Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ) Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ, ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ)
Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
(24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
 ­δελ­φοί, Θε­ς ε­πν κ σκ­τους φς λμ­ψαι, ς ­λαμ­ψεν ν τας καρ­δ­αις ­μν πρς φω­τι­σμν τς γν­σε­ως τς δ­ξης το Θε­ο ν προ­σ­π ᾿Ι­η­σο Χρι­στο. Ε­χο­μεν δ τν θη­σαυ­ρν το­τον ν ­στρα­κ­νοις σκε­­ε­σιν, ­να ­περ­βο­λ τς δυ­ν­με­ως το Θε­ο κα μ ξ ­μν, ν παν­τ θλι­β­με­νοι λλ᾿ ο στε­νο­χω­ρο­­με­νοι, ­πο­ρο­­με­νοι λλ᾿ οκ ­ξα­πο­ρο­­με­νοι, δι­ω­κ­με­νοι λλ᾿ οκ γ­κα­τα­λει­π­με­νοι, κα­τα­βαλ­λ­με­νοι λλ᾿ οκ ­πολ­λ­με­νοι, πν­το­τε τν ν­κρω­σιν το Κυ­ρ­ου ᾿Ι­η­σο ν τ σ­μα­τι πε­ρι­φ­ρον­τες, ­να κα ζω­ το ᾿Ι­η­σο ν τ σ­μα­τι ­μν φα­νε­ρω­θ. ­ε γρ ­μες ο ζν­τες ες θ­να­τον πα­ρα­δι­δ­με­θα δι ᾿Ι­η­σον, ­να κα ζω­ το ᾿Ι­η­σο φα­νε­ρω­θ ν τ θνη­τ σαρ­κ ­μν. ­στε μν θ­να­τος ν ­μν ­νερ­γε­ται, δ ζω­ ν ­μν. ­χον­τες δ τ α­τ πνε­μα τς π­στε­ως κα­τ τ γε­γραμ­μ­νον, «­π­στευ­σα, δι ­λ­λη­σα», κα ­μες πι­στε­­ο­μεν, δι κα λα­λο­μεν, ε­δ­τες ­τι ­γε­­ρας τν Κ­ριον ᾿Ι­η­σον κα ­μς δι ᾿Ι­η­σο ­γε­ρε κα πα­ρα­στ­σει σν ­μν. Τ γρ πν­τα δι᾿ ­μς, ­να χ­ρις πλε­ο­ν­σα­σα δι τν πλει­­νων τν ε­χα­ρι­στ­αν πε­ρισ­σε­­σ ες τν δ­ξαν το Θε­ο.  
                                          (Β΄ Κορινθ. δ΄[4] 6-15)
     ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
­δελ­φοί, Θε­ς, ­ποος στή δημιουργία το κό­σμου δι­έ­τα­ξε ­π τ σκο­τά­δι ν λάμ­ψει τ φς, α­τς κα τώ­ρα ­λαμ­ψε στς καρ­δι­ές μας, ­χι μό­νο γιά ν φω­τι­σθο­με μες, λλά κα γι ν με­τα­δο­θε μέσα ­πό μς φω­τι­σμς πού προ­έρ­χε­ται ­π τ γνώση τς δό­ξας το Θεο, ποία φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα πό τό πρό­σω­πο το νανθρωπήσαντος ησο Χρι­στο. ­χου­με λοι­πν τὸν θη­σαυ­ρ τς φω­τι­στι­κς καί νδοξης α­τς γνώ­σε­ως μέ­σα στ σώ­μα­τά μας, πού εναι εθραυστα κα χω­μα­τέ­νια, γι ν ­πο­δει­κνύ­ε­ται τι τό ­περ­βο­λι­κ με­γα­λε­ο τς δυ­νά­με­ως πού ­περνικ τά μ­πό­δια κα τος κιν­δύ­νους μας, ε­ναι το Θεο καί δέν προέρχεται ­π ­μς τος ­σθε­νι­κος κα δύναμους. Κι ­τσι συμ­βαί­νει ν θλι­βό­μα­στε σ κά­θε τό­πο καί περίσταση, λλ’ ­μως ο ­ξω­τε­ρι­κς α­τς δυ­σκο­λί­ες μς δη­μι­ουρ­γον ­σω­τε­ρι­κ ­δι­έ­ξο­δο κα στενοχώρια γω­νι­ώ­δη. Φθά­νου­με σ ­πο­ρί­α, χω­ρς ­μως καί νά ­πελ­πι­ζό­μα­στε ν ­πο­στε­ρη­θο­με πο­τ μέ­σο καί δυνα­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας. Μς κα­τα­δι­ώ­κουν ο ν­θρω­ποι, λλά δν μς γ­κα­τα­λεί­πει πο­τ Θε­ός. Φαί­νε­ται ­τι μς κα­τα­νι­κον κα μς ρί­χνουν κά­τω στ γ σν τος πα­λαι­στές, λ­λα δν χα­νό­μα­στε. Δια­ρκς κα κά­θε μέ­ρα πε­ρι­φέ­ρου­με στς πε­ρι­ο­δε­ες μας τ σ­μα μας κυ­κλω­μέ­νο ­π τν ­σχα­το κίν­δυ­νο ν πε­θά­νου­με, ­πως πέ­θα­νε Κύ­ριος ­η­σος, λλά α­τ γί­νε­ται γι ν φα­νε­ρω­θε στν κό­σμο μ τ δι­ά­σω­ση το σώ­μα­τός μας ­πό τους κα­θη­με­ρι­νος κιν­δύ­νους ­τι ­η­σος ­ξα­κο­λου­θε ν ζε. Δι­ό­τι πάν­το­τε μες, πού πα­ρ τος τό­σους κιν­δύ­νους ζομε, πα­ρα­δι­δό­μα­στε σ θά­να­το γι τ δό­ξα το Χρι­στο, γι ν φα­νε­ρω­θε μ τ θνη­τ σάρ­κα μας κα δύ­να­μη τς ζω­ς το ησο, πού πα­ρεμ­βαί­νει κα προ­λα­βαί­νει τὸν θά­να­τό μας. Κι ­τσι, ­ν μες ­πο­φέ­ρου­με τος κιν­δύ­νους το θα­νά­του, σες ν­τι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε τν πνευ­μα­τι­κ ζω­ πού προ­έρ­χε­ται ­π τν ­πι­κίν­δυ­νη δρά­ση μας. Πα­ρό­λους ­μως α­τος τος κιν­δύ­νους, ­πει­δ ­χου­με τ διο ­γιον Πνε­μα πού μς στη­ρί­ζει στν πί­στη, ­πως πα­λι­ό­τε­ρα εχε κα Δα­βδ σύμ­φω­να μ' α­τ πού ε­ναι γραμ­μέ­νο στος ψαλ­μος· «πί­στε­ψα, γι' α­τ κα μί­λη­σα», ­τσι κι μες πι­στεύ­ου­με, κα γι' α­τ κα θαρ­ρα­λέ­α ­μο­λο­γο­με κα κηρύττουμε τν λό­γο τς πί­στε­ώς μας. Κα γνω­ρί­ζου­με ­τι Θε­ός, πού ­νέ­στη­σε τν Κύ­ριο ησο, θ ­να­στή­σει κι ­μς δι­α­μέ­σου το ησο κα θ μς πα­ρου­σιά­σει ν­δο­ξους στ β­μα του μα­ζ μέ σς. Ναί, μα­ζ μέ σς. Δι­ό­τι ­λα γι σς γί­νον­ται· ­τσι ­στε ε­ερ­γε­σί­α πού μς κά­νει Θε­ς σώ­ζον­τάς μας ­πό τους κιν­δύ­νους γι χά­ρη σας, ν πλε­ο­νά­σει κα ν γί­νει ε­ερ­γε­σί­α κα χά­ρη ­χι μό­νο σ μς λ­λα κα σ' ­λους ­σς. Κι ­τσι α­το πού ε­ερ­γε­τον­ται θ ε­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ­στε κα ε­χα­ρι­στί­α πρς τν Θε­ ν πλε­ο­νά­σει κα ν πε­ρισ­σεύ­σει, γι ν δοξάζεται τ νομά Του.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ε­πεν Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. ν­θρω­πς τις ε­χε δ­ο υ­ο­ς. κα ε­πεν νε­­τε­ρος α­τν τ πα­τρ· π­τερ, δς μοι τ ­πι­βλ­λον μ­ρος τς ο­σ­ας. κα δι­ε­λεν α­τος τν β­ον. κα με­τ' ο πολ­λς ­μ­ρας συ­να­γα­γν ­παν­τα νε­­τε­ρος υ­ς ­πε­δ­μη­σεν ες χ­ραν μα­κρν, κα ­κε δι­ε­σκρ­πι­σεν τν ο­σ­αν α­το ζν ­σ­τως. δα­πα­ν­σαν­τος δ α­το πν­τα ­γ­νε­το λι­μς ­σχυ­ρός κα­τ τν χ­ραν ­κε­­νην, κα α­τς ρ­ξα­το ­στε­ρε­σθαι. κα πο­ρευ­θες ­κολ­λ­θη ­ν τν πο­λι­τν τς χ­ρας ­κε­­νης, κα ­πεμ­ψεν α­τν ες τος ­γρος α­το β­σκειν χο­­ρους· κα ­πε­θ­μει γε­μ­σαι τν κοι­λ­αν α­το ­π τν κε­ρα­τ­ων ν ­σθι­ον ο χο­ροι, κα ο­δες ­δ­δου α­τ. ες ­αυ­τν δ λ­θν ε­πε· π­σοι μ­σθι­οι το πα­τρς μου πε­ρισ­σε­­ου­σιν ρ­των, ­γ δ λι­μ  ­πλ­λυ­μαι! ­να­στς πο­ρε­­σο­μαι πρς τν πα­τ­ρα μου κα ­ρ α­τ· π­τερ, ­μαρ­τον ες τν ο­ρα­νν κα ­ν­πι­ν σου·  ο­κ­τι ε­μ ­ξι­ος κλη­θ­ναι υ­ς σου· πο­­η­σν με ς ­να τν μι­σθ­ων σου.  κα ­να­στς λ­θε πρς τν πα­τ­ρα ­αυ­το. ­τι δ α­το μα­κρν ­π­χον­τος ε­δεν α­τν πα­τρ α­το κα ­σπλαγ­χν­σθη, κα δρα­μν ­π­πε­σεν ­π τν τρ­χη­λον α­το κα κα­τε­φ­λη­σεν α­τν. ε­πε δ α­τ υ­ς· π­τερ, ­μαρ­τον ες τν ο­ρα­νν κα ­ν­πι­ν σου, κα ο­κ­τι ε­μ ­ξι­ος κλη­θ­ναι υ­ς σου. ε­πε δ πα­τρ πρς τος δο­­λους α­το· ­ξε­νγ­κα­τε τν στολν τν πρ­την κα ν­δ­σα­τε α­τν, κα δ­τε δα­κτ­λι­ον ες τν χε­ρα α­το κα ­πο­δ­μα­τα ες τος π­δας, κα ­νγ­καν­τες τν μ­σχον τν σι­τευ­τν θ­σα­τε, κα φα­γν­τες ε­φραν­θ­μεν,   ­τι ο­τος υ­ς μου νε­κρς ν κα ­ν­ζη­σεν, κα ­πο­λω­λς ν κα ε­ρ­θη. κα ρ­ξαν­το ε­φρα­­νε­σθαι. ν δ υ­ς α­το πρε­σβ­τε­ρος ν ­γρ· κα ς ρ­χ­με­νος γ­γι­σε τ ο­κ­, ­κου­σε συμ­φω­ν­ας κα χο­ρν,  κα προ­σκα­λε­σ­με­νος ­να τν πα­­δων ­πυν­θ­νε­το τ ε­η τα­τα. δ ε­πεν α­τ ­τι ­δελ­φς σου ­κει, κα ­θυ­σεν πα­τρ σου τν μ­σχον τν σι­τευ­τν, ­τι ­γι­α­­νον­τα α­τν ­π­λα­βεν. ρ­γ­σθη δ κα οκ ­θε­λεν ε­σελ­θεν. ον πα­τρ α­το ­ξελ­θν πα­ρε­κ­λει α­τν. δ ­πο­κρι­θες ε­πε τ πα­τρ· ­δο το­σα­τα ­τη δου­λε­­ω σοι κα ο­δ­πο­τε ν­το­λν σου πα­ρλ­θον, κα ­μο ο­δ­πο­τε ­δω­κας ­ρι­φον ­να με­τ τν φ­λων μου ε­φραν­θ· ­τε δ υ­ς σου ο­τος, κα­τα­φα­γν σου τν β­ον με­τ πορ­νν, λ­θεν, ­θυ­σας α­τ τν μ­σχον τν σι­τευ­τν.  δ ε­πεν α­τ· τ­κνον, σ πν­το­τε με­τ' ­μο ε, κα πν­τα τ ­μ σ ­στιν· ε­φραν­θ­ναι δ κα χα­ρ­ναι ­δει, ­τι ­δελ­φς σου ο­τος νε­κρς ν κα ­ν­ζη­σε, κα ­πο­λω­λς ν κα ε­ρ­θη.   
(Λου­κᾶ ι­e΄[15] 11 – 32)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ταν φυγε, τ βλέμμα του κτινοβολοσε νθουσιασμ κα προσδοκίες ετυχίας. Μαγνητισμένος π τ γνωστο σπευδε μ λαχτάρα ν τ συναντήσει, γι ν βρε κε τ χαρά του, τν λευθερία του...
Τώρα γυρίζει πίσω... Τ βλέμμα του εναι σκοτεινό, λλ στ βάθος του χει ρχίσει ν φαίνεται κα λάμψη περκόσμια...
σωτος! Τ εαγγέλιο τν Εαγγελίων. παρηγορία τν μαρτωλν. δηγς τν παναστατημένων. Τν πελπισμένων τελευταία κα μόνη λπίδα.
ς παρακολουθήσουμε λοιπν τν πορεία του: π τν παράδεισο στν κόλαση, στν ξορία. Κα π κε στν Πατρικ Βασιλεία.
1. ΕΝΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ
Στν συγκινητικότατη παραβολ το σώτου Κύριός μας παρουσιάζει να οκογενειακ δράμα. Στν ετυχισμένη οκογένεια μ τ δύο παιδι ξαφνικ ξέσπασε καταιγίδα· μικρότερος γις ζήτησε πιτακτικ ν πάρει τ μερίδιο τς περιουσίας, πο θ κληρονομοσε μετ τν θάνατο το πατέρα του. Κι ταν πατέρας μ να περιόριστο σεβασμ στν λευθερία το παιδιο του ποχώρησε κα το παραχώρησε ατ πο θρασύτατα ζήτησε, παναστάτης γκατέλειψε τ σπίτι κα φυγε σ τόπο μακρινό. κε σπατάλησε τν περιουσία του «ζν σώτως».
πειτα ρθαν τ μαρα χρόνια. στέρηση, φτώχεια. ναζήτηση ργασίας. Τ κατάντημά του ν γίνει δολος κα ν βόσκει χοίρους. φρικτ πείνα κα πιθυμία του γι λίγα ξυλοκέρατα, πο κι ατ μως δν το τ δινε κανείς.
ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟ παιδί! Εκόνα παραστατικ το κάθε μαρτωλο, πο προσπαθε ν βρε τ χαρά του μακρι π τν Πατέρα, τν Θεό, τν Δημιουργό του. Κι δ τ διο θλιβερ κατάντημα! Λίγες δονς στν ρχή, πειτα ηδία, τ νικανοποίητο, πείνα κα δίψα γι ληθιν χαρά, κα στ τέλος τ κοπάδι τν χοίρων: ψυχ γεμάτη βρώμικα πάθη, πο τν σέρνουν δ κι κε κα τν φήνουν πεινασμένη φρικτά. νθρωπος, τ πριγκιπόπουλο το Ορανο, εναι αχμάλωτος τώρα στ φρικτ πάθη του. Κα μέσ ατν στος χειρότερους χθρούς του, τος δαίμονες.
Εκόνα κόμη, θ λεγε κανείς, κα το σημερινο κόσμου, διαιτέρως τν νέων νθρώπων. να ξεκίνημα γεμάτο νθουσιασμ γι τ τόσα φανταχτερά, πο πληθωρικ διαφημίζονται... κα στ τέλος πογοήτευση, καταφυγ στος ψεύτικους κόσμους τν ναρκωτικν, ατοκτονία. «ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΦΡΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ», γραφε πρ καιρο σ κάποιον τοχο νας τέτοιος νέος.
Τ εχε προφανς δοκιμάσει λα: σπουδς χωρς νόημα σως, ξενύχτια στ κέντρα διασκεδάσεως, φιλίες δθεν, λεύθερες σχέσεις, παναστάσεις κατ το κατεστημένου, τουρισμ σ ξωτικς χρες, ναρκωτικά, παράδοση στος ξέφρενους ρυθμος τς σύγχρονης μουσικς τς ζούγκλας, λα ατά, πο τ νόμασε «μι φρίκη χωρς τέλος». Κα πο κατέληξε; Στ «φρικτ τέλος», στν χειρότερη δηλαδ «λύση», κριβς διότι ατ «λύση» δηγε σ μι πείρως φρικτότερη «φρίκη χωρς τέλος», τν αώνια κόλαση!
Δν τ φαντάσθηκε, δν τ γνώριζε σως, πς νάμεσα στς δύο ατς παίσιες πιλογς πρχε κα κάποια τρίτη λύση· μόνη διέξοδος στ φρικτ διέξοδα: δρόμος πρς τ σπίτι το Πατέρα. Ατν πο μετανιωμένος κολούθησε σωτος υός!
2. Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΠΟΔΡΑΣΗ
κε, ταν φθασε στ χειρότερο κατάντημά του, ξύπνησε πιτέλους τ ταλαίπωρο παιδί, ρθε στν αυτό του, κατάλαβε τν θλιότητά του. «Θ σηκωθ ν πάω στν Πατέρα μου», επε. «Κα θ το π: Πατέρα, μάρτησα νώπιόν το Θεο κα νώπιόν σου, κα δν εμαι πλέον ξιος ν νομασθ παιδί σου· πάρε με σν να μισθωτ πηρέτη σου».
Κα δν μεινε μόνο στ λόγια, λλ τς σκέψεις του ατς τς κανε πράξη. Πρε τ μεγάλη πόφαση, γκατέλειψε τ κοπάδια τν χοίρων κα ξεκίνησε. Κα τί συγκινητικό! Καθς πλησίαζε πρς τ πατρικ σπίτι κα ν πεχε κόμη ρκετά, γερο-πατέρας του, πο λα ατ τ χρόνια τν περίμενε, τν εδε στ βάθος το δρόμου ν ρχεται κα τρεξε ν τν προϋπάντησει. φθασε κοντ στ βασανισμένο παιδί του κα τ γκάλιασε κα το φίλησε στοργικά, τν ρα πο κενο συντετριμμένο ζητοσε τν συγχώρηση λέγοντας: «Πάτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νώπιόν σου, κα οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου».
Πς ν περιγραφε συνέχεια; Πλημμυρισμένος π χαρ, πατέρας παραγγέλλει στος πηρέτες του ν φέρουν τν καλύτερη στολή, γι ν ντύσουν τ παιδί του, κα ν το φορέσουν δαχτυλίδι στ χέρι κα ποδήματα στ πόδια, κα τέλος ν σφάξουν τ καλύτερο μοσχάρι, γι ν φνε κα ν χαρον, διότι, πως επε, τ παιδί του ατ ταν νεκρ κα ναστήθηκε, κα ταν χαμένο κα ερέθηκε.
Τ πανηγύρι στ πατρικ σπίτι πλημμύρισε σ λίγο τ πάντα, κτς π τν καρδι το μεγάλου δελφο, ποος δν μποροσε ν καταλάβει πς πατέρας του κανε λα ατ γι τν λήτη γιό, πο κατασπατάλησε τν περιουσία του. Γι᾿ ατν τν λόγο θύμωσε, μς λέγει τ ερ κείμενο, κα δν θελε κν ν μπε μέσα στ σπίτι. λλ πόσο φιλόστοργος κα πομονητικς παρουσιάζεται κα πάλι καλς πατέρας, πο μ γλυκύτητα πιμένει ν παρακαλε τ μεγάλο παιδί του ν εσέλθει κα ν μετάσχει στν πλούσια χαρ τς πιστροφς το δελφο του, πο τν εχαν γι νεκρ κα χαμένο, κα τώρα ταν κοντά τους ζωντανς κα γιέστατος!
ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟΤΑΤΗ πράγματι γάπη το πατέρα σ λες της τς κδηλώσεις. Θέλει μ ατν τν εκόνα Κύριος ν κφράσει τ μέγεθος τς γάπης το Θεο πρς μς τος μαρτωλούς. Το Θεο, ποος εναι λων μας φιλοστοργότατος Πατέρας. Πατέρας, πο σέβεται τν λευθερία μας, ταν φεύγουμε μακριά Του, πο μς περιμένει πάντοτε ν πιστρέψουμε κοντά Του, πο μς συγχωρε κα μς γκαλιάζει θερμά, ταν μετανοομε, πο δν μς ξεσυνερίζεται, ταν ντιδρομε κα πεισμώνουμε.
γάπη το Πατέρα! Δν πάρχει μφιβολία πς λοι μας – κτς π τος μεγάλους γωιστς κα περήφανους – καταλαβαίνουμε πς εμαστε λίγο πολ μαρτωλοί. ν τούτοις δν συγκλονιζόμαστε λοι π τν μαρτωλότητά μας κα δν συντριβόμαστε οτε μετανοομε σν τν σωτο υό. Γιατί ραγε;
Λοιπόν, πάντηση εναι πλ. Δν συγκλονιζόμαστε ο περισσότεροι π τς μαρτίες μας, κριβς διότι δν ασθανόμαστε τν Θε ς Πατέρα κα πομένως τι, ταν μαρτάνουμε, μαρτάνουμε στν Πατρική του γάπη! Συνήθως νομίζουμε τι χουμε μαρτήσει νώπιον το Νόμου το Θεο νώπιον τς Παντοδυναμίας Του. νώπιον δηλαδ το Θεο, πο Τν ασθανόμαστε αστηρό, πόμακρο κα πρόσιτο. ντύπωση ατ δν εναι ξ λοκλήρου λαθεμένη, εναι μως μονομερς κα λειψή. Θες εναι Παντοδύναμος, εναι κα δίκαιος κα πρόσιτος πράγματι. Εναι μως κα γάπη, εναι κα κοντά μας, προσιτός. Εναι Πατέρας! Κα ταν μαρτάνουμε...
, δελφοί! Πικραίνουμε τν ΠΑΤΕΡΑ μας! Εθε κανείς μας ν μ τ καταλάβει ατό, ταν πι θ εναι πολ ργά... λλ π τώρα ν πιστρέψουμε κοντά Του, στν νοιχτή, τν γεμάτη λεος, εσπλαγχνία κα γάπη πατρικ γκαλιά Του. Διότι Θες εναι Πατέρας μας, δελφοί!
  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου