Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τὴν ἔ­χθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ τὸν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σι κα­ταρ­γή­σας, ἵ­να τοὺς δύ­ο κτί­σῃ ἐν ἑ­αυ­τῷ εἰς ἕ­να και­νὸν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰ­ρή­νην, καὶ ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑ­νὶ σώ­μα­τι τῷ Θε­ῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­πο­κτε­ί­νας τὴν ἔ­χθραν ἐν αὐ­τῷ· καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ὑ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γύς, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ ἔ­χο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑ­νὶ πνε­ύ­μα­τι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα. Ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι, ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐ­πὶ τῷ θε­με­λί­ῳ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄν­τος ἀ­κρο­γω­νι­α­ί­ου αὐ­τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ᾧ πᾶ­σα οἰ­κο­δο­μὴ συ­ναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔ­ξει εἰς να­ὸν ἅ­γιον ἐν Κυ­ρί­ῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­μεῖς συ­νοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ ἐν Πνε­ύ­μα­τι.
  (Εφεσ. β΄[2] 14-22) 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
 Ἀ­δελ­φοί, ὁ Χριστός ε­ἶ­ν­αι ἡ ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ας. Α­ὐ­τ­ὸς ἔ­κ­α­νε κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο ἀ­ν­τ­ι­μ­α­χό­μ­ε­ν­ο­υς κ­ό­σ­μ­ο­υς, τ­ὸν Ἰ­ο­υ­δ­α­ϊ­σ­μὸ κ­αὶ τ­ὸν Ἐ­θ­ν­ι­σ­μό, ἕ­να. Α­ὐ­τ­ὸς γκ­ρ­έ­μ­ι­σε κ­αὶ κ­α­τ­έ­λ­υ­σε τ­ὸν τ­οῖχο π­οὺ δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ο­ῦ­σε ὁ φ­ρ­α­γ­μ­ὸς τοῦ ν­ό­μου π­οὺ ὀ­ρ­θ­ω­ν­ό­τ­αν ἀ­ν­ά­μ­ε­σα σ­τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς κ­αὶ τ­ο­ὺς χ­ώ­ρ­ι­ζε. Κ­α­τ­έ­λ­υ­σε δ­η­λ­α­δὴ τ­ὴν ἔ­χ­θ­ρα τ­ῶν δ­ύο λ­α­ῶν, ἀφοῦ κ­α­τ­ά­ρ­γ­η­σε μὲ τὸ α­ἷμά του τὸν ν­ό­μο τ­ῶν ἐ­ν­τ­ο­λ­ῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ π­ε­ρ­ι­ε­ῖ­χε ἐ­π­ι­β­λ­η­τ­ι­κ­ὲς π­ρ­ο­σ­τ­α­γ­ές, δ­ὲν ἔ­δ­ι­νε ὅμως κ­αὶ τὴ χ­ά­ρη γ­ιὰ τ­ὴν ἐ­φ­α­ρ­μ­ο­γὴ κ­αὶ τ­ὴν τ­ή­ρη­ση τ­ῶν π­ρ­ο­σ­τ­α­γ­μά­τ­ων α­ὐ­τ­ῶν. Κ­αὶ κ­α­τ­ή­ρ­γ­η­σε τὸν ν­ό­μο, ἔ­τ­σι ὥ­σ­τε ἑ­ν­ώ­ν­ο­ν­τ­ας το­ὺς δ­ύο λα­ο­ὺς μὲ τ­ὸν ἑαυτό του νά ­δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ή­σ­ει ἕ­να ν­έο ἀ­ν­θ­ρ­ω­πο, μ­ιὰ ν­έα ἀ­ν­θ­ρ­ω­π­ό­τ­η­τα, κι ἔ­τ­σι νὰ φ­έ­ρ­ει ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ε­τ­α­ξύ τ­ο­υς· κ­αὶ μὲ τὸν σ­τ­α­υ­ρ­ι­κὸ τ­ου θ­ά­να­το νά σ­υ­μ­φ­ι­λ­ι­ώ­σ­ει κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μὲ τ­ὸν Θ­εό, ἑνωμένους τ­ώ­ρα σ᾿ ἕ­να σ­ῶ­μα, ἀφοῦ π­ρ­ο­η­γ­ο­υ­μ­έ­ν­ως θὰ θ­α­ν­ά­τ­ω­νε τ­ὴν ἔ­χ­θ­ρα μὲ τὸν θ­ά­ν­α­τό του. Κι ἀφοῦ ἦ­λ­θε ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸς σ­τὴ γῆ, κ­ή­ρ­υ­ξε τὸ χ­α­ρ­μ­ό­σ­υ­νο μ­ή­ν­υ­μα τ­ῆς εἰ­ρ­ή­ν­ης σὲ σ­ᾶς τ­ο­ὺς ἐ­θ­ν­ι­κ­ο­ύς, π­οὺ ἤ­σ­α­σ­τ­αν μ­α­κ­ρ­ιὰ ἀπό τ­ὸν Θ­εό, καὶ σὲ μ­ᾶς τ­ο­ὺς Ἰ­ο­υ­δ­α­ί­ο­υς, π­οὺ ἤ­μ­α­σ­τ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Δ­ι­ό­τι α­ὐ­τ­ὸς μ­ᾶς ἔ­φε­ρε κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μ­έ­σω τοῦ ἑνός Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος κ­ο­ν­τά σ­τ­ὸν Π­α­τ­έ­ρα. Δ­ι­α­μ­έ­σ­ου τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ ἔ­γ­ι­νε ἡ π­ρ­ο­σ­έ­γ­γ­ι­σή μας α­ὐ­τὴ μὲ τ­ὸν Θεό. Ἀ­π᾿ ὅλα αὐ­τὰ λ­ο­ι­π­ὸν β­γ­α­ί­ν­ει τὸ σ­υ­μ­π­έ­ρ­α­σ­μα ὅτι δ­ὲν ε­ἶ­σ­τε π­λ­έ­ον ξ­έ­ν­οι κ­αὶ πρ­ο­σ­ω­ρ­ι­ν­οὶ κ­ά­τ­ο­ι­κ­οι σ­τὴ β­α­σ­ι­λ­ε­ία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ε­ἶ­σ­τε σ­υ­μ­πο­λ­ί­τ­ες τ­ῶν ἁγίων καὶ μ­έ­λη τ­ῆς ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ι­ας τοῦ Θεοῦ. Κ­αὶ σάν ζ­ω­ν­τ­α­νοὶ λ­ί­θ­οι κ­τ­ι­σθή­κ­α­τε π­ά­νω σ­τὸ θ­ε­μ­έ­λ­ιο. Κ­αὶ τὸ θ­ε­μ­έ­λ­ιο α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ν­αι οἱ ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­οι κ­αὶ οἱ π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες, ἐνῶ ὁ ἀ­κ­ρ­ο­γ­ω­νι­α­ῖ­ος λ­ί­θ­ος, τὸ ἀ­γ­κ­ω­ν­ά­ρι π­οὺ β­α­σ­τ­ά­ζ­ει κ­αὶ σ­τ­η­ρ­ί­ζ­ει ὅ­λο τὸ ο­ἰ­κ­ο­δ­ό­μ­η­μα, ε­ἶ­ν­αι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χ­ρ­ι­σ­τ­ός. Π­ά­νω σ᾿ α­ὐ­τὸν λ­ο­ι­π­ὸν κ­αὶ δ­ι­α­μ­έ­σ­ου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομή ὅλη τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας ἑ­ν­ώ­ν­ε­τ­αι ἁ­ρ­μ­ο­ν­ι­κά κ­αὶ σ­τ­ε­ρ­εὰ κ­αὶ α­ὐ­ξ­ά­ν­ει, ὥστε νὰ γ­ί­νε­τ­αι ν­α­ὸς ἅ­γ­ι­ος, ὅπως τόν θέλει ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος. Μὲ τ­ὴν ἕνωσή σ­ας μὲ τ­ὸν Κύ­ρ­ιο κι ἐ­σ­ε­ῖς ο­ἰ­κο­δ­ο­μ­ε­ῖ­σ­τε μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς ἄ­λ­λ­ο­υς π­ι­σ­τ­ο­ὺς γ­ιὰ νὰ γ­ί­ν­ε­τε ν­α­ὸς κ­αὶ κατοικητήριο, στό ὁποῖο θὰ κ­α­τ­ο­ι­κ­εῖ ὁ Θ­ε­ὸς μὲ τὸ Π­ν­εῦ­μα τ­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.  
                     (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ἡ εἰ­κό­να, τὴν ὁ­ποί­α μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα στὴν ἀρ­χή του, εἶ­ναι συγ­κι­νη­τι­κή. Κα­θώς, μᾶς λέ­γει, πλη­σί­α­ζε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ πο­ρευ­ό­με­νος πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, συ­νέ­πε­σε αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα νὰ βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ, στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, ἕ­νας τυ­φλός. Ἦ­ταν ἕ­νας τυ­φλὸς «προ­σαι­τῶν», ποὺ ζη­τοῦ­σε δη­λα­δὴ βο­ή­θεια ἀ­πό τους ἄλ­λους· ζη­τιά­νος. Φυ­σι­κὰ ὁ θό­ρυ­βος τοῦ κό­σμου, ποὺ περ­νοῦ­σε μπρο­στά του συ­νο­δεύ­ον­τας τὸν Κύ­ριο, τοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ­ρώ­τη­σε νὰ μά­θει τί συμ­βαί­νει. Καὶ βέ­βαι­α οἱ ἄν­θρω­ποι προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­καν νὰ τὸν πλη­ρο­φο­ρή­σουν πὼς ὁ ἀ­συ­νή­θι­στος ἐ­κεῖ­νος θό­ρυ­βος ὀ­φεί­λε­ται στὸ ὅ­τι «Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται», στὸ γε­γο­νὸς δη­λα­δὴ ὅ­τι περ­νά­ει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ὁ ξα­κου­στὸς με­γά­λος Δι­δά­σκα­λος καὶ θαυ­μα­τουρ­γὸς Προ­φή­της «Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος».
Ὁ τυ­φλὸς τι­νά­χθη­κε ἀ­μέ­σως ὄρ­θιος. Κα­τά­λα­βε πὼς αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α τῆς ζω­ῆς του. Μὲ ὅ­ση δύ­να­μη εἶ­χαν τὰ σπλάγ­χνα του φώ­να­ξε: «Ἰ­η­σοῦ υ­ἱ­ὲ Δαυ­ίδ, ἐ­λέ­η­σόν με». Τό­τε ὅ­μως - τί πα­ρά­ξε­νο πράγ­μα! - «οἱ προ­ά­γον­τες», αὐ­τοὶ δη­λα­δὴ ποὺ βά­δι­ζαν μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο καὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι τοῦ εἶ­χαν δώ­σει τὴν τό­σο πο­λύ­τι­μη πλη­ρο­φο­ρί­α, ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν ἀ­πο­παίρ­νουν καὶ νὰ τὸν μα­λώ­νουν γιὰ νὰ τὸν κά­νουν νὰ σι­ω­πή­σει. «Οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σει», ση­μει­ώ­νει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής.  
ΑΣ ΣΤΑΘΟΥΜΕ γιὰ λί­γο στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό. Νὰ σχο­λι­ά­σου­με κά­πως τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ποὺ ἔ­δει­ξαν ἐ­κεῖ­νοι οἱ ἄν­θρω­ποι – «οἱ προ­ά­γον­τες» – πρὸς τὸν τυ­φλό, ποὺ τὸν μά­λω­ναν γιὰ νὰ μὴ φω­νά­ζει. Θε­ώ­ρη­σαν, φαί­νε­ται, πὼς  τοῦ πή­γαι­νε πο­λὺ – ἕ­νας τυ­φλὸς ζη­τιά­νος αὐ­τὸς – νὰ θέ­λει νὰ στα­μα­τή­σει τὸν Κύ­ριο καὶ κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο νὰ τὸν ἀ­ναγ­κά­σει νὰ ἀ­σχο­λη­θεῖ μα­ζί του. Δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται καὶ νὰ τοῦ εἶ­παν: Τί θέ­λεις καὶ φω­νά­ζεις; Χρή­μα­τα; Ἀλ­λὰ ὁ Δι­δά­σκα­λος εἶ­ναι πτω­χός.
Λοι­πόν, τὸ λά­θος τους εἶ­ναι φα­νε­ρό. Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοὶ ἔ­μει­ναν ἀ­συγ­κί­νη­τοι ἀ­πὸ τὸ δρά­μα τοῦ τυ­φλοῦ. Ἀν­τὶ νὰ τὸν πά­ρουν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σουν μπρο­στὰ στὸν Κύ­ριο, πα­ρα­κα­λών­τας Τον καὶ οἱ ἴ­διοι νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει, αὐ­τοὶ τοῦ ἔ­βα­ζαν ἐμ­πό­δια. Θε­ώ­ρη­σαν κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο φυ­σι­κὸ πράγ­μα τὸ νὰ ἔ­χουν ἐ­κεῖ­νοι τὸ φῶς τους καὶ ὁ τυ­φλὸς νὰ τὸ στε­ρεῖ­ται. Δὲν θέ­λη­σαν νὰ πά­ρουν γιὰ λί­γο τὴ θέ­ση του, νὰ σκε­φθοῦν πὼς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι αὐ­τοὶ τυ­φλοὶ καὶ ἐ­κεῖ­νος ὑ­γι­ής.
Αὐ­τὸ δυ­στυ­χῶς ἴ­σως συμ­βαί­νει καὶ μὲ μᾶς, ἀ­δελ­φοί. Δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται στὸ πε­ρι­βάλ­λον μας καὶ στὴν ἴ­δια τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας νὰ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος τυ­φλὸς ἢ κου­φὸς ἢ πα­ρά­λυ­τος, μὲ κά­ποι­α δη­λα­δὴ ἀ­θε­ρά­πευ­τη ἢ μα­κρο­χρό­νια ἀ­σθέ­νεια. Λοι­πὸν ἂς ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με: μπαί­νου­με πο­τὲ στὴ θέ­ση τῶν ἀν­θρώ­πων αὐ­τῶν; Μή­πως τυ­χὸν ἀ­γα­να­κτοῦ­με μα­ζί τους καὶ τοὺς ἀ­πο­παίρ­νου­με ἀ­κό­μη, ὅ­ταν ὡς ἄν­θρω­ποι δο­κι­μα­ζό­με­νοι σκλη­ρὰ ἐκ­δη­λώ­νουν κά­ποι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες καὶ αὐ­τοὶ ἢ προ­βάλ­λουν ἀ­παι­τή­σεις ποὺ σὲ μᾶς φαί­νον­ται ὑ­περ­βο­λι­κές;
Ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ὅ­ταν ἐρ­χό­μα­στε σὲ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τυ­φλούς, ἂς εἴ­μα­στε πο­λὺ δι­α­κρι­τι­κοί. Οἱ ἀ­δελ­φοί μας αὐ­τοὶ στε­ροῦν­ται τὸ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θὰ – τὸ φῶς τους! Ζοῦν σὲ μιὰ ἀ­τέ­λει­ω­τη νύ­χτα! Εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως φυ­σι­κὸ νὰ ὑ­πο­φέ­ρουν ἐ­σω­τε­ρι­κὰ πο­λύ. Κι ἂν μά­λι­στα εἶ­ναι καὶ νέ­οι στὴν ἡ­λι­κί­α καὶ τὸ ἔ­χουν χά­σει ξαφ­νι­κά, εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο νὰ βρί­σκον­ται σὲ μιὰ κα­τά­στα­ση ἔν­το­νης δυ­σφο­ρί­ας, ἀ­κό­μη καὶ ἐ­κνευ­ρι­σμοῦ. Ἂς μὴν τοὺς κα­τα­κρί­νου­με. Ἂς μὴν τοὺς ἀ­πο­παίρ­νου­με. Ἂς ἐρ­χό­μα­στε μᾶλ­λον γιὰ λί­γο στὴ θέ­ση τους, νὰ φαν­τα­σθοῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας τυ­φλό. Καὶ τό­τε θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με πὼς ἐ­μεῖς, ἂν εἴ­χα­με χά­σει τὸ φῶς μας, θὰ ἐκ­δη­λώ­να­με ἴ­σως πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­δυ­να­μί­ες καὶ ἴ­σως γι᾿ αὐ­τὸν τὸν λό­γο ὁ Θε­ὸς δὲν μᾶς ἔ­κρι­νε ἄ­ξιους νὰ ση­κώ­σου­με ἕ­ναν τό­σο βα­ρύ, βα­ρύ­τα­το σταυ­ρό.
2. ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΔΗΓΟΙ!
Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὅ­μως τοῦ τυ­φλοῦ ἔ­χει μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ συ­νέ­χεια. Δι­ό­τι ἡ πραγ­μα­τι­κὰ γεν­ναί­α αὐ­τὴ ψυ­χὴ δὲν ἀ­πο­γο­η­τεύ­θη­κε ἀ­πὸ τὶς δυ­σκο­λί­ες ποὺ ἀ­πρό­σμε­να συ­νάν­τη­σε. Ἴ­σα – ἴ­σα, ὅ­πως μᾶς λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, «αὐ­τὸς πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζε – υἱ­ὲ Δαυ­ίδ, ἐ­λέ­η­σόν με», πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ δυ­να­τό­τε­ρα φώ­να­ζε ζη­τών­τας τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου. Στὶς ἐ­πί­μο­νες αὐ­τὲς κραυ­γὲς τοῦ τυ­φλοῦ ὁ Κύ­ριος κον­το­στά­θη­κε καὶ δι­έ­τα­ξε νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σουν κον­τά Του. –Τί θέ­λεις νὰ σοῦ κά­νω; τὸν ρώ­τη­σε. Καὶ ὁ τυ­φλὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σπλάγ­χνα του φώ­να­ξε: – «Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω»! Τὸ φῶς μου, Κύ­ρι­ε, θέ­λω νὰ μοῦ δώ­σεις, νὰ ξα­να­δῶ! – «Ἀ­νά­βλε­ψον», ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἡ πί­στη σου σὲ ἔ­σω­σε! Καὶ ἀ­μέ­σως, τὴν ἴ­δια ἐ­κεί­νη στιγ­μή, ξα­να­βρῆ­κε τὸ φῶς του καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε τὸν Κύ­ριο δο­ξά­ζον­τας τὸν Θε­ό. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τοῦ λα­οῦ, βλέ­πον­τας αὐ­τὸ τὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ θαῦ­μα, ἀ­νύ­μνη­σε ὁ­λο­ψύ­χως τὸν Θε­ό. «Πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ», ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­τα ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής.
ΤΟ ΕΞΟΧΩΣ ΘΑΥΜΑΣΤΟ στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ τυ­φλοῦ εἶ­ναι πρω­τί­στως ἡ θερ­μή του πί­στη. Ἡ πί­στη ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος μέ­γας ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βίδ, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ τοῦ χα­ρί­σει τὸ φῶς. Ἐ­ξί­σου ὅ­μως θαυ­μα­στὴ εἶ­ναι καὶ ἡ ἐ­πι­μο­νή του νὰ πλη­σί­α­σει τὸν Κύ­ριο, πα­ρὰ τὰ ἐμ­πό­δια ποὺ τοῦ ἔ­βα­λαν οἱ ἄν­θρω­ποι.
Καὶ βλέ­που­με τί ἐκ­πλη­κτι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­χε ἡ πί­στη του καὶ ἡ ἐ­πι­μο­νή του. Ὄ­χι μό­νον ἀ­πέ­κτη­σε πά­λι τὸ φῶς του, ἀλ­λὰ καὶ ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μὴ νὰ δο­ξά­σουν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι τὸν Θε­ό. Ναί! Ὁ τυ­φλὸς ἔ­βα­λε, ὅ­πως λέ­με σή­με­ρα, γυα­λιὰ στοὺς ὑ­γι­εῖς. Τοὺς ἔ­δει­ξε πρω­τί­στως ὅ­τι Αὐ­τός, τὸν Ὁ­ποῖ­ον ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν, δὲν ἦ­ταν ἁ­πλῶς ὁ «Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος», ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι τοῦ εἶ­παν. Ἀλ­λὰ ὅ­τι ἦ­ταν ὁ «υἱ­ὸς Δαυ­ΐδ», ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ. Τοὺς ἔ­δει­ξε ἀ­κό­μη τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­πρε­πε νὰ Τὸν πλη­σιά­ζουν, μὲ πί­στη δη­λα­δὴ ἀ­κλό­νη­τη ὅ­τι γιὰ Κεῖ­νον τί­πο­τε δὲν εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το καὶ μπο­ρεῖ νὰ χα­ρί­ζει ἀ­κό­μη καὶ στοὺς τυ­φλοὺς τὸ φῶς. Τό­νω­σε ἔ­τσι τὴν πί­στη ὅ­λων, ἔ­γι­νε τὸ στή­ριγ­μά τους, ἀλ­λὰ καὶ ὁ­δη­γός τους πρὸς τὸν Θε­ό, ἀ­φοῦ τοὺς ἔ­κα­νε νὰ στρα­φοῦν μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη θερ­μό­τη­τα πρὸς Αὐ­τὸν καὶ ὁ­λο­ψύ­χως νὰ Τὸν δο­ξο­λο­γή­σουν.
Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ ἔ­κα­νε ὁ τυ­φλὸς τό­τε, μπο­ρεῖ νὰ τὸ κά­νει, ὅ­πως κα­τα­λα­βαί­νου­με, καὶ κά­θε τυ­φλὸς σή­με­ρα, ἀλ­λὰ καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ περ­νά­ει δο­κι­μα­σί­ες καὶ πει­ρα­σμοὺς στὴ ζω­ή του. Μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ γί­νει στή­ριγ­μα τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων καὶ ὁ­δη­γός τους πρὸς τὸν Θε­ό. Νὰ γί­νει ἀ­κό­μη ἀ­φορ­μὴ μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του νὰ δώ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι «αἶ­νον τῷ Θε­ῷ». Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ αὐ­τό;
Ὅ­πως τὸ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­λοι μας, ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ κα­θέ­νας ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὴν πά­θη­σή του, τὴ δο­κι­μα­σί­α του. Καὶ ὁ σω­στὸς τρό­πος ἀν­τι­με­τω­πί­σε­ως εἶ­ναι πρω­τί­στως τὸ νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει κα­νεὶς ὅ­τι ἡ δο­κι­μα­σί­α του δὲν εἶ­ναι κα­τά­ρα καὶ συμ­φο­ρά, ἀλ­λὰ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ εὐ­και­ρί­α ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρει ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ τὴν ἐκ­με­ταλ­λευ­θεῖ καὶ νὰ δεί­ξει τὴν πι­στό­τη­τά του σὲ Κεῖ­νον. Νὰ κα­τα­λά­βει πὼς οὐ­σι­α­στι­κὰ δὲν εἶ­ναι ἀ­δι­κη­μέ­νος, ἀλ­λὰ προ­νο­μι­οῦ­χος! Καὶ ὅ­τι ὅ­σο βα­ρύ­τε­ρα πά­σχει, ὅ­σο σκλη­ρό­τε­ρα οἱ κε­ραυ­νοὶ σκά­βουν τὴν ἴ­δια τὴ ζω­ή του, τό­σο πιὸ εὐ­νο­η­μέ­νος εἶ­ναι! Σ᾿ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση ὁ Θε­ὸς τὸν προ­ω­θεῖ πρὸς τὴν πρώ­τη θέ­ση. Τὸν προ­πο­νεῖ, θὰ λέ­γα­με, ἐ­ξαν­τλη­τι­κά, γιὰ νὰ κερ­δί­σει τὸ χρυ­σὸ με­τάλ­λιο. Τὸν ἑ­τοι­μά­ζει γιὰ τὶς πρῶ­τες θέ­σεις στὴ με­γά­λη, τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη δό­ξα τῆς θεί­ας Βα­σι­λεί­ας.
Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος τὸ ἐν­νο­ή­σει αὐ­τὸ κα­λά, τό­τε θὰ δέ­χε­ται μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὶς δο­κι­μα­σί­ες στὴ ζω­ή του καὶ θὰ γί­νε­ται ἔ­τσι στή­ριγ­μα τῶν ἀ­δελ­φῶν του, χα­ρὰ καὶ καύ­χη­μά τους, ἀλ­λὰ καὶ κα­θο­δη­γός τους πρὸς τὸν Θε­ό. Καὶ μπο­ρεῖ πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν νὰ χά­σει σὰν τὸν τυ­φλὸ τὸ φῶς του, νὰ μεί­νει καὶ αὐ­τὸς τυ­φλός, καὶ ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος οὐ­σι­α­στι­κὰ νὰ ὁ­δη­γεῖ τὴν πο­ρεί­α πολ­λῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων!
Ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο τί πιὸ πα­ρά­δο­ξο, ἀλ­λὰ καὶ τί με­γα­λει­ω­δέ­στε­ρο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­κρύ­σει κα­νείς;
Δό­ξα τῷ Θε­ῷ ποὺ ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μη τέ­τοι­ες εὐ­λο­γη­μέ­νες ψυ­χὲς ἀ­κό­μη καὶ στὴ δι­κή μας, τὴν τό­σο δι­ε­φθαρ­μέ­νη καὶ ἄ­πνο­η ἐ­πο­χή!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ


ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

πατήρ νδρέας ἐξομολογεῖ
τίς πιό κάτω Μέρες και Ὧρες:

ΔΕΥΤΕΡΑ 
  4.00 μ.μ.– 6.00 μ.μ.
ΤΕΤΑΡΤΗ
10.00 π.μ.– 12.00 μ.
 ΠΕΜΠΤΗ 
  4.00 μ.μ.– 6.00 μ.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
10.00 π.μ.– 12.00 μ.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΝ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  20/12/2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς πλο­ύ­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σιν συ­νε­ζω­ο­πο­ί­η­σεν τῷ Χρι­στῷ· χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι· καὶ συ­νή­γει­ρεν καὶ συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ, ἵ­να ἐν­δε­ί­ξη­ται ἐν τοῖς αἰ­ῶ­σι τοῖς ἐ­περ­χο­μέ­νοις τὸν ὑ­περ­βάλ­λον­τα πλοῦ­τον τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἐν χρη­στό­τη­τι ἐφ᾽ ἡ­μᾶς ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ. Τῇ γὰρ χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι διὰ τῆς πί­στε­ως· καὶ τοῦ­το οὐκ ἐξ ὑ­μῶν, Θε­οῦ τὸ δῶ­ρον· οὐκ ἐξ ἔρ­γων, ἵ­να μή τις καυ­χή­ση­ται. Αὐ­τοῦ γάρ ἐ­σμεν πο­ί­η­μα, κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς οἷς προ­η­το­ί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς ἵ­να ἐν αὐ­τοῖς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν.
                                   (Ἐφεσ. β΄[2] 4-10).
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ός πού εἶ­ναι πλού­σιος σέ ἔ­λε­ος, ἐ­ξαι­τί­ας τς πολ­λῆς του ἀ­γά­πης μέ τήν ὁ­ποί­α μς ἀ­γά­πη­σε, κι ἐ­νῶ ἀ­κό­μη ἤ­μα­σταν πνευ­μα­τι­κά νε­κροί ἐ­ξαι­τί­ας τν πα­ρα­βά­σε­ών μας, μς ζω­ο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κά μα­ζί μέ τόν Χρι­στό. Μέ τή χά­ρη το Θε­οῦ ἔ­χε­τε σω­θεῖ, κι ὄ­χι μέ δι­κά σας κα­τορ­θώ­μα­τα. Καί μς ἀ­νέ­στη­σε μα­ζί μέ τόν Χρι­στό καί μς ἔ­βα­λε νά κα­θί­σου­με μα­ζί του στά ἐ­που­ρά­νια. Καί ἀ­νά­στα­ση καί ἀ­νύ­ψω­σή μας αὐ­τή ἔ­γι­νε μέ τήν ἕ­νω­σή μας μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μς εὐ­ερ­γέ­τη­σε λοι­πόν τό­σο πο­λύ Θε­ός, γιά νά δεί­ξει στούς ­τε­λεύ­τη­τους αἰ­­νες τς μελ­λον­τι­κῆς ζω­ῆς τόν ­σύλ­λη­πτο πλοῦ­το τς χά­ρι­τός του μέ τήν ­γα­θό­τη­τα πού ­πέ­δει­ξε σέ μς μέ­σῳ το ­η­σοῦ Χρι­στοῦΚαί εἶ­ναι ὄν­τως ­σύλ­λη­πτος πλοῦ­τος τς χά­ρι­τος το Θε­οῦ. Δι­ό­τι μέ τή χά­ρη του ἔ­χε­τε σω­θεῖ μέ­σῳ τς πί­στε­ως. Καί σω­τη­ρί­α σας αὐ­τή διά τς πί­στε­ως δέν προ­ῆλ­θε ἀ­πό σς· δῶ­ρο Θε­οῦ εἶ­ναι αὐ­τό. Δέν σω­θή­κα­τε μέ τά δι­κά σας ἔρ­γα, γιά νά μήν ἔ­χει κα­νείς τό δι­καί­ω­μα νά καυ­χη­θεῖ. Δι­ό­τι καί ς ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά προ­πάν­των ς ἀ­να­γεν­νη­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, δι­κό του δη­μι­ούρ­γη­μα εἴ­μα­στε, πού δη­μι­ουρ­γη­θή­κα­με γιά νά μέ­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί νά κά­νου­με κα­λά ἔρ­γα, γιά τά ὁ­ποῖ­α μς προ­ε­τοί­μα­σε Θε­ός ὥ­στε νά πο­ρευ­θοῦ­με καί νά ζή­σου­με τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας μ’ αὐ­τά.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.                               
  (Λουκ. ιη΄[18] 18 – 27)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΕΝΑ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Ὁ πλού­σιος νέ­ος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­φοῦ ξε­πέ­ρα­σε χω­ρὶς δυ­σκο­λί­α τὸν πε­ρί­γε­λω τῶν Φα­ρι­σαί­ων, τὴ μι­κρό­νοι­α τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καὶ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τῶν Ἡ­ρω­δια­νῶν, πλη­σί­α­σε τὸν Κύ­ριο. Στὰ στή­θη του κτυ­ποῦ­σε μί­α καρ­διὰ φλο­γε­ρή, στὰ μά­τια του ἔ­λαμ­πε ὁ πό­θος τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος. Ἕ­νας πό­θος ποὺ ξε­χεί­λι­σε μὲ αὐ­τὸ τὸ τό­σο καί­ριο καὶ ση­μαν­τι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα, ποὺ Τοῦ ἀ­πηύ­θυ­νε: «Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ», τοῦ εἶ­πε, «τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;», τί πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νὰ κερ­δί­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή;
ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα καὶ τὴ θλι­βε­ρὴ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως θὰ τὰ δοῦ­με βέ­βαι­α στὴ συ­νέ­χεια, τώ­ρα ὅ­μως θὰ ἄ­ξι­ζε νὰ ἐ­πι­μεί­νου­με γιὰ λί­γο σ᾿ αὐ­τὸ τοῦ­το τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος, στὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον δη­λα­δὴ τοῦ πλου­σί­ου νέ­ου γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή.
Ἦ­ταν πράγ­μα­τι ἕ­να ἁ­γνὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, εἰ­λι­κρι­νές. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μά του ἦ­ταν ξε­χεί­λι­σμα τῆς ψυ­χῆς του. Ἦ­ταν μιὰ κί­νη­ση γεν­ναί­α νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὴ γε­νι­κὴ νο­ο­τρο­πί­α, ἀ­πὸ τὴ με­τρι­ό­τη­τα τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει κά­τι με­γά­λο καὶ ὑ­ψη­λό.
Ὡς πρὸς αὐ­τὸ λοι­πὸν τὸ ση­μεῖ­ο ὁ πλού­σιος αὐ­τὸς νέ­ος εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τος καὶ ἀ­ξι­ο­μί­μη­τος. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως, θὰ λέ­γα­με, στὴν ἐ­πο­χή μας, ποὺ εἶ­ναι μιὰ κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὴ ἐ­πο­χή. Μιὰ ἐ­πο­χή, ποὺ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ρα­δι­ό­φω­να, τὶς τη­λε­ο­ρά­σεις καὶ τὰ ποι­κί­λα ἔν­τυ­πα, θέ­λει νὰ ἐ­πι­βά­λει σὲ ὅ­λους τὸν ἴ­διο ρυθ­μό. Νὰ ντύ­νον­ται ὅ­λοι μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, νὰ φέ­ρον­ται ὅ­λοι μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ὅ­λοι νὰ σκέ­πτον­ται. Καὶ χρει­ά­ζε­ται ἀ­σφα­λῶς με­γά­λη γεν­ναι­ό­τη­τα γιὰ νὰ ξε­φύ­γει κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ νο­ο­τρο­πί­α καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει στὴ ζω­ή του κά­τι ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ εἰ­σο­δή­μα­τος καὶ τὸ κυ­νή­γι τῶν ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἡ­δο­νῶν.
Ἂς τὸ φέ­ρου­με ὅ­μως τὸ ζή­τη­μα πιὸ κον­τά μας ἀ­κό­μη. Κον­τά μας, ἐν­νο­εῖ­ται, σὲ μᾶς τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νούς, ποὺ ζοῦ­με μέ­σα στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὴν ἀ­γα­ποῦ­με καὶ τρέ­χου­με συ­χνὰ στὶς τό­σες εὐ­και­ρί­ες ποῦ μᾶς προ­σφέ­ρει. Ἂς δοῦ­με, λοι­πόν: τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στὴν ψυ­χή μας; Τί εἶ­ναι αὐ­τό, γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­στρέ­φον­ται οἱ συ­ζη­τή­σεις μας; Ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε ἄ­ρα­γε γιὰ τὰ με­γά­λα καὶ οὐ­σι­ώ­δη, γιὰ τὸ τί θὰ πρέ­πει νὰ κά­νου­με προ­κει­μέ­νου νὰ κερ­δί­σου­με τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ἢ μή­πως τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας ὅ­λο ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὰ κα­θη­με­ρι­νὰ προ­βλή­μα­τα; Στὶς οἰ­κο­νο­μι­κὲς δη­λα­δὴ δυ­σκο­λί­ες, στὰ πο­λι­τι­κά, στὰ ἐ­πί­και­ρα γε­γο­νό­τα, στὰ μα­θή­μα­τα οἱ σπου­δα­στές, στὶς προ­ό­δους οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀ­κό­μη καὶ στὰ ἀ­θλη­τι­κά;
Ὢ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς μᾶς πε­ρι­κυ­κλώ­νουν ἀ­πὸ παν­τοῦ τὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ ἑ­νὸς κό­σ­μου ποὺ λα­τρεύ­ει τὴν ὕ­λη καὶ ἐ­ξαν­τλεῖ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του ἐ­πά­νω στὴ γῆ. Καὶ ἀ­σφα­λῶς αὐ­τὸ ὅ­λους μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζει. Αὐ­τὸς ὅ­μως εἶ­ναι καὶ ὁ ἀ­γώ­νας μας! Νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με, ζών­τας σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο τῶν μα­ται­ο­τή­των, νὰ ἀ­τε­νί­ζου­με τὸν οὐ­ρα­νό, τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα! Νὰ μὴν ξε­χνι­ώ­μα­στε λοι­πὸν σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο. Νὰ μὴν ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν πολ­λῶν. Νὰ ζοῦ­με πάν­τα μὲ τὸν πό­θο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός μας· ἡ θεί­α Βα­σι­λεί­α. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἐ­κεῖ κυ­ρί­ως πρέ­πει νὰ εἶ­ναι στραμ­μέ­νο τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας, οἱ πό­θοι μας, τὰ ὄ­νει­ρά μας.
2. Η ΚΡΥΦΗ ΠΛΗΓΗ
Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου στὸ ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ νέ­ου δὲν πε­ρι­εῖ­χε κά­τι τὸ και­νούρ­γιο καὶ ἐν­τυ­πω­σια­κό, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος, φαί­νε­ται, ἐ­πε­ρί­με­νε. – Ἀ­φοῦ μὲ θε­ω­ρεῖς ἁ­πλὸν ἄν­θρω­πο, τοῦ λέ­γει ὁ Κύ­ριος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­θε­αυ­τὸν ἀ­γα­θὸς δὲν εἶ­ναι κα­νέ­νας, πα­ρὰ μό­νον ὁ Θε­ός. Ὅ­σο γιὰ τὸ ἐ­ρώ­τη­μά σου, τὶς ἐν­το­λὲς τὶς ξέ­ρεις· νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ φο­νεύ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Αὐ­τὰ ἂν τὰ ἐ­φαρ­μό­σεις, θὰ κερ­δί­σεις τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. –Ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­πάν­τη­σε ὁ πλού­σιος νέ­ος, τὰ ἐ­φύ­λα­ξα ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δί. –Τό­τε, ἕ­να μό­νο σοῦ λεί­πει ἀ­κό­μα, τοῦ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, ἀ­πο­κτών­τας ἔ­τσι θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό. Καὶ ὅ­ταν τὸ κά­νεις αὐ­τό, ἔ­λα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σέ με σὰν μα­θη­τής μου.
Μέ­χρις ἐ­δῶ ἦ­ταν. Μό­λις ἄ­κου­σε τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου ὁ νέ­ος ἐ­κεῖ­νος, «πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το». Φαρ­μα­κώ­θη­κε, ἔ­σκυ­ψε τὸ κε­φά­λι του καὶ ἔ­φυ­γε μα­ρα­μέ­νος. Ἦ­ταν, μᾶς λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής, «πλού­σιος σφό­δρα». Ἦ­ταν πλού­σιος πο­λὺ καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­στεῖ τὰ πλού­τη του. –Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ὅ­σοι ἔ­χουν πλού­τη, εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, κα­θὼς τὸν εἶ­δε ἔ­τσι νὰ σκυ­θρω­πά­ζει. Εὐ­κο­λό­τε­ρο εἶ­ναι, συμ­πλή­ρω­σε, νὰ πε­ρά­σει μιὰ γκα­μή­λα ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα ποὺ κά­νει ἕ­να βε­λό­νι, πα­ρὰ νὰ μπεῖ κάποι­ος πλού­σιος στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. –Ἀλ­λὰ τό­τε, ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ; ἐ­ρώ­τη­σαν ἀ­πο­ρη­μέ­νοι οἱ ἀ­κρο­α­τές Του. Καὶ ὁ Κύ­ριος ἀ­πάν­τη­σε: –Αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τα γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ γιὰ τὸν Θε­ό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δί­νει τὴ Χά­ρη Του καὶ στοὺς κα­λο­προ­αί­ρε­τους πλου­σί­ους καὶ ξε­κολ­λά­ει τὴν καρ­διά τους ἀ­πὸ τὸ χρῆ­μα καὶ τοὺς κά­νει ἄ­ξιους τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ἦ­ταν, ὅ­πως εἴ­δα­με, ἡ τε­λευ­ταί­α κί­νη­ση τοῦ κα­λο­προ­αί­ρε­του αὐ­τοῦ νέ­ου. Ἔ­φτα­σε τό­σο κον­τὰ στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, τε­λι­κὰ ὅ­μως κα­τρα­κύ­λη­σε στοὺς βάλ­τους τῆς γῆς. Ἦ­ταν προ­σε­κτι­κὸς στὴ ζω­ή του, ἦ­ταν με­τρη­μέ­νος, σε­βα­στι­κὸς στοὺς γο­νεῖς, φυ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ βα­ρει­ὲς ἁ­μαρ­τί­ες. Εἶ­χε μό­νο μί­α ἀ­δυ­να­μί­α, μί­α μο­νά­χα: ἀ­γα­ποῦ­σε τὴ γῆ, τὸ χρῆ­μα. Ἦ­ταν βέ­βαι­α πλού­σιος πο­λύ. Καὶ αὐ­τὴ ἡ μί­α ἀ­δυ­να­μί­α τὸν ἔ­θα­ψε. Μό­λις ὁ Κύ­ριος ἄγ­γι­ξε τὴν κρυ­φὴ αὐ­τὴ πλη­γή του, γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει, ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. Ξέ­χα­σε τοὺς ὡ­ραί­ους πό­θους καὶ τοὺς ὑ­πέ­ρο­χους ὁ­ρα­μα­τι­σμούς του γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, καὶ δι­ά­λε­ξε τὰ πλού­τη του ἐ­πά­νω στὴ γῆ. Τὸν ἔ­φα­γε αὐ­τὴ ἡ μί­α του ἀ­δυ­να­μί­α, ἡ κρυ­φὴ πλη­γή του, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ πλού­του!
Ἡ μί­α ἀ­δυ­να­μί­α! Πό­σοι ἀ­λή­θεια τοῦ μοιά­ζουν αὐ­τοῦ του νέ­ου, ἢ μᾶλ­λον πό­σοι τοῦ μοι­ά­ζου­με! Πολ­λοὶ σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ εἴ­μα­στε πρό­θυ­μοι νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό, ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νὰ βροῦ­με κον­τά Του τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴ χα­ρά, τὴν εὐ­τυ­χί­α. Ὅ­μως...
Ὅ­μως, μό­λις ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος ζη­τά­ει, προ­κει­μέ­νου νὰ ἑ­νω­θεῖ μα­ζί μας, νὰ ἀ­παρ­νη­θοῦ­με κά­ποι­α ἔ­νο­χη ἀ­δυ­να­μί­α μας, ἀρ­χί­ζου­με οἱ πιὸ πολ­λοὶ νὰ στρέ­φου­με ἀλ­λοῦ τὰ βλέμ­μα­τά μας. «Κα­λὴ εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὡ­ραῖ­α καὶ ὑ­πέ­ρο­χα τὰ ὅ­σα μᾶς   ὑ­πό­σχε­ται...   ἀλ­λά...».    Ἐ­δῶ σκον­τά­φτου­με, στὸ «ἀλ­λά». Δὲν θέ­λου­με νὰ ἐ­πι­τρέ­ψου­με στὸν Χρι­στὸ νὰ ἀγ­γί­ξει τὴν ἔ­νο­χη ἀ­δυ­να­μί­α μας. Εἴ­τε ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸ χρῆ­μα εἶ­ναι αὐ­τή, εἴ­τε ἡ φι­λη­δο­νί­α, εἴ­τε ἡ φι­λα­ρέ­σκεια καὶ ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, εἴ­τε ἡ χαρ­το­παι­ξί­α, ἡ μέ­θη, ἡ ζή­λεια κ.τ.λ. Καὶ βέ­βαι­α εἶ­ναι πλέ­ον φυ­σι­κό, ὅ­ταν Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει νὰ τὴν δι­ώ­χνει, νὰ σκυ­θρω­πά­ζου­με καὶ ὅ­λα νὰ μᾶς φταῖ­νε· οἱ ἱ­ε­ρεῖς, τὰ κη­ρύγ­μα­τα, ἡ ψαλ­μω­δί­α, τὰ πάν­τα... Μᾶς φταῖ­νε. Τί μᾶς φταῖ­νε; Μᾶς φταί­ει μο­νά­χα ἐ­κεί­νη ἡ μί­α, ἡ κρυ­φή μας πλη­γή, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α ποὺ δὲν θέ­λου­με νὰ ἀ­παρ­νη­θοῦ­με, τί­πο­τε ἄλ­λο.
Ἀλ­λά, ἀ­δελ­φοί, χω­ρὶς κά­ποι­ες θυ­σί­ες, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ με­γά­λη, τὴν ἀ­τέ­λει­ω­τη, τὴν αἰ­ώ­νια χα­ρὰ τοῦ Χρι­στοῦ μας; Αἰ­ώ­νια ζω­ὴ χω­ρὶς τὸν Χρι­στὸ δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρὶς τὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἡ Κό­λα­σις. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Λοι­πόν, γιὰ λί­γα χρό­νια σκλα­βιᾶς στὴ μί­α, τὴν κρυ­φὴ ἀ­δυ­να­μί­α μας, νὰ στε­ρη­θοῦ­με τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα; Ὄ­χι, πο­τέ! Ἀλ­λὰ νὰ θυ­σι­ά­σου­με τὰ πάν­τα γιὰ Ἐ­κεῖ­νον καὶ ὁ­λό­ψυ­χα γιὰ πάν­τα νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)