Σάββατο 16 Απριλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

(17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, χαί­ρε­τε ἐν Κυ­ρί­ῳ πάν­το­τε· πά­λιν ἐ­ρῶ, χαί­ρε­τε. τὸ ἐ­πι­ει­κὲς ὑ­μῶν γνω­σθή­τω πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις. ὁ Κύ­ριος ἐγ­γύς. μη­δὲν με­ρι­μνᾶ­τε, ἀλ­λ' ἐν παν­τὶ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δε­ή­σει με­τὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑ­πε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Τὸ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ, ὅ­σα σε­μνά, ὅ­σα δί­και­α, ὅ­σα ἁ­γνά, ὅ­σα προ­σφι­λῆ, ὅ­σα εὔ­φη­μα, εἴ τις ἀ­ρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔ­παι­νος, ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε· ἃ καὶ ἐ­μά­θε­τε καὶ πα­ρε­λά­βε­τε καὶ ἠ­κού­σα­τε καὶ εἴ­δε­τε ἐν ἐ­μοί, ταῦ­τα πράσ­σε­τε· καὶ ὁ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης ἔ­σται με­θ' ὑ­μῶν. 

      (Φι­λιπ. δ΄[4] 4-9)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, νὰ χαί­ρε­στε πάν­το­τε μὲ τὴ χα­ρὰ πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­ση καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Κύ­ριο. Πά­λι θὰ πῶ, νὰ χαί­ρε­στε. Ἡ ἐ­πι­εί­κειά σας καὶ ἡ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ἂς γί­νει γνω­στὴ σ' ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, καὶ σ' αὐ­τοὺς ἀ­κό­μη τοὺς ἀ­πί­στους. Ὁ Κύ­ριος πλη­σιά­ζει νὰ ἔλ­θει, καὶ αὐ­τὸς θὰ ἀ­πο­δώ­σει στὸν κα­θέ­να ὅ,τι τοῦ ἀ­νή­κει. Μὴν κυ­ρι­εύ­ε­στε ἀ­πό ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά γιὰ κά­θε τι πού σᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, νὰ κά­νε­τε γνω­στά τά αἰ­τή­μα­τά σας στό Θε­ὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καί τή δέ­η­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες πρέ­πει νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται καὶ μὲ εὐ­χα­ρι­στί­α γιά ὅ­σα ὁ Θε­ός μᾶς ἔ­δω­σε. Κι ἔ­τσι, ὅ­ταν δι­ώ­χνε­τε κά­θε μέ­ρι­μνα καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­στε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὴ θεί­α Πρό­νοι­α, ἡ εἰ­ρή­νη πού ἔ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ τὴν με­τα­δί­δει στοὺς δι­κούς του, τῆς ὁ­ποί­ας τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­ώ­σει κα­νέ­νας νοῦς, εἴ­τε ἀν­θρώ­πι­νος εἴ­τε ἀγ­γε­λι­κός, θὰ φρου­ρή­σει τὶς καρ­δι­ές σας καὶ τὶς σκέ­ψεις σας, ἐ­φό­σον μέ­νε­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Καὶ τώ­ρα ἀ­πο­μέ­νει, ἀ­δελ­φοί μου, νὰ σᾶς ἀ­πευ­θύ­νω καὶ μί­α ἄλ­λη προ­τρο­πή: Ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, ὅ­σα εἶ­ναι σε­μνά καί σε­βα­στά, ὅ­σα εἶ­ναι δί­και­α, ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­μό­λυν­τα καὶ ἁ­γνά, ὅ­σα εἶ­ναι προ­σφι­λῆ στὸ Θε­ὸ καὶ στοὺς κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους, ὅ­σα ἔ­χουν κα­λὴ φή­μη κα­θὼς καὶ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λὸ ἔρ­γο πού εἶ­ναι ἄ­ξιο ἐ­παί­νου, αὐ­τὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­στε καὶ νὰ προ­σέ­χε­τε, γιὰ νὰ τὰ ἐ­φαρ­μό­ζε­τε καὶ στὴ ζω­ή σας. Αὐ­τὰ πού μά­θα­τε καὶ πα­ρα­λά­βα­τε καὶ ἀ­κού­σα­τε μὲ τὴν προ­φο­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, κα­θὼς καὶ αὐ­τὰ πού εἴ­δα­τε σ' ὅ­λη τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὴ δι­α­γω­γή μου, αὐ­τὰ νὰ κά­νε­τε. Καὶ τό­τε ὁ Θε­ός, πού εἶ­ναι ὁ χο­ρη­γός τῆς εἰ­ρή­νης, θὰ εἶ­ναι μα­ζί σας.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐ­πο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­παύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βα­ΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κρα­ύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὄ­χλος, ὅ­τι ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τ ση­μεῖ­ον.  

                                                    (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)

 

«εΥλογημένος Ο Ερχόμενος»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Ἀρ­κε­τὲς ἡ­μέ­ρες πρὶν τὴν Κυ­ρια­κὴ τῶν Βα­ΐ­ων ὁ Κύ­ριος στὴν μι­κρὴ πό­λη τῆς Βη­θα­νί­ας εἶ­χε κά­νει τὸ με­γα­λύ­τε­ρο θαῦ­μα Του. Ἀ­νέ­στη­σε τὸν Λά­ζα­ρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἐ­πὶ τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες στὸν τά­φο νε­κρός. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ἐν­τυ­πω­σί­α­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Καὶ γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει ὁ Κύ­ριος τὸν ἀ­σύ­νε­το ἐν­θου­σια­σμό τους, ἀλ­λὰ καὶ τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν Φα­ρι­σαί­ων, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε πρὸς τὴν ἔ­ρη­μο τῆς πό­λε­ως Ἐ­φραίμ.

Κα­θὼς ὅ­μως τώ­ρα πλη­σιά­ζει ἡ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα, ὁ Κύ­ριος πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πρὸς τὸ ἑ­κού­σιο πά­θος Του. Καὶ ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες πρὶν τὸ Πά­σχα φθά­νει στὴ Βη­θα­νί­α, ποὺ βρί­σκε­ται κον­τὰ στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἐ­κεῖ οἱ συγ­γε­νεῖς τοῦ Λα­ζά­ρου γε­μά­τοι εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρὸς τὸν Κύ­ριο τοῦ πα­ρα­θέ­τουν δεῖ­πνο, τὸ ὁ­ποῖ­ο φρόν­τι­σε νὰ ἑ­τοι­μά­σει ἡ ἀ­δελ­φὴ τοῦ Λα­ζά­ρου Μάρ­θα. Ἡ ἄλ­λη ἀ­δελ­φή του Μα­ρί­α σκέ­φθη­κε νὰ ἐκ­δη­λώ­σει τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη εὐ­γνω­μο­σύ­νη της μὲ ἄλ­λον τρό­πο. Ἀ­γό­ρα­σε πα­νά­κρι­βο μύ­ρο (325 γραμ­μά­ρια) ποὺ πα­ρά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ φυ­τὸ νάρ­δος, καὶ μ᾿ αὐ­τὸ ἄ­λει­ψε τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου. Στὴ συ­νέ­χεια μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ σε­βα­σμὸ πο­λὺ σκού­πι­σε μὲ τὰ μαλ­λιὰ της τὰ πό­δια Του. Καὶ ὅ­λο τὸ σπί­τι γέ­μι­σε ἀ­πὸ τὴν εὐ­ω­δί­α τοῦ μύ­ρου.

Ὅ­λοι συγ­κι­νή­θη­καν ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν, τὸν Ἰ­ού­δα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε λέ­γον­τας: «Για­τί νὰ μὴν πω­λη­θεῖ τὸ μύ­ρο αὐ­τὸ γιὰ 300 δη­νά­ρια (ἕ­να με­γά­λο πο­σὸ) καὶ τὰ χρή­μα­τα νὰ δο­θοῦν στοὺς πτω­χούς;» Τὸ εἶ­πε αὐ­τὸ βέ­βαι­α ὄ­χι για­τί τὸν ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ φτω­χοί, ἀλ­λὰ για­τί ἤ­θε­λε νὰ ἁρ­πά­ξει ὁ ἴ­διος αὐ­τὰ τὰ χρή­μα­τα· δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­φτης καὶ ἔ­κλε­βε καὶ ἄλ­λα ἀ­πὸ τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο ποὺ εἶ­χε ἀ­να­λά­βει. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­παν­τᾶ:

—Ἄ­φη­σε ἥ­συ­χη τὴ Μα­ρί­α. Δι­ό­τι πρό­λα­βε μὲ τὸ μύ­ρο νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὸ σῶ­μα μου γιὰ τὴν τα­φή. Τοὺς πτω­χοὺς θὰ τοὺς ἔ­χε­τε πάν­το­τε μα­ζί σας γιὰ νὰ τοὺς βο­η­θᾶ­τε, ἐμέ­να ὅ­μως ὄ­χι, δι­ό­τι σὲ λί­γες ἡμέρες θὰ πε­θά­νω.

Ο ΚΥΡΙΟΣ λοι­πὸν συν­δέ­ει τὴν πρά­ξη τῆς Μα­ρί­ας μὲ τὸν θά­να­τό Του καὶ τὴν τα­φή Του. Ἡ Μα­ρί­α βέ­βαι­α δὲν εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ σκο­πό, οὔ­τε μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­νο­η­θεῖ κά­τι τέ­τοι­ο, ὅ­μως ὁ Κύ­ριος αὐ­τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει. Καὶ μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α ποὺ δί­νει μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­τι ἔ­χει δια­ρκῶς στραμ­μέ­νη τὴ σκέ­ψη Του στὸ φο­βε­ρὸ πά­θος Του, στὸν θά­να­το καὶ τὴν τα­φή Του. Τὸν συ­νέ­χει τὸ γε­γο­νός, τὸν ἀ­πορ­ρο­φᾶ ἡ σταυ­ρι­κὴ θυ­σί­α. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ βι­ώ­νει τὸ πά­θος Του ὄ­χι μό­νο τὴν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή, οὔ­τε μό­νο λί­γες μέ­ρες πρίν, ἀλ­λὰ ἀ­κα­τά­παυ­στα ζεῖ τὸ πά­θος Του καὶ πο­ρεύ­ε­ται πρὸς αὐ­τό. Αἰ­σθά­νε­ται δια­ρκῶς τὸν ἀ­βά­στα­χτο πό­νο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, τὸ ἀ­σή­κω­το βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη χα­ρὰ τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων

Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε ἔ­χου­με στραμ­μέ­νο τὸ νοῦ καὶ τὴν καρ­διά μας στὸ με­γα­λύ­τε­ρο αὐ­τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας καὶ τῆς σω­τη­ρί­ας μας; Μᾶς συ­νέ­χει ἡ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου; Ὄ­χι μό­νο τὴν Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα, ἀλ­λὰ πάν­το­τε; Ἂν μπο­ρού­σα­με νὰ συλ­λά­βου­με ἔ­στω καὶ λί­γο τί ἔ­πα­θε γιὰ μᾶς ὁ Κύ­ριος, θὰ μᾶς συγ­κλό­νι­ζε ἡ θυ­σί­α Του, θὰ μᾶς ἀλ­λοί­ω­νε ἡ ἄ­με­τρος φι­λαν­θρω­πί­α Του. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἐ­μεῖς συ­χνὰ ξε­χνι­ό­μα­στε στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν μά­ται­α, γή­ι­να ἢ κά­πο­τε καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ πράγ­μα­τα.

Ἂς μᾶς συγ­κι­νή­σει λοι­πὸν ἡ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Νὰ γί­νει ὁ σταυ­ρω­θεὶς Κύ­ριος κέν­τρο τῆς ζω­ῆς μας, ἀ­σί­γα­στος πό­θος μας, ὁ μέ­γας ἀ­να­με­νό­με­νος. Νὰ τὸν προ­σμέ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ στὴ ζω­ή μας μὲ ἀ­γά­πη καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη· καὶ ὄ­χι μὲ τὰ εὐ­με­τά­βλη­τα καὶ ἐ­πι­δερ­μι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα τοῦ πλή­θους τῆς Κυ­ρια­κῆς τῶν Βα­ΐ­ων, γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ­μι­λεῖ ἡ συ­νέ­χεια τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

2. ΥΠΟΔΟΧΗ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ

Ἡ εἴ­δη­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου στὴ Βη­θα­νί­α κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­στρα­πια­ῖα σ᾿ ὅ­λη τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἄρ­χι­σαν λοι­πὸν νὰ κα­τα­φθά­νουν πλή­θη λα­οῦ, γιὰ νὰ δοῦν ὄ­χι μό­νον τὸν Ἰ­η­σοῦ ἀλ­λὰ καὶ τὸν ἀ­να­στη­μέ­νο Λά­ζα­ρο. Ἀρ­κε­τοὶ μά­λι­στα αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Λα­ζά­ρου ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν τὸ θαῦ­μα καὶ ἔ­τσι πί­στευ­αν πολ­λοὶ στὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸ ὅ­μως ἀ­να­στά­τω­σε τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ θα­να­τώ­σουν ὄ­χι μό­νον τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀλ­λὰ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο.

Τὴν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα, μό­λις ὁ Κύ­ριος ξε­κί­νη­σε γιὰ τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀ­μέ­τρη­τα πλή­θη λα­οῦ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ συγ­κρα­τή­σουν τὸν ἐν­θου­σια­σμό τους. Ἔ­κο­βαν κλα­διὰ ἀ­πὸ φοί­νι­κες καὶ ἔ­βγαι­ναν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη μὲ χα­ρά, γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χθοῦν τὸν Κύ­ριο. Καὶ μό­λις τὸν ἀν­τί­κρι­ζαν, ἄρ­χι­ζαν νὰ φω­νά­ζουν δυ­να­τὰ καὶ νὰ ζη­τω­κραυ­γά­ζουν: «Εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ». Ὁ Κύ­ριος ἐρ­χό­ταν στὴν πό­λη «κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου», ὅ­πως τὸ εἶ­χε προ­φη­τεύ­σει ὁ προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας: «Μὴ φο­βᾶ­σαι Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, για­τί ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος, ἀλ­λὰ πρά­ος καὶ τα­πει­νός, κα­θι­σμέ­νος πά­νω σὲ γα­ϊ­δου­ρά­κι». Βέ­βαι­α οἱ Μα­θη­τές δὲν κα­τά­λα­βαν τό­τε ὅ­τι ἐκ­πλη­ρώ­νον­ταν οἱ λό­γοι τοῦ Προ­φή­του. Τὸ κα­τά­λα­βαν ὅ­μως ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου φω­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.

ΥΠΟΔΟΧΗ πραγ­μα­τι­κὰ με­γα­λει­ώ­δης. Ἀλ­λὰ ποι­ὸν νό­μι­ζαν ὅ­τι ὑ­πο­δέ­χον­ται οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες;Ἕ­ναν κο­σμι­κὸ ἄρ­χον­τα, ποὺ θὰ ἐγ­κα­θι­δρύ­σει μιὰ ἐ­πί­γεια βα­σι­λεί­α. Δὲν μπο­ροῦν νὰ συλ­λά­βουν ὅ­τι ὑ­πο­δέ­χον­ται τὸν βα­σι­λέ­α ὅ­χι μό­νον τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ, ἀλ­λὰ τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου, οὐ­ρα­νί­ων, ἐ­πι­γεί­ων καὶ κα­τα­χθονί­ων. Εἶ­ναι ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καὶ Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των· Βα­σι­λεὺς κυ­ρί­ως καρ­δι­ῶν, ποὺ δὲν ζη­τεῖ τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ ἐ­μᾶς πα­ρὰ μό­νο τὴν ἀ­γά­πη μας καὶ τὴν ἀ­φο­σί­ω­σή μας, τὴν καρ­διά μας.

Ἂς τρέ­ξου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς σή­με­ρα νὰ ὑ­πο­δε­χθοῦ­με τὸν Κύ­ριό μας ὄ­χι ὡς ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λέ­α, ἀλ­λὰ ὡς τὸν Βα­σι­λέ­α τῶν καρ­δι­ῶν μας. Κι ἀν­τὶ γιὰ κλά­δους φοι­νί­κων ἂς τοῦ προ­σφέ­ρου­με τὴν ἁ­γνὴ λα­τρεί­α μας, ἂς τοῦ προ­σφέ­ρου­με κα­θα­ρὲς τὶς καρ­δι­ές μας. Κά­θε κτύ­πος τῆς καρ­διᾶς μας νὰ κτυ­πᾶ γιὰ Ἐ­κεῖ­νον. Καὶ θὰ ἔρ­θει ἡ ἡ­μέ­ρα ἡ μο­να­δι­κή, ἡ ἀ­στρα­φτε­ρὴ καὶ παμ­φώ­τει­νη, γιὰ νὰ μᾶς ὑ­πο­δε­χθεῖ πλέ­ον Ἐ­κεῖ­νος στὴ Βα­σι­λεί­α Του καὶ νὰ μᾶς κά­νει με­τό­χους της δι­κῆς Του θε­ϊ­κῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος καὶ εὐ­τυ­χί­ας.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου