Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ                    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

(1 ΜΑΪΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.

                                (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12 – 20 )

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Στὸ με­τα­ξὺ μὲ τὰ χέ­ρια τῶν ἀ­πο­στό­λων γί­νον­ταν συ­νε­χῶς πολ­λὰ ἐκ­πλη­κτι­κὰ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ θαύ­μα­τα, πού ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ προ­κα­λοῦ­σαν κα­τά­πλη­ξη στὸ λα­ό. Κι ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μα­ζὶ, μὲ μιὰ καρ­διὰ, μα­ζεύ­ον­ταν στὴ στο­ὰ τοῦ Σο­λο­μῶντος. Καὶ ἀ­πό τους ὑ­πό­λοι­πους πού δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει, κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε ν' ἀ­να­κα­τευ­θεῖ μ' αὐ­τούς, νὰ ἀ­στει­ευ­θεῖ μα­ζί τους καὶ νὰ τοὺς συμ­πε­ρι­φερ­θεῖ σὰν συ­νη­θι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους τοῦ δρό­μου∙ ἀλλά ὁ πο­λὺς λα­ὸς τοὺς τι­μοῦ­σε καὶ τοὺς ἐγ­κω­μί­α­ζε. Ἔ­τσι ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σελ­κύ­ον­ταν πλή­θη ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁποῖοι πί­στευ­αν στὸν Κύ­ριο καὶ γί­νον­ταν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, αὐ­ξά­νον­τας κα­τὰ πο­λὺ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν πι­στῶν. Τό­σο πο­λὺ μά­λι­στα τοὺς σε­βό­ταν ὁ λα­ός, ὥ­στε ἔ­βγα­ζαν τοὺς ἀρρώστους ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τους στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ τοὺς ἔ­βα­ζαν πά­νω σὲ πο­λυ­τε­λῆ κρε­βά­τια οἱ πλου­σι­ό­τε­ροι, καὶ σὲ φτω­χι­κὰ καὶ πρό­χει­ρα φο­ρεῖ­α οἱ φτω­χό­τεροι, ἔ­τσι ὥ­στε, ὅ­ταν θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο ὁ Πέ­τρος, νὰ πέ­σει ἔ­στω καὶ ἡ σκιά του σὲ κά­ποι­ον ἀ­πό τους ἀρρώστους αὐ­τοὺς γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον μα­ζεύ­ον­ταν στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ πλή­θη ἀ­πό τούς κα­τοί­κους τῶν γει­το­νι­κῶν πό­λε­ων· ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­φερ­ναν κά­θε εἴ­δους ἀρρώστους, κα­θὼς καὶ ἀν­θρώ­πους πού ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, καὶ ὅ­λοι τους θε­ρα­πεύ­ον­ταν. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τὰ προ­κά­λε­σαν τὴν ἀν­τί­δρα­ση τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅ­λων ὅ­σων ἦ­ταν μα­ζί του καὶ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­τα­ξη τῶν Σαδ­δου­καί­ων. Γέ­μι­σαν οἱ καρ­δι­ές τους ἀ­πὸ φθό­νο καὶ κα­κί­α καὶ ἑ­τοι­μά­στη­καν νὰ δρά­σουν. Ἅ­πλω­σαν λοι­πὸν τὰ χέ­ρια τους πά­νω στοὺς ἀ­πο­στό­λους, τοὺς συ­νέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἔ­ρι­ξαν στὴ δη­μό­σια φυ­λα­κή. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ὅ­μως μέ­σα στὴ νύ­χτα ἄ­νοι­ξε τὶς θύ­ρες τῆς φυ­λα­κῆς, τοὺς ἔ­βγα­λε ἔ­ξω καὶ τοὺς εἶ­πε: Πη­γαί­νε­τε ἀ­μέ­σως καὶ στα­θεῖ­τε γε­μά­τοι θάρ­ρος στὸν ἱ­ε­ρὸ πε­ρί­βο­λο τοῦ να­οῦ καὶ κη­ρύξ­τε δη­μό­σια στὸ λα­ὸ ὅ­λα τὰ λό­για της νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς, τὴν ὁποία σᾶς με­τέ­δω­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­πὸ πεί­ρα γνω­ρί­σα­τε.

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.                                          

  (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

 

Ο ΧΡΙ­ΣΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩ­Η ΜΑΣ

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

1. Ο ΧΡΙ­ΣΤΟΣ, Η ΧΑ­ΡΑ ΜΑΣ

Εἶ­ναι βρά­δυ τῆς φω­το­φό­ρου ἡ­μέ­ρας τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, καὶ οἱ μα­θη­ταὶ τοῦ Κυ­ρί­ου, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὰ συγ­κλο­νι­στι­κὰ γε­γο­νό­τα τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς καὶ τὴ μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, εἶ­ναι κλει­σμέ­νοι στὸ ὑ­πε­ρῶ­ο τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἀλ­λὰ ξαφ­νι­κὰ μέ­σα στὴν ἀ­φό­ρη­τη θλί­ψη καὶ τὴ νε­κρι­κὴ σι­γή, χω­ρὶς νὰ ἀ­νοί­ξουν οἱ θύ­ρες ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ Κύ­ριος ἐν μέ­σῳ τῶν μα­θη­τῶν καὶ τοὺς λέ­γει:

— «Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν».

Κα­τό­πιν τοὺς δεί­χνει τὰ πλη­γω­μέ­να χέ­ρια καὶ πό­δια Του καὶ τὴν πλευ­ρά Του, γιὰ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι δὲν βλέ­πουν φάν­τα­σμα ἀλ­λὰ τὸν Δι­δά­σκα­λό τους, ποὺ πέ­θα­νε πά­νω στὸν σταυ­ρὸ καὶ ἀ­να­στή­θη­κε.

Πό­σο χά­ρη­καν οἱ μα­θη­ταὶ ποὺ εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο, ἀλ­λὰ καὶ πό­σο φο­βή­θη­καν ἀ­πὸ τὴν θαυ­μα­στὴ αὐ­τὴ πα­ρου­σί­α! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει:

—«Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν». Μὴ φο­βᾶ­σθε. Ὅ­πως μὲ ἔ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου στὸν κό­σμο, ἔ­τσι κι ἐ­γὼ τώ­ρα ἀ­πο­στέλ­λω ἐ­σᾶς νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων.

Καὶ φυ­σών­τας στὰ πρό­σω­πά τους τοὺς εἶ­πε:

—Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιο. Ὅ­σες ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων συγ­χω­ρεῖ­τε, θὰ συγ­χω­ροῦν­ται καὶ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ὅ­σες ὅ­μως δὲν συγ­χω­ρεῖ­τε, δὲν θὰ συγ­χω­ροῦν­ται καὶ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Πό­σο χά­ρη­καν οἱ μα­θη­ταὶ ποὺ εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο! Πό­σο γρή­γο­ρα ἄλ­λα­ξαν οἱ δι­α­θέ­σεις τους! Ἐ­πὶ τρεῖς ἡ­μέ­ρες ἀ­βά­στα­χτη ἦ­ταν ἡ θλί­ψη τους με­τὰ τὴ φο­βε­ρὴ εἴ­δη­ση τοῦ φρι­κτοῦ θα­νά­του τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Ἔ­βρε­χαν μὲ δά­κρυ­α τὰ πρό­σω­πά τους, κα­θὼς θυ­μοῦν­ταν τὶς συγ­κλο­νι­στι­κὲς στιγ­μὲς τρι­ῶν ἐ­τῶν ποὺ ἔ­ζη­σαν μα­ζί Του. Ὅ­μως μέ­σα στὸ βα­θὺ σκο­τά­δι τῆς θλί­ψε­ως πό­σο ἄλ­λα­ξαν ὅ­λα τό­σο ξαφ­νι­κά! Ἔρ­χε­ται καὶ πά­λι ὁ Κύ­ριος στὴ ζω­ή τους. Καὶ ὁ ἀ­βά­στα­χτος πό­νος τους τώ­ρα με­τα­τρέ­πε­ται σὲ ἀ­προ­σμέ­τρη­τη χα­ρά. Με­τὰ τὴ σκο­τει­νὴ καὶ πυ­κνὴ κα­ται­γί­δα ἀ­νέ­τει­λε καὶ πά­λι τὸ φῶς στὴν ψυ­χή τους.

Αὐ­τὴ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ στὴ δι­κή μας ζω­ή. Πό­ση θλί­ψη γευ­ό­μα­στε κι ἐ­μεῖς, ὅ­ταν αἰ­σθα­νό­μα­στε κά­πο­τε τὸν Κύ­ριο νὰ ἀ­που­σιά­ζει ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας! Εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι νὰ ζοῦ­με μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ γιὰ τὸν Χρι­στό. Μό­νο κον­τά Του μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­να­πνεύ­σου­με, νὰ βροῦ­με τὴ χα­ρά, τὴ σω­τη­ρί­α, τὸν χορ­τα­σμὸ τῆς ψυ­χῆς μας.

Ἂς ἀ­γω­νι­σθοῦ­με λοι­πὸν νὰ ἔ­χου­με τὸν Κύ­ριο δια­ρκῶς στὴ ζω­ή μας. Νὰ εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μυ­στη­ρια­κῶς μα­ζί Του. Ὁ Χρι­στὸς νὰ κα­τευ­θύ­νει τὶς σκέ­ψεις μας, τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, τὰ βι­ώ­μα­τά μας, τὶς ἐ­νέρ­γει­ές μας. Κά­θε παλ­μὸς τῆς καρ­διᾶς μας νὰ χτυ­πᾶ γιὰ Ἐ­κεῖ­νον. Κά­θε ἡ­μέ­ρα νὰ μᾶς συν­δέ­ει πιὸ συ­νει­δη­τὰ καὶ οὐ­σι­α­στι­κὰ μα­ζί Του. Ἀλ­λι­ῶς θὰ με­λαγ­χο­λοῦ­με μέ­σα στὴ δυ­σπι­στί­α μας, ὅ­πως συ­νέ­βη καὶ μὲ τὸν ἀ­πό­στο­λο Θω­μᾶ στὴ συ­νέ­χεια τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

2. Ο ΧΡΙ­ΣΤΟΣ ΣΥΓ­ΚΑ­ΤΑ­ΒΑΙ­ΝΕΙ ΣΤΗ ΔΥ­ΣΠΙ­ΣΤΙΑ ΜΑΣ

Ὁ Θω­μᾶς λοι­πόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος λε­γό­ταν καὶ Δί­δυ­μος, ἀ­που­σί­α­ζε ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Κύ­ριος. Μό­λις λοι­πὸν ἐ­πέ­στρε­ψε, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­ταὶ μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ συγ­κί­νη­ση:

—Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο, φα­νε­ρώ­θη­κε μπρο­στά μας!

Ἀλ­λὰ ὁ Θω­μᾶς με­λαγ­χο­λι­κὰ καὶ δύ­σπι­στα τοὺς ἔ­λε­γε:

—Έ­άν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου τὰ ση­μά­δια τῶν καρ­φι­ῶν στὰ χέ­ρια Του καὶ δὲν βά­λω τὸν δά­κτυ­λό μου στὴν λογ­χι­σμέ­νη πλευ­ρά Του, «οὐ μὴ πι­στεύ­σω».

Ἀ­πὸ τό­τε πέ­ρα­σαν ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες. Οἱ μα­θη­ταὶ εἶ­ναι πά­λι συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στὸ ἴ­διο σπί­τι, ὅ­πως καὶ τὴν προ­η­γου­μέ­νη φο­ρά. Τώ­ρα ὅ­μως εἶ­ναι καὶ ὁ Θω­μᾶς μα­ζί τους. Οἱ θύ­ρες τοῦ σπι­τιοῦ κλει­στές. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ὁ Κύ­ριος ἔρ­χε­ται καὶ πά­λι ἀ­νά­με­σά τους καὶ τοὺς εὔ­χε­ται νὰ ἔ­χουν εἰ­ρή­νη. Καὶ ἀ­μέ­σως λέ­γει στὸ Θω­μᾶ:

—Φέ­ρε τὸ δά­κτυ­λό σου ἐ­δῶ, Θω­μᾶ, καὶ ψη­λά­φη­σε τὰ χέ­ρια μου, βά­λε τὸ χέ­ρι σου στὴν πλευ­ρά μου «καὶ μὴ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός».

Καὶ ὁ δύ­σπι­στος Θω­μὰς τώ­ρα μὲ θαυ­μα­στὴ ἔ­κρη­ξη χα­ρᾶς καὶ πί­στε­ως κά­νει μιὰ μο­να­δι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α:

—«Ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου». Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ὅ­τι δὲν εἶ­σαι μό­νον ἕ­νας με­γά­λος προ­φή­της, ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: Ἐ­πί­στευ­σες, ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες! Εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­τυ­χεῖς ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι οἱ πι­στοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι θὰ μὲ πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ δοῦν μὲ τὰ μά­τια τους.

Θαυ­μα­στὸ πραγ­μα­τι­κὰ τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου στὸν Θω­μᾶ. Φα­νε­ρώ­νει ἐ­κτὸς τῶν ἄλ­λων καὶ τὴν ἄ­πει­ρη συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ο ΥΙ­ΟΣ τοῦ Θε­οῦ καὶ βα­σι­λεὺς τῶν ἁ­πάν­των συγ­κα­τα­βαί­νει στὴ δυ­σπι­στί­α τοῦ Θω­μᾶ! Ἐ­γνώ­ρι­ζε τὴν ἄ­δο­λη καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ καρ­διὰ του καὶ συγ­κα­τα­βαί­νει στὸ αἴ­τη­μά του. Ἔρ­χε­ται ἀ­να­στη­μέ­νος στὸ ὑ­πε­ρῶ­ο, ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καὶ προ­τεί­νει τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ μὴν ἀ­φή­σει τὸν Θω­μᾶ στὴν δυ­σπι­στί­α του καὶ στὴ δυ­στυ­χί­α του.

Μή­πως ὅ­μως τὸ ἴ­διο δὲν γί­νε­ται καὶ μὲ ὅ­λους μας κά­θε φο­ρὰ ποὺ βα­σα­νι­ζό­μα­στε μέ­σα στὴν δυ­σπι­στί­α καὶ τὴ με­λαγ­χο­λί­α μας, ὅ­ταν θλί­ψεις με­γά­λες καὶ προ­βλή­μα­τα δύσ­λυ­τα μᾶς δι­α­λύ­ουν; Στὶς συν­τα­ρα­κτι­κὲς αὐ­τὲς στιγ­μὲς τῆς ζω­ῆς μας, ποὺ ὁρ­μη­τι­κὰ τὰ κύ­μα­τα τῶν ἀμ­φι­βο­λι­ῶν μᾶς ἀ­να­στα­τώ­νουν, ὁ Κύ­ριος δὲν μᾶς ἀ­πο­στρέ­φε­ται οὔ­τε ἀ­γα­να­κτεῖ μὲ τὶς δι­α­κυ­μάν­σεις μας. Ἀλ­λὰ ἐ­νῶ ἐ­μεῖς ζα­λι­ζό­μα­στε μέ­σα στὶς ἀμ­φι­τα­λαν­τεύ­σεις μας, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ στὴ βα­ρυ­χει­μω­νιὰ τῆς τα­ραγ­μέ­νης ζω­ῆς μας καὶ μᾶς φέρ­νει τὴν ἄ­νοι­ξη τῆς πί­στε­ως. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε μᾶς ζη­τεῖ ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ στὴν δύ­σπι­στη ψυ­χή μας εἶ­ναι νὰ ἔ­χου­με εἰ­λι­κρι­νὴ δι­ά­θε­ση νὰ τὸν γνω­ρί­σου­με, γνή­σια ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ τὸν συ­ναν­τή­σου­με.

Ἂς ἀ­να­ζη­τοῦ­με λοι­πὸν τὸν Κύ­ριο μὲ εἰ­λι­κρι­νῆ πό­θο κα­θη­με­ρι­νὰ στὴ ζω­ή μας. Καὶ Ἐ­κεῖ­νος θὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μὲ ποι­κί­λους τρό­πους, μὲ εὐ­ερ­γε­σί­ες καὶ δω­ρε­ές, μὲ τὴ Χά­ρη Του καὶ τὴν ἀ­γά­πη Του. Καὶ ἡ ζω­ή μας θὰ πλημ­μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ χα­ρά, κα­θὼς θὰ ψη­λα­φοῦ­με τὴν πα­ρου­σί­α Του δί­πλα μας. Καὶ θὰ ξε­σποῦ­με τό­τε μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ στὴν ὁ­μο­λο­γί­α: «Ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου».

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)