Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022)

(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.

                                                (Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἐ­παγ­γε­λί­ες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι θὰ τὶς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἀ­νώ­τε­ρό του ὁ Θε­ὸς νὰ ὁρ­κι­στεῖ σ' αὐ­τόν, ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ εἶ­πε: Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἀ­λη­θι­νὰ ὅ­τι θὰ σὲ εὐ­λο­γή­σω πο­λὺ πλού­σια καὶ θὰ πλη­θύ­νω πά­ρα πο­λύ τούς ἀ­πο­γό­νους σου. Ἔ­τσι πῆ­ρε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τὴν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ πολ­λὰ χρό­νια, πέ­τυ­χε τήν ἐκπλή­ρω­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας πού τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στὴν ἐ­πί­γεια ζωή του. Ἀπέκτησε δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴ Σάρ­ρα παι­δί, ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο πλη­θύν­θη­καν οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­τριά­ρχη κι ἔγιναν ἕνα με­γά­λο ἔ­θνος. Ὁ Θε­ὸς ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του. Οἱ ἄνθρωποι βέ­βαι­α ὁρ­κί­ζον­ται στὸ Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀ­π' ὅ­λους. Καὶ δί­νουν ὅρ­κο οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καὶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τὴν ἀ­λή­θεια τῶν λόγων τους. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν μὲ τὸν ὅρ­κο ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε ἀμφιβολία καὶ ἐ­πει­δή ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαι­ό­τη­τα σ' ἐ­κεί­νους πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη καί ἀ­με­τά­θε­τη ἡ ἀ­πό­φα­σή του νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τὰ ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε, γι' αὐ­τὸ δέ­χθη­κε ἀ­πὸ ἄ­κρα συγ­κα­τά­βα­ση καὶ ἀ­γα­θό­τη­τα νὰ με­σο­λα­βή­σει ὅρ­κος στὰ λόγια του. Καὶ δέ­χθη­κε τὴ με­σο­λά­βη­ση τοῦ ὅρ­κου, ὥ­στε μὲ δύ­ο πράγ­μα­τα στε­ρε­ὰ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τα, δη­λα­δὴ μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­σή του καὶ μὲ τὸν ὅρ­κο του, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­δύ­να­το νὰ πεῖ ψέ­μα­τα ὁ Θε­ός, νὰ ἔ­χου­με ἐμεῖς πού κα­τα­φύ­γα­με σ' αὐ­τὸν με­γά­λη ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ προ­τρο­πὴ καὶ στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου vά κρα­τή­σου­με τὴν ἐλ­πί­δα πού βρί­σκε­ται μπροστά μας. Αὐ­τὴ τὴν ἐλ­πί­δα τὴν ἔ­χου­με σὰν ἄγ­κυ­ρα τῆς ψυ­χῆς. Αὐτή μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κοὺς κιν­δύ­νους καὶ εἶ­ναι στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη καὶ εἰ­σέρ­χε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, τὸν ὁποῖο εἰ­κο­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς τό­πος τῆς σκη­νῆς καὶ τοῦ να­οῦ πού ἐ­κτει­νό­ταν πιὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κα­τα­πέ­τασμα καί λεγόταν Ἅ­για Ἁ­γί­ων. Ἐκεῖ, στὸν οὐ­ρα­νό, ὡς πρό­δρο­μος μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς πρὶν ἀ­πό μᾶς καὶ γιὰ χά­ρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νοί­ξει τὸ δρό­μο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­σει τό­πο. Καὶ ἔ­τσι ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ὄ­χι προ­σω­ρι­νὸς ἀλλά αἰ­ώ­νιος, «κα­τὰ τὴν τά­ξη Μελ­χι­σε­δέκ».

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόν­τας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι Ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.                

         (Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)

 

ΕΝΑ ΦΟΒΕΡΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1. ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΑΣ ΑΝΕΧΕΤΑΙ;

Ἐ­πά­νω στὸ ὄ­ρος Θα­βὼρ τρεῖς Μα­θη­ταὶ ζοῦν τὸ με­γα­λει­ῶ­δες θαῦ­μα τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου, καὶ κά­τω στὸν κό­σμο οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­νέ­α Μα­θη­ταὶ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὸ φο­βε­ρὸ δρά­μα τῆς κα­τα­τυ­ραν­νή­σε­ως ἑ­νὸς δαι­μο­νι­σμέ­νου. Καὶ κα­θὼς ὁ Κύ­ριος κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ Θα­βώρ, συ­ναν­τᾶ τὸ σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου. Ἀν­τι­κρί­ζει τὸν βα­σα­νι­σμέ­νο πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νὰ γο­να­τί­ζει μὲ πό­νο στὰ πό­δια Του καὶ νὰ τοῦ λέ­ει:

—Δι­δά­σκα­λε, σοῦ ἔ­φε­ρα τὸ παι­δί μου ποὺ ἔ­χει κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ φο­βε­ρὸ δαι­μό­νιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἔ­χει πά­ρει τὴ λα­λιά του. Κι ὅ­που τὸ πιά­σει, τὸ ρί­χνει στὴ γῆ, τὸ κά­νει νὰ βγά­ζει ἀ­πὸ τὸ στό­μα του ἀ­φρούς, νὰ τρί­ζει τὰ δόν­τια καὶ νὰ μέ­νει ξε­ρὸ καὶ ἀ­ναί­σθη­το. Ἔ­φε­ρα, Κύ­ρι­ε, τὸ παι­δί μου στοὺς Μα­θη­τές σου καὶ τοὺς πα­ρα­κά­λε­σα νὰ βγά­λουν τὸ δαι­μό­νιο, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κα­τώρ­θω­σαν.

Καὶ ὁ Κύ­ριος ἀ­πο­κρί­νε­ται στὸν πο­νε­μέ­νο πα­τέ­ρα:

—Ὦ γε­νε­ὰ ἄ­πι­στη, ποὺ τό­σα θαύ­μα­τα εἶ­δες ἀ­πὸ ἐ­μέ­να! Ἕ­ως πό­τε θὰ εἶ­μαι ἀ­κό­μη μα­ζί σας; Ἕ­ως πό­τε θὰ σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι;

ΕΩΣ ΠΟΤΕ λοι­πὸν θὰ ἀ­νέ­χε­ται ὁ Κύ­ριος τὴν ὀ­λι­γο­πι­στί­α τῶν ἀν­θρώ­πων; Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου βέ­βαι­α εἶ­χε ἐ­λα­φρυν­τι­κά. Δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε ποι­ὸς ἦ­ταν ὁ Κύ­ριος. Ἐ­μεῖς ὅ­μως δὲν ἔ­χου­με κα­νέ­να. Ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός,γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ μᾶς. Δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νὰ τὶς φα­νε­ρὲς καὶ ἀ­φα­νεῖς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του, τὸ πο­λὺ ἔ­λε­ός Του, τὴ Χά­ρι τῶν Μυ­στη­ρί­ων Του. Καὶ παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ ὀ­λι­γο­πι­στοῦ­με. Ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριος δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει, δὲν μᾶς κα­τα­δι­κά­ζει. Μᾶς ἀ­νέ­χε­ται, δι­ό­τι θέ­λει τὴ σω­τη­ρί­α μας.

Αὐ­τὴ ὅ­μως ἡ ἀ­νο­χὴ τῆς ἀ­γά­πης Του δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς κά­νει νὰ ἐ­φη­συ­χά­ζου­με. Ἀλλὰ νὰ μᾶς βο­η­θεῖ νὰ με­τα­νο­ή­σου­με. Νὰ κα­τα­λά­βου­με τὴν ἀ­δυ­να­μί­α μας, νὰ ἀ­πο­τι­νά­ξου­με κά­θε ὀ­λι­γο­πι­στί­α, δι­σταγ­μὸ ἢ ἀμ­φι­βο­λί­α. Καὶ νὰ ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸν Κύ­ριο καὶ στὴν Πρό­νοι­ά Του. Νὰ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴ ζω­ή μας σ᾿ Αὐ­τόν. Καὶ θὰ ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ θαῦ­μα. Ὅ­πως ἔ­γι­νε καὶ μὲ τὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο νέ­ο.

 

2. ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ

Κα­θὼς λοι­πὸν φέρ­νουν τὸν νέ­ο στὸν Κύ­ριο, γί­νε­ται κά­τι συγ­κλο­νι­στι­κό. Μό­λις τὸ δαι­μό­νιο βλέ­πει τὸν Κύ­ριο, τα­ρά­ζει τὸν νέ­ο μὲ φο­βε­ροὺς σπα­σμούς. Τὸ δυ­στυ­χι­σμέ­νο παι­δὶ τώ­ρα ἀρ­χί­ζει νὰ κυ­λι­έ­ται στὴ γῆ καὶ νὰ βγά­ζει ἀ­φροὺς ἀ­πὸ τὸ στό­μα του. Μπρο­στὰ σ᾿ αὐ­τὸ τὸ σπα­ρα­κτι­κὸ θέ­α­μα ὁ Κύ­ριος ρω­τᾶ τὸν πα­τέ­ρα:

—Ά­πό πό­τε τὸ δαι­μό­νιο ἔ­χει κυ­ρι­εύ­σει τὸν γιό σου καὶ τοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε αὐ­τὴ τὴν τρο­με­ρὴ κα­τά­στα­ση;

Καὶ ὁ δυ­στυ­χι­σμέ­νος πα­τέ­ρας τοῦ ἀ­παν­τᾶ:

—Ά­πό μι­κρὸ παι­δί. Κύ­ρι­ε, τὸ βα­σα­νί­ζει. Πολ­λὲς φο­ρὲς μά­λι­στα τὸ ἔ­χει ρί­ξει στὴ φω­τιὰ καὶ στὸ νε­ρὸ γιὰ νὰ τὸ θα­να­τώ­σει. Ἀλ­λά, Κύ­ρι­ε, ἐ­ὰν μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις κά­τι, λυ­πή­σου μας καὶ βο­ή­θη­σέ μας.

Καὶ ὁ Κύ­ριος ἀ­παν­τᾶ στὸν πα­τέ­ρα μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ πί­στη:

—Ἂν ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ πι­στεύ­σεις, θὰ γί­νει τὸ παι­δί σου κα­λά. Δι­ό­τι ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τὰ σὲ κεῖ­νον ποὺ πι­στεύ­ει.

Ὁ πα­τέ­ρας τώ­ρα μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια, σὰν μό­λις νὰ ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ τὸν λή­θαρ­γο τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας του, φω­νά­ζει μὲ δύ­να­μη στὸν Χρι­στό:

—Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ἀλ­λὰ ἔ­χω ἀ­δύ­να­μη πί­στη. Βο­ή­θα με λοι­πὸν νὰ ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πὸ τὴν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μου!

Καὶ ὁ Κύ­ριος ἀ­μέ­σως μὲ ἕ­να παν­το­δύ­να­μο πρό­σταγ­μά Του ἐ­πι­πλήτ­τει αὐ­στη­ρὰ τὸ δαι­μό­νιο καὶ τοῦ λέ­ει:

—Πο­νη­ρό πνεῦ­μα, ἄ­λα­λο καὶ κω­φό, σὲ δι­α­τά­ζω νὰ βγεῖς ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν νέ­ο καὶ νὰ μὴ εἰ­σέλ­θεις πο­τὲ πλέ­ον σ᾿ αὐ­τόν.

Τὸ πο­νη­ρὸ πνεῦ­μα τό­τε ἀρ­χί­ζει νὰ φω­νά­ζει καὶ νὰ συν­τα­ρά­ζει τὸ παι­δί. Καὶ κα­τό­πιν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­φή­νον­τας κά­τω τὸ παι­δὶ σχε­δὸν νε­κρό. Ὅ­μως ὁ Κύ­ριος τὸ πιά­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ τὸ ση­κώ­νει ὄρ­θιο, γε­ρὸ πλέ­ον, ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­πὸ τὸ δαι­μό­νιο.

Συγ­κλο­νι­σμέ­νοι οἱ Μα­θη­ταὶ ἐ­ρω­τοῦν κα­τό­πιν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸν Κύ­ριο μὲ ἀ­πο­ρί­α:

—Για­τί, Κύ­ρι­ε, δὲν μπο­ρέ­σα­με ἐ­μεῖς νὰ δι­ώ­ξου­με τὸ πο­νη­ρὸ πνεῦ­μα ἀ­πὸ τὸν νέ­ο;

—Αυ­τό τὸ εἶ­δος τοῦ δαι­μο­νί­ου, ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ριος, δὲν ἐκ­δι­ώ­κε­ται μὲ τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ μό­νο μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νη­στεί­α.

ΕΙΝΑΙ πραγ­μα­τι­κὰ συγ­κι­νη­τι­κὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ προ­σευ­χὴ συ­νά­μα τοῦ ὀ­λι­γό­πι­στου πα­τέ­ρα στὸν Κύ­ριο. «Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ». Αὐ­τὴ θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ δι­κή μας θερ­μὴ καὶ δυ­να­τὴ προ­σευ­χή. Δι­ό­τι κι ἐ­μεῖς πολ­λὲς φο­ρὲς δει­χνό­μα­στε ὀ­λι­γό­πι­στοι. Δὲν ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας, τὴ ζω­ή μας, τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας, τὸ μέλ­λον μας στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ λέ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε πι­στοί, στὴν οὐ­σί­α κά­πο­τε φε­ρό­μα­στε σὰν ἄ­πι­στοι. Δι­ό­τι σὲ στιγ­μὲς πει­ρα­σμῶν καὶ θλί­ψε­ων, σὲ μί­α ἀ­σθέ­νεια ἢ μιὰ πε­ρι­πέ­τεια, τρο­μο­κρα­τού­μα­στε καὶ τὰ χά­νου­με. Βα­σα­νι­ζό­μα­στε μέ­σα στοὺς φό­βους, τὶς δει­λί­ες ἢ τὶς ἀ­πελ­πι­σί­ες μας. Λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι δί­πλα μας, γνω­ρί­ζει τὰ προ­βλή­μα­τα καὶ τὶς ἀ­γω­νί­ες μας, θέ­λει καὶ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει. Νὰ πο­λε­μή­σου­με λοι­πὸν τὴν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μας. «Ἑ­αυ­τοὺς καὶ ἀλ­λή­λους καὶ πᾶ­σαν τὴν ζω­ὴν ἡ­μῶν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα». Νὰ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ τοὺς γύ­ρω μας καὶ ὅ­λη μας τὴ ζω­ὴ στὸν Κύ­ριο. Καὶ νὰ προ­σευ­χό­μα­στε λέ­γον­τας μὲ δύ­να­μη: «Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ».

Ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, στὸ τέ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι κα­τό­πιν ὁ Κύ­ριος ἔ­φυ­γε μὲ τοὺς Μα­θη­τὲς περ­νών­τας ἔ­ξω ἀ­πὸ πό­λεις τῆς Γα­λι­λαί­ας, γιὰ νὰ μὴ μά­θει κα­νεὶς ποῦ ἦ­ταν καὶ τί ἔ­κα­νε. Δι­ό­τι πλη­σί­α­ζε ὁ και­ρὸς τοῦ πά­θους Του. Γι᾿ αὐ­τὸ προ­ε­τοί­μα­ζε τοὺς Μα­θη­τὲς λέ­γον­τάς τους ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ πα­ρα­δο­θεῖ σὲ ἄ­νο­μους ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι θὰ τὸν θα­να­τώ­σουν. Αὐ­τὸς ὅ­μως τὴν τρί­τη ἡ­μέ­ρα θὰ ἀ­να­στη­θεῖ.

Ἂς συμ­πο­ρευ­θοῦ­με λοι­πὸν καὶ μεῖς μὲ πί­στη μα­ζί Του κι ἂς συ­σταυ­ρω­θοῦ­με, γιὰ νὰ συ­να­να­στη­θοῦ­με καὶ νὰ συ­ζή­σου­με μὲ Ἐ­κεῖ­νον στὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α Του.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου