Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

(ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)

(1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023)




ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶν καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστιν τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα φωνεῖ κατ᾽ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασιν τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσουσιν ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾽ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασιν τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί· ἀλλ᾽ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει.

(Ἰωάν. ι΄[10] 1-9)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Νομίζετε ὅτι εστε οἱ ναγνωρισμένοι δηγο κα διδάσκαλοι τοῦ σραήλ. Σς διαβεβαιώνω ὅμως ἀληθιν ὅτι εστε κμεταλλευτς τοῦ ποιμνίου κα κλέφτες τν προβάτων. κενος πο δν μπαίνει ἀπὸ τν πόρτα στὴ μάνδρα, ὅπου φυλάγονται τ πρόβατα, ἀλλὰ νεβαίνει ἀπὸ λλο μέρος γι ν πηδήσει μέσα κρυφά, κενος εναι κλέφτης κα ληστής. (Δηλαδ εναι κλέφτης κα ληστὴς κενος πο χωρς ν κληθε κα ν νυψωθε άπὸ τν Θε στ ξίωμα τοῦ ποιμένος κα δηγοῦ τν προβάτων τοῦ Θεο, ζητ νὰ τ σφετερισθεῖ κα ν τ ἁρπάξει, ὅπως τ κάνατε σες οἱ Φαρισαῖοι κα οἱ γραμματεῖς. Διότι, ἐνῶ βλέπετε ἀπὸ τ θαύματά μου ὅτι εμαι ὁ ἀναγνωρισμένος ἀπὸ τν Θε ποιμένας, σφετερίζεσθε τὰ δικαιώματά μου κα τν ξουσία μου). ντίθετα, κενος πο μπαίνει στ μάνδρα χι λαθραία λλα φανερά, ἀπὸ τν πόρτα, εναι ποιμένας τν προβάτων. Σ' ατν ὁ θυρωρς πο φυλάει τ μάνδρα νοίγει τν πόρτα, ἀλλὰ κα τ πρόβατα ἀκοῦν τ φωνή του κα τ γνωρίζουν. Κι ατς πάλι, γεμάτος νδιαφέρον γι τ πρόβατά του, φωνάζει τ καθένα μ τ᾿ νομά του κα τ βγάζει ἀπὸ τ μάνδρα γι ν τ βοσκήσει. Κι ὅταν βγάλει τ δικά του προβατ ξω ἀπὸ τ μάνδρα, στν ὁποία μένουν κα λλα ποίμνια μαζί, πηγαίνει μπροστ ἀπ᾿ ατά, κα τ πρόβατά του τν κολουθον. Διότι γνωρίζουν τ φωνή του κα τ σφύριγμά του, μ τ ὁποῖο τ φωνάζει. ναν ξένο ὅμως δν θ τν κολουθήσουν ποτέ, ἀλλὰ θ φύγουν μακρι ἀπ` ατόν, διότι δν γνωρίζουν τ φων τν ξένων. τσι κα τ λογικ πρόβατά μου· θ μ ναγνωρίσουν ὡς ποιμένα τους, θ κούσουν τ διδασκαλία μου κα θ ασθανθον τ νδιαφέρον μου κα τ στοργή μου γι' ατά. Κα δν θ παρασυρθον ἀπὸ τοὺς πατενες, οἱ ποοι θ προσπαθήσουν ν τ ἐξαπατήσουν κα ν τ ποσπάσουν ἀπὸ μένα. Ατν τν λληγορικ λόγο τος επε ὁ ησοῦς. κενοι ὅμως δν κατάλαβαν ποι σημασία εἶχαν ατ πο τος λεγε. Ἀφοῦ λοιπν δν κατάλαβαν τ σημασία τς παραβολς ατς, τος επε πάλι ὁ ησος καθαρότερα κα σαφέστερα τ ἑξῆς: ληθινά, ληθινά σᾶς λέω ὅτι ἐγώ εμαι ἡ πόρτα ἀπὸ τν ὀποία τ πρόβατα μπαίνουν στ μάνδρα γι ν σφαλισθον, κα βγαίνουν γι ν βοσκήσουν. λοι ὅσοι ἦλθαν τ τελευταῖα ατ χρόνια, προτοῦ ν λθω ἐγώ, κα πῆραν μόνοι τους τ ξίωμα τοῦ δηγοῦ τν προβάτων, εναι κλέφτες κα ληστές, διότι πιδίωξαν ν κμεταλλευθον κα ν ξολοθρεύσουν τ πρόβατα. Ἀλλὰ τ πρόβατα δν τος κουσαν. Ἐγὼ εμαι ἡ θύρα. Ἀπ᾿ ατ κα μόνο ἐὰν μπε κανεὶς ἑνωμένος μαζί μου, θ σωθεῖ· κα θ εσέλθει ὅπως τ πρόβατο στ μάνδρα γι ν ναπαυθε κα ν σφαλισθε κατ τ διάρκεια τς νύχτας· κα θ βγε τ πρω ἀπὸ τ μάνδρα γι ν βοσκήσει, κα θ βρε τροφή. Κάθε ψυχ δηλαδή, μόνο ὅταν εναι ἑνωμένη μαζί μου, θ σφαλισθε ἀπὸ κάθε πνευματικ κίνδυνο. Θὰ τραφεῖ φθονα μ τ σωτηριώδη λήθεια κα θ κατακτήσει τν αώνια ζωή.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)

Ἀδελφοί, βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν.        

                            (Κολ. β΄[2] 8-12)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Προσέχετε μήπως σς ἐξαπατήσει κανεὶς μὲ τὴν ψευδοφιλοσοφία κα τν ἀπάτη πο εναι δεια ἀπὸ φέλιμο περιεχόμενο κα στηρίζεται χι σ θεία ἀποκάλυψη ἀλλὰ στν παράδοση τν νθρώπων. Ατ εἶναι φτιαγμένη σύμφωνα μ τ στοιχειώδη κα παιδαριώδη θρησκευτικ διδασκαλία τοῦ πλανεμένου κόσμου καὶ χι σύμφωνα μ τ διδασκαλία τοῦ Χριστο. Μείνετε σταθερο στ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Διότι μέσα στ Χριστ κατοικε λόκληρη ἡ θεότητα σωματικς, δηλαδ μέσα στ σμα κα τν νθρώπινη φύση πο προσέλαβε μ τ σάρκωσή του. Κι ἐσεῖς ἑνωμένοι μ᾿ ατν εστε πλημμυρισμένοι ἀπὸ τς χάριτές του. Ατς εναι ἡ κεφαλ κα ἡ αἰτία κάθε ρχῆς κα ξουσίας γγέλων κα νθρώπων. χοντας κοινωνία μαζί του περιτμηθήκατε μ πνευματικὴ περιτομή, πο δν γίνεται ἀπὸ χέρι νθρώπινο, ὅπως ἡ ουδαϊκ περιτομή, ἀλλὰ νεργεται ἀπὸ τὸ γιον Πνεῦμα. Κα ἡ περιτομ ατ συνίσταται στ γδύσιμο κα τν ποβολ τοῦ σώματος ποὺ ταν ποδουλωμένο στς μαρτίες τς σάρκας. Κα τ γδύσιμο ατ δν γινε μ τν κατακοπὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ εναι ἡ περιτομ πο λάβατε ἀπὸ τν Χριστό, ὅταν θαφτήκατε μαζί του στ βάπτισμα. Κα δν θαφτήκατε μόνο, ἀλλὰ κα ναστηθήκατε μαζ μ τν Χριστ μυστηριακς μ τ βάπτισμα. Κι ὅλα ατ γιναν πειδ πιστέψατε στν νέργεια κα τ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος τν νέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Πιστέψατε δηλαδ ὅτι ὁ Θες μ τν ἴδια δύναμη κα νέργεια θ ναστήσει κι σς ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

    

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. Τ δ παιδον ηξανε κα κραταιοτο πνεματι πληρομενον σοφας, κα χρις Θεο ν π’ ατ. Κα πορεοντο ο γονες ατο κατ’ τος ες ερουσαλμ τ ορτ το πσχα. κα τε γνετο τν δδεκα, ναβντων ατν ες εροσλυμα κατ τ θος τς ορτς κα τελειωσντων τς μρας, ν τ ποστρφειν ατος πμεινεν ησος πας ν ερουσαλμ, κα οκ γνω ωσφ κα μτηρ ατο. νομσαντες δ ατν ν τ συνοδίᾳ εναι λθον μρας δν κα νεζτουν ατν ν τος συγγενσι κα τος γνωστος· κα μ ερντες ατν πστρεψαν ες ερουσαλμ ζητοντες ατν. κα γνετο μεθ’ μρας τρες ερον ατν ν τ ερ καθεζμενον ν μσ τν διδασκλων κα κοοντα ατν κα περωτντα ατος· ξσταντο δ πντες ο κοοντες ατο π τ συνσει κα τας ποκρσεσιν ατο. κα δντες ατν ξεπλγησαν, κα πρς ατν μτηρ ατο επε· Τκνον, τ ποησας μν οτως; δο πατρ σου κγ δυνμενοι ζητομν σε. κα επεν πρς ατος· Τ τι ζητετ με; οκ δειτε τι ν τος το πατρς μου δε ενα με; κα ατο ο συνκαν τ ῥῆμα λλησεν ατος. κα κατβη μετ’ ατν κα λθεν ες Ναζαρτ, κα ν ποτασσμενος ατος. κα μτηρ ατο διετρει πντα τ ῥήματα τατα ν τ καρδίᾳ ατς. Κα ησος προκοπτε σοφίᾳ κα λικίᾳ κα χριτι παρ Θε κα νθρποις.

                                             (Λουκ.β΄[2] 20-21, 40-52)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Καί οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στό ποίμνιό τους καί δόξαζαν καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα ἄκουσαν ἀπό τόν ἄγγελο καί εἶδαν τά μάτια τους ὅταν πῆγαν στή Βηθλεέμ, καί τά ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τούς τά εἶπε ὁ ἄγγελος.  Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ὀκτώ ἡμέρες γιά νά γίνει στό παιδί ἡ περιτομή, τοῦ ἔκαναν περιτομή, γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ καί μέ τήν πράξη αὐτή ὅτι ἦταν γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καί τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως δηλαδή τό εἶχε ὀνομάσει ὁ ἄγγελος προτοῦ ἀκόμα συλληφθεῖ τό παιδί στήν κοιλιά τῆς μητέρας του.Τό παιδί στό μεταξύ μεγάλωνε στό σῶμα. Καί ἡ θεότητα, μέ τήν ὁποία ἦταν ἑνωμένο, ἐνίσχυε τίς διανοητικές καί πνευματικές του δυνάμεις. Καί καθώς ἡ ἡλικία του προχωροῦσε, ἐκδήλωνε σταδιακά τή σοφία πού σέ τέλειο βαθμό τοῦ εἶχε μεταδώσει ἐξαρχῆς ἡ θεία του φύση. Καί ἦταν πάνω του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τό ἐνίσχυε σ’ ὅλες τίς ἀρετές καί τό φύλαγε ἀπό κάθε ἁμαρτία, διευθύνοντας τήν ὁμαλή καί ἀπρόσκοπτη ἀνάπτυξή του. Κάθε χρόνο οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν στήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες. Ὅταν λοιπόν τό παιδί ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, καί ἀνέβηκαν αὐτοί στά Ἱεροσόλυμα σύμφωνα μέ τή συνήθεια πού εἶχε καθιερωθεῖ ἀπό τό νόμο γιά τήν ἑορτή, τό πῆραν κι αὐτό μαζί τους. Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς παραμονῆς τους στά Ἱεροσόλυμα καί ἐπέστρεφαν στήν πατρίδα τους, ὁ μικρός Ἰησοῦς ἔμεινε πίσω στήν Ἱερουσαλήμ. Αὐτό ὅμως δέν τό ἀντιλήφθηκαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή νόμισαν ὅτι αὐτός ἦταν στό καραβάνι τῶν προσκυνητῶν, προχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμο. Καί τό ἀπόγευμα ζητοῦσαν νά τόν βροῦν ἀνάμεσα στούς συγγενεῖς καί τούς γνωστούς τους. Κι ἐπειδή δέν τόν βρῆκαν, γύρισαν πίσω στήν Ἱερουσαλήμ, καί στό δρόμο ζητοῦσαν νά τόν βροῦν ρωτώντας καί τούς προσκυνητές πού συναντοῦσαν. Ὅταν τελικά ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἀπό τότε πού εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπό ἐκεῖ χωρίς τόν Ἰησοῦ, τόν βρῆκαν στόν ἱερό περίβολο τοῦ Ναοῦ νά κάθεται ἀνάμεσα στούς διδασκάλους, καί νά τούς ἀκούει καί νά τούς ρωτᾶ γιά σπουδαῖα ζητήματα, ἀσυνήθιστα γιά τήν ἡλικία του. Κι ὅλοι ὅσοι τόν ἄκουγαν ἀποροῦσαν καί θαύμαζαν γιά τήν ἐξαιρετική νοημοσύνη του καί γιά τίς ἀπαντήσεις πού ἔδινε. Μόλις τόν εἶδαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία, καταλήφθηκαν ἀπό ἔκπληξη, διότι γιά πρώτη φορά ὁ μικρός Ἰησοῦς φαινόταν νά μή σκέπτεται τήν ἀνησυχία πού θά τούς προκαλοῦσε ἡ καθυστέρηση αὐτή. Καί ἡ μητέρα του τοῦ εἶπε: Παιδί μου, γιατί μᾶς τό ἔκανες αὐτό ἔτσι κι ἔμεινες πίσω; Ἰδού, ὁ πατέρας σου κι ἐγώ μέ πόνο καί λαχτάρα σέ ζητούσαμε. Καί ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: Γιατί ζητούσατε νά μέ βρεῖτε; Δέν ξέρατε ὅτι πρέπει νά βρίσκομαι στό σπίτι τοῦ Πατέρα μου; Δέν ἔπρεπε λοιπόν νά ἀνησυχεῖτε, οὔτε ὑπῆρχε λόγος νά μέ ἀναζητεῖτε νομίζοντας ὅτι χάθηκα. Αὐτοί ὅμως δέν κατάλαβαν τά λόγια αὐτά πού τούς εἶπε, διότι δέν ἤξεραν ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε καί τή θεία φύση καί ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς δικαιοῦνταν νά ὀνομάσει τόν ναό πατρική κατοικία του. Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἦλθε στή Ναζαρέτ. Καί ἐξακολουθοῦσε ὡς ὑπάκουο παιδί νά ὑποτάσσεται σ΄ αὐτούς. Ἡ μητέρα του μάλιστα διατηροῦσε τά λόγια καί τά γεγονότα αὐτά στή μνήμη της, βαθιά χαραγμένα στήν καρδιά της. Καί ὁ Ἰησοῦς βαθμιαῖα καί προοδευτικά ἐκδήλωνε τή θεία σοφία πού ἐξαρχῆς εἶχε. Ἐπίσης ἀναπτυσσόταν καί σωματικά. Καί σταδιακά ἀπεκάλυπτε τή χάρη πού τοῦ εἶχε δώσει ἐξαρχῆς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐκδήλωνε τήν εὔνοιά του σ’ αὐτόν. Κατά τό μέτρο δηλαδή τῆς σωματικῆς αὐξήσεως καί ἀναπτύξεώς του ἀπεκάλυπτε περισσότερο τήν ἐνίσχυση καί τήν εὐλογία πού ὁ Θεός ἐξέχυνε πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση του ἤδη ἀπό τή σύλληψή του. Ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι ἔβρισκαν σ’ αὐτόν ὁλοένα καί περισσότερο ἔκτακτα καί ἀσυνήθιστα χαρίσματα σοφίας, καλοσύνης καί ἀρετῆς.