Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΑΣ

 

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Εὐαγγελιστοῦ)

Θε­ὸν οὐ­δεὶς πώ­πο­τε τε­θέ­α­ται· ἐ­ὰν ἀ­γα­πῶ­μεν ἀλ­λή­λους, ὁ Θε­ὸς ἐν ἡ­μῖν μέ­νει καὶ ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τοῦ τε­τε­λει­ω­μέ­νη ἐ­στὶν ἐν ἡ­μῖν. Ἐν το­ύ­τῳ γι­νώ­σκο­μεν ὅ­τι ἐν αὐ­τῷ μέ­νο­μεν καὶ αὐ­τὸς ἐν ἡ­μῖν, ὅ­τι ἐκ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος αὐ­τοῦ δέ­δω­κεν ἡ­μῖν. Καὶ ἡ­μεῖς τε­θε­ά­με­θα καὶ μαρ­τυ­ροῦ­μεν ὅ­τι ὁ πα­τὴρ ἀ­πέ­σταλ­κε τὸν υἱ­ὸν σω­τῆ­ρα τοῦ κό­σμου. Ὅς ἂν ὁ­μο­λο­γή­σῃ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­ὸς ἐν αὐ­τῷ μέ­νει καὶ αὐ­τὸς ἐν τῷ Θε­ῷ. Καὶ ἡ­μεῖς ἐ­γνώ­κα­μεν καὶ πε­πι­στε­ύ­κα­μεν τὴν ἀ­γά­πην ἣν ἔ­χει ὁ Θε­ὸς ἐν ἡ­μῖν. Ὁ Θε­ὸς ἀ­γά­πη ἐ­στί, καὶ ὁ μέ­νων ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ ἐν τῷ Θε­ῷ μέ­νει καὶ ὁ Θε­ὸς ἐν αὐ­τῷ. ᾿Εν το­ύ­τῳ τε­τε­λε­ί­ω­ται ἡ ἀ­γά­πη μεθ᾿ ἡ­μῶν, ἵ­να παρ­ρη­σί­αν ἔ­χω­μεν ἐν τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τῆς κρί­σε­ως, ὅ­τι κα­θὼς ἐ­κεῖ­νός ἐ­στι, καὶ ἡ­μεῖς ἐ­σμεν ἐν τῷ κό­σμῳ το­ύ­τῳ. Φόβος οὐκ ἔ­στιν ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ, ἀλλ᾿ ἡ τε­λε­ί­α ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βον, ὅ­τι ὁ φό­βος κό­λα­σιν ἔ­χει, ὁ δὲ φο­βο­ύ­με­νος οὐ τε­τε­λε­ί­ω­ται ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ. ῾Η­μεῖς ἀ­γα­πῶ­μεν αὐ­τόν, ὅ­τι αὐ­τὸς πρῶ­τος ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς.

(Α’ Ἰ­ω­άν. δ΄[4] 12-19)

 

ΑΓΑΠΗ ΤΕΛΕΙΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ

1. ΣΗΜΑΔΙ ΑΓΑΠΗΣ

Κα­νεὶς δὲν ἔ­χει δεῖ πο­τὲ ποι­ὸς εἶ­ναι στὴ φύ­ση Του ὁ Θε­ός, μᾶς λέ­γει ὁ ἅ­γιος εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, τοῦ ὁ­ποί­ου τὴ με­τά­στα­ση σή­με­ρα ἑ­ορ­τά­ζου­με. Ὅ­μως, συ­νε­χί­ζει, ἐ­ὰν ἐ­μεῖς ἀ­γα­πᾶ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, ὁ ἀ­ό­ρα­τος Θε­ός, ποὺ εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πὸ κά­θε κα­τα­νό­η­ση, μέ­νει μέ­σα μας καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε τὴν ἀ­γά­πη Του σὲ μᾶς τε­λεί­α. Καὶ τὸ ση­μά­δι μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι «ἐν αὐ­τῷ μέ­νο­μεν καὶ αὐ­τὸς ἐν ἡ­μῖν» εἶ­ναι τὸ ὅ­τι μᾶς ἔ­χει δώ­σει τὴ Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὸ Ὁ­ποῖ­ο μᾶς κα­τέ­στη­σε να­ούς Του. Ἐ­πὶ πλέ­ον, ἐ­μεῖς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­χου­με δεῖ μὲ τὰ μά­τια μας καὶ ὡς αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες μαρ­τυ­ροῦ­με ὅ­τι ὁ Πα­τὴρ ἀ­πέ­στει­λε τὸν Υἱ­ό Του ὡς σω­τή­ρα τοῦ κό­σμου καὶ ἔ­δει­ξε ἔ­τσι τὴν τέλεια ἀ­γά­πη Του σὲ μᾶς. Ὅ­ποι­ος λοι­πὸν ὁ­μο­λο­γή­σει μ᾿ ὅ­λες του τὶς δυ­νά­μεις ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ Θε­ὸς μέ­νει μέ­σα του κι αὐ­τὸς μέ­νει μὲ τὸν Θε­ό. Καὶ ἐ­μεῖς ἔ­χου­με γνω­ρί­σει καὶ ἔ­χου­με πι­στεύ­σει τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει σὲ μᾶς ὁ Θε­ός. «Ὁ Θε­ὸς ἀ­γά­πη ἐ­στι, καὶ ὁ μέ­νων ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ ἐν τῷ Θε­ῷ μέ­νει καὶ ὁ Θε­ὸς ἐν αὐ­τῷ». Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ μέ­νει στὴν ἀ­γά­πη Του μέ­νει μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ὁ Θε­ὸς μέ­νει μα­ζί του.

ΑΥΤΗ τὴ θαυ­μα­στὴ κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­που τὴ ζοῦ­σε σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς τῆς ἀ­γά­πης, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. Καὶ ὀ­νο­μά­σθη­κε μα­θη­τὴς τῆς ἀ­γά­πης ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι ζοῦ­σε τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μας, ὅ­πως ἀ­πὸ Ἐ­κεῖ­νον τὴν ­γνώ­ρι­σε καὶ τὴν ἔ­ζη­σε. Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἡ κεν­τρι­κὴ ἔν­νοι­α ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ τό­σο στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του ὅ­σο καὶ στὶς τρεῖς ἐ­πι­στο­λές του, ὅ­που ἡ λέ­ξη ἀ­γά­πη συ­ναν­τᾶ­ται πε­νήν­τα φο­ρὲς· ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πό του.

Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ μα­θη­τὴς τῆς ἀ­γά­πης μᾶς το­νί­ζει τὴν τέ­λεια ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Τὴν βε­βαι­ώ­νει ὁ ἴ­διος ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φοῦ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ δεῖ μὲ τὰ μά­τια του τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἀ­πο­στα­τη­μέ­νο ἄν­θρω­πο. Καὶ στὴ συ­νέ­χεια μᾶς πε­ρι­γρά­φει τὴ μυ­στι­κὴ σχέ­ση ποὺ συ­νά­πτει ὁ Θε­ὸς μὲ τὸ κά­θε πρό­σω­πο ποὺ ἀ­γα­πᾶ. Μᾶς λέ­γει ὅ­τι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν τέ­λεια ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, τό­τε ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ τὴν ἐκ­πλη­κτι­κή Του ἀ­γά­πη πρὸς τὸ προ­σω­πι­κό Του δη­μι­ούρ­γη­μα, τὸν ἄν­θρω­πο, ἔρ­χε­ται καὶ κα­τοι­κεῖ μέ­σα του σὲ μί­α κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης. Ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε ὄ­χι ἁ­πλῶς προ­σεγ­γί­ζει τὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ ζεῖ μιὰ θαυ­μα­στὴ ἑ­νό­τη­τα μα­ζί Του, μιὰ βί­ω­ση ἀ­γά­πης τέ­λεια καὶ ἀ­λη­θι­νή. Καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη πα­ρου­σί­α Του καὶ ἐκ πεί­ρας μα­θαί­νει τί ση­μαί­νει ζω­ὴ ἀ­γά­πης μὲ τὸν Θε­ό. Πῶς ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ τὸν Θε­ό; Αὐ­τὸ μᾶς τὸ ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς στὴ συ­νέ­χεια.

 

2. ΑΓΑΠΗ Ή ΦΟΒΟΣ;

Ση­μά­δι μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο μᾶς δεί­χνει ὁ Θε­ὸς ὅ­τι προ­ο­δεύ­σα­με στὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς Αὐ­τὸν σὲ τέ­λει­ο βαθ­μό, εἶ­ναι τὸ νὰ ἀ­να­μέ­νου­με μὲ θάρ­ρος καὶ ἀ­φο­βί­α τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως. Δι­ό­τι μὲ τὴν ἀ­γά­πη γι­νό­μα­στε ὅ­μοι­οι μὲ τὸν Κρι­τὴ ποὺ θὰ μᾶς κρί­νει. Ὅ­πως δη­λα­δὴ εἶ­ναι τώ­ρα ὁ Χρι­στὸς στὸν οὐ­ρα­νὸ πλή­ρης ἀ­γά­πης, τέ­τοι­οι γι­νό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς. Γε­μά­τοι ἀ­γά­πη σ᾿ ἕ­να κό­σμο ποὺ δὲν ἔ­χει ἀ­γά­πη. Δι­ό­τι «φό­βος οὐκ ἐ­στιν ἐν τῇ ἀ­γά­πῃ, ἀλλ᾿ ἡ τε­λεί­α ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βον». Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ δὲν φο­βᾶ­ται τὸν μέ­γα Κρι­τή, ἀλλ᾿ ἡ τέ­λεια ἀ­γά­πη δι­ώ­χνει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ τὸν φό­βο· δι­ό­τι ὁ φό­βος προ­κα­λεῖ βά­σα­νο λό­γῳ τῆς ποι­νῆς τὴν ὁ­ποί­α μὲ τρό­μο ὁ ἔ­νο­χος πε­ρι­μέ­νει γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του. Ἐ­κεῖ­νος λοι­πὸν ποὺ φο­βᾶ­ται, δὲν ἔ­χει γί­νει τέ­λει­ος στὴν ἀ­γά­πη. Ἐ­μεῖς ὅ­μως οἱ Χρι­στια­νοὶ ἀ­γα­πᾶ­με τὸν Θε­ό, ἐ­πει­δὴ Αὐ­τὸς πρῶ­τος μᾶς ἀ­γά­πη­σε.

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ τῆς ἀ­γά­πης ἐ­δῶ μᾶς λέ­ει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γα­πᾶ δυ­να­τὰ καὶ βι­ω­μα­τι­κὰ τὸν Θε­ό, παύ­ει νὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸν ἀ­γω­νι­ώ­δη φό­βο τοῦ θα­νά­του καὶ τῆς μελ­λού­σης Κρί­σε­ως. Νι­ώ­θει μέ­σα του τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη ἐ­σω­τε­ρι­κὴ χα­ρὰ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­να­ζη­τᾶ μὲ πό­θο καὶ λα­χτά­ρα εὐ­και­ρί­α νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μα­ζί Του. Τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοῦ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴ μο­να­δι­κὴ ἀ­γαλ­λί­α­ση ποὺ αἰ­σθά­νε­ται ἀ­γα­πών­τας τὸν Θε­ὸ καὶ γευ­ό­με­νος τὴν ἀ­γά­πη Του. Κα­νέ­νας φό­βος θα­νά­του καὶ κρί­σε­ως δὲν τα­ράσ­σει πλέ­ον τὴν καρ­διά του. Δι­ό­τι ἡ με­γά­λη ἀ­γά­πη του πρὸς τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι τό­σο δυ­να­τή, ὥ­στε ἡ ἁ­μαρ­τί­α πλέ­ον δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κι­νή­σει καὶ νὰ γο­η­τεύ­σει τὴν καρ­διά του, ἢ καὶ νὰ νι­κή­σει τὴ με­γά­λη του ἀ­γά­πη. Καμ­μί­α ἐν­το­λὴ δὲν τοῦ φαί­νε­ται ἀ­κα­τόρ­θω­τη. Ζεῖ ἀ­πὸ τώ­ρα τὴν ἀ­γα­πη­τι­κὴ κοι­νω­νί­α τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Ὅ­πως τὴ ζοῦ­σε ὁ μα­θη­τὴς τῆς ἀ­γά­πης, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, ὁ θε­ο­λό­γος τῆς ἀ­γά­πης. Ἂς  μα­θη­τεύ­σου­με  λοι­πὸν  κι ἐ­μεῖς στὸ ἀνυ­πέρ­βλη­το με­γα­λεῖ­ο τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης. Κι ὅ­σο θὰ ἀ­γα­πᾶ­με τὸν Θε­ό, τό­σο θὰ φεύγ­ει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας κά­θε φό­βος καὶ ἀ­γω­νί­α· τό­σο θὰ ζοῦ­με τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα μας καὶ θὰ γευ­ό­μα­στε τὴ γλυ­κύ­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης Του.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (Τοῦ Εὐαγγελιστοῦ)

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἱ­στή­κει­σαν πα­ρὰ τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἡ μή­τηρ αὐ­τοῦ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τῆς μη­τρὸς αὐ­τοῦ, Μα­ρί­α ἡ τοῦ Κλω­πᾶ καὶ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή. Ἰ­η­σοῦς οὖν ἰ­δὼν τὴν μη­τέ­ρα καὶ τὸν μα­θη­τὴν πα­ρε­στῶ­τα ὃν ἠ­γά­πα, λέ­γει τῇ μη­τρί, Γύναι, ἴ­δε ὁ υἱ­ός σου. Εἶ­τα λέ­γει τῷ μα­θη­τῇ, Ἴ­δε ἡ μή­τηρ σου. καὶ ἀπ΄ ἐ­κε­ί­νης τῆς ὥ­ρας ἔ­λα­βεν αὐ­τὴν ὁ μα­θη­τὴς εἰς τὰ ἴ­δια. Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ μα­θη­τὴς ὁ μαρ­τυ­ρῶν πε­ρὶ το­ύ­των καὶ γρά­ψας ταῦ­τα, καὶ οἴ­δα­μεν ὅ­τι ἀ­λη­θής ἐ­στιν ἡ μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τοῦ. Ἔ­στι δὲ καὶ ἄλ­λα πολ­λὰ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἅ­τι­να ἐ­ὰν γρά­φη­ται καθ᾿ ἕν, οὐ­δὲ αὐ­τὸν οἶ­μαι τὸν κό­σμον χω­ρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βι­βλί­α. ἀ­μήν.

(Ἰ­ω­άν. ιθ΄[19] 25 - 27, κα΄[21]  24 – 25)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ ὅ­μως κον­τά στό σταυ­ρό τοῦ Ἰ­η­σοῦ στε­κό­ταν ἐ­πί­σης καί ἡ μη­τέ­ρα του καί ἡ ἀ­δελ­φή τῆς μη­τέ­ρας του, ἡ Μα­ρί­α ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Κλω­πᾶ καί ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­ταν εἶ­δε τή μη­τέ­ρα του καί τόν μα­θη­τή πού ἀ­γα­ποῦ­σε νά στέ­κε­ται ἐ­κεῖ κον­τά, λέ­ει στή μη­τέ­ρα του: Γυ­ναί­κα, νά ποι­ός ἀ­πό τώ­ρα θά εἶ­ναι ὁ γιός σου. Ἔ­πει­τα λέ­ει στό μα­θη­τή: Νά ἡ μη­τέ­ρα σου. Καί ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα τήν πῆ­ρε ὁ μα­θη­τής στό κα­τά­λυ­μά του. Ὁ μα­θη­τής ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι αὐ­τός πού ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καί τώ­ρα νά δί­νει μαρ­τυ­ρί­α γιά τά γε­γο­νό­τα πού ἱ­στο­ροῦν­ται στό Εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τό, καί αὐ­τός τά κα­τέ­γρα­ψε. Καί γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἡ μαρ­τυ­ρί­α του εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή.  Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί πολ­λά ἄλ­λα πού ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, τά ὁ­ποῖ­α, ἄν γρά­φον­ταν λε­πτο­με­ρεια­κά, ἕ­να-ἕ­να, νο­μί­ζω ὅ­τι οὔ­τε ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος μέ ὅ­λες τίς βι­βλι­ο­θῆ­κες του δέν θά χω­ροῦ­σε τά βι­βλί­α πού θά ἔ­πρε­πε νά γρα­φοῦν. Πραγ­μα­τι­κά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου