Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ) Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ, ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ) 
Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
(24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019)






Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
 Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πὼν ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃς ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ. ῎Ε­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν, ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν, ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ᾿ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι, ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι, δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι, κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι, πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ ᾿Ι­η­σοῦν, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ μὲν θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται, ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον, «Ἐ­πί­στευ­σα, διὸ ἐ­λά­λη­σα», καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν, διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς διὰ ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι᾿ ὑ­μᾶς, ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.  
                                          (Β΄ Κορινθ. δ΄[4] 6-15)
     ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς, ὁ ­ὁποῖος στή δημιουργία τοῦ κό­σμου δι­έ­τα­ξε ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι νὰ λάμ­ψει τὸ φῶς, αὐ­τὸς καὶ τώ­ρα ἔ­λαμ­ψε στὶς καρ­δι­ές μας, ὄ­χι μό­νο γιά νὰ φω­τι­σθοῦ­με ἐμεῖς, ἀλλά καὶ γιὰ νὰ με­τα­δο­θεῖ μέσα ἀ­πό μᾶς ὁ φω­τι­σμὸς πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ γνώση τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα ἀπό τό πρό­σω­πο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­χου­με λοι­πὸν τὸν θη­σαυ­ρὸ τῆς φω­τι­στι­κῆς καί ἔνδοξης αὐ­τῆς γνώ­σε­ως μέ­σα στὰ σώ­μα­τά μας, πού εἶναι εὔθραυστα καὶ χω­μα­τέ­νια, γιὰ νὰ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅτι τό ὑ­περ­βο­λι­κὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς δυ­νά­με­ως πού ὑ­περνικᾶ τά ἐμ­πό­δια καὶ τοὺς κιν­δύ­νους μας, εἶ­ναι τοῦ Θεοῦ καί δέν προέρχεται ἀ­πὸ ἐ­μᾶς τοὺς ἀ­σθε­νι­κοὺς καὶ ἀδύναμους. Κι ἔ­τσι συμ­βαί­νει νὰ θλι­βό­μα­στε σὲ κά­θε τό­πο καί περίσταση, ἀλλ’ ὅ­μως οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς αὐ­τὲς δυ­σκο­λί­ες δὲν μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο καὶ στενοχώρια ἀγω­νι­ώ­δη. Φθά­νου­με σὲ ἀ­πο­ρί­α, χω­ρὶς ὅ­μως καί νά ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε ἢ νὰ ἀ­πο­στε­ρη­θοῦ­με πο­τὲ μέ­σο καί δυνα­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας. Μᾶς κα­τα­δι­ώ­κουν οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀλλά δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τὲ ὁ Θε­ός. Φαί­νε­ται ὅ­τι μᾶς κα­τα­νι­κοῦν καὶ μᾶς ρί­χνουν κά­τω στὴ γῆ σὰν τοὺς πα­λαι­στές, ἄλ­λα δὲν χα­νό­μα­στε. Δια­ρκῶς καὶ κά­θε μέ­ρα πε­ρι­φέ­ρου­με στὶς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μας τὸ σῶ­μα μας κυ­κλω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο νὰ πε­θά­νου­με, ὅ­πως πέ­θα­νε ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ἀλλά αὐ­τὸ γί­νε­ται γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θεῖ στὸν κό­σμο μὲ τὴ δι­ά­σω­ση τοῦ σώ­μα­τός μας ἀ­πό τους κα­θη­με­ρι­νοὺς κιν­δύ­νους ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ζεῖ. Δι­ό­τι πάν­το­τε ἐμεῖς, πού πα­ρὰ τοὺς τό­σους κιν­δύ­νους ζοῦμε, πα­ρα­δι­δό­μα­στε σὲ θά­να­το γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ, γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θεῖ μὲ τὴ θνη­τὴ σάρ­κα μας καὶ ἡ δύ­να­μη τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἰησοῦ, πού πα­ρεμ­βαί­νει καὶ προ­λα­βαί­νει τὸν θά­να­τό μας. Κι ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἐμεῖς ὑ­πο­φέ­ρου­με τοὺς κιν­δύ­νους τοῦ θα­νά­του, ἐσεῖς ἀν­τι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­κίν­δυ­νη δρά­ση μας. Πα­ρό­λους ὅ­μως αὐ­τοὺς τοὺς κιν­δύ­νους, ἐ­πει­δὴ ἔ­χου­με τὸ ἴδιο Ἅ­γιον Πνεῦ­μα πού μᾶς στη­ρί­ζει στὴν πί­στη, ὅ­πως πα­λι­ό­τε­ρα εἶχε καὶ ὁ Δα­βὶδ σύμ­φω­να μ' αὐ­τὸ πού εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στοὺς ψαλ­μοὺς· «πί­στε­ψα, γι' αὐ­τὸ καὶ μί­λη­σα», ἔ­τσι κι ἐμεῖς πι­στεύ­ου­με, καὶ γι' αὐ­τὸ καὶ θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ κηρύττουμε τὸν λό­γο τῆς πί­στε­ώς μας. Καὶ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Θε­ός, πού ἀ­νέ­στη­σε τὸν Κύ­ριο Ἰησοῦ, θὰ ἀ­να­στή­σει κι ἐ­μᾶς δι­α­μέ­σου τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ μᾶς πα­ρου­σιά­σει ἔν­δο­ξους στὸ βῆ­μα του μα­ζὶ μέ σᾶς. Ναί, μα­ζὶ μέ σᾶς. Δι­ό­τι ὅ­λα γιὰ σᾶς γί­νον­ται· ἔ­τσι ὥ­στε ἡ εὐ­ερ­γε­σί­α πού μᾶς κά­νει ὁ Θε­ὸς σώ­ζον­τάς μας ἀ­πό τους κιν­δύ­νους γιὰ χά­ρη σας, νὰ πλε­ο­νά­σει καὶ νὰ γί­νει εὐ­ερ­γε­σί­α καὶ χά­ρη ὄ­χι μό­νο σὲ μᾶς ἄλ­λα καὶ σ' ὅ­λους ἐ­σᾶς. Κι ἔ­τσι αὐ­τοὶ πού εὐ­ερ­γε­τοῦν­ται θὰ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὥ­στε καὶ ἡ εὐ­χα­ρι­στί­α πρὸς τὸν Θε­ὸ νὰ πλε­ο­νά­σει καὶ νὰ πε­ρισ­σεύ­σει, γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά Του.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. κα εἶ­πεν νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τ πα­τρί· πά­τερ, δς μοι τ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τς οὐ­σί­ας. κα δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τν βί­ον. κα με­τ' ο πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν ες χώ­ραν μα­κράν, κα ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, κα αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. κα πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τν πο­λι­τῶν τς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, κα ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν ες τος ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· κα ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν κε­ρα­τί­ων ν ἤ­σθι­ον ο χοῖ­ροι, κα οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. ες ἑ­αυ­τὸν δ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι το πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρς τν πα­τέ­ρα μου κα ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ς ἕ­να τν μι­σθί­ων σου.  κα ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρς τν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν πα­τὴρ αὐ­τοῦ κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, κα δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ κα κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου, κα οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δ πα­τὴρ πρς τος δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τν στολὴν τν πρώ­την κα ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, κα δό­τε δα­κτύ­λι­ον ες τν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ κα ὑ­πο­δή­μα­τα ες τος πό­δας, κα ἐ­νέγ­καν­τες τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, κα φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος υἱ­ός μου νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σεν, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη. κα ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. ν δ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ πρε­σβύ­τε­ρος ν ἀ­γρῷ· κα ς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας κα χο­ρῶν,  κα προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τ εἴ­η ταῦ­τα. δ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, κα ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δ κα οκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. ον πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι κα οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, κα ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δ υἱ­ός σου οὗ­τος, κα­τα­φα­γών σου τν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τν μό­σχον τν σι­τευ­τὸν.  δ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ ε, κα πάν­τα τ ἐ­μὰ σ ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δ κα χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σε, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη.   
(Λου­κᾶ ι­e΄[15] 11 – 32)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ὅταν ἔφυγε, τὸ βλέμμα του ἀκτινοβολοῦσε ἐνθουσιασμὸ καὶ προσδοκίες εὐτυχίας. Μαγνητισμένος ἀπὸ τὸ ἄγνωστο ἔσπευδε μὲ λαχτάρα νὰ τὸ συναντήσει, γιὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖ τὴ χαρά του, τὴν ἐλευθερία του...
Τώρα γυρίζει πίσω... Τὸ βλέμμα του εἶναι σκοτεινό, ἀλλὰ στὸ βάθος του ἔχει ἀρχίσει νὰ φαίνεται καὶ ἡ λάμψη ὑπερκόσμια...
Ὁ ἄσωτος! Τὸ εὐαγγέλιο τῶν Εὐαγγελίων. Ἡ παρηγορία τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ὁδηγὸς τῶν ἐπαναστατημένων. Τῶν ἀπελπισμένων ἡ τελευταία καὶ μόνη ἐλπίδα.
Ἂς παρακολουθήσουμε λοιπὸν τὴν πορεία του: Ἀπὸ τὸν παράδεισο στὴν κόλαση, στὴν ἐξορία. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Πατρικὴ Βασιλεία.
1. ΕΝΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ
Στὴν συγκινητικότατη παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ὁ Κύριός μας παρουσιάζει ἕνα οἰκογενειακὸ δράμα. Στὴν εὐτυχισμένη οἰκογένεια μὲ τὰ δύο παιδιὰ ξαφνικὰ ξέσπασε ἡ καταιγίδα· ὁ μικρότερος γιὸς ζήτησε ἐπιτακτικὰ νὰ πάρει τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ποὺ θὰ κληρονομοῦσε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του. Κι ὅταν ὁ πατέρας μὲ ἕνα ἀπεριόριστο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία τοῦ παιδιοῦ του ὑποχώρησε καὶ τοῦ παραχώρησε αὐτὰ ποὺ θρασύτατα ζήτησε, ὁ ἐπαναστάτης ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι καὶ ἔφυγε σὲ τόπο μακρινό. Ἐκεῖ σπατάλησε τὴν περιουσία του «ζῶν ἀσώτως».
Ἔπειτα ἦρθαν τὰ μαῦρα χρόνια. Ἡ στέρηση, ἡ φτώχεια. Ἡ ἀναζήτηση ἐργασίας. Τὸ κατάντημά του νὰ γίνει δοῦλος καὶ νὰ βόσκει χοίρους. Ἡ φρικτὴ πείνα καὶ ἡ ἐπιθυμία του γιὰ λίγα ξυλοκέρατα, ποὺ κι αὐτὰ ὅμως δὲν τοῦ τὰ ἔδινε κανείς.
ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟ παιδί! Εἰκόνα παραστατικὴ τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ποὺ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὴ χαρά του μακριὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό του. Κι ἐδῶ τὸ ἴδιο θλιβερὸ κατάντημα! Λίγες ἡδονὲς στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἡ ἀηδία, τὸ ἀνικανοποίητο, ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα γιὰ ἀληθινὴ χαρά, καὶ στὸ τέλος τὸ κοπάδι τῶν χοίρων: ἡ ψυχὴ γεμάτη βρώμικα πάθη, ποὺ τὴν σέρνουν ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ τὴν ἀφήνουν πεινασμένη φρικτά. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ πριγκιπόπουλο τοῦ Οὐρανοῦ, εἶναι αἰχμάλωτος τώρα στὰ φρικτὰ πάθη του. Καὶ μέσῳ αὐτῶν στοὺς χειρότερους ἐχθρούς του, τοὺς δαίμονες.
Εἰκόνα ἀκόμη, θὰ ἔλεγε κανείς, καὶ τοῦ σημερινοῦ κόσμου, ἰδιαιτέρως τῶν νέων ἀνθρώπων. Ἕνα ξεκίνημα γεμάτο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὰ τόσα φανταχτερά, ποὺ πληθωρικὰ διαφημίζονται... καὶ στὸ τέλος ἡ ἀπογοήτευση, ἡ καταφυγὴ στοὺς ψεύτικους κόσμους τῶν ναρκωτικῶν, ἢ αὐτοκτονία. «ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΦΡΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ», ἔγραφε πρὸ καιροῦ σὲ κάποιον τοῖχο ἕνας τέτοιος νέος.
Τὰ εἶχε προφανῶς δοκιμάσει ὅλα: σπουδὲς χωρὶς νόημα ἴσως, ξενύχτια στὰ κέντρα διασκεδάσεως, φιλίες δῆθεν, ἐλεύθερες σχέσεις, ἐπαναστάσεις κατὰ τοῦ κατεστημένου, τουρισμὸ σὲ ἐξωτικὲς χῶρες, ναρκωτικά, παράδοση στοὺς ξέφρενους ρυθμοὺς τῆς σύγχρονης μουσικῆς τῆς ζούγκλας, ὅλα αὐτά, ποῦ τὰ ὀνόμασε «μιὰ φρίκη χωρὶς τέλος». Καὶ ποῦ κατέληξε; Στὸ «φρικτὸ τέλος», στὴν χειρότερη δηλαδὴ «λύση», ἀκριβῶς διότι αὐτὴ ἡ «λύση» ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἀπείρως φρικτότερη «φρίκη χωρὶς τέλος», τὴν αἰώνια κόλαση!
Δὲν τὸ φαντάσθηκε, δὲν τὸ γνώριζε ἴσως, πὼς ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ἀπαίσιες ἐπιλογὲς ὑπῆρχε καὶ κάποια τρίτη λύση· ἡ μόνη διέξοδος στὰ φρικτὰ ἀδιέξοδα: ὁ δρόμος πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Πατέρα. Αὐτὸν ποὺ μετανιωμένος ἀκολούθησε ὁ ἄσωτος υἱός!
2. Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Ἐκεῖ, ὅταν ἔφθασε στὸ χειρότερο κατάντημά του, ξύπνησε ἐπιτέλους τὸ ταλαίπωρο παιδί, ἦρθε στὸν ἑαυτό του, κατάλαβε τὴν ἀθλιότητά του. «Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν Πατέρα μου», εἶπε. «Καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ παιδί σου· πάρε με σὰν ἕνα μισθωτὸ ὑπηρέτη σου».
Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ τὶς σκέψεις του αὐτὲς τὶς ἔκανε πράξη. Πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση, ἐγκατέλειψε τὰ κοπάδια τῶν χοίρων καὶ ξεκίνησε. Καὶ τί συγκινητικό! Καθὼς πλησίαζε πρὸς τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ ἐνῶ ἀπεῖχε ἀκόμη ἀρκετά, ὁ γερο-πατέρας του, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τὸν περίμενε, τὸν εἶδε στὸ βάθος τοῦ δρόμου νὰ ἔρχεται καὶ ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπάντησει. Ἔφθασε κοντὰ στὸ βασανισμένο παιδί του καὶ τὸ ἀγκάλιασε καὶ το φίλησε στοργικά, τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνο συντετριμμένο ζητοῦσε τὴν συγχώρηση λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου».
Πῶς νὰ περιγραφεῖ ἡ συνέχεια; Πλημμυρισμένος ἀπὸ χαρὰ, ὁ πατέρας παραγγέλλει στοὺς ὑπηρέτες του νὰ φέρουν τὴν καλύτερη στολή, γιὰ νὰ ντύσουν τὸ παιδί του, καὶ νὰ τοῦ φορέσουν δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια, καὶ τέλος νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο μοσχάρι, γιὰ νὰ φᾶνε καὶ νὰ χαροῦν, διότι, ὅπως εἶπε, τὸ παιδί του αὐτὸ ἦταν νεκρὸ καὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἦταν χαμένο καὶ εὑρέθηκε.
Τὸ πανηγύρι στὸ πατρικὸ σπίτι πλημμύρισε σὲ λίγο τὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει πῶς ὁ πατέρας του ἔκανε ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸν ἀλήτη γιό, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία του. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο θύμωσε, μᾶς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο, καὶ δὲν ἤθελε κἂν νὰ μπεῖ μέσα στὸ σπίτι. Ἀλλὰ πόσο φιλόστοργος καὶ ὑπομονητικὸς παρουσιάζεται καὶ πάλι ὁ καλὸς πατέρας, ποὺ μὲ γλυκύτητα ἐπιμένει νὰ παρακαλεῖ τὸ μεγάλο παιδί του νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ μετάσχει στὴν πλούσια χαρὰ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀδελφοῦ του, ποὺ τὸν εἶχαν γιὰ νεκρὸ καὶ χαμένο, καὶ τώρα ἦταν κοντά τους ζωντανὸς καὶ ὑγιέστατος!
ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟΤΑΤΗ πράγματι ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα σὲ ὅλες της τὶς ἐκδηλώσεις. Θέλει μὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα ὁ Κύριος νὰ ἐκφράσει τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὅλων μας ὁ φιλοστοργότατος Πατέρας. Ὁ Πατέρας, ποῦ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, ὅταν φεύγουμε μακριά Του, ποὺ μᾶς περιμένει πάντοτε νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά Του, ποὺ μᾶς συγχωρεῖ καὶ μᾶς ἀγκαλιάζει θερμά, ὅταν μετανοοῦμε, ποὺ δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ὅταν ἀντιδροῦμε καὶ πεισμώνουμε.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα! Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς ὅλοι μας – ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐγωιστὲς καὶ ὑπερήφανους – καταλαβαίνουμε πὼς εἴμαστε λίγο ἢ πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἐν τούτοις δὲν συγκλονιζόμαστε ὅλοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ δὲν συντριβόμαστε οὔτε μετανοοῦμε σὰν τὸν ἄσωτο υἱό. Γιατί ἄραγε;
Λοιπόν, ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ. Δὲν συγκλονιζόμαστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀκριβῶς διότι δὲν αἰσθανόμαστε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ ἑπομένως ὅτι, ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἁμαρτάνουμε στὴν Πατρική του ἀγάπη! Συνήθως νομίζουμε ὅτι ἔχουμε ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἢ ἐνώπιον τῆς Παντοδυναμίας Του. Ἐνώπιον δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ Τὸν αἰσθανόμαστε αὐστηρό, ἀπόμακρο καὶ ἀπρόσιτο. Ἡ ἐντύπωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λαθεμένη, εἶναι ὅμως μονομερὴς καὶ λειψή. Ὁ Θεὸς εἶναι Παντοδύναμος, εἶναι καὶ δίκαιος καὶ ἀπρόσιτος πράγματι. Εἶναι ὅμως καὶ Ἀγάπη, εἶναι καὶ κοντά μας, προσιτός. Εἶναι Πατέρας! Καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε...
Ὢ, ἀδελφοί! Πικραίνουμε τὸν ΠΑΤΕΡΑ μας! Εἴθε κανείς μας νὰ μὴ τὸ καταλάβει αὐτό, ὅταν πιὰ θὰ εἶναι πολὺ ἀργά... Ἀλλὰ ἀπὸ τώρα νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά Του, στὴν ἀνοιχτή, τὴν γεμάτη ἔλεος, εὐσπλαγχνία καὶ ἀγάπη πατρικὴ ἀγκαλιά Του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ἀδελφοί!
  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου