Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ
(21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018)


 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου, ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾽Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου· δι­ό­τι ἐξ ἔρ­γων νό­μου οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἆ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; μὴ γέ­νοι­το! Εἰ γὰρ, ἃ κα­τέ­λυ­σα, ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ. 
                                         (Γαλ.  β΄[1] 16-20)  
ΠΕΘΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ
1. ΓΙΑΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­ξη­γεῖ για­τί ὁ ἄν­θρω­πος δὲν σώ­ζε­ται τη­ρών­τας μό­νο τὶς τυ­πι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ Νό­μου τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης· καὶ ἀ­πο­λο­γεῖ­ται για­τί ὁ ἴ­διος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν Νό­μο αὐ­τό. Βέ­βαι­α ἐ­μεῖς ἀ­κού­γον­τας αὐ­τὲς τὶς ἔν­νοι­ες δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί σή­μαι­νε γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ γιὰ ἕ­ναν Ἑ­βραῖ­ο καὶ μά­λι­στα γιὰ ἕ­ναν τό­σο με­γά­λο νο­μο­δι­δά­σκα­λο ὅ­πως ὁ Παῦ­λος νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν Νό­μο. Αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ἀ­δι­α­νό­η­το ἢ πα­ρά­λο­γο. Μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φθοῦ­με ἕ­να χα­ρι­σμα­τοῦ­χο νέ­ο μὲ τέ­τοι­α μόρ­φω­ση, δρά­ση καὶ προ­ο­πτι­κή, νὰ τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πει ὅ­λα καὶ νὰ δι­α­κη­ρύτ­τει μὲ θάρ­ρος τὴν ἀ­νε­πάρ­κεια τοῦ Νό­μου; Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ἕ­νας θά­να­τος. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­μως πε­ρι­φρό­νη­σε τὴν κα­τα­κραυ­γὴ τοῦ κό­σμου, ἀ­δι­α­φό­ρη­σε γιὰ τὶς προ­σω­πι­κὲς συ­νέ­πει­ες καὶ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ τὸ ἅλ­μα.
Καὶ δι­α­κη­ρύτ­τει πλέ­ον ξε­κά­θα­ρα: κα­νεὶς ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ τη­ρών­τας τὶς τυ­πι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου. Ὁ ἄν­θρω­πος σώ­ζε­ται μό­νο πι­στεύ­ον­τας στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.
Καὶ ἐ­πει­δὴ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ πολ­λοὶ Ἑ­βραῖ­οι ὑ­πο­στή­ρι­ζαν ὅ­τι ὅ­σοι ἄ­φη­σαν τὸν Νό­μο εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λοί, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πο­λο­γεῖ­ται: Δὲν εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοὶ ὅ­σοι ἀ­φή­σα­με τὸν Νό­μο, δι­ό­τι σ᾿ αὐ­τή μας τὴν πρά­ξη μᾶς ὁ­δή­γη­σε ὁ Χρι­στός. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν λοι­πὸν κι ὁ Χρι­στὸς νὰ εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της τῆς ἁ­μαρ­τί­ας;
Ὅ­μως ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος προ­σθέ­τει κι ἕ­να ἀ­κό­μη ἐ­πι­χεί­ρη­μα: Ὁ Νό­μος, λέ­ει, τι­μω­ρεῖ μὲ θά­να­το κά­θε πα­ρα­βά­τη του. Ἄ­ρα ἐ­γὼ ποὺ ἐγ­κα­τέ­λει­ψα τὸν Νό­μο εἶ­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σὲ θά­να­το. Κι ἐφ᾿ ὅ­σον εἶ­μαι νε­κρός, πά­νω μου δὲν ἔ­χει κα­μί­α ἰ­σχὺ πλέ­ον ὁ Νό­μος. Ἔ­χω πε­θά­νει ὡς πρὸς τὸν Νό­μο γιὰ νὰ ζή­σω γιὰ τὸν Χρι­στό.
Ἀ­κού­γον­τας ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ με­γά­λα καὶ ἱ­ε­ρὰ ποὺ λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἂς θέ­σου­με ἐ­μεῖς ἕ­να ἁ­πλὸ ἐ­ρώ­τη­μα στὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε ποὺ βα­πτι­σθή­κα­με στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μέ­σα στὴν ἁ­γί­α κο­λυμ­βή­θρα νε­κρω­θή­κα­με ὡς πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἔ­χου­με τὴ δι­ά­θε­ση τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου νὰ νε­κρώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας ὡς πρὸς τὸν κό­σμο καὶ τὴν ἁ­μαρ­τί­α; Ἔ­χου­με τὴ δύ­να­μη νὰ πε­ρι­φρο­νοῦ­με κά­θε ἐγ­κό­σμιο, γιὰ νὰ ζοῦ­με μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ γιὰ τὸν Χρι­στό;
2. Η ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΖΩΗ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­μως δὲν μέ­νει μό­νο μέ­χρι τὸ στά­διο τοῦ θα­νά­του. Ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει λέ­γον­τας ὅ­τι πλέ­ον ζεῖ μιὰ νέ­α ζω­ή, ζω­ὴ ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ ζω­ὴ ποὺ μέ­χρι τό­τε ζοῦ­σε. Δι­ό­τι πλέ­ον δὲν ζεῖ ὁ ἴ­διος, ὁ πα­λαι­ὸς δη­λα­δὴ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ ζεῖ μέ­σα του ὁ Χρι­στός.
Βέ­βαι­α εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ πε­ρι­γρά­ψει κα­νεὶς αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ὴ τοῦ Παύ­λου καὶ κά­θε ἀ­να­γεν­νη­μέ­νου πι­στοῦ. Δι­ό­τι εἶ­ναι ζω­ὴ ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη καὶ ὑ­περ­φυ­σι­κή. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ κα­λύ­τε­ρη ζω­ὴ ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῶν πολ­λῶν ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ ὄν­τως ζω­ή, ζω­ὴ πί­στε­ως καὶ ἁ­γι­ό­τη­τος καὶ πλή­ρους ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως στὸν Θε­ό. Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ζεῖ αὐ­τὴ τὴ νέ­α ζω­ὴ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ νε­κρώ­νει μέ­σα του κα­θη­με­ρι­νὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, νὰ νε­κρώ­νει τὸ δι­κό του θέ­λη­μα, γιὰ νὰ ἀ­φή­νει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ νὰ κυ­βερ­νᾶ τὴ ζω­ή του. Κι ἔ­τσι μέ­σα στὴν καρ­διά του κα­τοι­κεῖ πλέ­ον ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς κυ­ρι­εύ­ει τὴν ψυ­χή του καὶ τὴν κι­νεῖ πρὸς τὸ δι­κό του θεῖ­ο θέ­λη­μα. Τώ­ρα πλέ­ον δὲν ἐ­νερ­γεῖ ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἀλ­λὰ μέ­σα του ἐ­νερ­γεῖ ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς κά­νει τὰ πάν­τα, ὁ Χρι­στὸς μι­λά­ει, ὁ Χρι­στὸς ἀ­κού­ει, ἀ­γα­πά­ει, κυ­ρια­ρχεῖ καὶ δε­σπό­ζει.
3. ΠΟΣΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ
Ποι­ὰ ἦ­ταν ὅ­μως ἡ κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη ποὺ ὁ­δή­γη­σε τὸν Παῦ­λο σὲ μί­α τό­σο με­γά­λη με­τα­στρο­φή; Μᾶς ἀ­παν­τᾶ ὁ ἴ­διος ὁ Ἀ­πό­στο­λος: Ἡ πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος, λέ­ει, τὸν ἀ­γά­πη­σε προ­σω­πι­κὰ καὶ πα­ρέ­δω­σε τὸν Ἑ­αυ­τό του στὸ θά­να­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του.
Ἐ­δῶ ὅ­μως προ­κύ­πτει τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ὁ Χρι­στὸς μό­νο τὸν Παῦ­λο ἀ­γά­πη­σε καὶ μό­νο γι᾿ αὐ­τὸν σταυ­ρώ­θη­κε καὶ πέ­θα­νε; Ὁ Χρι­στὸς ὅ­λους τοὺς ἀ­γά­πη­σε καὶ γιὰ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους θυ­σι­ά­στη­κε. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­μως ἐ­πει­δὴ κα­τά­λα­βε ἀ­πὸ τί μᾶς ἀ­πάλ­λα­ξε ὁ Χρι­στὸς καὶ ποι­ὰ ἀ­γα­θὰ μᾶς χά­ρι­σε, τό­σο πο­λὺ πυ­ρώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, ὥ­στε, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἱ­ε­ροὶ Πα­τέ­ρες, «τὸ κοι­νὸν ἴ­διον ποι­εῖ­ται», αἰ­σθάν­θη­κε αὐ­τὴ τὴν οἰ­κου­με­νι­κὴ κί­νη­ση τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ σὲ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο· σὰν νὰ ἀ­γά­πη­σε ὁ Χρι­στὸς μό­νο τὸν Παῦ­λο καὶ σὰν νὰ πέ­θα­νε μό­νο γι᾿ αὐ­τόν.
Ἂς προ­σπα­θή­σου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς ὅ­σο μπο­ροῦ­με νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με αὐ­τὴν τὴν προ­σω­πι­κὴ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κα­θέ­να μας. Νὰ συ­ναι­σθαν­θοῦ­με ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἀ­γά­πη­σε σὰν νὰ ἦ­ταν ὁ κα­θέ­νας μας τὸ μο­να­δι­κὸ πρό­σω­πο τῆς ἀ­γά­πης του. Καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ μᾶς προ­σω­πι­κά. Καὶ μᾶς ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὸ χει­ρό­τε­ρο δει­νό, τὴν ἁ­μαρ­τί­α, τὴ φθο­ρὰ καὶ τὸν θά­να­το. Ἂν τὸ αἰ­σθαν­θοῦ­με αὐ­τὸ πραγ­μα­τι­κὰ μέ­σα μας, θὰ γε­μί­σει ἡ ψυ­χή μας ἀ­πὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιὰ τὸν Λυ­τρω­τή μας, θὰ ἀλ­λά­ξει καὶ ἡ δι­κή μας ζω­ή. Θὰ μπο­ροῦ­με κι ἐ­μεῖς τό­τε νὰ ζοῦ­με τὸ μυ­στή­ριο τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς καὶ νὰ λέ­με: «ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός». Ἀ­μήν.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ­  ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σε­ν αὐ­τῷ ἀ­νή­ρ τι­ς ἐκ τῆς πό­λε­ως, ὃς εἶ­χε δαι­μό­νια ἐκ χρό­νω­ν ἱ­κα­νῶν, καὶ ἱ­μά­τι­ο­ν οὐ­κ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, καὶ ἐν οἰ­κί­ᾳ οὐ­κ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τοῖς μνή­μα­σιν. ἰ­δὼ­ν δὲ τὸ­ν Ἰ­η­σοῦ­ν καὶ ἀ­να­κρά­ξα­ς προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ καὶ φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τί ἐ­μοὶ καὶ σοί, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μή με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γὰρ τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γὰρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, καὶ ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι καὶ πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, καὶ δι­αρ­ρήσ­σων τὰ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ τοῦ δα­ί­μο­νος εἰς τὰ­ς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δὲ αὐ­τὸ­ν ὁ Ἰ­η­σοῦ­ς λέ­γων· Τί σο­ί ἐ­στιν ὄ­νο­μα; ὁ δὲ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νια πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν εἰς αὐ­τόν· καὶ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸ­ν ἵ­να μὴ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς εἰς τὴ­ν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. Ἦν δὲ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρω­ν ἱ­κα­νῶ­ν βο­σκο­μέ­νη ἐν τῷ ὄ­ρει· καὶ πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸ­ν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς εἰ­ς ἐ­κε­ί­νου­ς εἰ­σελ­θεῖν· καὶ ἐ­πέ­τρε­ψε­ν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δὲ τὰ δαι­μό­νια ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον εἰς τοὺς χο­ί­ρους, καὶ ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν λί­μνην καὶ ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τε­ς δὲ οἱ βό­σκον­τες τὸ γε­γε­νη­μέ­νο­ν ἔ­φυ­γον, καὶ ἀ­πήγ­γει­λα­ν εἰς τὴν πό­λιν καὶ εἰς τοὺ­ς ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θο­ν δὲ ἰ­δεῖ­ν τὸ γε­γο­νὸς, καὶ ἦλ­θο­ν πρὸς τὸ­ν Ἰ­η­σοῦν, καὶ εὗ­ρον κα­θή­με­νον τὸ­ν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' οὗ τὰ δαι­μό­νια ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νο­ν καὶ σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καὶ ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λα­ν δὲ αὐ­τοῖς οἱ ἰ­δόν­τε­ς πῶ­ς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. καὶ ἠ­ρώ­τη­σα­ν αὐ­τὸ­ν ἅ­πα­ν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶ­ν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δὲ ἐμ­βὰ­ς εἰς τὸ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δὲ αὐ­τοῦ ὁ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' οὗ ἐ­ξε­λη­λύ­θει τὰ δαι­μό­νια, εἶ­ναι σὺν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δὲ αὐ­τὸ­ν ὁ Ἰ­η­σοῦ­ς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε εἰς τὸν οἶ­κόν σου καὶ δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι ὁ Θε­ός. καὶ ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λη­ν τὴν πό­λιν κη­ρύσ­σω­ν ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σε­ν αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς.    
                            (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
    
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γα­δα­ρη­νῶν, πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔ­τε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλ­λά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐ­τό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλ­λά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐ­κεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀ­φοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸν γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰ­η­σοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χαν βγεῖ τά δαι­μό­νια νά κά­θε­ται κον­τά στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί νά εἶ­ναι ντυ­μέ­νος καί σω­φρο­νι­σμέ­νος. Καί φο­βή­θη­καν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρη­νῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰ­η­σοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐ­ξέ­τρε­φαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ δι­ε­κή­ρυτ­τε σ' ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου