Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας) (10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019) (Χαραλάμπους Ἱερομάρτυρος). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας)
 (10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2019)
(Χαραλάμπους Ἱερομάρτυρος)



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)
 Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, ἐν­δυ­να­μοῦ ἐν τῇ χά­ρι­τι τῇ ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ, καὶ ἃ ἤ­κου­σας παρ᾿ ἐ­μοῦ διὰ πολ­λῶν μαρ­τύ­ρων, ταῦ­τα πα­ρά­θου πι­στοῖς ἀν­θρώ­ποις, οἵ­τι­νες ἱ­κα­νοὶ ἔ­σον­ται καὶ ἑ­τέ­ρους δι­δά­ξαι. Σὺ οὖν κα­κο­πά­θη­σον ὡς κα­λὸς στρα­τι­ώ­της ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Οὐ­δεὶς στρα­τευ­ό­με­νος ἐμ­πλέ­κε­ται ταῖς τοῦ βί­ου πραγ­μα­τε­ί­αις, ἵ­να τῷ στρα­το­λο­γή­σαν­τι ἀ­ρέ­σῃ. Ἐ­ὰν δὲ καὶ ἀ­θλῇ τις, οὐ στε­φα­νοῦ­ται, ἐ­ὰν μὴ νο­μί­μως ἀ­θλή­σῃ. Τὸν κο­πι­ῶν­τα γε­ωρ­γὸν δεῖ πρῶ­τον τῶν καρ­πῶν με­τα­λαμ­βά­νειν. Νόει ὃ λέ­γω· δῴ­η γάρ σοι ὁ Κύριος σύ­νε­σιν ἐν πᾶ­σι. Μνη­μό­νευ­ε ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐ­γη­γερ­μέ­νον ἐκ νε­κρῶν, ἐκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ, κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου, ἐν ᾧ κα­κο­πα­θῶ μέ­χρι δε­σμῶν ὡς κα­κοῦρ­γος· ἀλλ᾿ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ οὐ δέ­δε­ται. Διὰ τοῦ­το πάν­τα ὑ­πο­μέ­νω διὰ τοὺς ἐ­κλε­κτο­ύς, ἵ­να καὶ αὐ­τοὶ σω­τη­ρί­ας τύ­χω­σι τῆς ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ με­τὰ δό­ξης αἰ­ω­νί­ου. 
(Β΄ Τιμ. β΄[2] 1 – 10)
       ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­σύ λοι­πόν, παι­δί μου Τι­μό­θε­ε, ἀν­τί­θε­τα μ’ αὐ­τούς πού μέ ἀ­παρ­νή­θη­καν, νά ἐν­δυ­να­μώ­νε­σαι μέ τή χά­ρη πού μς δί­νει Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ὅ­ταν εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί του. Καί ὅ­σα ἄ­κου­σες ἀ­πό μέ­να μπρο­στά σέ πολ­λούς μάρ­τυ­ρες, αὐ­τά νά τά ἐμ­πι­στευ­θεῖς ὡς πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό σέ ἀν­θρώ­πους πι­στούς, πού δέν θά τά νο­θεύ­ουν οὔ­τε θά τά προ­δί­δουν, ἀλ­λά θά εἶ­ναι ἱ­κα­νοί νά τά δι­δά­ξουν καί σέ ἄλ­λουςἘ­σύ λοι­πόν κα­κο­πά­θη­σε σάν κα­λός στρα­τι­ώ­της το Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­ταν κά­ποι­ος ὑ­πη­ρε­τεῖ ὡς στρα­τι­ώ­της, δέν μπλέ­κε­ται στίς ὑ­πο­θέ­σεις καί τίς φρον­τί­δες τς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς, γιά νά εἶ­ναι ἀ­ρε­στός σ᾿ ἐ­κεῖ­νον πού τόν στρα­το­λό­γη­σε. Κι ν κα­νείς παίρ­νει μέ­ρος σέ ἀ­θλη­τι­κούς ἀ­γῶ­νες, δέν στε­φα­νώ­νε­ται μέ τό στε­φά­νι τς νί­κης, ἐ­άν δέν ἀ­γω­νι­σθεῖ σύμ­φω­να μέ τούς ἀ­θλη­τι­κούς κα­νό­νες.  γε­ωρ­γός πού κο­πιά­ζει γιά νά καλ­λι­ερ­γή­σει τό χω­ρά­φι του πρέ­πει πρῶ­τος νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει τούς καρ­πούς πού θά συ­νά­ξει. Ἔ­τσι κι ἐ­σύ· ἀ­πό τό πνευ­μα­τι­κό χω­ρά­φι πού καλ­λι­ερ­γεῖς καρ­πο­φό­ρως πρέ­πει νά ἀ­πο­λαμ­βά­νεις πρῶ­τος τήν πα­ρη­γο­ριά, τήν τι­μή καί τή συν­τή­ρη­σή σου. Προ­σπά­θη­σε νά κα­τα­λά­βεις τήν ἀλ­λη­γο­ρι­κή ση­μα­σί­α αὐ­τῶν πού σο λέ­ω. Καί θά τήν κα­τα­νο­ή­σεις· σο εὔ­χο­μαι νά σο δώ­σει Κύ­ριος σύ­νε­ση, γιά νά τά δι­α­κρί­νεις ὅ­λα. Νά θυ­μᾶ­σαι τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό πού ἔ­χει ἀ­να­στη­θεῖ ἀ­πό τούς νε­κρούς καί κα­τά­γε­ται ἀ­πό τόν Δα­βίδ, σύμ­φω­να μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο πού κη­ρύτ­τω. Γιά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τό κα­κο­πα­θῶ ς τό ση­μεῖ­ο νά εἶ­μαι ἁ­λυ­σο­δε­μέ­νος, σάν νά ἤ­μουν κα­κοῦρ­γος. Ἀλ­λά ὁ λό­γος το Θε­οῦ δέν δέ­νε­ται. Γιά ὅ­λα αὐ­τά, κι ἐ­πει­δή τό Εὐ­αγ­γέ­λιο προ­ο­δεύ­ει καί δέν μπο­ρεῖ νά δε­θεῖ, μέ ὑ­πο­μο­νή τά ὑ­πο­φέ­ρω ὅ­λα γιά χά­ρη ἐ­κεί­νων πού ἐ­ξέ­λε­ξε ὁ Θε­ός. Καί τά ὑ­πο­φέ­ρω, γιά νά ἐ­πι­τύ­χουν κι αὐ­τοί τή σω­τη­ρί­α πού μς προ­σφέ­ρει Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὅ­ταν βρι­σκό­μα­στε σέ κοι­νω­νί­α μα­ζί του· καί σω­τη­ρί­α αὐ­τή συ­νο­δεύ­ε­ται μέ αἰ­ώ­νια δό­ξα.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τ και­ρ ἐκείνῳ ­ξλ­θεν ­η­σος ες τ μ­ρη Τρου κα Σι­δ­νος. Κα ­δο γυ­ν Χα­να­να­­α ­π τν ­ρ­ων ­κε­­νων ­ξελ­θο­σα ­κρα­­γα­σεν α­τ λ­γου­σα· ­λ­η­σν με, Κριε, υ­ Δαυ­δ· θυ­γ­τηρ μου κα­κς δαι­μο­ν­ζε­ται. δ οκ ­πε­κρ­θη α­τ λ­γον. κα προ­σελ­θν­τες ο μα­θη­τα α­το ­ρ­των α­τν λ­γον­τες· ­π­λυ­σον α­τν, ­τι κρ­ζει ­πι­σθεν ­μν. δ ­πο­κρι­θες ε­πεν· Οκ ­πε­στ­λην ε μ ες τ πρ­βα­τα τ ἀ­πο­λω­λό­τα οἴ­κου Ἰσ­ραήλ. Ἡ δ ἐλ­θοῦ­σα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ λέ­γου­σα· Κριε, βο­ή­θει μοι. Ὁ δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Οκ ἔ­στι κα­λὸν λα­βεῖν τν ἄρ­τον τν τέ­κνων κα βα­λεῖν τος κυ­να­ρί­οις. Ἡ δ εἶ­πε· Να, Κριε, κα γρ τ κυ­νά­ρι­α ἐ­σθί­ει ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης τν κυ­ρί­ων αὐ­τῶν. Τό­τε ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῇ· γύ­ναι, με­γά­λη σου πί­στις! γε­νη­θή­τω σοι ς θέ­λεις. Κα ἰ­ά­θη ἡ θυ­γά­τηρ αὐ­τῆς ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης.
                              (Ματθ. ι­ε΄[15] 21 - 28)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Μιά γυ­ναί­κα, μιὰ ὀδυνό­με­νη μάν­να, ­τὴν Χα­να­ναί­α. Αὐ­τὴν μᾶς πα­ρου­σιάζει τὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Ἀν­τι­με­τω­πί­ζει σὲ μιὰ πα­ρά­δο­ξη πά­λη τὸν Κύ­ριον, ὁ Ὁ­ποῖ­ος, ὅ­πως θὰ δοῦ­με, τὴν δο­κι­μά­ζει ὡς τὸ ἔ­σχα­το ση­μεῖ­ο τῆς ἀν­το­χῆς της.
1. Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ
Ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ὁ Κύ­ριος φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὴ Γεν­νη­σα­ρὲτ ἔρ­χε­ται στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῶν πό­λε­ων Τύ­ρου καὶ Σι­δῶ­νος. Ἐ­κεῖ λοι­πόν, στὸ πνευ­μα­τι­κῶς σκο­τει­νὸ αὐ­τὸ πε­ρι­βάλ­λον, Τὸν πλη­σιά­ζει μιὰ εἰ­δω­λο­λά­τρις Χα­να­ναί­α καὶ κραυ­γά­ζει: «Ἐ­λέ­η­σόν με, Κύ­ρι­ε, υἱὲ Δαυ­ίδ· ἡ θυ­γά­τηρ μου κα­κῶς δαι­μο­νίζεται». Ζη­τά­ει τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὴν κό­ρη της, ποὺ εἶ­ναι δαι­μο­νι­σμέ­νη. Φαί­νε­ται πὼς εἶ­χε ἀ­κού­σει πε­ρὶ τοῦ Κυ­ρί­ου καί, πα­ρό­τι ἦ­το εἰ­δω­λο­λά­τρις, Τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­ζε ὡς ἀ­πε­σταλ­μέ­νο τοῦ Θε­οῦ, ὡς τὸν Μεσ­σί­α, ποὺ ἐ­πε­ρί­με­ναν οἱ Ἑ­βραῖ­οι. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ζη­τά­ει τὸ ἔ­λε­ός Του γιὰ τὴ δαι­μο­νι­σμέ­νη κό­ρη της.
ΖΗΤΑΕΙ τὸ ἔ­λε­ός Του· ἀλλὰ πῶς τὸ ζητά­ει; Προσέξαμε; Δὲν λέ­γει: «Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­η­σε τὴν θυ­γα­τέ­ρα μου, ἡ ὁ­ποί­α κα­κῶς δαι­μο­νί­ζε­ται». Ἀλ­λὰ τί; «Ἐ­λέ­ησόν με». Τὸ πρό­βλη­μα τῆς κό­ρης της τὸ ἔ­χει κά­μει δι­κό της, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ φω­νά­ζει: Ἐ­λέ­η­σόν με!
Πό­σο ὁ τρό­πος της μ­πο­ρεῖ νὰ δι­δάξει σή­με­ρα ὅ­λους μας καὶ μά­λι­στα τοὺς κα­λοὺς γο­νεῖς, ποὺ συ­χνὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν φο­βε­ρὰ προ­βλή­μα­τα μὲ τὰ παι­διά τους. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὶς φρι­κτὲς ἡμέ­ρες μας, ὅ­που οἱ νέ­οι εὑ­ρί­σκον­ται πολ­λὲς φο­ρὲς σὲ τό­σο με­γά­λη σύγ­χυ­ση, ὥ­στε θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς ὅ­τι κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πον καὶ αὐτοὶ «κα­κῶς δαι­μο­νί­ζον­ται»! Δι­ό­τι πέ­φτουν μὲ τὰ μοῦ­τρα στὶς ἡ­δο­νὲς καὶ στὶς ἀ­σω­τί­ες καὶ εἶ­ναι σχε­δὸν πάν­το­τε ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νοι. Ὑ­πο­φέ­ρουν σ᾿ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις οἱ πι­στοὶ γο­νεῖς. Ἡ ζω­ή τους γί­νε­ται μαρ­τύ­ριο! Καὶ τί κά­νουν;
Ἐ­δῶ γί­νε­ται τὸ λά­θος! Συ­χνὰ ἐ­κνευ­ρί­ζον­ται καὶ δι­α­πλη­κτί­ζον­ται μὲ τὰ παι­διά τους. Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν εἶ­ναι λύ­ση· αὐ­τὸ ἐ­πι­δει­νώ­νει τὸ πρό­βλη­μα. Ἡ λύση εἶ­ναι αὐ­τὴ τῆς Χα­να­ναί­ας. Ἡ κα­τα­φυ­γὴ στὸν Κύ­ριο! Καὶ μὲ τί τρό­πο; Ἐ­λέ­η­σόν με! Μὲ φλό­γα ψυ­χῆς, μὲ προ­σευ­χὴ πυ­ρα­κτω­μέ­νη: Κύ­ρι­ε, ἐ­λέ­ησόν με! Τὸ παι­δί μου κα­κῶς δαι­μο­νί­ζε­ται, εἶ­ναι στὰ νύ­χια τῶν δαι­μό­νων καὶ τῶν ὀρ­γά­νων τους. Ὑ­πο­φέ­ρει,  Κύ­ρι­ε, τὸ παι­δί μου· ἐ­λέ­η­σόν με!  ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!
Μί­α τέ­τοι­α θερ­μὴ προ­σευ­χή, ἂς μὴ ἀμ­φι­βάλ­λουν οἱ πι­στοὶ γο­νεῖς, θὰ κάνει θαύ­μα­τα! Ἀρ­κεῖ βέ­βαι­α νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται καὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­λο­γη πί­στη, ὅ­πως φά­νη­κε καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς Χα­να­ναίας. 
2. Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ.
Ἂς ἐ­πι­στρέ­ψου­με λοι­πὸν στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο. Ἡ συ­νέ­χεια μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει ἐ­δῶ με­γά­λες ἐκ­πλή­ξεις καὶ μά­λι­στα τε­λεί­ως ἀ­πρό­σμε­νες. Δι­ό­τι στὴν ἀ­γω­νι­ώ­δη κραυ­γὴ τῆς πο­νε­μέ­νης μάν­νας ὁ Κύ­ριος φαί­νε­ται σὰν νὰ μὴ δίνει ση­μα­σί­α. «Οὐκ ἀ­πε­κρί­θη αὐτῇ λό­γον», δὲν τῆς εἶ­πε οὔ­τε μί­α λέ­ξη. Ἐ­κεί­νη ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ φωνάζει: ἐ­λέ­η­σόν με! Ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριος σι­ω­πᾶ. Τό­σο πα­ρά­δο­ξο φαί­νε­ται τὸ γε­γο­νός, ὥ­στε πα­ρεμ­βαί­νουν παίρ­νον­τας τὸ μέ­ρος της καὶ οἱ Μα­θη­ταί: «Ἀ­πό­λυ­σον αὐ­τήν, ὅ­τι κρά­ζει ὄ­πι­σθεν ἡ­μῶν», Τοῦ λέ­νε. Κά­νε της, Κύ­ρι­ε, αὐ­τὸ ποὺ ζη­τά­ει, ὥ­στε νὰ φύγει, για­τὶ ­χά­λα­σε τὸν κό­σμο μὲ τὶς φω­νές της. Ἀλ­λὰ πό­ση ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἀ­πὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κυ­ρί­ου! Ἐ­γώ, λέ­γει, δὲν ἦρ­θα πα­ρὰ μό­νο γιὰ τὰ χα­μέ­να πρό­βα­τα τοῦ «οἴ­κου Ἰσ­ρα­ήλ», γιὰ τοὺς πα­ρα­στρα­τη­μέ­νους Ἑ­βραί­ους.
Θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς πὼς ἡ δύ­στυ­χη μάν­να ἔ­χα­σε καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α της ἐλ­πί­δα. Ὡ­στό­σο αὐ­τὴ δὲν τὸ βά­ζει κά­τω. Ἢ μᾶλ­λον στρώ­νε­ται ἡ ἴ­δια κά­τω. Βά­ζει κά­τω τὸν ἑ­αυ­τό της – κάτω στὸ χῶ­μα. «Ἡ δὲ ἐλθοῦσα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐτῷ λέ­γου­σα· Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι». Ἐ­πι­μέ­νει, πέ­φτει στὰ πό­δια Του, Τὸν ἱ­κε­τεύ­ει καὶ πε­ρι­μέ­νει.
Τί πε­ρι­μέ­νει; Ἔ­λε­ος. Καὶ τί δέ­χε­ται; Κε­ραυ­νό! Δὲν εἶ­ναι σω­στό, τῆς λέ­γει ὁ Κύ­ριος, νὰ πά­ρω τὸ ψω­μὶ τῶν παι­δι­ῶν καὶ νὰ τὸ δώ­σω στὰ σκυ­λά­κια. Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη στὴ θέ­ση της θὰ θεωροῦσε τὰ λό­για αὐ­τὰ προ­σβλη­τι­κὰ καὶ θὰ ἔ­φευ­γε ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νη. Ἡ ὑ­πέ­ρο­χη ὅ­μως αὐ­τὴ ψυ­χὴ ὄ­χι μό­νον δὲν φεύ­γει, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐ­τὰ τὰ ἴ­δια λό­για το­ῦ Κυ­ρί­ου συ­νε­χί­ζει τὴν πά­λη της πρὸς Αὐ­τόν. Κά­νει ἔ­τσι, θὰ λέ­γα­με, τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ ἀν­τε­πί­θε­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α νι­κᾶ τὸν Ἀ­νί­κη­το! Τί ἀπαντᾶ; Ὤ! «Ναί, Κύ­ρι­ε», το­ῦ λέ­γει. Ἔ­τσι εἶ­ναι. Σκυ­λὶ εἶ­μαι, ὅ­πως μὲ ἀ­πε­κά­λε­σες. Καὶ δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ψω­μὶ τῶν παι­δι­ῶν. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἐγὼ δὲν σοῦ ζη­τά­ω ψω­μί. Τὸ με­ρί­διο τοῦ σκυ­λιοῦ ζη­τά­ω, τὰ ψί­χου­λα, ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τῶν κυ­ρί­ων μου. Ἀ­φοῦ μὲ ἀ­πε­κά­λε­σες σκυ­λά­κι, μοῦ ἀ­νε­γνώ­ρι­σες μιὰ ἐ­λά­χι­στη ἔ­στω θέ­ση στὸ σπί­τι σου. Λοι­πόν, δός μου τὰ ψί­χου­λα, ποὺ δι­και­οῦν­ται τὰ σκυ­λιά!
Ἔ­φθα­σε στὸ τέ­λος της ἡ πα­ρά­δο­ξη πά­λη. Καὶ ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τοῦ Κυ­ρί­ου βγαί­νουν τώ­ρα τὰ ἐκ­πλη­κτι­κὰ ἐ­κεῖ­να λό­για, ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτουν καὶ τὴν πραγ­μα­τι­κή Του δι­ά­θε­ση ἀ­πέ­ναν­τι στὴν Χα­να­ναί­α: «ὦ γύ­ναι, με­γά­λη σου ἡ πί­στις! γε­νη­θή­τω σοι ὡς θέ­λεις». Ὦ γυ­ναί­κα! Ἡ πίστη σου εἶ­ναι με­γά­λη! Ἄς σου γίνει ὅ­πως θέ­λεις. Καὶ ἀ­μέ­σως ἡ κό­ρη της ἔ­γι­νε κα­λά.
ΜΕΓΑΛΗ πράγ­μα­τι ἡ πίστη τῆς Χαναναίας. Τῆς Χα­να­ναί­ας! Δη­λα­δὴ μιᾶς εἰδωλολάτρισσας. Τί νὰ ποῦ­με τώ­ρα γιὰ μᾶς; Ποῦ εἶ­ναι ἡ δική μας πίστη, ὅ­ταν στὴν πρώ­τη δυ­σκο­λί­α κα­τα­θέ­του­με τὰ ὅ­πλα καὶ τὰ χά­νου­με; Ἄλ­λω­στε καὶ ἡ προ­σευ­χή μας γι᾿ αὐ­τὸ δὲν φέρ­νει ἀ­πο­τέ­λε­σμα, δι­ό­τι δὲν συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ ἰ­σχυ­ρή, ἀ­πὸ ἀ­κλό­νη­τη πί­στη. Δὲν ἔ­χου­με δη­λα­δὴ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ προ­σευ­χὴ εἶ­ναι πά­λη μὲ τὸν Θε­ό! Ὄ­χι δι­ό­τι Ἐ­κεῖ­νος ἔ­χει τυ­χὸν κά­τι ἐ­ναν­τί­ον μας καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἀρ­νεῖ­ται νὰ μᾶς βο­η­θήσει. Ἀλλὰ δι­ό­τι θέ­λει νὰ πλη­σι­ά­σου­με ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο κον­τά Του, νὰ συν­δε­θοῦ­με στε­νό­τε­ρα μα­ζί Του καὶ νὰ ἀ­σκη­θοῦ­με στὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα, ὅ­πως ἔ­γι­νε καὶ μὲ τὴν Χα­να­ναί­α. Πού, ἂν τῆς εἶ­χε δώ­σει ἀ­πὸ τὴν ἀρχὴ αὐ­τὸ ποῦ ζητοῦσε, δὲν θὰ εἶ­χε φανερεωθεῖ ἡ με­γά­λη της πί­στη, ἡ ταπείνωση, ἡ χα­ρι­τω­μέ­νη εὐ­στρο­φί­α της, ὅ­λος αὐ­τὸς ὁ πλοῦ­τος τῶν ἀ­ρε­τῶν, ποὺ μᾶς δι­δά­σκει ὅ­λους δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια τώ­ρα.
Λοι­πόν, νὰ μὴ λέ­με: «δὲν μὲ ἀ­κού­ει ὁ Θε­ὸς» ἢ «μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε». Ὄ­χι! Ἐ­κεῖ­νος πο­τὲ δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει καὶ πάν­το­τε κον­τά μας εἶ­ναι. Ἀλλὰ νά! Θέ­λει νὰ δεί­ξου­με καὶ ἐ­μεῖς τὴ φι­λο­τι­μί­α μας, γιὰ νὰ βρεῖ ἀφορ­μὴ νὰ μᾶς στεφανώσει.         
Ἀ­δελ­φοί, νὰ μὴ μᾶς διαφεύγει πο­τὲ ὅ­τι συ­χνὰ ἡ σι­ω­πὴ τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο δῶ­ρο ἀ­πὸ τὴν τυ­χὸν ἄ­με­ση ἀπάντησή Του. Δῶ­ρο ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας, αἰ­ώ­νιο. Καὶ θά ᾿­ναι κρί­μα νὰ τὸ χά­σου­με· νὰ μεί­νου­με φτω­χοί, τὴν ὥ­ρα ποὺ Ἐ­κεῖ­νος μᾶς κα­λεῖ νὰ γί­νου­με με­γι­στά­νες!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου