Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ Α­ΠΟ­ΚΡΕ­Ω. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΩΝ ΠΑΥ­ΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ
ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ Α­ΠΟ­ΚΡΕ­Ω
(3 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019)


Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (Κυ­ρια­κῆς)
Ἀ­δελ­φοί,  βρῶ­μα ἡ­μᾶς ο πα­ρί­στη­σι τ Θε­ῷ· οὔ­τε γρ ἐ­ὰν φά­γω­μεν πε­ρισ­σε­ύ­ο­μεν, οὔ­τε ἐ­ὰν μ φά­γω­μεν ὑ­στε­ρο­ύ­με­θα. βλέ­πε­τε δ μή­πως ἐ­ξου­σί­α ὑ­μῶν αὕ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τος ἀ­σθε­νοῦ­σιν. ἐ­ὰν γρ τις ἴ­δῃ σε, τν ἔ­χον­τα γνῶ­σιν, ν εἰ­δω­λε­ί­ῳ κα­τα­κε­ί­με­νον, οὐ­χὶ συ­νε­ί­δη­σις αὐ­τοῦ ἀ­σθε­νοῦς ὄν­τος οἰ­κο­δο­μη­θή­σε­ται ες τ τ εἰ­δω­λό­θυ­τα ἐ­σθί­ειν; κα ἀ­πο­λεῖ­ται ὁ ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φὸς ἐ­πὶ τ σ γνώ­σει, δι' ν Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν. οὕ­τω δ ἁ­μαρ­τά­νον­τες ες τος ἀ­δελ­φοὺς κα τύ­πτον­τες αὐ­τῶν τν συ­νε­ί­δη­σιν ἀ­σθε­νοῦ­σαν ες Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε. δι­ό­περ ε βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τν ἀ­δελ­φόν μου, ο μ φά­γω κρέ­α ες τν αἰ­ῶ­να, ἵ­να μ τν ἀ­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω. Οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος; οκ εἰ­μὶ ἐ­λε­ύ­θε­ρος; οὐ­χὶ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν τν Κύ­ριον ἡ­μῶν ἑ­ώ­ρα­κα; ο τ ἔρ­γον μου ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ; ε ἄλ­λοις οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος, ἀλ­λά γε ὑ­μῖν εἰ­μι· γρ σφρα­γὶς τς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ. 
                                         (Α­’­ Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, δὲν εἶ­ναι τὸ φα­γη­τὸ πού μᾶς πα­ρου­σιά­ζει εὐ­άρε­στους στὸν Θε­ό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἐ­ὰν φᾶ­με προ­κό­πτου­με καὶ προ­ο­δεύ­ου­με στὴν ἀ­ρε­τή, οὔ­τε ἐ­ὰν δὲν φᾶ­με ὑ­στε­ροῦ­με καί μέ­νου­με πί­σω σ’ αὐ­τήν. Προ­σέ­χε­τε ὅ­μως μή­πως τὸ δι­καί­ω­μα αὐ­τό πού ἔ­χε­τε νὰ τρῶ­τε ἀ­π’ ὅ­λα, ἀ­κό­μη καὶ τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα, γί­νει αἰ­τί­α νὰ ἁ­μαρ­τή­σουν οἱ ἀ­δελ­φοί σας πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μοι στὴν πί­στη. Καὶ εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο νὰ βλα­βοῦν σο­βα­ρὰ οἱ ἀ­δύ­να­μοι ἀ­δελ­φοί. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν κα­νεὶς ἀ­π’ αὐ­τούς δεῖ ἐ­σέ­να πού ἔ­χεις τὴν ὀρ­θή γνώ­ση νὰ κά­θε­σαι στὸ τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου να­οῦ τῶν εἰ­δώ­λων, δὲν θὰ πα­ρα­συρ­θεῖ καὶ δὲν θὰ πα­γι­ω­θεῖ ἡ συ­νεί­δη­σή του στὸ νὰ τρώ­ει τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα ὡς κά­τι ἱ­ε­ρὸ καὶ ἄ­ξιο εὐ­λα­βεί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­σθε­νής; Καὶ θὰ χα­θεῖ πα­ρα­συ­ρό­με­νος στὴν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ὁ ἀ­δελ­φός σου πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος πνευ­μα­τι­κά, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­κῆς σου γνώ­σε­ως. Ἀλ­λά γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α το­ῦ ἀ­δελ­φοῦ σου αὐ­τοῦ ὁ Χρι­στὸς θυ­σί­α­σε τὴ ζω­ή του. Κι ἔ­τσι δι­α­πράτ­τε­τε ἁ­μάρ­τη­μα, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο βλά­πτον­ται πο­λὺ οἱ ἀ­δελ­φοί, καὶ γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­μάρ­τη­μα πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς. Καὶ πλη­γώ­νε­τε ἔ­τσι καὶ χτυ­πᾶ­τε σκλη­ρὰ τὴ συ­νεί­δη­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­σθε­νι­κὴ καὶ ἀ­δύ­να­τη. Ἀλ­λά ὑ­πο­πί­πτε­τε συγ­χρό­νως καὶ σὲ ἁ­μάρ­τη­μα πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­θα­νε γιὰ νὰ σώ­σει τοὺς ἀ­δελ­φούς αὐ­τούς. Γι’ αὐ­τό λοι­πόν, ἐ­ὰν αὐ­τό πού τρώ­ω γί­νε­ται αἰ­τί­α σκαν­δά­λου καὶ ἁ­μαρ­τί­ας στὸν ἀ­δελ­φό μου, δὲν θὰ φά­ω πο­τὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε εἶ­δος κρε­ά­των, γιὰ νὰ μὴ σκαν­δα­λί­σω τὸν ἀ­δελ­φό μου. Καὶ ἔρ­χο­μαι τώ­ρα νὰ σᾶς δεί­ξω ὅ­τι γιὰ τοὺς ἀ­δύ­να­τους ἀ­δελ­φούς ἔ­κα­να καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θῶ νὰ κά­νω θυ­σί­ες τῶν δι­και­ω­μά­των μου. Δέν εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος μὲ ἴ­σα δι­και­ώ­μα­τα μέ τούς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους; Δὲν εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί; Δὲν εἶ­δα τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ τὸν Κύ­ριό μας; Καὶ δὲν εἶ­στε έ­σεῖς τὸ ἔρ­γο πού μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­πι­τέ­λε­σα; Ἐ­ὰν γιὰ ἄλ­λους δὲν εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος, του­λά­χι­στον ὅ­μως γιὰ σᾶς εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος. Δι­ό­τι ἡ σφρα­γί­δα μὲ τὴν ὁ­ποί­α πι­στο­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­ση­μα τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό μου ἀ­ξί­ω­μα, μέ τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου, εἶ­στε ἐ­σεῖς, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­γώ ὁ­δή­γη­σα στό Χρι­στό.
ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐν τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ κα πάν­τες ο ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι με­τ' αὐ­τοῦ, τό­τε κα­θί­σει ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ· κα συ­να­χθή­σε­ται ἔμ­προ­σθεν αὐ­τοῦ πάν­τα τ ἔ­θνη, κα ἀ­φο­ρι­εῖ αὐ­τοὺς ἀ­π' ἀλ­λή­λων, ὥ­σπερ ὁ ποι­μὴν ἀ­φο­ρί­ζει τ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τν ἐ­ρί­φων, κα στή­σει τ μν πρό­βα­τα κ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ τ δ ἐ­ρί­φια ἐξ εὐ­ω­νύ­μων. τό­τε ἐ­ρεῖ ὁ βα­σι­λεὺς τος κ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ· δεῦ­τε, ο εὐ­λο­γη­μέ­νοι το πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λε­ί­αν ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου· ἐ­πε­ί­να­σα γρ κα ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα κα ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην κα συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς κα πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἠ­σθέ­νη­σα κα ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με, ν φυ­λα­κῇ ἤ­μην κα ἤλ­θε­τε πρς με. τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ ο δί­και­οι λέ­γον­τες· κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα κα ἐ­θρέ­ψα­μεν, δι­ψῶν­τα κα ἐ­πο­τί­σα­μεν; πό­τε δ σε εἴ­δο­μεν ξέ­νον κα συ­νη­γά­γο­μεν, γυ­μνὸν κα πε­ρι­ε­βά­λο­μεν; πό­τε δ σε εἴ­δο­μεν ἀ­σθε­νῆ ἢ ν φυ­λα­κῇ κα ἤλ­θο­μεν πρς σε; κα ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ βα­σι­λεὺς ἐ­ρεῖ αὐ­τοῖς· ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­φ' ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τν ἀ­δελ­φῶν μου τν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. Τό­τε ἐ­ρεῖ κα τος ξ εὐ­ω­νύ­μων· πο­ρε­ύ­ε­σθε ἀ­π' ἐ­μοῦ ο κα­τη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αἰ­ώ­νιον τ ἡ­τοι­μα­σμέ­νον τ δι­α­βό­λῳ κα τος ἀγ­γέ­λοις αὐ­τοῦ· ἐ­πε­ί­να­σα γρ κα οκ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα κα οκ ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην κα ο συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς κα ο πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἀ­σθε­νὴς κα ν φυ­λα­κῇ κα οκ ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με. τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ κα αὐ­τοὶ λέ­γον­τες· κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα δι­ψῶν­τα ξέ­νον γυ­μνὸν ἀ­σθε­νῆ ἢ ν φυ­λα­κῇ κα ο δι­η­κο­νή­σα­μέν σοι; τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σε­ται αὐ­τοῖς λέ­γων·  ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν,  ἐ­φ' ὅ­σον οκ  ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τν ἐ­λα­χί­στων, οὐ­δὲ ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. κα ἀ­πε­λε­ύ­σον­ται οὗ­τοι ες κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον, ο δ δί­και­οι ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον.
                                               (Ματθ. κε΄[25] 31 - 46 )

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Κυ­ρια­κὴ τῆς Κρί­σε­ως! Καὶ οἱ καρ­δι­ὲς ἡ­μῶν τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν σφίγ­γον­ται. Ὁ φό­βος μᾶς πα­ρα­λύ­ει. Γυ­ρί­ζου­με στὰ σπί­τια σκε­φτι­κοί. Οἱ πιὸ πολ­λοὶ δὲν θέ­λουν κἂν νὰ σκέ­φτον­ται. Με­ρι­κοὶ ἴ­σως ἑ­τοι­μά­ζον­ται νὰ δι­α­κό­ψουν ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἀ­νά­γνω­ση αὐ­τοῦ τοῦ φυλ­λα­δί­ου. Μιὰ κί­νη­ση ἐν­στι­κτώ­δης. (Ἂς μὴ τὰ σκε­φτό­μα­στε αὐ­τά!) Σὰν τὴν στρου­θο­κά­μη­λο πού, ὅ­ταν βλέ­πει κίν­δυ­νο, χώ­νει τὸ κε­φά­λι της στὴν ἄμ­μο!
Φυ­σι­κὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ χει­ρό­τε­ρη λύ­ση. Ὁ Κύ­ριος δὲν πε­ρι­έ­γρα­ψε τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ γιὰ νὰ μᾶς τρο­μά­ξει, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει μέ­σω ἑ­νὸς ἁ­γί­ου φό­βου νὰ ἑ­τοι­μα­σθοῦ­με. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν λό­γο τὸ προ­βάλ­λει καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σή­με­ρα.
1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ΕΡΧΕΤΑΙ!
Γιὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Του Πα­ρου­σί­α ὁ­μι­λεῖ στὸ ἱ­ε­ρό μας κεί­με­νο ὁ Κύ­ριος. Καὶ λέ­γει πώς, ὅ­ταν θὰ ἔλ­θει τὴ ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη ἀ­κτι­νο­βο­λών­τας τὴ θε­ϊ­κή Του δό­ξα καὶ συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πὸ τὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα πλή­θη τῶν ἁ­γί­ων Ἀγ­γέ­λων Του, τό­τε θὰ κα­θή­σει στὸν ἔν­δο­ξο θρό­νο Του καὶ θὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν μπρο­στά Του ὅ­λα τὰ ἔ­θνη, ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, ποὺ ἔ­ζη­σαν στὴν γῆ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τους ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κό­σμου.
Καὶ τό­τε, λέ­γει, θὰ τοὺς χω­ρί­σει τὸν ἕ­να ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο, ὅ­πως ὁ βο­σκὸς ξε­χω­ρί­ζει τὰ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τὰ ἐ­ρί­φια. Καὶ θὰ βά­λει τοὺς μὲν δι­καί­ους, ποὺ εἶ­ναι ἥ­με­ροι σὰν τὰ πρό­βα­τα, στὰ δε­ξιά του, τοὺς δὲ ἀ­με­τα­νό­η­τους ἁ­μαρ­τω­λούς, ποὺ μοιά­ζουν μὲ ἄ­τα­κτα ρί­φια, στὰ ἀ­ρι­στε­ρά Του.
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ τὸ γε­γο­νὸς τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου μας! Καὶ κυτ­τάξ­τε τί πα­ρά­δο­ξο πράγ­μα: τὴν ὀ­νο­μά­ζου­με «γε­γο­νός», ἐ­νῶ ἀ­κό­μη δὲν ἔ­χει γί­νει, οὔ­τε ξεύ­ρου­με πό­τε ἀ­κρι­βῶς θὰ γί­νει. Ξεύ­ρου­με ὅ­μως τί; Ὅ­τι θὰ γί­νει ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Εἶ­ναι τὸ πλέ­ον βέ­βαι­ο γε­γο­νὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Σύμ­παν­τος. Ἀ­πὸ τὴν αὐ­γὴ τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας μέ­χρι τὴ Συν­τέ­λεια τοῦ κό­σμου τὰ πάν­τα εἶ­ναι στραμ­μέ­να πρὸς αὐ­τὴ τὴ μί­α καὶ μο­να­δι­κὴ μέ­ρα. Ἀ­πὸ τὴν αὐ­γὴ τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας ὅ­λες οἱ μέ­ρες σὰν ἕ­να πε­λώ­ριο λευ­κὸ πο­τά­μι καὶ ὅ­λες οἱ νύ­χτες σὰν ἕ­να πε­λώ­ριο σκο­τει­νὸ πο­τά­μι συμ­πα­ρα­σύ­ρουν ὅ­λο τὸ Σύμ­παν πρὸς τὴν ἔ­σχα­τη αὐ­τὴ μέ­ρα, πρὶν ἐκ­βά­λουν στὸν ὠ­κε­α­νὸ τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος.
Σὲ μᾶς φαί­νε­ται πὼς ὁ ἐρ­χο­μός της ἀρ­γεῖ. Ὅ­μως ὄ­χι! Ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ­μέ­ρα ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο μᾶς πλη­σιά­ζει. Μπο­ρεῖ πολ­λοὶ νὰ γε­λοῦν εἰ­ρω­νι­κά, ὅ­ταν ἀ­κοῦν νὰ γί­νε­ται λό­γος γιὰ τὴν Τε­λι­κὴ Κρί­ση. Αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α. Ἡ ­μέ­ρα αὐ­τὴ ΕΡΧΕΤΑΙ! Ἔρ­χε­ται! Καὶ τὸ γέ­λιο τῶν ἀ­νό­η­των θὰ γίνει τὴ μέ­ρα ἐ­κεί­νη φό­βος καὶ φρί­κη. Ὅ­σο καὶ νὰ προ­σπα­θοῦν νὰ τὴν ἐ­ξευ­τε­λί­σουν, ὅ­σο καὶ νὰ πα­σχί­ζουν νὰ τὴν ὑ­πο­τι­μή­σουν, ὅ­σο καὶ νὰ θέ­λουν νὰ τὴν ξε­χά­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἐ­πο­χῆς μας ἢ ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε ἄλ­λης ἐ­πο­χῆς, ἡ Με­γά­λη Μέ­ρα ΕΡΧΕΤΑΙ!
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Ἔρ­χε­ται ὁ Κύ­ριος, ἔρ­χε­ται ὁ Κρι­τής, γιὰ νὰ βά­λει τέ­λος σ᾿ αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­φρο­σύ­νη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Τώ­ρα ἄλ­λοι γε­λοῦν, ἄλ­λοι στε­νά­ζουν, ἄλ­λοι γλεν­τοῦν, ἄλ­λοι ὑ­πο­φέ­ρουν· ἄλ­λοι ὀρ­γιά­ζουν, ἄλ­λοι βρί­σκον­ται ὅ­λη τους τὴν ζω­ὴ στὸ κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου. Ἡ γῆ στε­νά­ζει κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἀ­δι­κί­α, τὴν ἐκ­με­τάλ­λευ­ση, τὴ θρα­σύ­τη­τα τοῦ κα­κοῦ. Λοι­πόν, ὅ­λα αὐ­τὰ θὰ πά­ρουν τό­τε τέ­λος. Καὶ θὰ ἀ­πο­δο­θεῖ ἐ­πι­τέ­λους δι­και­ο­σύ­νη. Πῶς θὰ γί­νη ὅ­μως αὐ­τό;
2. ΤΟ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ
Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Κρί­σε­ως, ὅ­πως τὴν πε­ρι­γρά­φει τὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο, μᾶς ξαφ­νιά­ζει. Ὁ Κύ­ριος, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τοὺς δι­καί­ους κατ᾿ ἀρ­χάς, τοὺς ὀ­νο­μά­ζει εὐ­λο­γη­μέ­νους τοῦ Πα­τρός Του καὶ τοὺς κα­λεῖ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τὴ Βα­σι­λεί­α, ποὺ ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθεῖ γιὰ χά­ρη τους ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου. Δι­ό­τι, λέ­γει, πεί­να­σα καὶ μοῦ δώ­σα­τε νὰ φά­γω, δί­ψα­σα καὶ μὲ πο­τί­σα­τε, ἤ­μουν ξέ­νος καὶ μὲ πε­ρι­μα­ζεύ­σα­τε στὸ σπί­τι σας, ἤ­μουν γυ­μνὸς καὶ μὲ ντύ­σα­τε, ἀρ­ρώ­στη­σα καὶ μὲ  ἐ­πι­σκε­φθή­κα­τε,  ἤ­μουν  στὴν  φυ­λα­κὴ  καὶ  ἤρ­θα­τε  νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σε­τε. Καὶ στὴν εὔ­λο­γη ἀ­πο­ρί­α τῶν δι­καί­ων, γιὰ τὸ πό­τε Τοῦ πρό­σ­φε­ραν ὅ­λα αὐ­τά, ὁ Κύ­ριος ἀ­παν­τᾶ μὲ τὴ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐ­κεί­νη φρά­ση: «ἐφ᾿ ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ τού­των τῶν ἀ­δελ­φῶν μου τῶν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε», ἀ­φοῦ τὰ κά­να­τε αὐ­τὰ τὰ κα­λὰ σὲ ἕ­να ἀ­πό τοὺς φτω­χοὺς ἀ­δελ­φούς μου, ποὺ φαί­νον­ταν μι­κροὶ καὶ ἀ­σή­μαν­τοι, σὲ Μέ­να τὸν ἴ­διο τὰ κά­να­τε.
Τὰ ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει ἀρ­νη­τι­κὰ πλέ­ον καὶ στοὺς ἀ­με­τα­νό­η­τους ἁ­μαρ­τω­λούς. Τοὺς κα­τη­γο­ρεῖ ὅ­τι δὲν Τὸν φρόν­τι­σαν στὶς ἀ­νάγ­κες Του καί, ὅ­ταν αὐ­τοὶ δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται γιὰ τὸ πό­τε δὲν Τὸν φρόν­τι­σαν, τοὺς λέ­γει ὅ­τι, ἐ­φό­σον δὲν τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ στοὺς θε­ω­ρού­με­νους ἀ­σή­μαν­τους συ­ναν­θρώ­πους τους, οὔ­τε καὶ στὸν ἴ­διο τὸ ἔ­κα­ναν.
Καὶ ἡ πε­ρι­γρα­φὴ κλεί­νει μὲ τὴ βε­βαί­ω­ση πὼς θὰ πο­ρευ­θοῦν οἱ μὲν στὴν αἰ­ώ­νια Κό­λα­ση, οἱ δὲ δί­και­οι στὴν αἰ­ώ­νια Ζω­ή.
ΞΑΦΝΙΑΖΕΙ, ὅ­πως εἴ­πα­με ἤ­δη, τὸ κρι­τή­ριο, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ κρι­θοῦ­με κα­τὰ τὴν Ἔ­σχα­τη Κρί­ση. Δὲν θὰ κρι­θοῦ­με μὲ βά­ση μό­νο τὴ θε­ω­ρη­τι­κὴ πί­στη μας πρὸς τὸν Κύ­ριον, ἀλ­λὰ μὲ τὸ ἂν πράγ­μα­τι τὸν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ΚΥΡΙΟ ἐ­φαρ­μό­ζον­τας τὶς ἐν­το­λές Του, οἱ ὁ­ποῖ­ες συμ­πυ­κνώ­νον­ται ἀ­κρι­βῶς σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο, αὐ­τὸ τῆς ἔμ­πρα­κτης ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸ εἶ­ναι συ­νε­πῶς καὶ τὸ ὑ­πέρ­τα­το κρι­τή­ριο: Η ΑΓΑΠΗ! Ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας, ποὺ πι­στο­ποι­εῖ­ται μὲ τὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς τοὺς φτω­χούς, τοὺς πε­ρι­φρο­νη­μέ­νους καὶ ἀ­δι­κη­μέ­νους τῆς ζω­ῆς.
Ὁ Κύ­ριος μά­λι­στα κά­νει στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ μί­α ταύ­τι­ση ἰ­λιγ­γι­ώ­δη. Ταυ­τί­ζει τὸν Ἑ­αυ­τό Του μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας, αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν τὴν ἀ­νάγ­κη μας.
Ἄχ, σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο νὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὸ φω­νά­ξει δυ­να­τά, γιὰ νὰ ἀ­κού­σου­με καὶ με­ρι­κοί, ποὺ φαί­νε­ται νὰ εἴ­μα­στε βα­ρύ­κο­οι καὶ δὲν θέ­λου­με οὔ­τε τὰ τό­σο ἁ­πλᾶ καὶ ξε­κά­θα­ρα λό­για του Κυ­ρί­ου μας νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με! Νὰ φω­νά­ξει καὶ νὰ μᾶς πεῖ:
Πρό­σε­ξε, ἀ­δελ­φέ! Πρό­σε­ξε! Αὐ­τὸ ποὺ δεί­χνεις στοὺς ἀ­δελ­φούς σου, τὸ δεί­χνεις στὸν ἴ­διο τὸν Κύ­ριο! Ὁ ἀ­δελ­φός σου εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος! Κα­τα­λα­βαί­νεις τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ἄ­κου­σε!
Ὅ­ταν π.χ. θυ­μώ­νεις κα­τὰ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Κυ­ρί­ου θυ­μώ­νεις. Ὅ­ταν ἀ­δι­κεῖς τὸν ἀ­δελ­φό σου, τὸν Κύ­ριο ἀ­δι­κεῖς. Ὅ­ταν πε­ρι­φρο­νᾶς τὸν ἀ­δελ­φό σου, τὸν Κύ­ριο πε­ρι­φρο­νεῖς. Ὅ­ταν κρί­νεις καὶ κα­τα­κρί­νεις τὸν ἀ­δελ­φό σου, ὅ­ταν τὸν ἐ­χθρεύ­ε­σαι, ὅ­ταν μνη­σι­κα­κεῖς, ὅ­ταν, ὅ­ταν, ὅ­ταν... ὅ­λα αὐ­τὰ στὸν Κύ­ριο ἐν τέ­λει τὰ κά­νεις.
Ὁ­μοί­ως καὶ τὰ κα­λά. Ὅ,τι κα­λὸ κά­νεις στοὺς ἀ­δελ­φούς σου, στὸν Κύ­ριο τὸ κά­νεις. Σὲ Κεῖ­νο, ποὺ εἶ­ναι ὁ Δη­μι­ουρ­γός σου, ἀλ­λὰ καὶ ὁ τε­λι­κὸς καὶ μό­νος Κρι­τής σου καὶ Κρι­τὴς τῶν πάν­των.
Ἀ­δελ­φοί! Κα­τα­λά­βα­με λοι­πὸν του­λά­χι­στον ὅ­τι τὸ κλει­δὶ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου θὰ πρέ­πει νὰ τὸ ἀ­να­ζη­τή­σου­με στὰ χέ­ρια τῶν ἀ­δελ­φῶν μας;
Ὅ­σοι τὸ κα­τα­νό­η­σαν αὐ­τό, μα­κά­ριοι! Εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ Πα­τρός, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τῆς Μα­κα­ρί­ας καὶ Πα­νεν­δό­ξου Τριά­δος...
Οἱ ἄλ­λοι;....
  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)