Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
(28 ΟΚΤΩ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.  
                 (Γαλ. Ϛ΄[6] 11-18)

ΝΕΚΡΩΣΗ ΚΑΙ ΖΩΗ
1.ΝΕΚΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα μι­λά­ει μὲ πό­νο στοὺς Γα­λά­τες γιὰ κά­ποι­ους δι­δα­σκά­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ ἀν­θρω­πα­ρέ­σκεια πα­ρέ­συ­ραν πολ­λοὺς πι­στούς. Προ­σέξ­τε, λέ­ει, μὲ πό­σο με­γά­λα γράμ­μα­τα σᾶς ἔ­γρα­ψα μὲ τὸ ἴ­διο μου τὸ χέ­ρι. Ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ἀ­ρέ­σουν στοὺς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τοὶ σᾶς πα­ρα­κι­νοῦν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε, μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ μὴ κα­τα­δι­ώ­κον­ται ἀπ᾿ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους γιὰ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­μως οὔ­τε κι αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­χουν πε­ρι­τμη­θεῖ τη­ροῦν τὶς τε­λε­τουρ­γι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, τὶς κα­θάρ­σεις καὶ τὶς ζω­ο­θυ­σί­ες. Ἀλ­λὰ θέ­λουν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε ἐ­σεῖς, γιὰ νὰ καυ­χη­θοῦν αὐ­τοὶ ὅ­τι σᾶς ἔ­πει­σαν νὰ δε­χθεῖ­τε τὴν πε­ρι­το­μή. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲν κι­νοῦ­μαι ἀ­πὸ τέ­τοι­α ἀν­θρω­πά­ρε­σκα ἐ­λα­τή­ρια. Πο­τὲ νὰ μὴ συμ­βεῖ ἐ­γὼ νὰ καυ­χη­θῶ γιὰ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο γιὰ τὸ ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς γιὰ χά­ρη μου πῆ­ρε μορ­φὴ δού­λου καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μου. Καὶ μὲ τὴν πί­στη στὸ σταυ­ρι­κό του αὐ­τὸ θά­να­το «ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­σταύ­ρω­ται κἀ­γὼ τῷ κό­σμῳ», ἔ­χει νε­κρω­θεῖ κι ἔ­χει χά­σει τὴ δύ­να­μή του ὁ κό­σμος γιὰ μέ­να. Ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ ἔ­χω νε­κρω­θεῖ γιὰ τὸν κό­σμο.
Πό­σο λοι­πὸν κα­τα­νο­οῦ­σε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ! Καὶ μὲ πό­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὸ δι­ε­κή­ρυτ­τε: Ὁ Χρι­στὸς γιὰ μέ­να πῆ­ρε μορ­φὴ δού­λου κι ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ ὑ­πέ­στη φρι­κτὸ μαρ­τύ­ριο καὶ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το· γιὰ μέ­να τὸν πρώ­ην δι­ώ­κτη, τὸν ὑ­βρι­στή, τὸν ἀ­γνώ­μο­να. Τό­σο πο­λὺ μὲ ἀ­γά­πη­σε, ὥ­στε νὰ πα­ρα­δώ­σει τὴ ζω­ή του στὸ θά­να­το. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ τὸν ἔ­κα­νε νὰ πε­ρι­φρο­νή­σει τὸν κό­σμο καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις του καὶ νὰ ἀ­φο­σι­ω­θεῖ στὸν σταυ­ρω­θέν­τα Κύ­ριο. Ὅ­λα τὰ μά­ται­α τοῦ κό­σμου χά­θη­καν γι᾿ αὐ­τόν, νε­κρώ­θη­καν, κι αὐ­τὸς πέ­θα­νε γιὰ ἐ­κεῖ­να. Οὔ­τε μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸν κυ­ρι­εύ­σουν, οὔ­τε κι ἐ­κεῖ­νος τὰ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε. Ἔ­με­νε ἀ­δι­ά­φο­ρος στὰ θέλ­γη­τρα καὶ τὶς ἀ­πει­λὲς τοῦ κό­σμου.
Ἡ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ τῆς καρ­διᾶς του καὶ ἡ νέ­κρω­σή του ὡς πρὸς τὸν κό­σμο θὰ πρέ­πει νὰ μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει καὶ νὰ γί­νει κτῆ­μα ὅ­λων μας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως σή­με­ρα ποὺ τό­σο εὔ­κο­λα πα­ρα­συ­ρό­μα­στε ἀ­πὸ τὴ μα­ται­ό­τη­τα καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς τῆς ἐ­πο­χῆς μας, θὰ πρέ­πει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι μό­νον ὅ­ταν κα­τα­νο­ή­σου­με τὸ μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Κυ­ρί­ου μας, θὰ νε­κρω­θεῖ μέ­σα μας ἡ ἕλ­ξη καὶ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ὴ τοῦ κό­σμου. Μό­νον ὅ­ταν ἀ­γα­πή­σου­με ἀ­λη­θι­νὰ τὸν σταυ­ρω­θέν­τα Κύ­ριο, δὲν θὰ μᾶς ἑλ­κύ­ει ὁ κό­σμος καὶ οἱ ἡ­δο­νές του. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο σκε­φτό­μα­στε καὶ με­λε­τοῦ­με βα­θύ­τε­ρα τὸ σταυ­ρι­κὸ πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου, τό­σο λι­γό­τε­ρο θὰ μᾶς ἑλ­κύ­ει ὁ κό­σμος. Ἡ καρ­διά μας θὰ στρέ­φε­ται πρὸς τὰ οὐ­ρά­νια. Καὶ θὰ ζοῦ­με μό­νο γιὰ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸν οὐ­ρα­νό.
2. ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΗ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει: «Ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ οὔ­τε πε­ρι­το­μή τι ἰ­σχύ­ει οὔ­τε ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ και­νὴ κτί­σις»· μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἔ­χει κα­μί­α ἀ­ξί­α οὔ­τε ἡ πε­ρι­το­μὴ οὔ­τε ἡ ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ ἰ­σχύ­ει μιὰ νέ­α κτί­ση. Δι­ό­τι κά­θε πι­στὸς ἀ­να­γεν­νᾶ­ται μὲ τὴ σταυ­ρι­κὴ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ ζεῖ μιὰ νέ­α ζω­ή. Κι ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ζοῦν αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ή, ἂς ἔ­χουν ἐ­πά­νω τους τὴν εἰ­ρή­νη καὶ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Στὸ ἑ­ξῆς, συ­νε­χί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, κα­νεὶς ἂς μὴ μοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ ἐ­νο­χλή­σεις, ζη­τών­τας ἀ­πὸ μέ­να νὰ ἀ­πο­λο­γοῦ­μαι γιὰ ὅ­σα κά­νω. Δι­ό­τι ἐ­γὼ βα­στά­ζω στὸ σῶ­μα μου τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν ποὺ δέ­χθη­κα γιὰ τὸν Κύ­ριο. Καὶ οἱ πλη­γές μου αὐ­τὲς εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­λο­γί­α μου. Σᾶς εὔ­χο­μαι, κα­τα­λή­γει, ἡ Χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου μας νὰ σᾶς ἐν­δυ­να­μώ­νει, ὥ­στε νὰ δι­α­τη­ρεῖ­τε πάν­το­τε τὸν ἁ­για­σμὸ ποὺ σᾶς ἔ­δω­σε τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα.
Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ και­νὴ κτί­ση, ἡ νέ­α ζω­ή, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α μι­λά­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; Ἂς ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κὰ κά­ποι­α στοι­χεῖ­α της. Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μὲ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμά μας εἰ­σήλ­θα­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν ὁ­δη­γη­θή­κα­με ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς φθο­ρᾶς στὴν ἀ­να­γέν­νη­ση. Ἡ ψυ­χή μας ἀ­να­και­νί­σθη­κε. Πλου­τί­σα­με μὲ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἔ­χου­με πλέ­ον τὴ δυ­να­τό­τη­τα, μὲ τὴν ἄ­σκη­ση, τὸν ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν καὶ τῶν πει­ρα­σμῶν, καὶ μὲ τὴ με­το­χή μας στὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας νὰ ζοῦ­με μί­α νέ­α ζω­ή, ζω­ὴ ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως καὶ αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως, ζω­ὴ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ οὐ­ρά­νια. Γι­νό­μα­στε νέ­οι ἄν­θρω­ποι. Σι­γὰ-σι­γὰ ἡ καρ­διά μας ἀ­να­και­νί­ζε­ται, ὁ νοῦς μας με­τα­βάλ­λε­ται. Ἀ­πο­κτοῦ­με «νοῦν Χρι­στοῦ». Οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, τὰ κί­νη­τρά μας, οἱ πό­θοι μας, ὅ­λα κα­τευ­θύ­νον­ται ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἔ­τσι εἰ­ρη­νεύ­ου­με μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Δὲν ζοῦ­με πλέ­ον μὲ τὸν φό­βο τῆς κο­λά­σε­ως, ἀλ­λὰ προ­γευ­ό­μα­στε τὴ χα­ρὰ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν κα­τά­στα­ση τὴ ζοῦν ἰ­δι­αι­τέ­ρως οἱ ἅ­γιοι ποὺ εἶ­ναι κα­τά­φορ­τοι μὲ τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, τὰ ὁ­ποῖ­α πι­στο­ποι­οῦν τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς. Ἂς πο­θή­σου­με κι ἐ­μεῖς λοι­πὸν αὐ­τὴν τὴν και­νὴ κτί­ση, τὴ ζω­ὴ τῶν ἁ­γί­ων, τὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς Χά­ρι­τος. Κι ἂς ξε­κι­νή­σου­με ἕ­ναν ἀ­γώ­να κα­θη­με­ρι­νό, γιὰ νὰ ἀλ­λά­ξει ἡ ζω­ή μας καὶ νὰ πλημ­μυ­ρί­σει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρ­διά μας μὲ τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄ­νο­μα Ἰάειρος, κα αὐτός ἄρ­χων τς συ­να­γω­γῆς ὑ­πῆρ­χε· κα πε­σὼν πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν εἰ­σελ­θεῖν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ, ὅ­τι θυ­γά­τηρ μο­νο­γε­νὴς ν αὐ­τῷ ς ἐ­τῶν δώ­δε­κα κα αὕ­τη ἀ­πέ­θνῃ­σκεν. ν δ τ ὑ­πά­γειν αὐ­τὸν ο ὄ­χλοι συ­νέ­πνι­γον αὐ­τόν. κα γυ­νὴ οὖ­σα ν ῥύ­σει αἵ­μα­τος ἀ­πὸ ἐ­τῶν δώ­δε­κα, ἥ­τις ἰ­α­τροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅ­λον τν βί­ον οκ ἴ­σχυ­σεν ὑ­π' οὐ­δε­νὸς θε­ρα­πευ­θῆ­ναι, προ­σελ­θοῦ­σα ὄ­πι­σθεν ἥ­ψα­το το κρα­σπέ­δου το ἱ­μα­τί­ου αὐ­τοῦ, κα πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ῥύ­σις το αἵ­μα­τος αὐ­τῆς. κα εἶ­πεν Ἰ­η­σοῦς· Τς ἁ­ψά­με­νός μου; ἀρ­νου­μέ­νων δ πάν­των εἶ­πεν Πτρος κα ο σν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, ο ὄ­χλοι συ­νέ­χου­σί σε κα ἀ­πο­θλί­βου­σι κα λέ­γεις τς ἁ­ψά­με­νός μου; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἥ­ψα­τό μο τις· ἐ­γὼ γρ ἔ­γνων δύ­να­μιν ἐ­ξελ­θοῦ­σαν ἀ­π' ἐ­μοῦ. ἰ­δοῦ­σα δ γυ­νὴ ὅ­τι οκ ἔ­λα­θε, τρέ­μου­σα ἦλ­θε κα προ­σπε­σοῦ­σα αὐ­τῷ δι' ν αἰ­τί­αν ἥ­ψα­το αὐ­τοῦ ἀ­πήγ­γει­λεν αὐ­τῷ ἐ­νώ­πι­ον παν­τὸς το λα­οῦ, κα ς ἰ­ά­θη πα­ρα­χρῆ­μα. δ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Θρσει, θύ­γα­τερ, πί­στις σου σέ­σω­κέ σε· πο­ρε­ύ­ου ες εἰ­ρή­νην. Ἔ­τι αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ἔρ­χε­ταί τις πα­ρὰ το ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου λέ­γων αὐ­τῷ ὅ­τι Τθνηκεν θυ­γά­τηρ σου· μ σκύλ­λε τν δι­δά­σκα­λον. δ Ἰ­η­σοῦς ἀ­κο­ύ­σας ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ λέ­γων· Μ φο­βοῦ· μό­νον πί­στευ­ε, κα σω­θή­σε­ται. ἐλ­θὼν δ ες τν οἰ­κί­αν οκ ἀ­φῆ­κεν εἰ­σελ­θεῖν οὐ­δέ­να ε μ Πτρον κα Ἰ­ω­άν­νην κα Ἰάκωβον κα τν πα­τέ­ρα τς παι­δὸς κα τν μη­τέ­ρα. ἔ­κλαι­ον δ πάν­τες κα ἐ­κό­πτον­το αὐ­τήν. δ εἶ­πε· Μ κλα­ί­ε­τε· οκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θε­ύ­δει. κα κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. αὐ­τὸς δ ἐκ­βα­λὼν ἔ­ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χει­ρὸς αὐ­τῆς ἐ­φώ­νη­σε λέ­γων· πας, ἐ­γε­ί­ρου. κα ἐ­πέ­στρε­ψε τ πνεῦ­μα αὐ­τῆς, κα ἀ­νέ­στη πα­ρα­χρῆ­μα, κα δι­έ­τα­ξεν αὐ­τῇ δο­θῆ­ναι φα­γεῖν. κα ἐ­ξέ­στη­σαν ο γο­νεῖς αὐ­τῆς· δ πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς μη­δε­νὶ εἰ­πεῖν τ γε­γο­νός.               
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἦλ­θεν στόν Ἰησοῦ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­άειρος  καὶ  ἦ­ταν  ἄρ­χον­τας  τῆς  συ­να­γω­γῆς.  Κι ἀφοῦ  ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὸς κον­τὰ στὰ πό­δια του, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ πά­ει στὸ σπί­τι του, δι­ό­τι εἶ­χε μί­α μο­νά­κρι­βη κό­ρη πε­ρί­που δώ­δε­κα χρό­νων πού βρι­σκό­ταν στὰ τε­λευ­ταῖ­α της καὶ πέ­θαι­νε. Καὶ τὴν ὥ­ρα πού ὁ Ἰ­η­σοῦς πή­γαι­νε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν πε­ρι­έ­βαλ­λαν ἀ­σφυ­κτι­κὰ καὶ τὸν πί­ε­ζαν. Τό­τε λοι­πὸν κά­ποι­α γυ­ναί­κα πού ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ αἱ­μορ­ρα­γί­α ἐ­δῶ καὶ δώ­δε­κα χρό­νια, ἡ ὁποία μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα βά­σα­να τῆς ἀρ­ρώ­στιας της εἶ­χε ξο­δέ­ψει καὶ ὅ­λη τὴν πε­ρι­ου­σί­α της σὲ για­τροὺς καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἀφοῦ πλη­σί­α­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ πί­σω, ὥ­στε νὰ μὴν τὴν ἀν­τι­λη­φθεῖ κα­νείς, ἐ­πει­δὴ ντρε­πό­ταν νὰ γί­νει φα­νε­ρὴ ἡ ἀρ­ρώ­στια της, ἄγ­γι­ξε τὴν ἄ­κρη τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ ἐν­δύ­μα­τός του κι ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σε ἡ αἱ­μορ­ρα­γί­α της. Τό­τε εἶ­πε ὁ Ἰησοῦς: Ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Κι ἐ­πει­δὴ ὅ­λοι οἱ τρι­γύ­ρω ἀρ­νοῦν­ταν, εἶ­πε ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τὲς πού ἦ­ταν μα­ζί του: Δι­δά­σκα­λε, τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ σὲ πε­ρι­κύ­κλω­σαν καὶ σὲ πι­έ­ζουν ἀ­σφυ­κτι­κὰ· καὶ σὺ λές, ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως εἶπε: Κά­ποι­ος μὲ ἄγ­γι­ξε. Δι­ό­τι ἐγώ κα­τά­λα­βα ὅ­τι βγῆ­κε ἀ­πὸ πά­νω μου δύ­να­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα εἶ­δε ὅ­τι δὲν μπό­ρε­σε νὰ κρυ­φτεῖ καὶ δὲν ξέ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ αὐ­τὸ πού ἔ­κα­νε, ἦλ­θε τρέ­μον­τας ἀ­πὸ τὸ φό­βο της, κι ἀφοῦ ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὴ μπρο­στά του, τοῦ δι­η­γή­θη­κε μπρο­στὰ σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ γιὰ ποι­ὰ αἰ­τί­α τὸν ἄγ­γι­ξε καὶ πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε ἀ­μέ­σως. Τό­τε ὁ Ἰησοῦς ­τῆς εἶ­πε: Ἔ­χε θάρ­ρος, κό­ρη μου, ἡ πε­ποί­θη­ση πού εἶ­χες ὅ­τι θὰ ἔ­βρι­σκες τὴν ὑ­γεί­α σου ἂν μὲ ἄγ­γι­ζες, αὐ­τὴ ἡ πί­στη σου σ' ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει. Πή­γαι­νε στὸ κα­λό, εἰ­ρη­νι­κὴ καὶ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἀ­νη­συ­χί­α πού δο­κί­μα­ζες πιὸ πρὶν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­σθε­νεί­ας σου. Κι ἐ­νῶ μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη ὁ Ἰησοῦς, ἦλ­θε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τοῦ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου καὶ τοῦ εἶ­πε: Πέ­θα­νε ἡ κό­ρη σου· μὴν κου­ρά­ζεις ἄλ­λο καὶ μὴν ἐ­νο­χλεῖς πιὰ τὸν δι­δά­σκα­λο. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως, μό­λις ἄ­κου­σε τὴν εἴ­δη­ση αὐ­τή, τοῦ εἶ­πε: Μὴ φο­βᾶ­σαι, μό­νο συ­νέ­χι­σε νὰ πι­στεύ­εις, καὶ θὰ σω­θεῖ ἡ κόρη σου ἀπ' τὸ θά­να­το. Κα­τό­πιν, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄ­φη­σε νὰ μπεῖ κα­νεὶς ἄλ­λος στὸ δω­μά­τιο τῆς νε­κρῆς πα­ρὰ μό­νο ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ πα­τέ­ρας τοῦ κο­ρι­τσιοῦ καὶ ἡ μη­τέ­ρα. Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­λοι ἔ­κλαι­γαν καὶ χτυ­ποῦ­σαν τὰ στή­θη τους καὶ τὰ κε­φά­λια τους γιὰ τὴ νε­κρή. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖ­τε· δὲν πέ­θα­νε, ἀλλά κοι­μᾶ­ται. Καὶ ἐ­κεῖ­νοι τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν, δι­ό­τι ἦ­ταν βέ­βαι­οι ὅ­τι τὸ κο­ρι­τσά­κι εἶ­χε πε­θά­νει. Αὐ­τὸς ὅ­μως, ἀφοῦ τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔπιασε τὸ χέ­ρι της καὶ τῆς φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κό­ρη, σή­κω ἐ­πά­νω. Τό­τε ἡ ψυ­χὴ της ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ σῶ­μα καὶ ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­μέ­σως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δι­έ­τα­ξε νὰ τῆς δώ­σουν φα­γη­τὸ νὰ φά­ει, γιὰ νὰ πά­ρει δυ­νά­μεις με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξάν­τλη­ση πού τῆς εἶ­χε φέ­ρει ἡ χρό­νια καὶ θα­να­τη­φό­ρα ἀ­σθέ­νειά της. Οἱ γο­νεῖς της ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ κυ­ρι­εύ­τη­καν ἀ­πὸ βα­θὺ καὶ με­γά­λο θαυ­μα­σμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κα­νέ­ναν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, γιὰ νὰ μὴν ἐ­ρε­θί­ζε­ται ὁ φθό­νος τῶν ἐχθρῶν του.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου