Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(3 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες  παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς. Λέγει γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ· διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
                                          (Β΄ Κορινθ. στ΄ [6] 1-10)
  
  ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γα­ζό­με­νοι μέ τόν Θε­ό στό ἔρ­γο αὐ­τό τς συμ­φι­λι­ώ­σε­ως καί τς κα­ταλ­λα­γῆς τν ἀν­θρώ­πων, σς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά δεί­ξε­τε μέ τή δι­α­γω­γή σας ὅ­τι δέν δε­χθή­κα­τε μά­ται­α καί ἀ­νώ­φε­λα τή χά­ρη το Θε­οῦ. Καί μή νο­μί­σε­τε ὅ­τι πάν­το­τε Θε­ός θά σς στέλ­νει τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους του νά σς πα­ρα­κα­λοῦν. Ὄ­χι. Δι­ό­τι λέ­ει Ἁ­γί­α Γρα­φή: Στόν κα­τάλ­λη­λο και­ρό, ὅ­ταν ὁ Θε­ός δεί­χνει τό ἔ­λε­ός του καί τήν ἀ­γά­πη του, σέ ἄ­κου­σα μέ προ­σο­χή, καί τήν ἡ­μέ­ρα πού δί­νε­ται σω­τη­ρί­α, σέ βο­ή­θη­σα. Νά λοι­πόν, τώ­ρα εἶ­ναι και­ρός κα­τάλ­λη­λος, νά, τώ­ρα εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας. Καί τώ­ρα σς ἀ­πευ­θύ­νου­με αὐ­τά τά πα­ρα­κλη­τι­κά λό­για χω­ρίς νά δί­νου­με κα­μί­α ἀ­φορ­μή σκαν­δά­λου σέ τί­πο­τε, γιά νά μήν κα­τη­γο­ρη­θεῖ στό ἐ­λά­χι­στο ἡ δι­α­κο­νί­α το κη­ρύγ­μα­τος. Ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα, μέ κά­θε τρό­πο συ­στή­νου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας καί ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε ἀ­λη­θι­νοί δι­ά­κο­νοι το Θε­οῦ: μέ ὑ­πο­μο­νή πολ­λή, μέ θλί­ψεις, μέ ἀ­νάγ­κες, μέ στε­νο­χώ­ρι­ες, μέ δαρ­μούς καί μα­στι­γώ­σεις πού πλη­γώ­νουν τό σῶ­μα μας, μέ φυ­λα­κί­σεις, μέ κα­τα­δι­ώ­ξεις πού δέν μς ἀ­φή­νουν νά στα­θοῦ­με που­θε­νά, μέ κό­πους, μέ ἀ­γρυ­πνί­ες, μέ στε­ρή­σεις φα­γη­τοῦ, μέ κα­θα­ρό­τη­τα ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α, μέ γνώ­ση τς ἀ­λή­θειας, μέ μα­κρο­θυ­μί­α, μέ κα­λο­σύ­νη, μέ ἁ­για­σμό καί μέ τά χα­ρί­σμα­τα το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ ἀ­γά­πη πραγ­μα­τι­κή κι ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό ὑ­πο­κρι­σί­α, μέ λό­γο πού κη­ρύτ­τει τήν ἀ­λή­θεια, μέ δύ­να­μη Θε­οῦ, μέ τά ὅ­πλα τά ἐ­πι­θε­τι­κά, πού εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή τς δι­και­ο­σύ­νης καί μοιά­ζουν μ’ αὐ­τά πού ἔ­χουν στό δε­ξί τους χέ­ρι ο στρα­τι­ῶ­τες πού μά­χον­ται, ὅ­πως καί μέ τά ὅ­πλα τά ἀ­μυν­τι­κά, πού μοιά­ζουν μ᾿ αὐ­τά πού ἔ­χουν στό ἀ­ρι­στε­ρό τους χέ­ρι. Εἴ­μα­στε δη­λα­δή πά­νο­πλοι, καί γιά νά ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με τή δι­και­ο­σύ­νη καί τήν ἀ­λή­θεια, καί γιά νά δη­μι­ουρ­γή­σου­με τό θρί­αμ­βό της. Ἀ­πο­δει­κνύ­ου­με ποι­οί εἴ­μα­στε μέ τή δό­ξα πού δε­χό­μα­στε ἀ­π᾿ αὐ­τούς πού πι­στεύ­ουν στό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί μέ τήν ἀ­τι­μί­α ἀ­πό τούς ἀ­πί­στους, μέ τή δυ­σφή­μη­ση ἀ­πό τούς συ­κο­φάν­τες μας καί μέ τά ἐγ­κώ­μια καί τούς ἐ­παί­νους ἀ­πό τούς πι­στούς. Πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε ς ἀ­πα­τε­ῶ­νες ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς το Εὐ­αγ­γε­λί­ου, καί ς εἰ­λι­κρι­νεῖς ἀ­πό τούς πι­στούς· ς ἄ­γνω­στοι ἐ­ξαι­τί­ας τς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­ση­μό­τη­τός μας, καί ς πο­λύ γνω­στοί καί σπου­δαῖ­οι· ς ἄν­θρω­ποι πού κιν­δυ­νεύ­ου­με νά πε­θά­νου­με, κι ὅ­μως, νά πού ζοῦ­με· ς ἄν­θρω­ποι πού παι­δα­γω­γού­μα­στε ἀ­πό τόν Θε­ό μέ βα­ρύ­τα­τες δο­κι­μα­σί­ες, ἀλ­λά δέν φτά­νου­με στό θά­να­το. Ἐ­ξαι­τί­ας τν δο­κι­μα­σι­ῶν μας αὐ­τῶν μς νο­μί­ζουν βυ­θι­σμέ­νους στή λύ­πη, ἐ­μεῖς ὅ­μως πάν­το­τε χαι­ρό­μα­στε. Μς θε­ω­ροῦν φτω­χούς, ἐ­μεῖς ὅ­μως κά­νου­με πολ­λούς νά πλου­τί­ζουν μέ πνευ­μα­τι­κούς καί οὐ­ρά­νιους θη­σαυ­ρούς. Πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε σάν νά μήν ἔ­χου­με τί­πο­τε, κι ὅ­μως κα­τέ­χου­με τά πάν­τα.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄν­θρω­πος τις ἀ­πο­δη­μῶν ἐ­κά­λε­σε τοὺς ἰ­δί­ους δο­ύ­λους, καὶ πα­ρέ­δω­κεν αὐ­τοῖς τὰ ὑ­πάρ­χον­τα αὐ­τοῦ· καὶ ᾧ μὲν ἔ­δω­κε πέν­τε τά­λαν­τα, ᾧ δὲ δύ­ο, ᾧ δὲ ἕν· ἑ­κά­στῳ κα­τὰ τὴν ἰ­δί­αν δύ­να­μιν· καὶ ἀ­πε­δή­μη­σεν εὐ­θέ­ως. Πο­ρευ­θεὶς δὲ ὁ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα λα­βὼν, εἰρ­γά­σα­το ἐν αὐ­τοῖς, καὶ ἐ­πο­ί­η­σεν ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα. Ὡ­σα­ύ­τως καὶ ὁ τὰ δύ­ο, ἐ­κέρ­δη­σε καὶ αὐ­τὸς ἄλ­λα δύ­ο. Ὁ δὲ τὸ ἓν λα­βὼν, ἀ­πελ­θὼν ὤ­ρυ­ξεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἀ­πέ­κρυ­ψε τὸ ἀρ­γύ­ριον τοῦ κυ­ρί­ου αὐ­τοῦ. Με­τὰ δὲ χρό­νον πο­λὺν ἔρ­χε­ται­ ὁ κύ­ριος τῶν δο­ύ­λων ἐ­κε­ί­νων, καὶ συ­να­ί­ρει μετ᾿ αὐ­τῶν λό­γον. Καὶ προ­σελ­θὼν ὁ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα λα­βὼν, προ­σή­νεγ­κεν ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα λέ­γων· Κύ­ρι­ε, πέν­τε τά­λαντά μοι πα­ρέ­δω­κας· ἴ­δε, ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα ἐ­κέρ­δη­σα ἐπ᾿ αὐ­τοῖς. Ἔ­φη δὲ αὐ­τῷ ὁ κύ­ριος αὐ­τοῦ· Εὖ, δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ· ἐ­πὶ ὀ­λί­γα ἦς πι­στός, ἐ­πὶ πολ­λῶν σε κα­τα­στή­σω· εἴ­σελ­θε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ κυ­ρί­ου σου. Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύ­ο τά­λαν­τα λα­βὼν εἶ­πε· Κύρι­ε, δύ­ο τά­λαντά μοι πα­ρέ­δω­κας· ἴ­δε ἄλ­λα δύ­ο τά­λαν­τα ἐ­κέρ­δη­σα ἐπ᾿ αὐ­τοῖς. Ἔ­φη αὐ­τῷ ὁ Κύ­ριος αὐ­τοῦ· Εὖ, δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ· ἐ­πὶ ὀ­λί­γα ἦς πι­στός, ἐ­πὶ πολ­λῶν σε κα­τα­στή­σω· εἴ­σελ­θε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ κυ­ρί­ου σου. Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τά­λαν­τον εἰ­λη­φὼς εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἔ­γνων σε, ὅ­τι σκλη­ρὸς εἶ ἀν­θρω­πος, θε­ρί­ζων ὅ­που οὐκ ἔ­σπει­ρας καὶ συ­νά­γων ὅ­θεν οὐ δι­ε­σκόρ­πι­σας· καὶ φο­βη­θεὶς, ἀ­πελ­θὼν ἔ­κρυ­ψα τὸ τά­λαν­τόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴ­δε, ἔ­χεις τὸ σόν. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ κύ­ριος αὐ­τοῦ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Πο­νη­ρὲ δοῦ­λε καὶ ὀ­κνη­ρέ, ᾔ­δεις ὅ­τι θε­ρί­ζω ὅ­που οὐκ ἔ­σπει­ρα, καὶ συ­νά­γω ὅ­θεν οὐ δι­ε­σκόρ­πι­σα, ἔ­δει οὖν σε βα­λεῖν τὸ ἀρ­γύ­ρι­όν μου τοῖς τρα­πε­ζί­ταις· καὶ ἐλ­θὼν ἐ­γὼ, ἐ­κο­μι­σά­μην ἂν τὸ ἐ­μὸν σὺν τό­κῳ. Ἄ­ρα­τε οὖν ἀπ᾿ αὐ­τοῦ τὸ τά­λαν­τον, καὶ δό­τε τῷ ἔ­χον­τι τὰ δέ­κα τά­λαν­τα. (Τῷ γὰρ ἔ­χον­τι παν­τὶ δο­θή­σε­ται καὶ πε­ρισ­σευ­θή­σε­ται, ἀ­πὸ δὲ τοῦ μὴ ἔ­χον­τος, καὶ ὃ ἔ­χει ἀρ­θή­σε­ται ἀπ᾿ αὐ­τοῦ). Καὶ τὸν ἀ­χρεῖ­ον δοῦ­λον ἐκ­βάλ­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Ταῦ­τα λέ­γων, ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν, ἀ­κου­έ­τω.    
                                            (Ματθ. κε΄ [25] 14-30)

ΣΚΕ­ΨΕΙΣ, ΔΙ­ΔΑΓ­ΜΑ­ΤΑ, Ε­ΦΑΡ­ΜΟ­ΓΕΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1.—ΣΤΗ δι­δα­κτι­κότατη σημερινή παραβολή τῶν τα­λάν­των πα­ρο­μοι­ά­ζονται οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ δού­λους. Μὲ ὑπηρέτες πού κα­λοῦν­ται ἀ­πὸ τὸν κύ­ριο τους, δη­λα­δὴ τὸν Θεό, νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σουν τά τά­λαν­τα, τὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ ἀ­γα­θὰ πού τοὺς δί­δει. Μά­λι­στα ἕ­ξη φο­ρὲς στήν παραβολή οἱ ἄν­θρω­ποι ὀ­νο­μά­ζον­ται δοῦλοι.
Εἴμαστε οἱ ἄν­θρω­ποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Ἑ­πο­μέ­νως δὲν εἴμαστε ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτοι ἀλλά ὑ­πό­λο­γοι. Ὅσο μεγάλοι κατά κόσμο καί ἄν εἴμαστε, ὅσο ἄ­ση­μοι καὶ μι­κροί. Ἡ ἀ­λή­θεια αὐ­τὴ εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κή, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ πρέ­πει νὰ τὴν καλλιεργοῦμε μέ­σα μας. Δι­ό­τι μᾶς συγκρατεῖ. Μᾶς προ­φυ­λάσ­σει ἀ­πὸ πα­ρε­κτρο­πές. Μᾶς βο­η­θεῖ νὰ τα­πει­νο­φρο­νοῦμε. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἀ­να­λο­γι­ζόμαστε ὅ­τι εἴ­μαστε δοῦ­λοι καί ὑ­πό­λο­γοι στὸν Θεό, δὲν θὰ παὶρνει εὔκολα ὁ νοῦς μας «ἀ­έ­ρα». Καί ἀφ᾿ ἑτέρου θὰ προ­σπα­θοῦ­με μὲ κά­θε τρό­πο νὰ εὐαρεστήσουμε στόν Κύριό μας.
Λοι­πόν, ἄν­θρω­πε, ὅποιος καί ἂν εἶ­σαι, τί ὑ­ψώ­νεις τὸν ἑ­αυ­τόν σου; Γιὰ τα­πεινώ­σου, σὰν δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ καὶ κοί­τα­ξε τὸ χρέ­ος πού ἔ­χεις.­..
2.—Ο ΚΥ­ΡΙΟΣ λέ­γει στὴν παραβολή, ὅτι ἔ­δω­σε στοὺς δού­λους του δι­ά­φο­ρα τά­λαν­τα. Τὰ τά­λαν­τα ἦ­σαν τό­τε χρυ­σὰ νο­μί­σμα­τα με­γά­λης ἀξίας. Μὲ αὐ­τὸ ὑ­πο­νο­οῦν­ται τὰ δι­ά­φο­ρα χα­ρί­σμα­τα, πού ἔ­δω­σε στοὺς ἀν­θρώ­πους ὁ Θε­ὸς καὶ τὰ ὁποῖα ἔ­χουν με­γά­λη ἀξία. Δι­ό­τι δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ ὁ πλου­σιόδω­ρος Θε­ὸς νὰ προ­σφέ­ρει εὐ­τε­λῆ δῶ­ρα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Ποι­ὰ εἶ­ναι τὰ χα­ρί­σμα­τα αὐ­τά; Εἶ­ναι οἱ δι­ά­φο­ρες ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ ἰ­δι­ό­τη­τες μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς προί­κι­σε ὁ Θεός, τὰ δι­ά­φο­ρα προ­σόν­τα, δι­α­νο­η­τι­κά, πρα­κτι­κά, πνευ­μα­τι­κά, μὲ τὰ ὁποῖα τό­σα καὶ τό­σα μ­πο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­τύχει ὁ ἄν­θρω­πος πού τὰ ἔ­χει. Τά­λαν­τα εἶ­ναι καὶ ὅλα τά ἀγαθά, πού δί­δει ὁ Θε­ὸς στούς ἀν­θρώ­πους ἀ­να­λό­γως τῆς ἀν­το­χῆς τους.
Ἡ δι­α­φο­ρὰ στὴ δι­α­νο­μὴ τῶν τα­λάν­των δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς κάμνει νὰ φθονοῦμε ἐ­κεί­νους, πού ἔ­λα­βαν πε­ρισ­σό­τε­ρα. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἔ­χουν με­γα­λύτερες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ εἶ­ναι ἀπαιτητικό­τε­ρος ἀ­πὸ αὐ­τούς. Πάν­τως ὅσα καὶ ἂν πήραμε, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ζη­τεῖ­ται εἶ­ναι ἡ δρα­στηριότητα, ὁ ζῆ­λος, ἡ θε­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α, ὥ­στε μὲ τὰ χα­ρί­σμα­τα αὐ­τὰ νὰ ἀ­ποκτήσουμε καρπούς. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν μὲ τὸν πλοῦτο τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης. Μὲ τὸ τυ­χὸν ἀ­ξί­ω­μά μας νὰ διακονήσουμε τοὺς ἄλ­λους. Μὲ τὴν ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἱ­κα­νό­τη­τά μας νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τήσουμε, νὰ ἀ­να­κου­φίσουμε καί διευκολύνουμε τοὺς ἄλ­λους καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Καὶ μὲ ὅλα νά δοξάσουμε τόν Θεό!
Ὅ­ταν ὁ κά­θε πι­στὸς ἔ­τσι τοποθετήσει μέσα του τὸ θέ­μα τῶν δι­α­φό­ρων χα­ρι­σμά­των καὶ τα­λάν­των, θὰ ἐννοήσει ὅτι δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ καυ­χᾶ­ται καὶ νὰ ἐ­πι­δει­κνύ­ε­ται γιά ὅσα προ­σόν­τα ἔ­χει. Δι­ό­τι αὐ­τὰ εἶ­ναι «δα­νει­κά», εἶ­ναι «ξέ­να κε­φά­λαι­α». Καὶ ἀ­κό­μη ὅτι πρέπει νά ἐργασθεῖ μὲ τὰ κε­φά­λαι­α αὐ­τὰ τοῦ Θεοῦ γιά τό γενικότερο, τό κοινό καλό, τό καλό καὶ τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.
3—ΟΙ ΔΥ­Ο ΠΡΩ­ΤΟΙ δοῦλοι τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἐν­νό­η­σαν τό χρέος τους πο­λὺ κα­λὰ καὶ ἐργάσθησαν μέ ζηλευτή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ πα­ρου­σί­α­σαν στὸν κύ­ριό τους καρ­ποὺς σπου­δαί­ους. Ὁ πρῶ­τος ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα, ὁ δεύτερος ἄλ­λα δύ­ο. Ὁ μόχθος τους δη­λα­δή, ὁ ζῆ­λος καὶ οἱ ἱ­δρῶτες τους δὲν ἔμειναν ἄ­καρ­ποι, δὲν ­πῆ­γαν χα­μέ­νοι.
Ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅτι οἱ θυ­σί­ες καὶ οἱ κό­ποι στοὺς ὁποίους ὑ­πο­βάλ­λε­ται ὁ Χρι­στια­νὸς στὸν κό­σμο αὐ­τὸ δὲν πη­γαί­νουν πο­τὲ χα­μέ­νοι. Τὰ δὲ ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα κου­ρά­ζον­ται οἱ πι­στοὶ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς τους θὰ πα­ρου­σια­σθοῦν μιά μέρα λαμ­πρὰ καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα μπροστά στόν δί­και­ο Κρι­τὴ καὶ θὰ βρα­βευ­θοῦν. Τί­πο­τε δὲν θὰ χαθεῖ, τί­πο­τε δὲν θὰ ἀ­γνοηθεῖ. Πί­σω δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὰ «ἕ­τε­ρα πέν­τε τά­λαν­τα» καὶ τὰ «ἕ­τε­ρα δύ­ο» τοῦ πρώ­του καὶ δεύτερου δού­λου τῆς πα­ρα­βο­λῆς,  κρύ­βον­ται ἀ­κρι­βῶς οἱ πρά­ξεις τῆς ἀ­ρε­τῆς, τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­κό­μη καὶ τὸ «πο­τή­ριον ψυ­χροῦ ὕ­δα­τος», πού προ­σφέρθηκε μὲ στορ­γὴ καὶ συμπάθεια σέ κά­ποι­ο δι­ψα­σμέ­νο. Κρύ­βον­ται τὰ ἔρ­γα, πού ἐ­δῶ στὴ γῆ ἴ­σως ἔ­μει­ναν μυ­στι­κὰ καὶ ἔ­γι­ναν κρυ­φά. Ὑ­πάρ­χουν οἱ κό­ποι καὶ ἡ δραστηριότητα πού ὅμως, ὅταν ἐλθει ὁ Κύ­ριος, θὰ ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν, θὰ τιμηθοῦν, θὰ ἐ­πι­βρα­βευ­θοῦν ἐ­νώ­πιον ὅλων.
Λοι­πὸν μὴ ἀ­πο­θαρ­ρυνόμαστε, ὅσο καὶ ἂν χρειαστεῖ νὰ κο­πιάσουμε τώ­ρα. Ὁ κό­πος μας «οὐκ ἔ­στι κε­νός», θὰ ἀμειφθεῖ στήν ὥ­ρα του. Καὶ θὰ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς τὸ «εὖ δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ.­.. εἴσελθε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ Κυ­ρί­ου σου».
4.—ΣΤΗΝ πα­ρα­βο­λὴ ὅμως ὑ­πάρ­χει καὶ ὁ τρίτος δοῦλος, πού ἔ­κρυ­ψε τὸ τά­λαν­το στὴ γῆ. Καί ὅταν ἦλ­θε πί­σω ὁ κύριός του, τοῦ τὸ ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς κα­νέ­να κέρ­δος. Προ­σ­πά­θη­σε μά­λι­στα καὶ.­.. νὰ δικαιολογήσει τὴ στάση του.
Τὶ κρύ­βε­ται στή συμπεριφορά τοῦ δούλου αὐ­τοῦ; Τί ἄλ­λο πα­ρὰ ἀ­μέ­λεια πο­λὺ με­γά­λη, ἀ­δι­α­φο­ρί­α τρα­νή, ἐ­σχά­τη πε­ρι­φρό­νη­ση πρὸς τὴν ἐντολὴ τοῦ κυ­ρί­ου. Ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ὁποίων ἀ­χρη­στεύ­θη­κε καὶ τὸ τά­λαν­το, πῆγε δη­λα­δὴ τε­λεί­ως χα­μέ­νο τὸ πο­λύ­τι­μο χά­ρι­σμα τοῦ Θεοῦ.
Θά ἔχουμε δι­α­πι­στώ­σει ἀ­σφα­λῶς, ὅτι ὁ ἐ­αυ­τὸς μας ρέ­πει πρὸς τὴ ρα­θυ­μί­α καὶ ὀ­κνη­ρί­α. Ὅ­τι εὐκολότερα κλεινόμαστε στόν «ἑ­αυ­τού­λη» μας, πα­ρὰ νὰ ἔχουμε τή δι­ά­θε­ση νὰ κουραστοῦμε, γιά νὰ ἀξιοποιήσουμε ὅπως ὁ Θεός θέ­λει τὰ χα­ρί­σμα­τά Του, γιὰ τὸ κα­λὸ τῶν ἄλ­λων καὶ τὴ δό­ξα Του. Αὐ­τὸ ὅμως ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἔλ­λει­ψη αἰ­σθή­μα­τος εὐ­θύ­νης ἔ­ναν­τι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καὶ πε­ρι­φρό­νη­ση καί ἀθεοφοβία καὶ θρά­σος. Ποιὸ ὅμως εἶ­ναι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς τα­κτι­κῆς αὐ­τῆς; Τὸ εἴδαμε στήν πα­ρα­βο­λή. Ἡ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­α τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἰώνια κα­τα­δί­κη. Ἡ κό­λα­ση. Πράγ­μα ποὺ ση­μαί­νει, ὅτι ἡ ἀ­μέ­λεια καὶ ὀ­κνη­ρί­α τι­μω­ροῦν­ται αὐ­στη­ρά. Μοιάζουν μὲν ἐκ πρώ­της ὄψεως μέ.­.. βο­λι­κὸ καὶ ἀ­να­παυ­τι­κὸ κά­θι­σμα, ἔ­χουν ὅμως ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴ σκληρή ἀλλὰ καὶ δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς φυ­λα­γόμαστε λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πνευματικὴ ρα­θυ­μί­α. Ἂς τὴ φοβούμαστε καί ἂς τήν ἀποφεύγουμε. Γιὰ νὰ μὴ ὑ­πο­στοῦ­με τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρές της συνέπειες στήν ἀτελείωτη αἰωνιότητα!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου