Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ

(3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)


 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πών, ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃ ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ. Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν, ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν· ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι, ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι, δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι, κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι, πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰ­η­σοῦν, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται, ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως, κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον, Ἐ­πί­στευ­σα, διὸ ἐ­λά­λη­σα, καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν, διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύριον Ἰ­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς σὺν Ἰ­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑ­μᾶς, ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.                

           (Β΄Κορ. δ΄[4] 6 – 15)

 

ΕΝΑ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν

ὀ­στρα­κί­νοις σκεύ­ε­σιν».

Μί­α ὡ­ραί­α εἰ­κό­να χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­δῶ, γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σει τὸ ἀ­νέκ­φρα­στο μυ­στή­ριο τῆς φα­νε­ρώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ σὲ μᾶς. Τὴν εἰ­κό­να ἑ­νὸς ἀ­μύθητης ἀ­ξί­ας θη­σαυ­ροῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος φυ­λάσ­σε­ται σὲ ἕ­να «ὀ­στρά­κι­νον σκεῦ­ος», ἕ­να πή­λι­νο δο­χεῖ­ο, μί­α στά­μνα· δη­λα­δὴ θὰ λέ­γα­με: σὲ ἕ­να θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο χω­μα­τέ­νιο.

Ποι­ὸς ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ὑ­περ­πο­λύ­τι­μος θη­σαυ­ρός, ποι­ὸ τὸ χω­μα­τέ­νιο θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο καὶ τί σχέ­ση ἔ­χει αὐ­τὴ ἡ εἰ­κό­να μὲ τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας;

Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με μὲ τὴν ὁ­μι­λί­α μας.

1. ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

Τὸ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ πα­νά­κρι­βος θη­σαυ­ρός, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­μι­λοῦ­με, τὸ φα­νέ­ρω­σε ἀ­κρι­βῶς στὸν προ­η­γού­με­νο στί­χο,  τὸν πρῶ­το τοῦ ἀ­ναγνώ­σμα­τος, ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Λέ­γει ἐ­κεῖ ὅ­τι ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου δι­έ­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι νὰ λάμ­ψει φῶς, Αὐ­τὸς καὶ τώ­ρα ἔ­κα­νε νὰ λάμ­ψει μέ­σα στὶς καρ­δι­ές μας τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, γιὰ νὰ φω­τι­σθοῦ­με γνω­ρί­ζον­τας τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως φα­νε­ρώ­νε­ται στὸ πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι ἀ­κό­μη καὶ με­τα­φρα­σμέ­νο τὸ χω­ρί­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὸ κα­τα­νο­ή­σου­με. Μὲ πιὸ ἁ­πλὰ λό­για λοι­πὸν ἐ­δῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος μᾶς λέ­γει ὅ­τι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοί, ζοῦ­με ἕ­να με­γά­λο θαῦ­μα, πα­ρό­μοι­ο μὲ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἔ­γι­νε στὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου, ὅ­ταν μὲς στὸ σκο­τά­δι, ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε, ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ: «γε­νη­θή­τω φῶς»· καὶ ἀ­μέ­σως «ἐ­γέ­νε­το φῶς» (Γεν. α' 3). Τώ­ρα τὸ ἴ­διο αὐ­τὸ θαῦ­μα γί­νε­ται μὲς στὴ βυ­θι­σμέ­νη στὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι καρ­διά μας, ὅ­που ξαφ­νι­κὰ ἀ­κού­γε­ται ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ, ποὺ λέ­γει καὶ πά­λι: «γε­νη­θή­τω φῶς»! Καὶ πράγ­μα­τι ἀ­νοί­γουν τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας καὶ βλέ­που­με. Τί βλέ­που­με! Βλέ­που­με φῶς, βλέ­που­με τὸν Χρι­στό μας καὶ στὸ πρό­σω­πό Του ἀν­τι­κρύ­ζου­με τὴ δό­ξα τοῦ αἰ­ώ­νιου Θε­οῦ. Κα­τα­λα­βαί­νου­με δη­λα­δὴ πὼς ὁ Κύ­ριος δὲν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός!

Αὐ­τὸς ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ὁ με­γά­λος θη­σαυ­ρός μας, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος: Ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁ­ποί­α μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Καὶ ὄ­χι μό­νο μᾶς τὴν ἀ­πο­κα­λύ­πτει, ἀλ­λὰ καὶ μᾶς κα­λεῖ νὰ τὴν με­τα­δώ­σου­με καὶ στοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ τὴν ἀ­πο­λαύ­σου­με ἐν τέ­λει στὴν πλη­ρό­τη­τά της ὅ­λοι μα­ζὶ στὴ θεί­α καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη Του Βα­σι­λεί­α.

Λέ­γει ὅ­μως ὁ Ἀ­πό­στο­λος πὼς αὐ­τὸν τὸν ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας θη­σαυ­ρὸ τὸν φυ­λᾶ­με οἱ πι­στοὶ μέ­σα σὲ χω­μα­τέ­νια θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κια, σὲ ὀ­στρά­κι­να σκεύ­η. Τί ἐν­νο­εῖ ἄ­ρα­γε; Ποι­ὰ εἶ­ναι αὐ­τά;

2. Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ

Σκεύ­η ὀ­στρά­κι­να. Δο­χεῖ­α πή­λι­να. Θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κια χω­μα­τέ­νια. Ναί, σ᾿ αὐ­τὰ ἔ­χει το­πο­θε­τη­θεῖ ὁ ὑ­περ­πο­λύ­τι­μος θη­σαυ­ρὸς τῆς Θε­ϊ­κῆς Πα­ρου­σί­ας καὶ δό­της. Σὲ ὀ­στρά­κι­να σκεύ­η, δη­λα­δὴ μέ­σα στὰ χω­μα­τέ­νια σώ­μα­τα ἀν­θρώ­πων ἄ­ση­μων, ἀ­σθε­νῶν, φτω­χῶν, ἀ­δύνα­των. Δι­ό­τι αὐ­τὸ ἐν­νο­εῖ μὲ τὴν ἔκ­φρα­ση «ὀ­στρά­κι­να σκεύ­η» ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Λέ­γει ὅ­τι: σὲ μᾶς ἔ­χει ἐμ­πι­στευ­θεῖ ὁ Θε­ὸς αὐ­τὸν τὸν θη­σαυ­ρὸ τῆς δό­ξης Του, γιὰ νὰ τὸν με­τα­δώ­σου­με καὶ στοὺς ἄλ­λους. Σὲ μᾶς, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­δύ­να­τοι, ἀ­σθε­νι­κοί, ἄ­γνω­στοι, χω­ρὶς ἐ­ξου­σί­α καὶ ἐ­πιρ­ρο­ὴ καὶ μέ­σα.

Πράγ­μα­τι, αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ θαυ­μα­στό! Ὁ Θε­ὸς τὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ φα­νέ­ρω­ση τῆς δό­ξης Του, τὸ κή­ρυγ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ κό­σμου καὶ τῆς ἀ­να­και­νί­σε­ως τῶν πάν­των διὰ τοῦ Χρι­στοῦ δὲν τὰ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε σὲ βα­σι­λεῖς, σὲ αὐ­το­κρά­το­ρες, σὲ στρα­τη­γούς, σὲ φι­λο­σό­φους, σὲ πλού­σιους καὶ ἐ­πι­φα­νεῖς με­γι­στά­νες. Ἀλ­λὰ ποῦ; Σὲ 12 ψα­ρά­δες. Σὲ ἀν­θρώ­πους χω­ρὶς γνώ­σεις, χω­ρὶς δύ­να­μη, χω­ρὶς πλοῦ­το.

Λοι­πὸν τί ἔ­γι­νε; Ὁ θη­σαυ­ρὸς ἐ­χά­θη­κε, ἀ­χρη­στεύ­θη­κε;

Ἰ­δοὺ τὸ θαῦ­μα! Ὄ­χι μό­νον δὲν ἐ­χά­θη­κε, ἀλ­λὰ ἁ­πλώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἄ­κρη τῆς γῆς ὣς τὴν ἄλ­λη. «Ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾗ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Γιὰ νὰ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται πὼς ἡ ἀ­νί­κη­τη αὐ­τὴ δύ­να­μη εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καὶ ὄ­χι δι­κή μας.

Τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δι­ά­λε­ξε «τὰ μω­ρά του κό­σμου... ἵ­να τοὺς σο­φοὺς κα­ται­σχύ­νῃ» (Α΄ Κορ. α' 27). Ἐ­πῆ­ρε ἀν­θρώ­πους, ποὺ ὁ κό­σμος θε­ω­ρεῖ μω­ροὺς καὶ ἀ­νό­η­τους, γιὰ νὰ ντρο­πιά­σει τοὺς σο­φούς. Ἐ­πῆ­ρε ἀ­σθε­νεῖς, γιὰ νὰ ντρο­πιά­σει τοὺς ἰ­σχυ­ρούς. Ἐ­πῆ­ρε ἄ­ση­μους καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νους καὶ θε­ω­ρού­με­νους τι­πο­τέ­νιους, γιὰ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει τι­πο­τέ­νιους αὐ­τούς, ποὺ θεωροῦνταν σπου­δαῖ­οι καὶ με­γά­λοι. Καὶ τοὺς ἀ­πέ­δει­ξε ὄν­τως. Δι­ό­τι «τὸ ἀ­σθε­νές του Θε­οῦ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρον τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­στί» (Α΄ Κορ. α' 25).

3. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πο­γραμ­μί­ζουν πο­λὺ ἔν­το­να τὴν ἑ­ξῆς ση­μαν­τι­κὴ ἀ­λή­θεια: Ὅ­τι ἡ με­γά­λη δύ­να­μη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εὑ­ρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς σ᾿ αὐ­τὴν τὴν φαι­νο­με­νι­κὴ ἀ­δυ­να­μί­α της. «Ἡ δύ­να­μίς μου ἐν ἀ­σθε­νεί­ᾳ τε­λει­οῦ­ται» (Β' Κορ. ιβ΄[12] 9), εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὸν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Ἡ δύ­να­μή μου φθά­νει στὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μό, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μος καὶ μὲ τὴν ἐ­νί­σχυ­σή μου κα­τορ­θώ­νει ἔρ­γα με­γά­λα καὶ θαυ­μα­στά.  

Ναί, αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς καἰ τὸ ἀ­κρι­βὸ μυ­στι­κὸ τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας! Δὲν ἔ­χει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας – ἡ μό­νη ἀ­λη­θι­νή, ἡ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α – δὲν ἔ­χει, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με, κο­σμι­κὴ δύ­να­μη. Δὲν εἶ­ναι κρά­τος μὲ κο­σμι­κὴ ἐ­ξου­σί­α, ὅ­πως τὸ Βα­τι­κα­νὸ τῶν Πα­πι­κῶν. Δὲν ἔ­χει οὔ­τε ὀρ­γά­νω­ση σπου­δαί­α, οὔ­τε ὑ­λι­κὰ μέ­σα ἄ­φθο­να, οὔ­τε ἄλ­λη ἀν­θρώ­πι­νη ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Συ­χνὰ μά­λι­στα τα­λαι­πω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ δι­ωγ­μοὺς φο­βε­ρούς, ἄλ­λο­τε πά­σχει ἀ­πὸ πολ­λὰ προ­βλή­μα­τα, ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν με­λῶν της, καὶ ἀν­θρω­πί­νως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται τε­λεί­ως ἀ­νί­σχυ­ρη καὶ ἀ­δύ­να­μη.

Καὶ ὅ­μως, ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ θαυ­μα­στό! Ὁ Θε­ὸς μέ­σῳ αὐ­τῆς ἐ­πι­τε­λεῖ θαύ­μα­τα με­γά­λα. Δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­να­γεν­νή­σεις. Συν­τρί­βει αὐ­το­κρα­το­ρί­ες. Ἐ­ξευ­τε­λί­ζει συ­στή­μα­τα, ποὺ θε­ω­ροῦν­ταν πα­νί­σχυ­ρα καὶ ἐ­ξου­σί­α­ζαν τὸν μι­σὸ πλα­νή­τη. Καὶ τὴν κρα­τά­ει σὰν Φῶς μέ­σα στὸ ἀ­πέ­ραν­το σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου. Σὰν ἀ­στέ­ρι ὁ­δη­γη­τι­κό. Τὸ Πο­λι­κὸ Ἀ­στέ­ρι τοῦ πνεύ­μα­τος. Ἐ­νῶ ἀν­θρω­πί­νως δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ ὀ­στρά­κι­νο σκεῦ­ος!

Ἀ­δελ­φοί! Ἂς τὸ ἐν­νο­ή­σου­με αὐ­τὸ κα­λὰ καὶ ἂς μὴ σκαν­δα­λι­ζό­μα­στε, οὔ­τε νὰ ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε,  ὅ­ταν βλέ­που­με ἀν­θρω­πί­νως ἀ­δύ­να­μη τὴν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α. Ἂς ἐν­νο­ή­σου­με ὅ­τι αὐ­τό, ποὺ τὴν στη­ρί­ζει, δὲν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο. Εἶ­ναι ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, «ἡ πάν­το­τε τὰ ἀ­σθε­νῆ θε­ρα­πεύ­ου­σα καὶ τὰ ἐλ­λεί­πον­τα ἀ­να­πλη­ροῦ­σα».

Ἡ Χά­ρις! Ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καὶ σή­με­ρα, μέ­σα ἀ­πὸ ὀ­στρά­κι­να σκεύ­η, νὰ προ­σφέ­ρει στὸν κό­σμο ὅ­λο τὸν ἄ­πει­ρο πλοῦ­το, τὸν ἀ­νε­κτί­μη­το θη­σαυ­ρὸ τῆς σω­τη­ρί­ας, τῆς θε­ώ­σε­ως τῶν κτι­στῶν ὄν­των, καὶ νὰ προ­σκα­λεῖ ὅ­λους στὸ με­γά­λο, τὸ εὐ­φρό­συ­νο πα­νη­γύ­ρι τῆς θεί­ας Βα­σι­λεί­ας.

   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. κα­θὼς θέ­λε­τε ἵ­να ποι­ῶ­σιν ὑ­μῖν ο ἄν­θρω­ποι, κα ὑ­μεῖς ποι­εῖ­τε αὐ­τοῖς ὁ­μο­ί­ως. κα ε ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἀ­γα­πῶν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τος ἀ­γα­πῶν­τας αὐ­τοὺς ἀ­γα­πῶ­σι. κα ἐ­ὰν ἀ­γα­θο­ποι­ῆ­τε τος ἀ­γα­θο­ποι­οῦν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τ αὐ­τὸ ποι­οῦ­σι. κα ἐ­ὰν δα­νε­ί­ζη­τε πα­ρ᾿ ν ἐλ­πί­ζε­τε ἀ­πο­λα­βεῖν, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐστί; κα γρ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἁ­μαρ­τω­λοῖς δα­νε­ί­ζου­σιν ἵ­να ἀ­πο­λά­βω­σι τ ἴ­σα. πλν ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν κα ἀ­γα­θο­ποι­εῖ­τε κα δα­νε­ί­ζε­τε μη­δὲν ἀ­πελ­πί­ζον­τες, κα ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς, κα ἔ­σε­σθε υἱ­οὶ ὑ­ψί­στου, ὅ­τι αὐ­τὸς χρη­στός ἐ­στιν ἐ­πὶ τος ἀ­χα­ρί­στους κα πο­νη­ρο­ύς. Γνεσθε ον οἰ­κτίρ­μο­νες κα­θὼς κα πα­τὴρ ὑ­μῶν οἰ­κτίρ­μων ἐ­στί.

                                         (Λουκ. Ϛ΄ [6] 31 – 36)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Επεν Κύριος, ὅ­πως θέ­λε­τε νὰ σᾶς συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται καὶ νὰ σᾶς κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐ­τοὺς καὶ νὰ τοὺς κά­νε­τε τὰ ἴ­δια. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἀ­γα­πᾶ­τε μό­νον ἐ­κεί­νους πού σᾶς ἀ­γα­ποῦν, ποι­ὰ εὔ­νοι­α καὶ ποι­ὰ ἀ­μοι­βὴ σᾶς ἀ­νή­κει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἀ­γα­ποῦν ἐ­κεί­νους ποὺ τοὺς ἀ­γα­ποῦν. Κι ἂν κά­νε­τε τὸ κα­λὸ σ᾿ ἐ­κεί­νους ποῦ σᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν, ποι­ὰ εὔ­νοι­α καὶ χά­ρη καὶ ἀν­τα­μοι­βὴ σᾶς ἀ­νή­κει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ τὸ ἴ­διο κά­νουν. Κι ἂν δα­νεί­ζε­τε σ᾿ ἐ­κεί­νους ἀ­πό τους ὁ­ποί­ους ἐλ­πί­ζε­τε νὰ πά­ρε­τε πί­σω αὐ­τὰ πού δα­νεί­σα­τε, ποι­ὰ χά­ρη καὶ ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ σᾶς ἀ­νή­κει; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ δα­νεί­ζουν σὲ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λοὺς γιὰ νὰ πά­ρουν πί­σω ὁ­λό­κλη­ρο τὸ πο­σὸ πού δά­νει­σαν ἢ καὶ σὲ ὥ­ρα ἀ­νάγ­κης νὰ πά­ρουν κι αὐ­τοὶ ἴ­σα ὀ­φέ­λη καὶ δά­νεια ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους στοὺς ὁ­ποί­ους δά­νει­σαν. Ἐ­σεῖς ὅ­μως νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθρούς σας καί νά τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε χω­ρὶς νὰ ἐλπίζετε σέ κα­μί­α ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­π' αὐ­τούς. Καὶ θὰ εἶναι πολύς ὁ μι­σθός σας καὶ με­γά­λη ἡ ἀν­τα­μοι­βή σας ἀ­πὸ τόν Θε­ό. Καὶ θὰ εἶ­στε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν κα­τὰ χάριν παιδιά τοῦ ὑψίστου Θε­οῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θά μοιάζετε πνευ­μα­τι­κῶς. Δι­ό­τι κι αὐ­τὸς εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κὸς καὶ ὠφέλιμος στοὺς ἀν­θρώ­πους πού δεί­χνουν ἀ­χα­ρι­στί­α στίς τό­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες του καὶ ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­λὴ διάθεση καὶ προ­αί­ρε­ση ἀλλά εἶ­ναι πο­νη­ροί. Νὰ γί­νε­στε λοι­πὸν σπλα­χνι­κοὶ πρὸς τὸν συ­νάνθρωπό σας καὶ συμ­πο­νε­τι­κοὶ στὶς δυ­στυ­χί­ες του καὶ στίς ἀ­νάγ­κες του, ὅ­πως καὶ ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας εἶναι σπλα­χνι­κὸς σὲ ὅ­λους.

 

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΑΣ

 

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Εὐαγγελιστοῦ)

Θε­ὸν οὐ­δεὶς πώ­πο­τε τε­θέ­α­ται· ἐ­ὰν ἀ­γα­πῶ­μεν ἀλ­λή­λους, ὁ Θε­ὸς ἐν ἡ­μῖν μέ­νει καὶ ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τοῦ τε­τε­λει­ω­μέ­νη ἐ­στὶν ἐν ἡ­μῖν. Ἐν το­ύ­τῳ γι­νώ­σκο­μεν ὅ­τι ἐν αὐ­τῷ μέ­νο­μεν καὶ αὐ­τὸς ἐν ἡ­μῖν, ὅ­τι ἐκ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος αὐ­τοῦ δέ­δω­κεν ἡ­μῖν. Καὶ ἡ­μεῖς τε­θε­ά­με­θα καὶ μαρ­τυ­ροῦ­μεν ὅ­τι ὁ πα­τὴρ ἀ­πέ­σταλ­κε τὸν υἱ­ὸν σω­τῆ­ρα τοῦ κό­σμου. Ὅς ἂν ὁ­μο­λο­γή­σῃ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­ὸς ἐν αὐ­τῷ μέ­νει καὶ αὐ­τὸς ἐν τῷ Θε­ῷ. Καὶ ἡ­μεῖς ἐ­γνώ­κα­μεν καὶ πε­πι­στε­ύ­κα­μεν τὴν ἀ­γά­πην ἣν ἔ­χει ὁ Θε­ὸς ἐν ἡ­μῖν. Ὁ Θε­ὸς ἀ­γά­πη ἐ­στί, καὶ ὁ μέ­νων ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ ἐν τῷ Θε­ῷ μέ­νει καὶ ὁ Θε­ὸς ἐν αὐ­τῷ. ᾿Εν το­ύ­τῳ τε­τε­λε­ί­ω­ται ἡ ἀ­γά­πη μεθ᾿ ἡ­μῶν, ἵ­να παρ­ρη­σί­αν ἔ­χω­μεν ἐν τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τῆς κρί­σε­ως, ὅ­τι κα­θὼς ἐ­κεῖ­νός ἐ­στι, καὶ ἡ­μεῖς ἐ­σμεν ἐν τῷ κό­σμῳ το­ύ­τῳ. Φόβος οὐκ ἔ­στιν ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ, ἀλλ᾿ ἡ τε­λε­ί­α ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βον, ὅ­τι ὁ φό­βος κό­λα­σιν ἔ­χει, ὁ δὲ φο­βο­ύ­με­νος οὐ τε­τε­λε­ί­ω­ται ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ. ῾Η­μεῖς ἀ­γα­πῶ­μεν αὐ­τόν, ὅ­τι αὐ­τὸς πρῶ­τος ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς.

(Α’ Ἰ­ω­άν. δ΄[4] 12-19)

 

ΑΓΑΠΗ ΤΕΛΕΙΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ

1. ΣΗΜΑΔΙ ΑΓΑΠΗΣ

Κα­νεὶς δὲν ἔ­χει δεῖ πο­τὲ ποι­ὸς εἶ­ναι στὴ φύ­ση Του ὁ Θε­ός, μᾶς λέ­γει ὁ ἅ­γιος εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, τοῦ ὁ­ποί­ου τὴ με­τά­στα­ση σή­με­ρα ἑ­ορ­τά­ζου­με. Ὅ­μως, συ­νε­χί­ζει, ἐ­ὰν ἐ­μεῖς ἀ­γα­πᾶ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, ὁ ἀ­ό­ρα­τος Θε­ός, ποὺ εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πὸ κά­θε κα­τα­νό­η­ση, μέ­νει μέ­σα μας καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε τὴν ἀ­γά­πη Του σὲ μᾶς τε­λεί­α. Καὶ τὸ ση­μά­δι μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι «ἐν αὐ­τῷ μέ­νο­μεν καὶ αὐ­τὸς ἐν ἡ­μῖν» εἶ­ναι τὸ ὅ­τι μᾶς ἔ­χει δώ­σει τὴ Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὸ Ὁ­ποῖ­ο μᾶς κα­τέ­στη­σε να­ούς Του. Ἐ­πὶ πλέ­ον, ἐ­μεῖς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­χου­με δεῖ μὲ τὰ μά­τια μας καὶ ὡς αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες μαρ­τυ­ροῦ­με ὅ­τι ὁ Πα­τὴρ ἀ­πέ­στει­λε τὸν Υἱ­ό Του ὡς σω­τή­ρα τοῦ κό­σμου καὶ ἔ­δει­ξε ἔ­τσι τὴν τέλεια ἀ­γά­πη Του σὲ μᾶς. Ὅ­ποι­ος λοι­πὸν ὁ­μο­λο­γή­σει μ᾿ ὅ­λες του τὶς δυ­νά­μεις ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­ὸς μέ­νει μέ­σα του κι αὐ­τὸς μέ­νει μὲ τὸν Θε­ό. Καὶ ἐ­μεῖς ἔ­χου­με γνω­ρί­σει καὶ ἔ­χου­με πι­στεύ­σει τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει σὲ μᾶς ὁ Θε­ός. «Ὁ Θε­ὸς ἀ­γά­πη ἐ­στι, καὶ ὁ μέ­νων ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ ἐν τῷ Θε­ῷ μέ­νει καὶ ὁ Θε­ὸς ἐν αὐ­τῷ». Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ μέ­νει στὴν ἀ­γά­πη Του μέ­νει μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ὁ Θε­ὸς μέ­νει μα­ζί του.

ΑΥΤΗ τὴ θαυ­μα­στὴ κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­που τὴ ζοῦ­σε σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς τῆς ἀ­γά­πης, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. Καὶ ὀ­νο­μά­σθη­κε μα­θη­τὴς τῆς ἀ­γά­πης ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι ζοῦ­σε τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μας, ὅ­πως ἀ­πὸ Ἐ­κεῖ­νον τὴν ­γνώ­ρι­σε καὶ τὴν ἔ­ζη­σε. Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἡ κεν­τρι­κὴ ἔν­νοι­α ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ τό­σο στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του ὅ­σο καὶ στὶς τρεῖς ἐ­πι­στο­λές του, ὅ­που ἡ λέ­ξη ἀ­γά­πη συ­ναν­τᾶ­ται πε­νήν­τα φο­ρὲς· ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πό του.

Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ μα­θη­τὴς τῆς ἀ­γά­πης μᾶς το­νί­ζει τὴν τέ­λεια ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Τὴν βε­βαι­ώ­νει ὁ ἴ­διος ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φοῦ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ δεῖ μὲ τὰ μά­τια του τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἀ­πο­στα­τη­μέ­νο ἄν­θρω­πο. Καὶ στὴ συ­νέ­χεια μᾶς πε­ρι­γρά­φει τὴ μυ­στι­κὴ σχέ­ση ποὺ συ­νά­πτει ὁ Θε­ὸς μὲ τὸ κά­θε πρό­σω­πο ποὺ ἀ­γα­πᾶ. Μᾶς λέ­γει ὅ­τι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν τέ­λεια ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, τό­τε ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ τὴν ἐκ­πλη­κτι­κή Του ἀ­γά­πη πρὸς τὸ προ­σω­πι­κό Του δη­μι­ούρ­γη­μα, τὸν ἄν­θρω­πο, ἔρ­χε­ται καὶ κα­τοι­κεῖ μέ­σα του σὲ μί­α κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης. Ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε ὄ­χι ἁ­πλῶς προ­σεγ­γί­ζει τὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ ζεῖ μιὰ θαυ­μα­στὴ ἑ­νό­τη­τα μα­ζί Του, μιὰ βί­ω­ση ἀ­γά­πης τέ­λεια καὶ ἀ­λη­θι­νή. Καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη πα­ρου­σί­α Του καὶ ἐκ πεί­ρας μα­θαί­νει τί ση­μαί­νει ζω­ὴ ἀ­γά­πης μὲ τὸν Θε­ό. Πῶς ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ τὸν Θε­ό; Αὐ­τὸ μᾶς τὸ ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς στὴ συ­νέ­χεια.

 

2. ΑΓΑΠΗ Ή ΦΟΒΟΣ;

Ση­μά­δι μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο μᾶς δεί­χνει ὁ Θε­ὸς ὅ­τι προ­ο­δεύ­σα­με στὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς Αὐ­τὸν σὲ τέ­λει­ο βαθ­μό, εἶ­ναι τὸ νὰ ἀ­να­μέ­νου­με μὲ θάρ­ρος καὶ ἀ­φο­βί­α τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως. Δι­ό­τι μὲ τὴν ἀ­γά­πη γι­νό­μα­στε ὅ­μοι­οι μὲ τὸν Κρι­τὴ ποὺ θὰ μᾶς κρί­νει. Ὅ­πως δη­λα­δὴ εἶ­ναι τώ­ρα ὁ Χρι­στὸς στὸν οὐ­ρα­νὸ πλή­ρης ἀ­γά­πης, τέ­τοι­οι γι­νό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς. Γε­μά­τοι ἀ­γά­πη σ᾿ ἕ­να κό­σμο ποὺ δὲν ἔ­χει ἀ­γά­πη. Δι­ό­τι «φό­βος οὐκ ἐ­στιν ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ, ἀλλ᾿ ἡ τε­λεί­α ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βον». Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ δὲν φο­βᾶ­ται τὸν μέ­γα Κρι­τή, ἀλλ᾿ ἡ τέ­λεια ἀ­γά­πη δι­ώ­χνει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ τὸν φό­βο· δι­ό­τι ὁ φό­βος προ­κα­λεῖ βά­σα­νο λό­γῳ τῆς ποι­νῆς τὴν ὁ­ποί­α μὲ τρό­μο ὁ ἔ­νο­χος πε­ρι­μέ­νει γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του. Ἐ­κεῖ­νος λοι­πὸν ποὺ φο­βᾶ­ται, δὲν ἔ­χει γί­νει τέ­λει­ος στὴν ἀ­γά­πη. Ἐ­μεῖς ὅ­μως οἱ Χρι­στια­νοὶ ἀ­γα­πᾶ­με τὸν Θε­ό, ἐ­πει­δὴ Αὐ­τὸς πρῶ­τος μᾶς ἀ­γά­πη­σε.

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ τῆς ἀ­γά­πης ἐ­δῶ μᾶς λέ­ει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γα­πᾶ δυ­να­τὰ καὶ βι­ω­μα­τι­κὰ τὸν Θε­ό, παύ­ει νὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸν ἀ­γω­νι­ώ­δη φό­βο τοῦ θα­νά­του καὶ τῆς μελ­λού­σης Κρί­σε­ως. Νι­ώ­θει μέ­σα του τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη ἐ­σω­τε­ρι­κὴ χα­ρὰ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­να­ζη­τᾶ μὲ πό­θο καὶ λα­χτά­ρα εὐ­και­ρί­α νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μα­ζί Του. Τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοῦ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴ μο­να­δι­κὴ ἀ­γαλ­λί­α­ση ποὺ αἰ­σθά­νε­ται ἀ­γα­πών­τας τὸν Θε­ὸ καὶ γευ­ό­με­νος τὴν ἀ­γά­πη Του. Κα­νέ­νας φό­βος θα­νά­του καὶ κρί­σε­ως δὲν τα­ράσ­σει πλέ­ον τὴν καρ­διά του. Δι­ό­τι ἡ με­γά­λη ἀ­γά­πη του πρὸς τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι τό­σο δυ­να­τή, ὥ­στε ἡ ἁ­μαρ­τί­α πλέ­ον δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κι­νή­σει καὶ νὰ γο­η­τεύ­σει τὴν καρ­διά του, ἢ καὶ νὰ νι­κή­σει τὴ με­γά­λη του ἀ­γά­πη. Καμ­μί­α ἐν­το­λὴ δὲν τοῦ φαί­νε­ται ἀ­κα­τόρ­θω­τη. Ζεῖ ἀ­πὸ τώ­ρα τὴν ἀ­γα­πη­τι­κὴ κοι­νω­νί­α τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Ὅ­πως τὴ ζοῦ­σε ὁ μα­θη­τὴς τῆς ἀ­γά­πης, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, ὁ θε­ο­λό­γος τῆς ἀ­γά­πης. Ἂς  μα­θη­τεύ­σου­με  λοι­πὸν  κι ἐ­μεῖς στὸ ἀνυ­πέρ­βλη­το με­γα­λεῖ­ο τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης. Κι ὅ­σο θὰ ἀ­γα­πᾶ­με τὸν Θε­ό, τό­σο θὰ φεύγ­ει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας κά­θε φό­βος καὶ ἀ­γω­νί­α· τό­σο θὰ ζοῦ­με τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα μας καὶ θὰ γευ­ό­μα­στε τὴ γλυ­κύ­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης Του.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (Τοῦ Εὐαγγελιστοῦ)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἱ­στή­κει­σαν πα­ρὰ τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἡ μή­τηρ αὐ­τοῦ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τῆς μη­τρὸς αὐ­τοῦ, Μα­ρί­α ἡ τοῦ Κλω­πᾶ καὶ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή. Ἰ­η­σοῦς οὖν ἰ­δὼν τὴν μη­τέ­ρα καὶ τὸν μα­θη­τὴν πα­ρε­στῶ­τα ὃν ἠ­γά­πα, λέ­γει τῇ μη­τρί, Γύναι, ἴ­δε ὁ υἱ­ός σου. Εἶ­τα λέ­γει τῷ μα­θη­τῇ, Ἴ­δε ἡ μή­τηρ σου. καὶ ἀπ΄ ἐ­κε­ί­νης τῆς ὥ­ρας ἔ­λα­βεν αὐ­τὴν ὁ μα­θη­τὴς εἰς τὰ ἴ­δια. Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ μα­θη­τὴς ὁ μαρ­τυ­ρῶν πε­ρὶ το­ύ­των καὶ γρά­ψας ταῦ­τα, καὶ οἴ­δα­μεν ὅ­τι ἀ­λη­θής ἐ­στιν ἡ μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τοῦ. Ἔ­στι δὲ καὶ ἄλ­λα πολ­λὰ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἅ­τι­να ἐ­ὰν γρά­φη­ται καθ᾿ ἕν, οὐ­δὲ αὐ­τὸν οἶ­μαι τὸν κό­σμον χω­ρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βι­βλί­α. ἀ­μήν.

(Ἰ­ω­άν. ιθ΄[19] 25 - 27, κα΄[21]  24 – 25)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ ὅ­μως κον­τά στό σταυ­ρό τοῦ Ἰ­η­σοῦ στε­κό­ταν ἐ­πί­σης καί ἡ μη­τέ­ρα του καί ἡ ἀ­δελ­φή τῆς μη­τέ­ρας του, ἡ Μα­ρί­α ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Κλω­πᾶ καί ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­ταν εἶ­δε τή μη­τέ­ρα του καί τόν μα­θη­τή πού ἀ­γα­ποῦ­σε νά στέ­κε­ται ἐ­κεῖ κον­τά, λέ­ει στή μη­τέ­ρα του: Γυ­ναί­κα, νά ποι­ός ἀ­πό τώ­ρα θά εἶ­ναι ὁ γιός σου. Ἔ­πει­τα λέ­ει στό μα­θη­τή: Νά ἡ μη­τέ­ρα σου. Καί ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα τήν πῆ­ρε ὁ μα­θη­τής στό κα­τά­λυ­μά του. Ὁ μα­θη­τής ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι αὐ­τός πού ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καί τώ­ρα νά δί­νει μαρ­τυ­ρί­α γιά τά γε­γο­νό­τα πού ἱ­στο­ροῦν­ται στό Εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τό, καί αὐ­τός τά κα­τέ­γρα­ψε. Καί γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἡ μαρ­τυ­ρί­α του εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή.  Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί πολ­λά ἄλ­λα πού ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, τά ὁ­ποῖ­α, ἄν γρά­φον­ταν λε­πτο­με­ρεια­κά, ἕ­να-ἕ­να, νο­μί­ζω ὅ­τι οὔ­τε ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος μέ ὅ­λες τίς βι­βλι­ο­θῆ­κες του δέν θά χω­ροῦ­σε τά βι­βλί­α πού θά ἔ­πρε­πε νά γρα­φοῦν. Πραγ­μα­τι­κά.

 

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ

(19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  

Ἀ­δελ­φοί εἰ­δό­τες ὅ­τι ο δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μ δι­ὰ πί­στε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κα ἡ­μεῖς ες Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν κ πί­στε­ως Χρι­στοῦ κα οκ ξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι ο δι­και­ω­θή­σε­ται ξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σρξ. Ε δ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν κα αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἆ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; μ γέ­νοι­το. ε γρ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. ἐ­γὼ γρ δι­ὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζ δ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζ δ ν ἐ­μοὶ Χρι­στός· δ νν ζ ν σαρκ, ν πί­στει ζ τ το υἱ­οῦ το Θε­οῦ το ἀ­γα­πή­σαν­τός με κα πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.                              

        (Γαλ. β΄[2] 16 – 20)

 

ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Χρι­στῷ συ­νε­σταύ­ρω­μαι».

Ὁ Σταυ­ρὸς εἶ­ναι ἀ­κό­μη ὑ­ψω­μέ­νος. Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Ὕ­ψω­ση. Μιὰ εὐ­και­ρί­α νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με στὸ νό­η­μά της. Τὸ νό­η­μα, ποὺ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ μέ­γας Παῦ­λος στὸ Ἀ­πο­στο­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα. Μὲ δύ­ο μό­νο λέ­ξεις: «ΧΡΙΣΤῼ ΣΥΝΕΣΤΑΥΡΩΜΑΙ»! Ποὺ ση­μαί­νουν: ἔ­χω σταυ­ρω­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό! Εἶ­μαι νε­κρός, ἔ­χω πε­θά­νει, μᾶς λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Τί ἐν­νο­εῖ;

Τί εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ θά­να­τος, πῶς πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται, ποι­ὰ εἶ­ναι τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του; Ἂς ἐ­πι­χει­ρή­σου­με σ᾿ αὐ­τὰ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα μὲ λί­γα λό­για τώ­ρα νὰ ἀ­παν­τή­σου­με.

 

1. Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Ὅ­σο κι ἂν προ­σπα­θή­σου­με νὰ τὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με ἁ­πλᾶ, πρέ­πει εὐ­θὺς ἐξ ἀρ­χῆς νὰ το­νί­σου­με πὼς τὰ νο­ή­μα­τα ἐ­δῶ εἶ­ναι δύ­σκο­λα. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος λέ­γει ὅ­τι ἔ­χει σταυ­ρω­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Βέ­βαι­α ἐν­νο­εῖ κά­τι βα­θύ­τε­ρο καὶ ὄ­χι σταύ­ρω­ση τοῦ σώ­μα­τός του ἐ­πά­νω σὲ κά­ποι­ον ξύ­λι­νο σταυ­ρό. Τί ἐν­νο­εῖ;

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὴ ζω­ή του, πρὶν γνω­ρί­σει τὸν Χρι­στό. Καὶ αὐ­τὸ βε­βαι­ώ­νει: ὅ­τι τώ­ρα πιὰ ἡ ζω­ή του αὐ­τή, ποὺ ἦ­ταν μιὰ ζω­ὴ προ­σαρ­μο­σμέ­νη στὸν Νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ἔ­σβη­σε, ἔ­παυ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει, εἶ­ναι νε­κρή. Εἶ­ναι σὰν νὰ σταυ­ρώ­θη­κε μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στὸ ὁ­πό­τε ὁ πα­λαι­ὸς Παῦ­λος, ὁ Σα­ούλ, χά­θη­κε γιὰ πάν­τα, ὅ­πως πράγ­μα­τι θὰ χα­νό­ταν, ἂν εἶ­χε ὄν­τως πε­θά­νει σω­μα­τι­κῶς.

Πρό­κει­ται λοι­πὸν γιὰ ἕ­ναν ἄλ­λο θά­να­το. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος θέ­λει νὰ πεῖ πὼς ὅ­λα τὰ πα­λαι­ὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον γι᾿ αὐ­τόν. Ἔ­χει δι­α­κό­ψει ὁ­ρι­στι­κὰ τὶς σχέ­σεις του μα­ζί τους, ὅ­πως θὰ συ­νέ­βαι­νε, ἂν εἶ­χε πε­θά­νει. Τώ­ρα, αὐ­τὸ ποὺ θὰ συ­νέ­βαι­νε ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ μὲ τὸν θά­να­το, τὸ πραγ­μα­το­ποι­εῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἑ­κου­σί­ως πρὸ τοῦ σω­μα­τι­κοῦ θα­νά­του, συμ­με­τέ­χον­τας στὸν σταυ­ρι­κὸ θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου.

Με­τα­φε­ρό­με­να ὅ­μως στὴ δι­κή μας ζω­ὴ τὰ νο­ή­μα­τα αὐ­τὰ τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου, τί ση­μαί­νουν;

Ση­μαί­νουν ὅ­τι πρέ­πει καὶ ἐ­μεῖς νὰ σταυ­ρω­θοῦ­με, νὰ γί­νου­με νε­κροὶ ὡς πρὸς τὸν πα­λαι­ὸ ἑ­αυ­τό μας καὶ ὅ­λα τὰ πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου. Συ­νή­θει­ες πα­λαι­ές, φι­λί­ες ἁ­μαρ­τω­λές, ἀ­δυ­να­μί­ες, πά­θη, φι­λη­δο­νί­ες, ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα κο­σμι­κά, στό­χοι ἐ­γω­ι­στι­κοί, ὄ­νει­ρα καὶ ὁ­ρά­μα­τα ἁ­μαρ­τω­λά, ὅ­λα αὐ­τά, ἀφ᾿ ὅ­του βα­θύ­τε­ρα γνω­ρί­σα­με τὸν Χρι­στό, πρέ­πει νὰ σβή­σουν γιὰ μᾶς, ὅ­πως θὰ ἔ­σβη­ναν, ἂν εἴ­χα­με πε­θά­νει.

Πῶς ὅ­μως θὰ φθά­σου­με στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τή;

 

2. ΕΠΙ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Μὲ τὴ σταύ­ρω­σή μας μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό, λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος. Ἡ ὁ­ποί­α μά­λι­στα θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι συν­τε­λεῖ­ται πρω­τί­στως μὲ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμα. Πράγ­μα­τι, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, τὸ Βά­πτι­σμα εἶ­ναι σταυ­ρός. «Ἔ­στι δὲ καὶ τὸ Βά­πτι­σμα σταυ­ρός», λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. Σταυ­ρός, ἐ­πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο σταυ­ρώ­νε­ται ὁ πα­λαι­ός, ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς ἑ­αυ­τός μας. Σταυ­ρώ­νε­ται καὶ πε­θαί­νει. Ἄλ­λω­στε καὶ ἡ κα­τά­δυ­ση, τὸ βού­τηγ­μά μας μέ­σα στὸ νε­ρό, αὐ­τὸ συμ­βο­λί­ζει: τὸν θά­να­το. Δι­ό­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ζή­σου­με ἔ­στω καὶ λί­γη ὥ­ρα σκε­πα­σμέ­νοι μὲ τὸ νε­ρό. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος ὅ­τι «διὰ τοῦ βα­πτί­σμα­τος» «ὁ πα­λαι­ὸς ἡ­μῶν ἄν­θρω­πος συ­νε­σταυ­ρώ­θη» (Ρωμ. Ϛ΄[6] 4, 6), ὁ πα­λαι­ὸς ἑ­αυ­τός μας σταυ­ρώ­θη­κε μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στὸ διὰ τοῦ Βα­πτί­σμα­τός μας.

Ἀλ­λὰ βέ­βαι­α δὲν τε­λει­ώ­νουν ὅ­λα μὲ τὸ Βά­πτι­σμα. Γιὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ πλή­ρως ἡ συ­σταύ­ρω­σή μας με­τὰ τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­τος ὁ με­τὰ τὸ Βά­πτι­σμά μας ἀ­γώ­νας κα­τὰ τῶν πα­θῶν, ἕ­ως ὅ­του μὲ τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τε­λεί­ως ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πὸ κά­θε τι ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ ἔ­νο­χο. Αὐ­τὸς ὁ ἀ­γώ­νας εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ σταύ­ρω­ση. Δι­ό­τι ἐ­πι­δι­ώ­κου­με νὰ γί­νου­με ὡς πρὸς ὅ­λα αὐ­τὰ σὰν νε­κροί. Ὅ­πως ἕ­νας νε­κρὸς δὲν ἁ­μαρ­τά­νει – δὲν θυ­μώ­νει, δὲν κλέ­βει, δὲν ψεύ­δε­ται, δὲν με­θά­ει, δὲν ὑ­πο­κύ­πτει στὶς ἡ­δο­νὲς τῆς σαρ­κὸς κ.τ.λ. – ἔ­τσι ὀ­φεί­λει νὰ γί­νει καὶ ὁ κα­θέ­νας μας ὡς πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α – νε­κρός! Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος!   

Νὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει καὶ αὐ­τός: «ΧΡΙΣΤῼ ΣΥΝΕΣΤΑΥΡΩΜΑΙ»! Ἔ­χω σταυ­ρω­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Εἶ­μαι νε­κρὸς γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὶς ὑ­πο­θέ­σεις αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου. Τώ­ρα πιὰ ἐ­γὼ δὲν ζῶ. Τώ­ρα...

 

3. ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΙ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ

Τώ­ρα; Ἀ­λή­θεια τί γί­νε­ται τώ­ρα μὲ τὸν πι­στὸ Χρι­στια­νό, ποὺ βα­πτί­σθη­κε καὶ ἀ­γω­νί­στη­κε μὲ τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ νὰ νε­κρω­θεῖ ὡς πρὸς τὰ πά­θη καὶ τὴν ἁ­μαρ­τί­α;

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος λέ­γει στὴν συ­νέ­χεια κά­τι ποὺ τρέ­μει κα­νεὶς καὶ νὰ τὸ ἀ­να­φέ­ρει. Τὸ βε­βαι­ώ­νει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἰ­σχύ­ει ὅ­μως καὶ γιὰ τὸν κα­θέ­να, ποὺ ­πέ­τυ­χε αὐ­τὴν τὴ νέ­κρω­ση, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α μι­λή­σα­με.

Λοι­πὸν ὁ Ἀ­πό­στο­λος λέ­γει: «Χρι­στῷ συ­νε­σταύ­ρω­μαι, ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός». Ἔ­χω σταυ­ρω­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ τώ­ρα πιὰ δὲν ζῶ ἐ­γώ, ἀλ­λὰ ζεῖ μέ­σα μου ὁ Χρι­στός.

«Ζῇ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός»! Ὁ Παῦ­λος πά­ει πέ­θα­νε, λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Δὲν ζεῖ πιά. Τώ­ρα μέ­σα στὸ σῶ­μα καὶ τὴν ψυ­χὴ τοῦ Παύ­λου ζεῖ ὁ Χρι­στός! Τώ­ρα ὁ Παῦ­λος ἔ­γι­νε κα­τὰ Χά­ρη Χρι­στός!

Ἀλ­λὰ καὶ ὁ πι­στός, ὁ πραγ­μα­τι­κὸς πι­στός, ὁ ἀ­γω­νι­στής, ποὺ πά­λε­ψε σκλη­ρὰ μὲ τὰ πά­θη του καὶ μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τὰ ­νί­κη­σε· ὁ πι­στός, ποὺ ζεῖ σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο σὰν νε­κρός, ποὺ δὲν τὸν μα­γεύ­ουν οἱ ἀ­πο­λαύ­σεις του, δὲν τὸν ξε­γε­λοῦν οἱ δό­ξες καὶ οἱ τι­μές του, ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος πι­στὸς εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς κα­τὰ Χά­ρη Χρι­στός, ζεῖ μέ­σα του ὁ Χρι­στός. Εἶ­ναι «μί­μη­μα Χρι­στοῦ κα­τὰ τὸ δυ­να­τὸν ἀν­θρώ­πῳ», ὅ­πως λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος. Μί­μη­ση καὶ ἀν­τί­γρα­φο τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­σο εἶ­ναι δυ­να­τὸ στὸν ἀν­θρω­πο νὰ γί­νει κά­τι τέ­τοι­ο.

Εἶ­ναι πλέ­ον ἀ­να­στη­μέ­νος ἐκ νε­κρῶν. Ἔ­χει πε­θά­νει, πρὶν πε­θά­νει, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­θά­νει, ὅ­ταν πε­θά­νει. Ζεῖ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν θά­να­το, ἀ­νή­κει τώ­ρα στὸν Οὐ­ρα­νό, κι­νεῖ­ται στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Ἀ­δελ­φοί, κα­θὼς ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­ψώ­νει κά­θε χρό­νο τὸν τί­μιο Σταυ­ρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­νώ­πιό μας, εἶ­ναι σὰν νὰ φω­νά­ζει καὶ σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς:  Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ ἀ­νε­βεῖ­τε. Νὰ σταυ­ρω­θεῖ­τε μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Νὰ πε­θά­νε­τε.

Νὰ  πε­θά­νου­με!  Οἱ  ἀ­λη­θι­νοὶ  πι­στοὶ πε­θαί­νουν, ἐ­νῶ ζοῦν! Γι᾿ αὐ­τὸ ζοῦν ἀ­να­στη­μέ­νοι εἰς τοὺς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος, Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν κα ἀ­ρά­τω τν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, κα ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι. ς γρ ν θέ­λῃ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ς δ' ν ἀ­πο­λέ­σῃ τν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ κα το εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. τ γρ ὠ­φε­λήσει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τν κό­σμον ὅ­λον, κα ζη­μι­ω­θῇ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ; τ δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ; ς γρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ με κα τος ἐ­μοὺς λό­γους ν τ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τ μοι­χα­λί­δι κα ἁ­μαρ­τω­λῷ, κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τ δό­ξῃ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τν ἀγ­γέ­λων τν ἁ­γί­ων. Κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τν ὧ­δε ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες ο μ γε­ύ­σων­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει. 

                                   (Μάρκ. η΄[8] 34 – θ΄[9] 1)

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ὁ Ἰ­η­σοῦς κά­λε­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ μα­ζὶ μὲ τοὺς μα­θη­τές του καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐ­κεῖ­νος πού θέ­λει νὰ γί­νει δι­κός μου καὶ νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς μα­θη­τής μου, ἂς δι­α­κό­ψει κά­θε φι­λί­α καὶ σχέ­ση μὲ τὸν δι­ε­φθαρ­μέ­νο ἀ­π' τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἑ­αυ­τό του κι ἂς πά­ρει τὴ στα­θε­ρὴ ἀ­πό­φα­ση νὰ ὑ­πο­στεῖ γιὰ μέ­να ὄ­χι μό­νο κά­θε θλί­ψη καὶ δο­κι­μα­σί­α, ἀλλά ἀ­κό­μα καὶ θά­να­το σταυ­ρι­κό, καὶ τό­τε ἂς μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μι­μού­με­νος τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου. Καὶ μὴ δι­στά­σει κα­νεὶς νὰ κά­νει τὶς θυ­σί­ες αὐ­τές. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ σώ­σει τὴ ζω­ή του, θὰ χά­σει τὴν πνευ­μα­τι­κή, εὐ­τυ­χι­σμέ­νη καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως χά­σει καὶ θυ­σιά­σει τὴ ζω­ή του γιὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή του σὲ μέ­να καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιό μου, αὐ­τὸς θὰ σώ­σει τὴν ψυ­χή του στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, ὅ­που θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰ­ώ­νια εὐ­τυ­χί­α. Κι ἐ­κεί­νη ἡ σω­τη­ρί­α εἶ­ναι τὸ πᾶν. Δι­ό­τι τί θὰ ὠ­φε­λή­σει τὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν κερ­δί­σει ὅ­λον αὐ­τὸν τὸν ὑ­λι­κὸ κό­σμο, καὶ στὸ τέ­λος χά­σει τὴν ψυ­χή του; Δι­ό­τι ἡ ψυ­χή του, πού εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὴ καὶ αἰ­ώ­νια, δὲν συγ­κρί­νε­ται μὲ κα­νέ­να ἀ­π' τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ φθαρ­τοῦ κό­σμου. Ἤ, ἐ­ὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος χά­σει τὴν ψυ­χή του, τί μπο­ρεῖ νὰ δώ­σει ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα γιὰ νὰ τὴν ἐ­ξα­γο­ρά­σει ἀ­π' τὴν αἰ­ώ­νια ἀ­πώ­λεια; Κι ἀ­σφα­λῶς θὰ χά­σει τὴν ψυ­χὴ του ἐ­κεῖ­νος πού δὲν θὰ ὑ­πο­στεῖ γιὰ μέ­να τὶς θυ­σί­ες αὐ­τές. Δι­ό­τι ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ντρα­πεῖ ἐμένα καὶ τὰ λό­γιά μου ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­π' τὶς πε­ρι­φρο­νή­σεις καὶ τοὺς χλευα­σμοὺς τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς γε­νιᾶς αὐ­τῆς πού ἀ­πο­στά­τη­σε ἀπ' τὸν πνευ­μα­τι­κό της νυμ­φί­ο καὶ εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή, αὐ­τὸν θὰ τὸν ντρα­πεῖ καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὸν ἀ­πο­κη­ρύ­ξει ὡς ξέ­νο, ὅ­ταν θὰ ἔλ­θει μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους περιβε­βλη­μέ­νος μὲ τὴ δό­ξα τοῦ Πα­τρός του. Τοὺς ἔ­λε­γε ἀ­κό­μη: Σᾶς λέ­ω ἀ­λη­θι­νὰ ὅτι ὑπάρχουν με­ρι­κοὶ ἀ­π' αὐ­τοὺς πού στέ­κον­ται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο προτοῦ νά δοῦν μετά τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος νὰ κα­τα­λύ­ε­ται ἡ παλαιά θεί­α τά­ξη καὶ δι­α­θή­κη μὲ τὴν κα­τα­στρο­φὴ τῆς Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ναοῦ της καὶ μὲ τὸν δι­α­σκορ­πισμό τοῦ Ἰσραήλ· γιὰ νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ μὲ δύ­να­μη ἀκαταγώνιστη καί ὑ­περ­φυ­σι­κὴ ἡ νέ­α θεί­α τά­ξη στὸν κό­σμο, τήν ὁποία θά ἐκ­προ­σω­πεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς ἄλ­λη βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ.