ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ
ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ
ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί
τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ' ἑαυτοῦ λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι
μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς
ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον
βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις
τῆς ἐπαγγελίας
τὸ ἀμετάθετον
τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων
ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον
ψεύσασθαι
Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες
κρατῆσαι τῆς προκειμένης
ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν
ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος,
ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
(Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί,
οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε. Διότι ὅταν
ἔδωσε ὁ Θεὸς τὶς ἐπαγγελίες στὸν Ἀβραάμ, ὁρκίστηκε ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσει.
Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν ἀνώτερό του ὁ Θεὸς νὰ ὁρκιστεῖ σ' αὐτόν,
ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε: Σοῦ ὑπόσχομαι ἀληθινὰ ὅτι θὰ σὲ
εὐλογήσω πολὺ πλούσια καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολύ τούς ἀπογόνους σου.
Ἔτσι πῆρε ὁ Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ περίμενε μὲ ὑπομονὴ
πολλὰ χρόνια, πέτυχε τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας πού τοῦ ὑποσχέθηκε
ὁ Θεὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο πού ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἀπέκτησε
δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σάρρα παιδί, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ
πατριάρχη κι ἔγιναν ἕνα μεγάλο ἔθνος. Ὁ Θεὸς ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό
του. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ὁρκίζονται στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπ'
ὅλους. Καὶ δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κάθε ἀντιλογία
καὶ ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν
λόγων τους. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὸν ὅρκο ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπειδή
ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα σ' ἐκείνους
πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐπαγγελίες ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη καί ἀμετάθετη
ἡ ἀπόφασή του νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε, γι' αὐτὸ δέχθηκε
ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση καὶ ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσει ὅρκος στὰ
λόγια του. Καὶ δέχθηκε τὴ μεσολάβηση τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα
στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσή του καὶ μὲ τὸν ὅρκο
του, στὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ πεῖ ψέματα ὁ Θεός, νὰ ἔχουμε
ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ' αὐτὸν μεγάλη ἐνθάρρυνση καὶ προτροπὴ καὶ
στήριγμα προκειμένου vά κρατήσουμε τὴν ἐλπίδα πού βρίσκεται μπροστά
μας. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τὴν ἔχουμε σὰν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτή μᾶς ἀσφαλίζει
ἀπό τούς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ εἶναι σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη
καὶ εἰσέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν ὁποῖο εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς
σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ πού ἐκτεινόταν πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καί
λεγόταν Ἅγια Ἁγίων. Ἐκεῖ, στὸν οὐρανό, ὡς πρόδρομος μπῆκε ὁ Ἰησοῦς
πρὶν ἀπό μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο καὶ γιὰ νὰ μᾶς
ἑτοιμάσει τόπο. Καὶ ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀρχιερέας ὄχι προσωρινὸς
ἀλλά αἰώνιος, «κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ».
ΤΟ ΙΕΡΟΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ,
γονυπετῶν αὐτόν καί λέγων. Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ,
ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται·
καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
αὐτῷ
λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν;
φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν
αὐτόν,
καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ·
Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ
αὐτόν·
ἀλλ' εἴ τι δύνασαι,
βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς
ἐφ' ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι,
πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ
δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
λέγων
αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν
ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπηρώτων αὐτόν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς
οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ
καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν
ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν,
καὶ ἀποκτανθεὶς
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
(Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)
ΕΝΑ ΦΟΒΕΡΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1.
ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΑΣ ΑΝΕΧΕΤΑΙ;
Ἐπάνω στὸ ὄρος
Θαβὼρ τρεῖς Μαθηταὶ ζοῦν τὸ μεγαλειῶδες θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως
τοῦ Κυρίου, καὶ κάτω στὸν κόσμο οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα Μαθηταὶ ἀντιμετωπίζουν
τὸ φοβερὸ δράμα τῆς κατατυραννήσεως ἑνὸς δαιμονισμένου. Καὶ καθὼς
ὁ Κύριος κατεβαίνει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, συναντᾶ τὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου.
Ἀντικρίζει τὸν βασανισμένο πατέρα τοῦ δαιμονισμένου νὰ γονατίζει
μὲ πόνο στὰ πόδια Του καὶ νὰ τοῦ λέει:
—Διδάσκαλε,
σοῦ ἔφερα τὸ παιδί μου ποὺ ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ φοβερὸ δαιμόνιο, τὸ ὁποῖο
τοῦ ἔχει πάρει τὴ λαλιά του. Κι ὅπου τὸ πιάσει, τὸ ρίχνει στὴ γῆ, τὸ κάνει
νὰ βγάζει ἀπὸ τὸ στόμα του ἀφρούς, νὰ τρίζει τὰ δόντια καὶ νὰ μένει ξερὸ
καὶ ἀναίσθητο. Ἔφερα, Κύριε, τὸ παιδί μου στοὺς Μαθητές σου καὶ τοὺς
παρακάλεσα νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσαν.
Καὶ ὁ Κύριος
ἀποκρίνεται στὸν πονεμένο πατέρα:
—Ὦ γενεὰ ἄπιστη,
ποὺ τόσα θαύματα εἶδες ἀπὸ ἐμένα! Ἕως πότε θὰ εἶμαι ἀκόμη μαζί
σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;
ΕΩΣ ΠΟΤΕ λοιπὸν
θὰ ἀνέχεται ὁ Κύριος τὴν ὀλιγοπιστία τῶν ἀνθρώπων; Ὁ πατέρας τοῦ
Εὐαγγελίου βέβαια εἶχε ἐλαφρυντικά. Δὲν ἐγνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ
Κύριος. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἔχουμε κανένα. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι
ὁ Ἰησοῦς Χριστός,γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος
καὶ θυσιάστηκε γιὰ μᾶς. Δεχόμαστε καθημερινὰ τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς
εὐεργεσίες Του, τὸ πολὺ ἔλεός Του, τὴ Χάρι τῶν Μυστηρίων Του. Καὶ
παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει,
δὲν μᾶς καταδικάζει. Μᾶς ἀνέχεται, διότι θέλει τὴ σωτηρία μας.
Αὐτὴ ὅμως ἡ
ἀνοχὴ τῆς ἀγάπης Του δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάνει νὰ ἐφησυχάζουμε. Ἀλλὰ
νὰ μᾶς βοηθεῖ νὰ μετανοήσουμε. Νὰ καταλάβουμε τὴν ἀδυναμία μας,
νὰ ἀποτινάξουμε κάθε ὀλιγοπιστία, δισταγμὸ ἢ ἀμφιβολία. Καὶ νὰ
ἀφοσιωθοῦμε περισσότερο στὸν Κύριο καὶ στὴν Πρόνοιά Του. Νὰ ἐμπιστευθοῦμε
ὁλοκληρωτικὰ τὴ ζωή μας σ᾿ Αὐτόν. Καὶ θὰ ἀκολουθεῖ τὸ θαῦμα. Ὅπως ἔγινε
καὶ μὲ τὸν δαιμονισμένο νέο.
2.
ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ
Καθὼς λοιπὸν
φέρνουν τὸν νέο στὸν Κύριο, γίνεται κάτι συγκλονιστικό. Μόλις τὸ δαιμόνιο
βλέπει τὸν Κύριο, ταράζει τὸν νέο μὲ φοβεροὺς σπασμούς. Τὸ δυστυχισμένο
παιδὶ τώρα ἀρχίζει νὰ κυλιέται στὴ γῆ καὶ νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα
του. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ σπαρακτικὸ θέαμα ὁ Κύριος ρωτᾶ τὸν πατέρα:
—Άπό πότε τὸ
δαιμόνιο ἔχει κυριεύσει τὸν γιό σου καὶ τοῦ δημιούργησε αὐτὴ τὴν τρομερὴ
κατάσταση;
Καὶ ὁ δυστυχισμένος
πατέρας τοῦ ἀπαντᾶ:
—Άπό μικρὸ
παιδί. Κύριε, τὸ βασανίζει. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸ ἔχει ρίξει στὴ
φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει. Ἀλλά, Κύριε, ἐὰν μπορεῖς νὰ
κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας.
Καὶ ὁ Κύριος
ἀπαντᾶ στὸν πατέρα μὲ τὴν ἀσθενικὴ πίστη:
—Ἂν ἐσὺ μπορεῖς
νὰ πιστεύσεις, θὰ γίνει τὸ παιδί σου καλά. Διότι ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ
κεῖνον ποὺ πιστεύει.
Ὁ πατέρας τώρα
μὲ δάκρυα στὰ μάτια, σὰν μόλις νὰ ξύπνησε ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ὀλιγοπιστίας
του, φωνάζει μὲ δύναμη στὸν Χριστό:
—Πιστεύω, Κύριε,
ἀλλὰ ἔχω ἀδύναμη πίστη. Βοήθα με λοιπὸν νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία
μου!
Καὶ ὁ Κύριος
ἀμέσως μὲ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμά Του ἐπιπλήττει αὐστηρὰ τὸ δαιμόνιο
καὶ τοῦ λέει:
—Πονηρό πνεῦμα,
ἄλαλο καὶ κωφό, σὲ διατάζω νὰ βγεῖς ἀπὸ αὐτὸν τὸν νέο καὶ νὰ μὴ εἰσέλθεις
ποτὲ πλέον σ᾿ αὐτόν.
Τὸ πονηρὸ
πνεῦμα τότε ἀρχίζει νὰ φωνάζει καὶ νὰ συνταράζει τὸ παιδί. Καὶ κατόπιν
ἐξαφανίζεται ἀφήνοντας κάτω τὸ παιδὶ σχεδὸν νεκρό. Ὅμως ὁ Κύριος
τὸ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ σηκώνει ὄρθιο, γερὸ πλέον, ἐλεύθερο ἀπὸ
τὸ δαιμόνιο.
Συγκλονισμένοι
οἱ Μαθηταὶ ἐρωτοῦν κατόπιν ἰδιαιτέρως τὸν Κύριο μὲ ἀπορία:
—Γιατί, Κύριε,
δὲν μπορέσαμε ἐμεῖς νὰ διώξουμε τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν νέο;
—Αυτό τὸ εἶδος
τοῦ δαιμονίου, ἀπαντᾶ ὁ Κύριος, δὲν ἐκδιώκεται μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ
μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
ΕΙΝΑΙ πραγματικὰ
συγκινητικὴ ἡ ἀπάντηση καὶ προσευχὴ συνάμα τοῦ ὀλιγόπιστου πατέρα
στὸν Κύριο. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Αὐτὴ θὰ πρέπει
νὰ εἶναι καὶ ἡ δική μας θερμὴ καὶ δυνατὴ προσευχή. Διότι κι ἐμεῖς πολλὲς
φορὲς δειχνόμαστε ὀλιγόπιστοι. Δὲν ἐμπιστευόμαστε ὁλοκληρωτικὰ
τὸν ἑαυτό μας, τὴ ζωή μας, τὴν οἰκογένειά μας, τὸ μέλλον μας στὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ. Κι ἐνῶ λέμε ὅτι εἴμαστε πιστοί, στὴν οὐσία κάποτε φερόμαστε
σὰν ἄπιστοι. Διότι σὲ στιγμὲς πειρασμῶν καὶ θλίψεων, σὲ μία ἀσθένεια
ἢ μιὰ περιπέτεια, τρομοκρατούμαστε καὶ τὰ χάνουμε. Βασανιζόμαστε
μέσα στοὺς φόβους, τὶς δειλίες ἢ τὶς ἀπελπισίες μας. Λησμονοῦμε ὅτι
ὁ Κύριος εἶναι δίπλα μας, γνωρίζει τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀγωνίες
μας, θέλει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Νὰ πολεμήσουμε λοιπὸν τὴν ὀλιγοπιστία
μας. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς γύρω μας καὶ ὅλη μας τὴ ζωὴ
στὸν Κύριο. Καὶ νὰ προσευχόμαστε λέγοντας μὲ δύναμη: «Πιστεύω, Κύριε,
βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
στὸ τέλος τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρεται ὅτι κατόπιν ὁ Κύριος ἔφυγε
μὲ τοὺς Μαθητὲς περνώντας ἔξω ἀπὸ πόλεις τῆς Γαλιλαίας, γιὰ νὰ μὴ μάθει
κανεὶς ποῦ ἦταν καὶ τί ἔκανε. Διότι πλησίαζε ὁ καιρὸς τοῦ πάθους
Του. Γι᾿ αὐτὸ προετοίμαζε τοὺς Μαθητὲς λέγοντάς τους ὅτι σὲ λίγο θὰ
παραδοθεῖ σὲ ἄνομους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν θανατώσουν. Αὐτὸς
ὅμως τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ.
Ἂς συμπορευθοῦμε
λοιπὸν καὶ μεῖς μὲ πίστη μαζί Του κι ἂς συσταυρωθοῦμε, γιὰ νὰ συναναστηθοῦμε
καὶ νὰ συζήσουμε μὲ Ἐκεῖνον στὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου