ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ
Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας,
ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν πόλιν
Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ
ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς
ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων·
εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·
ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε
ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν
παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ
τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις
μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι
δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ
ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί,
ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον
παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ
δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς
ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β΄
Κορ. ια΄[11] 31-33, ιβ΄[12] 1-9)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΑΠΕΙΝΟΣ
1. ΤαπεινΟς στΑ ΥψηλΑ
Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ
τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ εἶναι ἀποκαλυπτική. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγκάζεται
νὰ μιλήσει
γιὰ τὸν ἑαυτό του, προκειμένου νὰ ὑπερασπίσει τὸ ἀποστολικὸ
κύρος καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ κηρύγματός
του.
Ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅσων πρόκειται νὰ καταθέσει, ἀρχίζει μὲ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴ Δαμασκό. Τότε,
στὴν ἀρχὴ τῆς χριστιανικῆς του ζωῆς, ἤθελε νὰ τὸν συλλάβει ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως, ἀλλὰ διέφυγε, ἀφοῦ τὸν κατέβασαν
μέσα σὲ δικτυωτὸ καλάθι ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοῦ τείχους της.
Κι ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς περιπέτειές
του, σταματᾶ νὰ μιλᾶ γι’ αὐτὰ καί, γιὰ πρώτη φορά, κάνει λόγο γιὰ ἀποκαλύψεις ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γράφει:
─Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται σὲ στενὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καὶ ἀνυψώθηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Δὲν γνωρίζω ὅμως ἐὰν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ ἦταν σὲ ἔκσταση, ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει.
Πάντως γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε
ἔξω ἀπ’ τὸ σῶμα του, μόνο
μὲ τὴν ψυχή του, δὲν γνωρίζω, ὁ Θεὸς γνωρίζει) «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»· μεταφέρθηκε στὸν Παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὸν τρόπο νὰ τὰ ἐκφράσει κι οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ λόγῳ τῆς ἱερότητός τους.
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ θὰ καυχηθῶ, διότι αὐτὸς εἶναι ἄλλος Παῦλος, στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλὲς χάριτες.
Γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνο γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς
μου, ὅπου μέσα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν ἀδυναμία μου φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἄλλα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ καυχηθεῖ κανείς,
ἀλλὰ δὲν θὰ πῶ, γιατὶ φοβᾶμαι
ὅτι μπορεῖ νὰ μεγαλοποιηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέγω.
Στέκεται ἐκστατικὸς κανεὶς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου! Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ εἶχε δεχθεῖ τόσες συγκλονιστικὲς ἀποκαλύψεις τὶς ἔκρυβε στὴ σιωπὴ ἐπὶ 14 χρόνια καὶ τώρα ποὺ ἀναγκάζεται νὰ μιλήσει γι᾿ αὐτές, τὶς περιγράφει μὲ πολλὴ μετριοφροσύνη, λιτότητα καὶ φόβο Θεοῦ. Χρησιμοποιεῖ τρίτο πρόσωπο,
σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιον ἄλλον· ὡστόσο εἶναι ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ ἔζησε αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, προκειμένου
νὰ τὸν ἐνισχύσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει
στὴν ἀποστολική του διακονία.
Πόσο ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης
του!… Ἐμεῖς ἂν βλέπαμε ἔστω μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὀπτασίες, μᾶλλον θὰ σπεύδαμε νὰ τὴν κοινοποιήσουμε
καὶ νὰ διαφημίσουμε
τὸν ἑαυτό μας!… Δυστυχῶς τὸ ὑψηλὸ καὶ ἐγωιστικὸ φρόνημα τυφλώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ περιαυτολογεῖ
καὶ νὰ ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του ἀνύπαρκτες ἀρετὲς ἢ ἀσήμαντα κατορθώματα. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅμως ἀποφεύγει συστηματικὰ νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κι ἂν ἀκόμη φανερωθεῖ κάτι καλὸ γι᾿ αὐτόν, στὸν Θεὸ τὸ ἀποδίδει ὡς δικό Του δῶρο. Ἐπιπλέον ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ ἀντιμετωπίζει τὶς ὅποιες δοκιμασίες μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοιά Του.
Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς:
2. «ΑρκεΙ σοι Η χΑρις μου»
Ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἀποκαλύψεων, γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ μοῦ δόθηκε «σκόλοψ τῇ σαρκί», ἕνα πράγμα βασανιστικὸ γιὰ τὸ σῶμα, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χτυπᾶ καὶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι.
Τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρύνει τὸν πειρασμὸ αὐτό,
ἀλλὰ ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»· σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ Χάρις ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς Χάριτος κατορθώνει
μεγάλα καὶ θαυμαστά.
Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὑπέφερε ἀπὸ κάποια χρόνια ἀσθένεια, τὴν ὁποία ὀνομάζει «σκόλοπα». Μπορεῖ βέβαια νὰ ὑπαινίσσεται καὶ κάποια ἄλλη δοκιμασία ποὺ δὲν γνωρίζουμε. Πάντως, σὲ κάθε περίπτωση, εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημα τοῦ πιστοῦ Ἀποστόλου Του καὶ δὲν τὸν ἀπήλλαξε ἀπὸ αὐτὸν τὸν πειρασμό, ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε
καθημερινά. Ὡστόσο δὲν τὸν ἄφησε καὶ σὲ ἀπορία. Τοῦ φανέρωσε ὅτι ὁ πειρασμὸς αὐτὸς συντελεῖ στὸ νὰ συναισθάνεται
τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ μὴν παρασύρεται
στὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ παράλληλα ἀναδεικνύεται μὲ πιὸ θαυμαστὸ τρόπο ἡ παντοδύναμη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ αἰσθανόταν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μέσα στὴν ἀδυναμία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι μὲ μεγαλύτερη
εὐχαρίστηση καυχιέμαι γιὰ τὶς ἀσθένειές μου παρὰ γιὰ τὶς ἐντυπωσιακὲς ἀποκαλύψεις.
Ἂς μὴν ἀποροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅταν ἀντιμετωπίζουμε κάποια δοκιμασία. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐπιτρέπει κάθε θλίψη γιὰ τὸ καλό μας. Ἐπιπλέον μᾶς ἐνισχύει μὲ τὴ Χάρη Του γιὰ νὰ ἀντέχουμε καὶ νὰ μὴν ἀποκάμνουμε. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε λοιπὸν κι ἂς ζητοῦμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἀρκεῖ.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην
Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο
τεθνηκὼς
υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ,
καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ' αὐτῇ
καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες
ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν
ὁ
νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
ἔλαβε δὲ φόβος πάντας,
καὶ ἐδόξαζον
τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο
ὁ
Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
(Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό πήγαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία πόλη ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν
καί οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρκετοί, καθὼς καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ.
Μόλις ὅμως πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό,
τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μητέρας πού ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο
προστάτη στὸν κόσμο. Καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν ἦταν καὶ πολὺς λαός ἀπ' τὴν πόλη
πού συνόδευε καὶ παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη συμπόνια τὴν κηδεία. Ὅταν
εἶδε τὴ χήρα ὁ Ἰησοῦς, τὴν σπλαχνίσθηκε, καί γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα
ὅτι σὲ λίγο θὰ ἀνέσταινε τό γιὸ της τῆς εἶπε: Μὴν κλαῖς. Τότε πλησίασε
κι ἄγγιξε τὸ φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι πού τὸ σήκωναν στάθηκαν. Καὶ εἶπε ὁ
Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω. Τότε ὁ νεκρὸς ἀνασηκώθηκε
καὶ κάθισε ζωντανός πάνω στὸ φέρετρο κι ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς
τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅλους τότε τοὺς κυρίευσε φόβος, διότι
αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀναξιότητά
τους. Καὶ δόξαζαν τὸν Θεό καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε
ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του γιὰ τὸν προστατεύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου