Σάββατο 23 Απριλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

(24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς ἀ­πο­στό­λοις διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου οὓς ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρὸς ἣν ἠ­κο­ύ­σα­τέ μου· ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λὰς τα­ύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ το­ύ­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῷ ᾿Ισ­ρα­ήλ; Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­το­ύς· Οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰ­δί­ᾳ ἐ­ξου­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρε­ί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς.

                                                                           (Πράξ. Ἀποστ. a΄[1] 1 – 8)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ ἔ­γρα­ψα, Θε­ό­φι­λε, γιὰ νὰ ἐ­ξι­στο­ρή­σω σ' αὐ­τὸ πε­ρι­λη­πτι­κὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­νε καὶ δί­δα­ξε ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πὸ τὴν ἀρχή τῆς δη­μό­σιας δρά­σε­ώς του μέ­χρι τὴν ἡμέρα πού ἀ­να­λή­φθη­κε στοὺς οὐ­ρα­νούς, ἀφοῦ προ­η­γου­μέ­νως μὲ συ­νερ­γὸ καὶ τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἔ­δω­σε ἐν­το­λὲς στοὺς ἀ­πο­στό­λους πού εἶ­χε δι­α­λέ­ξει ὁ ἴδιος. Με­τὰ τὸ πά­θος του καὶ τὸ θά­να­τό του πα­ρου­σι­ά­στη­κε σ' αὐ­τοὺς τοὺς ἴδιους ζων­τα­νός. Καὶ μὲ πολ­λὲς ἀ­πο­δεί­ξεις ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ριος τούς βε­βαί­ω­σε ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν ζων­τα­νός. Καὶ ἐ­πὶ σα­ράν­τα ἡμέρες ἐμ­φα­νι­ζό­ταν σ' αὐ­τοὺς κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα καὶ τοὺς μι­λοῦ­σε γιὰ τὶς ἀ­λή­θει­ες καὶ τὰ μυ­στή­ρια πού ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ ἔ­τρω­γε μα­ζί τους τὴν ἴδια τρο­φὴ πού ἔ­τρω­γαν κι ἐ­κεῖ­νοι, τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἑξῆς ἐν­το­λή: Μὴν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ­τε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀλλά νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως πού ἀ­κού­σα­τε ἀ­πὸ τὸ στό­μα μου, ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ Πα­τὴρ θὰ σᾶς στεί­λει τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε νὰ λά­βε­τε τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης βά­πτι­σε μὲ ἁπλό νε­ρό, καὶ τὸ βά­πτι­σμα του συ­νε­πῶς δὲν εἶ­χε τὴ δύ­να­μη νὰ ἀ­να­γεν­νή­σει ἐ­κεί­νους πού βα­πτί­ζον­ταν μ' αὐ­τό. Ἐ­σεῖς ὅ­μως θὰ βα­πτι­σθεῖ­τε μὲ τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ὄ­χι πολ­λὲς μέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς πού δι­ερ­χό­μα­στε. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὶς ἐλ­πί­δες αὐ­τὲς πού ἔδωσε ὁ Χρι­στὸς στοὺς μα­θη­τές του, συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ τὸν ρω­τοῦ­σαν: Κύ­ρι­ε, πές μας· στὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῶν ἡμερῶν αὐ­τῶν πρό­κει­ται νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σεις στὴν πα­λαι­ά της δύ­να­μη καὶ δό­ξα τὴ βα­σι­λεί­α γιὰ τὸν Ἰσ­ρα­ήλ; Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν ἀ­νή­κει σὲ σᾶς καὶ δὲν εἶ­ναι δι­κό σας δι­καί­ω­μα νὰ γνω­ρί­σε­τε τὰ χρό­νια ἢ τοὺς ὁ­ρι­σμέ­νους μῆ­νες καὶ τὶς ἡμέρες, τά ὁποῖα ὁ Πατήρ κρά­τη­σε στὴν ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἐ­ξου­σί­α του. Αὐ­τὸς μόνον τὰ γνω­ρί­ζει καὶ μό­νον αὐ­τὸς θὰ ὁ­λο­κληρώσει ὅσα θὰ συν­τε­λε­σθοῦν κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τῶν τῶν χρό­νων. Θὰ λά­βε­τε ὅ­μως ἐ­νί­σχυ­ση καὶ δύ­να­μη, ὅ­ταν θὰ ἔλθει πά­νω σας τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Καὶ θὰ γί­νε­τε μάρ­τυ­ρες τῆς ζω­ῆς μου καὶ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας μου καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ σ' ὅ­λη τὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴ Σα­μά­ρεια καὶ μέχρι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο καὶ πιὸ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ση­μεῖ­ο τῆς γῆς.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ν ἀρ­χῇ ἦν Λγος, κα Λγος ν πρς τν Θε­όν, κα Θε­ὸς ν Λγος.  Οὗ­τος ν ν ἀρ­χῇ πρς τν Θε­όν. πάν­τα δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, κα χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ν γέ­γο­νεν. ν αὐ­τῷ ζω­ὴ ν, κα ζω­ὴ ν τ φς τν ἀν­θρώπων κα τ φς ν τ σκο­τί­ᾳ φα­ί­νει, κα σκο­τί­α αὐ­τὸ ο κα­τέ­λα­βεν. Ἐ­γέ­νε­το ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πα­ρὰ Θε­οῦ, ὄ­νο­μα αὐ­τῷ Ἰ­ω­άν­νης· οὗ­τος ἦλ­θεν ες μαρ­τυ­ρί­αν, ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ το φω­τός, ἵ­να πάν­τες πι­στε­ύ­σω­σιν δι' αὐ­τοῦ. οκ ν ἐ­κεῖ­νος τ φς, ἀλ­λ' ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ το φω­τός. ν τ φς τ ἀ­λη­θι­νόν, φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον ες τν κό­σμον. ν τ κό­σμῳ ν, κα κό­σμος δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, κα κό­σμος αὐ­τὸν οκ ἔ­γνω. ες τ ἴ­δι­α ἦλ­θεν, κα ο ἴ­δι­οι αὐ­τὸν ο πα­ρέ­λα­βον. ὅ­σοι δ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τος πι­στε­ύ­ου­σιν ες τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, ο οκ ξ αἱ­μά­των, οὐ­δὲ κ θε­λή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐ­δὲ κ θε­λή­μα­τος ἀν­δρὸς, ἀλ­λ' ἐκ Θε­οῦ ἐ­γεν­νή­θη­σαν. Κα Λγος σρξ ἐ­γέ­νε­το κα ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, κα ἐ­θε­α­σά­με­θα τν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ς μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος κα ἀ­λη­θε­ί­ας. Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρὶ αὐ­τοῦ κα κέ­κρα­γεν λέ­γων· Οὗ­τος ν ν εἶ­πον, ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἔμ­προ­σθέν μου γέ­γο­νεν, ὅ­τι πρῶ­τός μου ν. Κα κ το πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν, κα χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος· ὅ­τι ὁ νό­μος δι­ὰ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­δό­θη, χά­ρις κα ἀ­λή­θει­α δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.  

                                                                                            (Ἰωάν. a΄[1] 1 – 17 )

 

ΤΕ­ΚΝΑ ΦΩ­ΤΟΣ

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΥ­ΤΙ­ΚΗ Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως εἶ­ναι λου­σμέ­νη στὸ ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ τὸ φῶς μᾶς ὁ­μι­λεῖ καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Εἶ­ναι τὸ πλέ­ον κα­τάλ­λη­λο κεί­με­νο γιὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Πά­σχα· ἐ­πει­δὴ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς τὸ με­γα­λει­ῶ­δες σχέ­διο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, τὸ ὁ­ποῖ­ο κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἂς δεί­ξου­με ὅ­μως ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χὴ κα­τὰ τὴν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ κει­μέ­νου, δι­ό­τι πε­ρι­έ­χει σπου­δαῖ­α, πυ­κνὰ καὶ βα­θιὰ θε­ο­λο­γι­κὰ νο­ή­μα­τα.

1. ΧΡΙ­ΣΤΟΣ, ΤΟ ΦΩΣ ΤΟ Α­ΛΗ­ΘΙ­ΝΟ

Στὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας ὅ­λης της κτί­σε­ως ὑ­πῆρ­χε ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ποὺ γεν­νή­θη­κε πρὸ πάν­των τῶν αἰ­ώ­νων ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα. Καὶ ὁ Λό­γος, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς δη­λα­δή, ὡς δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καὶ τέ­λει­ος Θε­ός, ἦ­ταν πάν­το­τε κον­τὰ στὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ἑ­νω­μέ­νος μα­ζί Του. Ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα ἔ­γι­ναν διὰ τῆς συ­νερ­γα­σί­ας Του μὲ τὸν Πα­τέ­ρα, καὶ χω­ρὶς Αὐ­τὸν δὲν ἔ­γι­νε κα­νέ­να δη­μι­ούρ­γη­μα. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς καὶ ζω­ή. Εἶ­ναι τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς ποὺ λάμ­πει σ᾿ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­κό­μη καὶ στοὺς σκο­τι­σμέ­νους ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α· ἀλ­λὰ αὐ­τοὶ δὲν τὸ δέ­χθη­καν οὔ­τε μπό­ρε­σαν νὰ τὸ σβή­σουν.

Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως, γιὰ νὰ βο­η­θή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ δε­χθοῦν τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­πέ­στει­λε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Πρό­δρο­μο καὶ Βα­πτι­στή. Αὐ­τὸς εἶ­χε ὡς ἔρ­γο του νὰ δεί­ξει ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου, ὥ­στε μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του νὰ πι­στεύ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι στὸν Κύ­ριο. Δὲν ἦ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ φῶς, ἀλ­λὰ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Θε­οῦ γιὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ φῶς, στὸν Χρι­στό. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς ὡς Θε­ὸς ἦ­ταν πάν­το­τε τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νό, ποὺ φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο.

ΕΙ­ΝΑΙ πραγ­μα­τι­κὰ δύ­σκο­λο καὶ μό­νο νὰ συλ­λά­βει κά­νεις τὶς με­γά­λες αὐ­τὲς ἀ­λή­θει­ες ποὺ ἀ­να­πτύσ­σει ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Πῶς νὰ χω­ρέ­ση ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς τὰ ὑ­πέρ­λο­γα αὐ­τὰ νο­ή­μα­τα; Ἐ­δῶ ἂς ἐ­πι­ση­μά­νου­με ἁ­πλῶς μί­α ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες αὐ­τὲς ἀ­λή­θει­ες.

Ὁ ἀ­να­στὰς Κύ­ριος εἶ­ναι τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νό. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του ἔ­φε­ρε τὸ φῶς νέ­ας ζω­ῆς στὸν κό­σμο. Μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του φω­τί­ζε­ται ὁ οὐ­ρά­νιος κό­σμος τῶν ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων. Φω­τί­ζε­ται καὶ ὁ σκο­τει­νὸς Ἅ­δης, ὅ­που μέ­σα στὰ σπλάγ­χνα του οἱ κε­κοι­μη­μέ­νοι γιὰ αἰ­ῶ­νες ζοῦ­σαν χω­ρὶς φῶς καὶ ἐλ­πί­δα. Τὸ σκο­τά­δι τὸ ἀ­πει­λη­τι­κὸ τοῦ θα­νά­του δι­α­λύ­θη­κε. Φω­τί­ζον­ται ἀ­κό­μη καὶ οἱ δι­κές μας καρ­δι­ές. Δι­ό­τι μέ­σα στὴ σκο­τει­νὴ νύ­κτα τῆς ζω­ῆς αὐ­τῆς, τῶν θλί­ψε­ων καὶ τῶν πει­ρα­σμῶν, τὸ ζω­η­φό­ρο φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως μᾶς δεί­χνει τὸν δρό­μο μας, φω­τί­ζει τὴ ζω­ή μας. Ἀ­πὸ τὸ κε­νὸ μνη­μεῖ­ο ἀ­να­τέλ­λει νέ­α ζω­ὴ πνευ­μα­τι­κὴ γιὰ μᾶς. Στὸν πα­νά­γιο Τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ποὺ τὸν συμ­βο­λί­ζει ἡ ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τε­λε­σι­ουρ­γεῖ­ται τὸ μυ­στή­ριο τῆς ζω­ῆς. Ἐ­κεῖ μᾶς πε­ρι­μέ­νει ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­να­στὰς Κύ­ριος νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει τὸν ἑ­αυ­τό Του. Νὰ μᾶς ὀ­δη­γή­σει σὲ μιὰ νέ­α ζω­ή, φω­τει­νή, ἀ­να­στη­μέ­νη.

Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως σή­με­ρα, ἐ­νῶ τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­νέ­τει­λε στὸν κό­σμο, ἀ­μέ­τρη­τοι ἄν­θρω­ποι ὁ­δοι­πο­ροῦν μέ­σα σὲ φο­βε­ρὸ καὶ πυ­κνὸ σκο­τά­δι· ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς ἀρ­νοῦν­ται τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀρ­νή­θη­καν καὶ πολ­λοὶ σύγ­χρο­νοι τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως μᾶς λέ­γει ἡ συ­νέ­χεια τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς.

2. ΓΝΗ­ΣΙΑ ΠΑΙ­ΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Ἐ­νῶ ὁ Χρι­στὸς ὡς Θε­ὸς δη­μι­ούρ­γη­σε, κυ­βερ­νᾶ καὶ συν­τη­ρεῖ τὸν κό­σμο, ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ ἦλ­θε στὴ γῆ μας, οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δὲν τὸν παρα­δέ­χθη­καν ὡς δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Θε­ό τους. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ συμ­πα­τρι­ῶ­τες του Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν τὸν πί­στευ­σαν. Ὅ­σοι ὅ­μως τὸν πί­στευ­σαν καὶ τὸν δέ­χθη­καν ὡς Λυ­τρω­τή τους, αὐ­τοὶ κέρ­δι­σαν τὸ μέ­γι­στο προ­νό­μιο· τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ γί­νουν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοὶ οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ πι­στοὶ τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι πλέ­ον ἄν­θρω­ποι σαρ­κι­κοὶ σὰν τοὺς ἄλ­λους· ἀλ­λὰ ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι γνή­σια παι­διὰ τοῦ εὐ­λο­γη­τοῦ καὶ παν­το­κρά­το­ρος Θε­οῦ.

Γιὰ νὰ γί­νουν ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ ἔ­ζη­σε στὴ γῆ ἀ­νά­με­σά μας, σὰν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Ἐ­μεῖς λοι­πὸν ποὺ τὸν εἴ­δα­με μὲ τὰ μά­τια μας, λέ­γει ὁ ἅ­γιος εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, χορ­τά­σα­με ἀ­πὸ τὴ θεί­α Του δό­ξα, ἡ ὁ­ποί­α φα­νε­ρώ­θη­κε στὰ θαύ­μα­τά Του, στὴ δι­δα­σκα­λί­α Του καὶ στὴ λαμ­πρό­τη­τα τῆς ἀ­να­μάρ­τη­της ζω­ῆς Του. Ἦ­ταν δό­ξα πρω­το­φα­νής, ποὺ τὴν εἶ­χε ὡς φυ­σι­κὸς καὶ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα Του.

Γι᾿ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς μαρ­τυ­ρεῖ καὶ βε­βαι­ώ­νει ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος λέ­γον­τας: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ σᾶς ἔ­λε­γα ὅ­τι θὰ ἔλ­θει ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μέ­να. Ὁ Ἴ­διος ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε καὶ πρὶν ἀ­πὸ ἐ­μέ­να ὡς προ­αι­ώ­νιος Λό­γος τοῦ Θε­οῦ». Αὐ­τὸν προ­φή­τευ­σαν οἱ Προ­φῆ­τες, καὶ αὐ­τὸν πε­ρί­με­ναν οἱ πα­τριά­ρχες τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Αὐ­τὸς καὶ μᾶς εὐ­ερ­γε­τεῖ συ­νε­χῶς ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το πλοῦ­το τῆς χά­ρι­τος καὶ τῶν δω­ρε­ῶν Του, προ­σθέ­τον­τας χά­ρη πά­νω στὴ χά­ρη. Οἱ εὐ­λο­γί­ες ποὺ μᾶς δί­νει δὲν εἶ­ναι σὰν αὐ­τὲς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λὰ ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρες. Δι­ό­τι ὁ Νό­μος καὶ οἱ ἐν­το­λὲς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης δό­θη­καν στοὺς ἀν­θρώ­πους δι τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως· τ χά­ρη ὅ­μως τς σω­τη­ρί­ας κα τν ἀ­λή­θεια μᾶς τ ἔ­δω­σε ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.

ΠΟΛ­ΛΑ, πυ­κνά, ὑ­πέ­ρο­χα εἶ­ναι τὰ νο­ή­μα­τα τῶν στί­χων αὐ­τῶν. Ἐ­μεῖς ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με σὲ ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τά, ποὺ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὰ με­γά­λα καὶ σπου­δαῖ­α ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ποὺ ἔ­φε­ρε ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ στὴ ζω­ή μας. Ὁ Κύ­ριος λοι­πὸν μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του μᾶς ἔ­δω­σε ἀ­νά­με­σα στὰ ἄλ­λα κι ἕ­να μο­να­δι­κὸ προ­νό­μιο: νὰ γί­νου­με παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ.

Τί ἤ­μα­σταν οἱ ἄν­θρω­ποι πρὶν τὴν Ἀ­νά­στα­ση; Ἀ­πο­στα­τη­μέ­να παι­διά, ποὺ ὀρ­φα­νέ­ψα­με κα­θὼς ἀρ­νη­θή­κα­με τὴ θε­ϊ­κὴ ἀ­γά­πη, ἀ­πο­μα­κρυν­θή­κα­με ἀ­πὸ τὸν πα­νέ­μορ­φο Πα­ρά­δει­σο. Καὶ πο­ρευ­ό­μα­σταν πρὸς τὸν θά­να­το. Ἀλ­λὰ γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἀ­να­στή­θη­κε: γιὰ νὰ μᾶς κά­νει καὶ πά­λι παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ ἀ­γα­πη­μέ­να. Γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν Θε­ὸ πα­τέ­ρα μας. Τώ­ρα πλέ­ον μπο­ροῦ­με μὲ τὸ θάρ­ρος τοῦ παι­διοῦ πρὸς τὸν πα­τέ­ρα του νὰ τοῦ μι­λοῦ­με, νὰ γι­νό­μα­στε μυ­στη­ρια­κῶς ἕ­να μα­ζί Του, νὰ ἐλ­πί­ζου­με τὸν Πα­ρά­δει­σο. Εἴ­μα­στε πλέ­ον κλη­ρο­νό­μοι τοῦ Θε­οῦ καὶ συγ­κλη­ρο­νό­μοι τοῦ Χρι­στοῦ. Κλη­ρο­νό­μοι ἀ­γα­θῶν ποὺ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ φαν­τα­στοῦ­με. Γνή­σια λοι­πὸν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ ἂς γί­νου­με καὶ ἄ­ξια τῆς Βα­σι­λεί­ας Του. Καὶ μ᾿ ὅ­λη μας τὴν καρ­διὰ ἂς ἀ­πευ­θύ­νου­με τὸν πιὸ ὄ­μορ­φο χαι­ρε­τι­σμὸ στοὺς γύ­ρω μας: «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη».

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου