­σεις, δι­ό­τι εἶ­ναι πει­σμα­τι­κὰ προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὴν πλά­νη τους. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ οἱ ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νες συ­ζη­τή­σεις μα­ζί τους ἀ­πο­τε­λοῦν ἄ­σκο­πο κό­πο. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἐ­πει­δὴ κά­ποι­οι πι­στοὶ δυ­στυ­χῶς δὲν γνω­ρί­ζουν κα­λὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας, ἐ­πη­ρε­ά­ζον­ται καὶ γε­μί­ζουν ἀμ­φι­βο­λί­ες. Τὸ ἔρ­γο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἄλ­λω­στε τὸ ἔ­χουν στὴν εὐ­θύ­νη τους οἱ κλη­ρι­κοὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἐμεῖς ἂς προ­σευ­χό­μα­στε κι ἂς πε­ρι­μέ­νου­με τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ κά­ποι­ων ἀπ᾿ αὐ­τούς, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἔ­χου­με συ­να­να­στρο­φὲς μα­ζί τους.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων το σπεῖ­ραι τν σπό­ρον αὐ­τοῦ. κα ν τ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν μν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τν ὁ­δόν, κα κα­τε­πα­τή­θη, κα τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τν πέ­τραν, κα φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τ μ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τν ἀ­καν­θῶν, κα συμ­φυ­εῖ­σαι α ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ες τν γν τν ἀ­γα­θήν, κα φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δ αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τς εἴ­η πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; δ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τ μυ­στή­ρι­α τς βα­σι­λε­ί­ας το Θε­οῦ, τος δ λοι­ποῖς ν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα ἀ­κο­ύ­ον­τες μ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δ αὕ­τη πα­ρα­βο­λή· σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος το Θε­οῦ· ο δ πα­ρὰ τν ὁ­δόν εἰ­σιν ο ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος κα αἴ­ρει τν λό­γον ἀ­πὸ τς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. ο δ ἐ­πὶ τς πέ­τρας ο ὅ­ταν ἀ­κο­ύ­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τν λό­γον, κα οὗ­τοι ῥί­ζαν οκ ἔ­χου­σιν, ο πρς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι κα ν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τ δ ες τς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν ο ἀ­κού­σαν­τες, κα ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν κα πλο­ύ­του κα ἡ­δο­νῶν το βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται κα ο τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τ δ ν τ κα­λῇ γ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ κα ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον κα­τέ­χου­σι κα καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ν ὑ­πο­μο­νῇ.            
        (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν πα­ρα­βο­λή: Βγῆ­κε ὁ σπο­ριὰς στὸ χω­ρά­φι του, γιὰ νὰ σπεί­ρει τὸν σπό­ρο του. Καὶ κα­θὼς ἔ­σπερ­νε, με­ρι­κοὶ σπό­ροι ἔ­πε­σαν κον­τὰ στὸ δρόμο τοῦ χω­ρα­φιοῦ καὶ κα­τα­πα­τή­θη­καν ἀ­πό τούς δι­α­βά­τες, καὶ τοὺς κα­τέφα­γαν τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄλ­λοι σπό­ροι πά­λι ἔ­πε­σαν πά­νω σὲ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος, κι ἀφοῦ φύ­τρω­σαν, ξε­ρά­θη­καν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χαν ὑ­γρα­σί­α· Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν σὲ ἔ­δα­φος γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, κι ὅ­ταν τὰ ἀγ­κά­θια φύ­τρω­σαν μα­ζί τους, τοὺς ἔ­πνι­ξαν τε­λεί­ως. Κι ἄλ­λοι σπό­ροι ἔ­πε­σαν μέ­σα στὴ γῆ τὴ μα­λα­κὴ καὶ εὔ­φο­ρη, καὶ ὅ­ταν φύ­τρω­σαν, ἔ­κα­ναν καρ­πὸ ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' τὸν σπό­ρο. Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τά, γιὰ νὰ δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο τό­νο στοὺς λό­γους του καὶ γιὰ νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του, φώ­να­ζε δυ­να­τά: Αὐ­τὸς πού ἔ­χει αὐ­τιὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐ­τὰ πού λέ­ω, ἂς ἀ­κού­ει.
Οἱ μα­θη­τές του τό­τε τὸν ρω­τοῦ­σαν καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α καὶ ἡ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς; Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Σὲ σᾶς πού ἔ­χε­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ κα­λὴ δι­ά­θε­ση σᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴ χά­ρη του νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ· στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές. Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, καὶ ὁ νοῦς τους εἶ­ναι ἀμαθής καὶ ἀ­νί­κα­νος γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γι' αὐ­τὸ δι­δά­σκω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δοῦν βα­θύ­τε­ρα καὶ κα­θα­ρό­τε­ρα, ἂν καὶ θὰ βλέ­πουν μὲ τὰ σω­μα­τι­κά τους μά­τια, καὶ γιὰ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν, ἂν καὶ θὰ ἀκοῦν τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὰ μυ­στή­ρια. Καὶ τὸ κά­νω αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους δι­και­ο­σύ­νης, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ ἀ­γα­θό­τη­τα, γιὰ νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὴ θέ­ση τους πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ σκλη­ρυν­θοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι αὐ­τή: Ὁ σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἔ­δα­φος πού εἶ­ναι κον­τὰ στὸ δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς πού ἄ­κου­σαν ἁ­πλῶς καὶ μό­νο τὸν λό­γο. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἀ­φαι­ρεῖ τὸν λό­γο ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ές τους, γιὰ νὰ μὴν πι­στέ­ψουν καὶ σω­θοῦν. Τὸ πε­τρῶ­δες ἔ­δα­φος ἐξάλλου πού δέ­χθη­κε τὸν σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αὐ­τοὺς οἱ ὁποῖοι ὅ­ταν ἀ­κού­σουν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ τὸν δέ­χον­ται μὲ χα­ρὰ καὶ ἐν­θου­σια­σμό. Μέ­σα τους ὅ­μως δὲν ἔ­χει αὐ­τὸς βα­θιὰ ρί­ζα, γιὰ νὰ στε­ρε­ω­θεῖ. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τοὶ γιὰ λί­γο χρό­νο πι­στεύ­ουν, ὅ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει και­ρὸς πει­ρα­σμοῦ ἢ δι­ωγ­μοῦ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη. Οἱ σπό­ροι πού ἔ­πε­σαν στὰ ἀγ­κά­θια συμ­βο­λί­ζουν ἐ­κεί­νους πού ἄ­κου­σαν τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ κι ἀρ­χί­ζουν μὲ κά­ποι­α προ­θυ­μί­α νὰ βα­δί­ζουν στὸν δρό­μο τῆς πί­στε­ως. Πνί­γον­ται ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πλού­τη, κα­θὼς κι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς σαρ­κι­κῆς ζω­ῆς, στὴν ὁποία δι­ευ­κο­λύ­νουν τὰ πλού­τη πού ἀ­πέ­κτη­σαν, κι ἔ­τσι δὲν προ­κύ­πτουν οὔ­τε φτά­νουν μέ­χρι τὸ τέ­λος, προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σουν τὸν καρ­πό. Οἱ σπό­ροι τώ­ρα πού ἔ­πε­σαν στὴν εὔ­φο­ρη γῆ συμ­βο­λί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους οἱ ὁποῖοι μὲ καρ­διὰ κα­λο­προ­αί­ρε­τη, εὐ­θεί­α καὶ ἀ­γα­θὴ ἄ­κου­σαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὸν λό­γο καὶ τὸν κρα­τοῦν σφι­χτὰ μέ­σα τους, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν τὶς ἀ­ρε­τὲς δεί­χνον­τας ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α στὶς θλί­ψεις καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ σ' ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦν στὴν ἄ­σκη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου