ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(1 ΜΑΪΟΥ 2022)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων
ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα
κολλᾶσθαι
αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός. Μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες
τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε
κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν
τοὺς ἀσθενεῖς
καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα
ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλήμ
φέροντες ἀσθενεῖς
καὶ ὀχλουμένους
ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο
ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν
ζήλου καὶ ἐπέβαλον
τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο
αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος
δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε
τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών
τε αὐτοὺς
εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα
τῆς ζωῆς ταύτης.
(Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5]
12 – 20 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὸ μεταξὺ μὲ τὰ χέρια τῶν ἀποστόλων γίνονταν
συνεχῶς πολλὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἐξαιρετικὰ θαύματα, πού ἐπιβεβαίωναν
ὅτι ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀληθινὴ καὶ προκαλοῦσαν κατάπληξη στὸ
λαό. Κι ὅλοι οἱ πιστοὶ μαζὶ, μὲ μιὰ καρδιὰ, μαζεύονταν στὴ στοὰ τοῦ Σολομῶντος.
Καὶ ἀπό τους ὑπόλοιπους πού δὲν εἶχαν πιστέψει, κανεὶς δὲν τολμοῦσε
ν' ἀνακατευθεῖ μ' αὐτούς, νὰ ἀστειευθεῖ μαζί τους καὶ νὰ τοὺς συμπεριφερθεῖ
σὰν συνηθισμένους ἀνθρώπους τοῦ δρόμου∙ ἀλλά ὁ πολὺς λαὸς τοὺς τιμοῦσε
καὶ τοὺς ἐγκωμίαζε. Ἔτσι ὁλοένα καὶ περισσότερο προσελκύονταν
πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν στὸν Κύριο καὶ γίνονταν
μέλη τῆς Ἐκκλησίας, αὐξάνοντας κατὰ πολὺ τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν. Τόσο
πολὺ μάλιστα τοὺς σεβόταν ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν τοὺς ἀρρώστους ἀπὸ τὰ
σπίτια τους στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς ἔβαζαν πάνω σὲ πολυτελῆ κρεβάτια
οἱ πλουσιότεροι, καὶ σὲ φτωχικὰ καὶ πρόχειρα φορεῖα οἱ φτωχότεροι, ἔτσι
ὥστε, ὅταν θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος, νὰ πέσει ἔστω
καὶ ἡ σκιά του σὲ κάποιον ἀπό τους ἀρρώστους αὐτοὺς γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει.
Ἐπιπλέον μαζεύονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πλήθη ἀπό τούς κατοίκους
τῶν γειτονικῶν πόλεων· ὅλοι αὐτοὶ ἔφερναν κάθε εἴδους ἀρρώστους, καθὼς
καὶ ἀνθρώπους πού ὑπέφεραν ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα, καὶ ὅλοι τους θεραπεύονταν.
Ὅλα ὅμως αὐτὰ προκάλεσαν τὴν ἀντίδραση τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅλων ὅσων ἦταν
μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τὴ θρησκευτικὴ παράταξη τῶν Σαδδουκαίων.
Γέμισαν οἱ καρδιές τους ἀπὸ φθόνο καὶ κακία καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ δράσουν.
Ἅπλωσαν λοιπὸν τὰ χέρια τους πάνω στοὺς ἀποστόλους, τοὺς συνέλαβαν
καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ δημόσια φυλακή. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως μέσα στὴ νύχτα
ἄνοιξε τὶς θύρες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε
ἀμέσως καὶ σταθεῖτε γεμάτοι θάρρος στὸν ἱερὸ περίβολο τοῦ ναοῦ καὶ
κηρύξτε δημόσια στὸ λαὸ ὅλα τὰ λόγια της νέας αὐτῆς ζωῆς, τὴν ὁποία σᾶς
μετέδωσε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀπὸ πείρα γνωρίσατε.
Οὔσης ὀψίας
τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν
ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἔστη
εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν
αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν
οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες
τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
πάλιν· Εἰρήνη
ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε
καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε
τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται
αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον
οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι
μαθηταί· Ἑωράκαμεν
τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας
ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται
ὁ Ἰησοῦς
τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη
εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ
πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη
Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι
ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες
καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα
σημεῖα ἐποίησεν
ὁ Ἰησοῦς
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· Ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι
Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε
ἐν τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ.
(Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΧΑΡΑ ΜΑΣ
Εἶναι βράδυ τῆς φωτοφόρου ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως, καὶ οἱ μαθηταὶ
τοῦ Κυρίου, τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τῆς Παρασκευῆς
καὶ τὴ μανία τῶν Ἰουδαίων, εἶναι κλεισμένοι στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μέσα στὴν ἀφόρητη θλίψη καὶ τὴ νεκρικὴ σιγή, χωρὶς νὰ ἀνοίξουν
οἱ θύρες ἐμφανίζεται ὁ Κύριος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν καὶ τοὺς λέγει:
— «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κατόπιν τοὺς δείχνει τὰ πληγωμένα χέρια καὶ πόδια Του καὶ τὴν πλευρά
Του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι δὲν βλέπουν φάντασμα ἀλλὰ τὸν Διδάσκαλό τους,
ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ καὶ ἀναστήθηκε.
Πόσο χάρηκαν οἱ μαθηταὶ ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ πόσο φοβήθηκαν
ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ αὐτὴ παρουσία! Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνει:
—«Εἰρήνη ὑμῖν». Μὴ φοβᾶσθε. Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου στὸν κόσμο,
ἔτσι κι ἐγὼ τώρα ἀποστέλλω ἐσᾶς νὰ συνεχίσετε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας
τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ φυσώντας στὰ πρόσωπά τους τοὺς εἶπε:
—Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Ὅσες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων συγχωρεῖτε, θὰ
συγχωροῦνται καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσες ὅμως δὲν συγχωρεῖτε, δὲν θὰ συγχωροῦνται
καὶ ἀπὸ τὸν Θεό.
Πόσο χάρηκαν οἱ μαθηταὶ ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο! Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν
οἱ διαθέσεις τους! Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἀβάσταχτη ἦταν ἡ θλίψη τους μετὰ
τὴ φοβερὴ εἴδηση τοῦ φρικτοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου. Ἔβρεχαν μὲ δάκρυα
τὰ πρόσωπά τους, καθὼς θυμοῦνταν τὶς συγκλονιστικὲς στιγμὲς τριῶν ἐτῶν
ποὺ ἔζησαν μαζί Του. Ὅμως μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς θλίψεως πόσο ἄλλαξαν
ὅλα τόσο ξαφνικά! Ἔρχεται καὶ πάλι ὁ Κύριος στὴ ζωή τους. Καὶ ὁ ἀβάσταχτος
πόνος τους τώρα μετατρέπεται σὲ ἀπροσμέτρητη χαρά. Μετὰ τὴ σκοτεινὴ
καὶ πυκνὴ καταιγίδα ἀνέτειλε καὶ πάλι τὸ φῶς στὴν ψυχή τους.
Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς καὶ στὴ δική
μας ζωή. Πόση θλίψη γευόμαστε κι ἐμεῖς, ὅταν αἰσθανόμαστε κάποτε
τὸν Κύριο νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή μας! Εἴμαστε πλασμένοι νὰ ζοῦμε μὲ
τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Μόνο κοντά Του μποροῦμε νὰ ἀναπνεύσουμε,
νὰ βροῦμε τὴ χαρά, τὴ σωτηρία, τὸν χορτασμὸ τῆς ψυχῆς μας.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπὸν νὰ ἔχουμε τὸν Κύριο διαρκῶς στὴ ζωή μας. Νὰ
εἴμαστε ἑνωμένοι μυστηριακῶς μαζί Του. Ὁ Χριστὸς νὰ κατευθύνει τὶς
σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὰ βιώματά μας, τὶς ἐνέργειές μας.
Κάθε παλμὸς τῆς καρδιᾶς μας νὰ χτυπᾶ γιὰ Ἐκεῖνον. Κάθε ἡμέρα νὰ μᾶς
συνδέει πιὸ συνειδητὰ καὶ οὐσιαστικὰ μαζί Του. Ἀλλιῶς θὰ μελαγχολοῦμε
μέσα στὴ δυσπιστία μας, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ στὴ συνέχεια
τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου.
2. Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ
Ὁ Θωμᾶς λοιπόν, ὁ ὁποῖος λεγόταν καὶ Δίδυμος, ἀπουσίαζε ὅταν ἦλθε
ὁ Κύριος. Μόλις λοιπὸν ἐπέστρεψε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταὶ μὲ ἐνθουσιασμὸ
καὶ συγκίνηση:
—Εἴδαμε τὸν Κύριο, φανερώθηκε μπροστά μας!
Ἀλλὰ ὁ Θωμᾶς μελαγχολικὰ καὶ δύσπιστα τοὺς ἔλεγε:
—Έάν δὲν δῶ μὲ τὰ μάτια μου τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν στὰ χέρια Του καὶ
δὲν βάλω τὸν δάκτυλό μου στὴν λογχισμένη πλευρά Του, «οὐ μὴ πιστεύσω».
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ ἡμέρες. Οἱ μαθηταὶ εἶναι πάλι συγκεντρωμένοι
στὸ ἴδιο σπίτι, ὅπως καὶ τὴν προηγουμένη φορά. Τώρα ὅμως εἶναι καὶ ὁ
Θωμᾶς μαζί τους. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειστές. Καὶ ξαφνικὰ ὁ Κύριος ἔρχεται
καὶ πάλι ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς εὔχεται νὰ ἔχουν εἰρήνη. Καὶ ἀμέσως
λέγει στὸ Θωμᾶ:
—Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ, Θωμᾶ, καὶ ψηλάφησε τὰ χέρια μου, βάλε τὸ
χέρι σου στὴν πλευρά μου «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός».
Καὶ ὁ δύσπιστος Θωμὰς τώρα μὲ θαυμαστὴ ἔκρηξη χαρᾶς καὶ πίστεως
κάνει μιὰ μοναδικὴ ὁμολογία:
—«Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, ὅτι δὲν εἶσαι μόνον
ἕνας μεγάλος προφήτης, ἀλλὰ ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Καὶ ὁ Κύριος
τοῦ ἀποκρίνεται: Ἐπίστευσες, ἐπειδὴ μὲ εἶδες! Εἶναι περισσότερο
εὐτυχεῖς ὅμως ἐκεῖνοι οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι θὰ μὲ πιστεύουν χωρὶς νὰ
μὲ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους.
Θαυμαστὸ πραγματικὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου στὸν
Θωμᾶ. Φανερώνει ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Κυρίου.
Ο ΥΙΟΣ τοῦ Θεοῦ καὶ βασιλεὺς τῶν ἁπάντων συγκαταβαίνει στὴ δυσπιστία
τοῦ Θωμᾶ! Ἐγνώριζε τὴν ἄδολη καὶ εἰλικρινῆ καρδιὰ του καὶ συγκαταβαίνει
στὸ αἴτημά του. Ἔρχεται ἀναστημένος στὸ ὑπερῶο, ἀποκαλύπτεται
καὶ προτείνει τὰ χέρια του καὶ τὴν πλευρά του, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει τὸν Θωμᾶ
στὴν δυσπιστία του καὶ στὴ δυστυχία του.
Μήπως ὅμως τὸ ἴδιο δὲν γίνεται καὶ μὲ ὅλους μας κάθε φορὰ ποὺ βασανιζόμαστε
μέσα στὴν δυσπιστία καὶ τὴ μελαγχολία μας, ὅταν θλίψεις μεγάλες καὶ
προβλήματα δύσλυτα μᾶς διαλύουν; Στὶς συνταρακτικὲς αὐτὲς στιγμὲς
τῆς ζωῆς μας, ποὺ ὁρμητικὰ τὰ κύματα τῶν ἀμφιβολιῶν μᾶς ἀναστατώνουν,
ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἀποστρέφεται οὔτε ἀγανακτεῖ μὲ τὶς διακυμάνσεις
μας. Ἀλλὰ ἐνῶ ἐμεῖς ζαλιζόμαστε μέσα στὶς ἀμφιταλαντεύσεις μας, ἐμφανίζεται
ξαφνικὰ στὴ βαρυχειμωνιὰ τῆς ταραγμένης ζωῆς μας καὶ μᾶς φέρνει τὴν ἄνοιξη
τῆς πίστεως. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ὁπωσδήποτε μᾶς ζητεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ
στὴν δύσπιστη ψυχή μας εἶναι νὰ ἔχουμε εἰλικρινὴ διάθεση νὰ τὸν γνωρίσουμε,
γνήσια ἐπιθυμία νὰ τὸν συναντήσουμε.
Ἂς ἀναζητοῦμε
λοιπὸν τὸν Κύριο μὲ εἰλικρινῆ πόθο καθημερινὰ στὴ ζωή μας. Καὶ Ἐκεῖνος
θὰ μᾶς ἀποκαλύπτεται μὲ ποικίλους τρόπους, μὲ εὐεργεσίες καὶ δωρεές,
μὲ τὴ Χάρη Του καὶ τὴν ἀγάπη Του. Καὶ ἡ ζωή μας θὰ πλημμυρίζει ἀπὸ χαρά,
καθὼς θὰ ψηλαφοῦμε τὴν παρουσία Του δίπλα μας. Καὶ θὰ ξεσποῦμε τότε
μὲ ἐνθουσιασμὸ στὴν ὁμολογία: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)