Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ.


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
(17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019)

(ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)





Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος διωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.
                                   (Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσὺ ἔχεις παρακολουθήσει τὴ διδασκαλία μου, τὴ γενικότερη συμπεριφορά μου, τὴν πρόθεση καὶ τὰ ἐλατήριά μου, τὴ φωτισμένη πίστη μου, τὴ μακροθυμία μου, τὴν ἀγάπη μου, τὴν ὑπομονή μου,  τος διωγμούς μου, τ παθήματά μου, σὰν ατ πο ὑπέμεινα στν ντιόχεια, στ κόνιο, στ Λύστρα. Τί φοβερος διωγμος πέφερα! καὶ ἀπ᾿ ὅλους μ γλύτωσε ὁ Κύριος. Κι χι μόνο ἐγὼ παθα κα πάσχω ατά, ἀλλὰ κι λοι ὅσοι θέλουν ν ζον μ εσέβεια, ὅπως ἁρμόζει στος πιστος πο εναι ἑνωμένοι μ τν ησοῦ Χριστό, θ καταδιωχθοῦν. ντιθέτως, ἄνθρωποι κακοί, πο καταδιώκουν κα βασανίζουν τος εσεβες, ἀλλὰ κα πατενες, θ προχωρον ἀπὸ τ κακ στ χειρότερο· θ πλανον κα θ ἐξαπατον τος λλους, ἀλλὰ κα ατο οἱ ἴδιοι θ πλαννται κα θ ἐξαπατνται. Ἐσὺ ὅμως, Τιμόθεε, μένε κλόνητος σ᾿ κενα πο μαθες κα βεβαιώθηκες γι τν λήθειά τους ἀπὸ τν προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλ ἀπὸ ποιν διδάσκαλο τ μαθες. Ατ μν τ ξεχνς ποτέ, ἀλλὰ ν τ διατηρες ζωνταν στ μνήμη σου, κα ὅτι κόμη ἀπὸ μικρ παιδ γνωρίζεις τς γιες Γραφές, οἱ ὁποῖες μπορον ν σοῦ μεταδώσουν τν ληθιν σοφία, πο δηγε στ σωτηρία μ τὴν πίστη στν Ἰησοῦ Χριστό.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην·  Ἄν­θρω­ποι δύ­ο ἀ­νέ­βη­σαν ες τ ἱ­ε­ρὸν προ­σεύ­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σαῖ­ος κα ἕ­τε­ρος τε­λώ­νης. Φα­ρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρς ἑ­αυ­τὸν ταῦ­τα προ­ση­ύ­χε­το· Θε­ός, εὐ­χα­ρι­στῶ σοι ὅ­τι οκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ ο λοι­ποὶ τν ἀν­θρώ­πων, ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, κα ς οὗ­τος τε­λώ­νης· νη­στε­ύ­ω δς το σαβ­βά­του, ἀ­πο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι. κα τε­λώ­νης μα­κρό­θεν ἑ­στὼς οκ ἤ­θε­λεν οὐ­δὲ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ες τν οὐ­ρα­νόν ἐ­πᾶ­ραι, ἀλ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στῆ­θος αὐ­τοῦ λέ­γων· Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τ ἁ­μαρ­τω­λῷ.  λέ­γω ὑ­μῖν, κα­τέ­βη οὗ­τος δε­δι­και­ω­μέ­νος ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ γρ ἐ­κεῖ­νος· ὅ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.
 (Λου­κᾶ ι­η΄ 10 – 14)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ὁ Τε­λώ­νης καὶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος. Δύ­ο κό­σμοι. Πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κοί, ἀ­λή­θεια! Δι­α­με­τρι­κὰ ἀν­τί­θε­τοι! Καὶ ὅ­μως σή­με­ρα συ­ναν­τῶν­ται σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο: στὴν προ­σευ­χή, στὴν προ­σπά­θειά τους νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σουν μὲ τὸν Θε­ό. Τὸ πέ­τυ­χαν; Τί πέ­τυ­χαν;
Ἡ τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πα­ρα­βο­λή, ποὺ βγῆ­κε ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τοῦ Κυ­ρί­ου μας πρὶν ἀ­πὸ εἴ­κο­σι αἰ­ῶ­νες, θὰ μᾶς τὸ φα­νε­ρώ­σει. Ἂς τὴν πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με λοι­πόν.
1. ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ
Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος στά­θη­κε σὲ μέ­ρος ἐμ­φα­νὲς καὶ ἐ­πί­ση­μο τοῦ με­γά­λου Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ Να­οῦ· σή­κω­σε τὰ μά­τια του, τὰ χέ­ρια του, ὅ­λο τὸν ἑ­αυ­τό του ψη­λά· ξε­κί­νη­σε μὲ σι­γου­ριά, μὲ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση καὶ ὀρ­μή, γιὰ νὰ φτά­σει στὰ ὕ­ψη τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ. Ἄρ­χι­σε νὰ προ­σεύ­χε­ται. Σὲ ποι­ὸν ἀ­πηύ­θυ­νε τὴν προ­σευ­χή του;
Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε πὼς τὴν ἀ­πηύ­θυ­νε πρὸς τὸν Θε­ό, δι­ό­τι τὴν λέ­ξη «Θε­ὸς» ἔ­χει πρώ­τη – πρώ­τη στὴν προ­σευ­χή του. Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ πὼς αὐ­τὴ τὴν προ­σευ­χὴ τὴν ἀ­πηύ­θυ­νε πρὸς τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό του: «πρὸς ἑ­αυ­τόν». Ἔ­στη­σε τὸ εἴ­δω­λο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του μπρο­στά του καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὸ προ­σκυ­νᾶ.
Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Θε­έ, εἶ­πε, ποὺ δὲν εἶ­μαι σὰν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι «ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί», κλέ­φτες, ἀ­πα­τε­ῶ­νες, ἀ­νή­θι­κοι, ὅ­πως εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς ἐ­δῶ ὁ Τε­λώ­νης, καὶ φαί­νε­ται πὼς θὰ τὸν ἔ­δει­ξε μὲ τὸ δά­χτυ­λό του. Ἐ­γώ, συ­νέ­χι­σε ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος, εἶ­μαι ἐ­νά­ρε­τος ἄν­θρω­πος. Νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα καὶ προ­σφέ­ρω τὸ ἕ­να δέ­κα­το ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ εἰ­σο­δή­μα­τά μου στὸν Να­ό Σου.
ΑΣΦΑΛΩΣ ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ μᾶς, κα­θὼς ἀ­κοῦ­με αὐ­τὰ τὰ λό­για, αἰ­σθα­νό­μα­στε ἄ­σχη­μα καὶ εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι νὰ ἀ­πο­πά­ρου­με τὸν δυ­στυ­χῆ καὶ ἀ­νό­η­το Φα­ρι­σαῖ­ο, ποὺ κα­μά­ρω­νε σὰν τὸ πα­γώ­νι γιὰ τὶς ἀ­ρε­τές του. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται νὰ ψι­θυ­ρί­ζου­με κι­ό­λας ἀ­πὸ μέ­σα μας: εὐ­τυ­χῶς, ποὺ δὲν εἶ­μαι σὰν τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, τοὺς ὑ­πο­κρι­τές.
Ὅ­μως, ἂς στα­θοῦ­με μιὰ στιγ­μή, ἀ­δελ­φοί. Αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο. Δι­ό­τι κα­τα­λα­βαί­νου­με ποῦ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σου­με ἔ­τσι; Ἀ­κρι­βῶς στὴ θέ­ση τοῦ Φα­ρι­σαί­ου. Ἂς μὴ ἀ­πο­ροῦ­με γι᾿ αὐ­τό. Δι­ό­τι ἡ οὐ­σί­α τῆς φα­ρι­σα­ϊ­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας εἶ­ναι κυ­ρί­ως αὐ­τή: Τὸ νὰ θε­ω­ροῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Νὰ λέ­με δη­λα­δὴ καὶ ἐ­μεῖς «οὐκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀν­θρώ­πων».
«Θε­ὸς φυ­λά­ξοι!», ἴ­σως ποῦν ἀ­μέ­σως με­ρι­κοί, «πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ πά­θου­με κά­τι τέ­τοι­ο;». Λοι­πόν, εἶ­ναι τό­σο δύ­σκο­λο νὰ τὸ κα­τα­λά­βου­με; Δὲν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι κά­θε φο­ρά, ποὺ ὑ­ψώ­νου­με τὰ μά­τια μας κα­ὶ τὰ καρ­φώ­νου­με ἐ­πι­τι­μη­τι­κὰ στοὺς ἀ­δελ­φούς μας, γιὰ τὰ τυ­χὸν λά­θη ποὺ κά­νουν, οὐ­σι­α­στι­κὰ ἔ­χου­με βρε­θεῖ μέ­σα στὰ χω­ρι­κὰ ὕ­δα­τα τοῦ Φα­ρι­σα­ϊ­σμοῦ; Δὲν γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι, ὅ­ταν ἀ­δυ­σώ­πη­τοι κα­τα­κρί­νου­με τοὺς ἄλ­λους, οὐ­σι­α­στι­κὰ ἔ­χου­με γί­νει Φα­ρι­σαῖ­οι;
Ὁ Φα­ρι­σα­ϊ­σμὸς εἶ­ναι ὕ­που­λο κα­ὶ πο­λύ­πλο­κο πά­θος. Ἐ­κεῖ, ποὺ κα­νεὶς νο­μί­ζει πὼς ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸν Θε­ό, μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει θυ­σί­α στὸν δι­ά­βο­λο. Ἡ πιὸ ὕ­που­λη δέ, λε­πτὴ κα­ὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νη μορ­φὴ τοῦ Φα­ρι­σα­ϊ­σμοῦ εἶ­ναι τὸ νὰ κα­τα­κρί­νει κα­νεὶς αὐ­τούς, τοὺς ὁ­ποί­ους θε­ω­ρεῖ Φα­ρι­σαί­ους καὶ ὑ­πο­κρι­τές. Αὐ­τὸ ποὺ λέ­νε με­ρι­κοί: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι ἴ­σος ἄν­θρω­πος, τὰ λέ­ω ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ δόν­τια, δὲν εἶ­μαι σὰν αὐ­τοὺς τοὺς ὑ­πο­κρι­τές». Ἰ­δοὺ ὁ Φα­ρι­σα­ϊ­σμός! «Οὐκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀν­θρώ­πων». «Ἐ­γὼ δὲν εἶ­μαι σὰν αὐ­τούς».
Ἂς τὸ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με ἑ­πο­μέ­νως καὶ ἂς τὸ γρά­ψου­με μὲ κε­φα­λαῖ­α γράμ­μα­τα: ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ, ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ. Βρι­σκό­μα­στε δη­λα­δὴ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ σω­στό, τὸ σω­στι­κὸ πνεῦ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὅ­πως τὸ βλέ­που­με νὰ τὸ φα­νε­ρώ­νει στὴν πα­ρα­βο­λὴ ὁ Τε­λώ­νης.
2. Η ΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ
Ἐ­πι­τέ­λους! Τὰ χέ­ρια τοῦ Τε­λώ­νη βρί­σκουν αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ τὸν σω­στό τους στό­χο. Μέ­χρι τώ­ρα ἦ­σαν συ­νη­θι­σμέ­να νὰ χτυ­ποῦν τοὺς ἄλ­λους, νὰ ἁρ­πά­ζουν ξέ­νες πε­ρι­ου­σί­ες, νὰ ἀ­πει­λοῦν, νὰ ὁ­δη­γοῦν στὰ δι­κα­στή­ρια καὶ στὶς φυ­λα­κὲς ἀ­θώ­ους ἀν­θρώ­πους.
Τώ­ρα τὸν βλέ­που­με νὰ στέ­κε­ται σὲ μιὰ γω­νιὰ τοῦ Να­οῦ συν­τε­τριμ­μέ­νος. Ποι­ὸς ξεύ­ρει πῶς ἔ­φτα­σε ὡς ἐ­δῶ. Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἐ­σύ­χνα­ζε στὸν Να­ό. Ἡ ζω­ή του πέ­ρα­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ ζε­στα­σιὰ καὶ τὴ χά­ρη τοῦ Να­οῦ. Τί τρό­πους με­τα­χει­ρί­στη­κε ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ φέ­ρει κον­τά Του αὐ­τὴ τὴν ψυ­χή, δὲν γνω­ρί­ζου­με. Μο­νά­χα τὸν δι­α­κρί­νου­με μι­σο­κρυμ­μέ­νο σὲ μιὰ ἄ­κρη τοῦ ἱ­ε­ροῦ χώ­ρου νὰ πα­σχί­ζει νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει μὲ τὸν Θε­ό.
Τὶ νὰ πεῖ; Αὐ­τὸς δὲν ξεύ­ρει νὰ προ­σεύ­χε­ται. Ἡ γλώσ­σα του εἶ­ναι μα­θη­μέ­νη νὰ ψεύ­δε­ται, νὰ ὑ­βρί­ζει, νὰ ἀ­πει­λεῖ. Μό­νο τρεῖς λέ­ξεις ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ προ­φέ­ρει: «ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ». Θε­έ μου, λυ­πή­σου με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό. Καὶ ὡ­σὰν μὲ μιὰ πα­ρά­δο­ξη καὶ πρω­τό­τυ­πη μου­σι­κὴ ὑ­πό­κρου­ση συ­νο­δεύ­ει τὰ λό­για του μὲ ἀ­στα­μά­τη­τα χτυ­πή­μα­τα στὸ στῆ­θος του. Ναί! Τὰ χέ­ρια του βρῆ­καν πιὰ τὸν σω­στό τους στό­χο. Δὲν χτυ­ποῦν τοὺς ἄλ­λους· χτυ­ποῦν τὸ στῆ­θος του, ποὺ πε­ρι­κλεί­ει τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ καὶ ἀ­κά­θαρ­τη καρ­διά του. Χτυ­ποῦν στὸν χῶ­ρο αὐ­τό, ποὺ ἔ­χει τὴν ἕ­δρα του τὸ κα­κὸ καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο τό­σο δυ­σκο­λεύ­ε­ται νὰ ἐν­το­πί­σει ὁ ἄν­θρω­πος, ἐ­νῶ εἶ­ναι τό­σο κον­τά του!
ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ εὑ­ρί­σκε­ται καὶ ἡ αἰ­τί­α τῆς δυ­στυ­χί­ας πολ­λῶν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Για­τί, ἐ­νῶ ὑ­πο­φέ­ρου­με ἀ­πὸ τὴ βα­σα­νι­στι­κὴ πα­ρου­σί­α τοῦ κα­κοῦ στὴ ζω­ή μας, τὸ πο­λε­μᾶ­με συ­νή­θως ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Καὶ ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι ὅ­τι μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὄ­χι μό­νον δὲν μει­ώ­νου­με τὸ κα­κό, ἀλ­λὰ τὸ αὐ­ξά­νου­με.
Τὴ σω­στὴ ἑ­πο­μέ­νως το­πο­θέ­τη­σή μας τὴν δεί­χνει ὁ Τε­λώ­νης. Τὸ πα­ρά­δειγ­μά του μπο­ρεῖ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει, ὥ­στε νὰ κα­τα­λά­βου­με ἔ­τσι ποὺ εὑ­ρί­σκε­ται τὸ κα­κό, ἡ αἰ­τί­α τῆς κα­κο­δαι­μο­νί­ας μας. Νὰ κα­τα­λά­βου­με δη­λα­δὴ ὅ­τι τὸ κα­κὸ δὲν εὑ­ρί­σκε­ται μό­νο ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, ἀλ­λὰ καὶ μέ­σα μας, φω­λιά­ζει στὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς μας.
Ὅ­σο ἀρ­νού­με­θα νὰ πα­ρα­δε­χθοῦ­με αὐ­τὴν τὴν ἁ­πλή ἀ­λή­θεια, θὰ ὑ­πο­φέ­ρου­με. Θὰ γε­μί­ζου­με τα­ρα­χὴ καὶ ἐ­κνευ­ρι­σμὸ προ­σπα­θών­τας νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τοὺς ἄλ­λους καὶ θὰ κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ ἀρ­ρω­στή­σου­με, κα­θὼς θὰ δι­α­πι­στώ­νου­με ὅ­τι οἱ ἐ­νέρ­γει­ές μας δὲν φέ­ρουν σχε­δὸν κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα, συ­χνὰ μά­λι­στα χει­ρο­τε­ρεύ­ουν τὴν ὅ­λη κα­τά­στα­ση.
Τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι μὲ μιὰ τέ­τοι­α λαν­θα­σμέ­νη ἀ­τμό­σφαι­ρα, κά­θε προ­σπά­θεια νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μὲ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι μά­ται­η. Ἡ προ­σευ­χή μας δὲν ἀ­νε­βαί­νει ψη­λά. Φτά­νει μό­νο μέ­χρι τὴν ὀ­ρο­φὴ τοῦ σπι­τιοῦ μας καὶ πέ­φτει πά­λι κά­τω.
Ὅ­ταν λοι­πὸν δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα μᾶς φταῖ­νε, ἂς μὴ ξε­χνι­ό­μα­στε. Ἡ μό­νη σω­στὴ λύ­ση εἶ­ναι ἡ τα­πεί­νω­ση, τὸ πνεῦ­μα τοῦ Τε­λώ­νη: νὰ χτυ­πᾶ­με στὸ στῆ­θος μας τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ καρ­διά μας καὶ νὰ λέ­με: Θε­έ μου, λυ­πή­σου με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό. Λυ­πή­σου με! Γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου συμ­βαί­νουν ὅ­λα αὐ­τά. Γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Λυ­πή­σου με, Κύ­ρι­ε, συγ­χώ­ρε­σέ με. Αὐ­τὴ εἶ­ναι προ­σευ­χή. Προ­σευ­χὴ ποὺ πράγ­μα­τι ἑ­νώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὸν Δη­μι­ουρ­γό Του.
Ἀρ­χὴ τοῦ Τρι­ω­δί­ου. Τῆς κα­τα­νυ­κτι­κῆς, τό­σο εὐ­λο­γη­μέ­νης αὐ­τῆς πε­ρι­ό­δου. Νὰ μὴ χά­σου­με, νὰ μὴ ξε­χά­σου­με τὸ δρό­μο μας, ἀ­δελ­φοί! Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ δρό­μος, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, ἡ τα­πεί­νω­ση. Καὶ εἶ­ναι μο­νό­δρο­μος! Ὁ ἄλ­λος δρό­μος τοῦ Φα­ρι­σαί­ου βγά­ζει... Νὰ μᾶς φυ­λά­ξει ὁ Θε­ός!
   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου