Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
(10 Ν­Ο­Ε­Μ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2019)




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.
                                                                                (Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι' αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας ἀνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικού θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἀνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Τῷ κ­α­ι­ρῷ ἐ­κ­ε­ί­νῳ, ν­ο­μ­ι­κ­ός τ­ις π­ρ­ο­σ­ῆ­λ­θε τῷ ᾿Ι­η­σ­οῦ, π­ε­ι­ρ­ά­ζ­ων α­ὐ­τ­ὸν, καὶ λ­έ­γ­ων· Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, τί π­ο­ι­ή­σ­ας ζ­ω­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ι­ον κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ή­σω; Ὁ δὲ ε­ἶ­πε π­ρ­ὸς α­ὐ­τ­όν· ἐν τῷ ν­ό­μῳ τί γ­έ­γ­ρ­α­π­τ­αι; π­ῶς ἀ­ν­α­γ­ι­ν­ώ­σ­κ­ε­ις; Ὁ δὲ ἀ­π­ο­κ­ρ­ι­θεὶς ε­ἶ­π­εν· Ἀ­γ­α­π­ή­σ­ε­ις Κ­ύ­ρ­ι­ον τ­ὸν Θ­ε­όν σ­ου ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ί­ας σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς ἰ­σ­χ­ύ­ος σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς δ­ι­α­νο­ί­ας σ­ου, κ­αὶ τ­ὸν π­λ­η­σ­ί­ον σ­ου ὡς ἑ­α­υ­τ­όν. Ε­ἶ­πε δὲ α­ὐ­τῷ· Ὀ­ρ­θ­ῶς ἀ­π­ε­κ­ρ­ί­θ­ης· τ­ο­ῦ­το π­ο­ί­ει κ­αὶ ζ­ή­σῃ. Ὁ δὲ θ­έ­λ­ων δ­ι­κ­α­ι­ο­ῦν ἑ­α­υ­τ­ὸν, ε­ἶ­πε π­ρ­ὸς τ­ὸν ᾿Ι­η­σ­ο­ῦν· Κ­αί τ­ίς ἐ­σ­τί μ­ου π­λ­η­σ­ί­ον; Ὑ­π­ο­λ­α­β­ὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σ­ο­ῦς ε­ἶ­π­εν· Ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ός τ­ις κ­α­τ­έ­β­α­ι­ν­εν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ὴμ ε­ἰς ῾Ι­ε­ρ­ι­χώ, κ­αὶ λ­η­σ­τ­α­ῖς π­ε­ρ­ι­έ­π­ε­σ­εν· οἳ καὶ ἐ­κ­δ­ύ­σ­α­ν­τ­ες α­ὐ­τ­ὸν, κ­αὶ π­λ­η­γ­ὰς ἐ­π­ι­θ­έ­ν­τ­ες ἀ­π­ῆ­λ­θ­ον, ἀ­φ­έ­ν­τ­ες ἡ­μ­ι­θ­α­νῆ τ­υ­γ­χ­ά­ν­ο­ν­τα. Κ­α­τὰ σ­υ­γ­κ­υ­ρ­ί­αν δὲ ἱ­ε­ρ­ε­ύς τ­ις κ­α­τ­έ­β­α­ι­ν­εν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κ­ε­ί­νῃ, κ­αὶ ἰ­δ­ὼν α­ὐ­τ­ὸν ἀ­ν­τ­ι­π­α­ρ­ῆ­λ­θ­εν. Ὁ­μ­ο­ί­ως δὲ κ­αὶ Λ­ε­υ­ΐ­τ­ης, γ­ε­ν­ό­μ­ε­ν­ος κ­α­τὰ τ­ὸν τ­ό­π­ον, ἐ­λ­θ­ὼν κ­αὶ ἰ­δ­ὼν, ἀ­ν­τ­ι­π­α­ρ­ῆ­λ­θε. Σ­α­μ­α­ρ­ε­ί­τ­ης δέ τ­ις ὁ­δ­ε­ύ­ων ἦ­λ­θε κ­ατ᾿ α­ὐ­τ­όν, κ­αὶ ἰ­δ­ὼν α­ὐ­τ­ὸν ἐ­σ­π­λ­α­γ­χ­ν­ί­σ­θη, κ­αὶ π­ρ­ο­σ­ε­λ­θ­ὼν κ­α­τ­έ­δ­η­σε τὰ τ­ρ­α­ύ­μ­α­τα α­ὐ­τ­οῦ, ἐ­π­ι­χ­έ­ων ἔ­λ­α­ι­ον κ­αὶ ο­ἶ­ν­ον, ἐ­π­ι­β­ι­β­ά­σ­ας δὲ α­ὐ­τ­ὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­δ­ι­ον κ­τ­ῆ­ν­ος, ἤ­γ­α­γ­εν α­ὐ­τ­ὸν ε­ἰς π­α­ν­δ­ο­χ­ε­ῖ­ον, κ­αὶ ἐ­π­ε­μ­ε­λ­ή­θη α­ὐ­τ­οῦ· κ­αὶ ἐ­πὶ τ­ὴν α­ὔ­ρ­ι­ον ἐ­ξ­ελ­θ­ών, ἐ­κ­β­α­λ­ὼν δ­ύο δ­η­ν­ά­ρ­ια ἔ­δ­ω­κε τῷ π­α­ν­δ­ο­χ­εῖ κ­αὶ εἶ­π­εν α­ὐ­τῷ· Ἐ­π­ι­μ­ε­λή­θ­η­τι α­ὐ­τ­οῦ, κ­αὶ ὅ,τι ἂν π­ρ­ο­σ­δ­α­π­α­ν­ή­σ­ῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­π­α­ν­έ­ρ­χ­ε­σ­θ­αί με ἀ­πο­δ­ώ­σω σ­οι. Τ­ίς ο­ὖν τ­ο­ύ­τ­ων τ­ῶν τ­ρ­ι­ῶν π­λ­η­σ­ί­ον δ­ο­κ­εῖ σ­οι γ­ε­γ­ο­ν­έ­ν­αι τ­οῦ ἐ­μ­π­ε­σ­ό­ν­τ­ος ε­ἰς τ­ο­ὺς λ­ῃ­σ­τ­άς;  Ὁ δὲ ε­ἶ­π­εν· Ὁ πο­ι­ή­σ­ας τὸ ἔ­λ­ε­ος μ­ετ᾿ α­ὐ­τ­οῦ. Ε­ἶ­π­εν ο­ὖν α­ὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σ­ο­ῦς· Π­ο­ρ­ε­ύ­ου κ­αὶ σὺ π­ο­ί­ει ὁ­μ­ο­ί­ως.    
                                                                                                     (Λ­ο­υκ. ι΄[10] 25 – 37)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
– «Δι­δά­σκα­λε τί πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή;», ρώ­τη­σε ἕ­νας Ἑ­βραῖ­ος «νο­μι­κός», ἐ­ξη­γη­τὴς δη­λα­δὴ τοῦ Νό­μου τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, τὸν Κύ­ριον. Δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ὁ ὑ­πο­κρι­τὴς νὰ μά­θει τί πρέ­πει νὰ κά­νει γιὰ νὰ σω­θεῖ, ἀλ­λὰ ὑ­πέ­βα­λε αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα μὲ σκο­πὸ νὰ πει­ρά­ξει τὸν Κύ­ριο, νὰ τὸν φέ­ρει, ὅ­πως νό­μι­ζε, σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση. Ὁ Κύ­ριος γνώ­ρι­ζε βέ­βαι­α τοὺς κα­κοὺς σκο­πούς του, ἀλ­λὰ δὲν τὸν ξε­συ­νε­ρί­στη­κε. Τοῦ ἀ­πάν­τη­σε καὶ ὁ Ἴ­διος μὲ μιὰ νέ­α ἐ­ρώ­τη­ση: –Στὸν Νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ σχε­τι­κῶς; Ἐ­σὺ ποὺ τὸν με­λε­τᾶς, πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι;
–Εἶ­ναι γραμ­μέ­νο, ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος, πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­γα­πᾶς «Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου» μὲ ὅ­λη τὴν καρ­διά σου καὶ μὲ ὅ­λη τὴν ψυ­χή σου καὶ μὲ ὅ­λη τὴ δύ­να­μή σου καὶ μὲ ὅ­λη τὴ δι­ά­νοι­ά σου. Καὶ ἀ­κό­μη, νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν «πλη­σί­ον» σου ὅ­πως τὸν ἑ­αυ­τόν σου. –Σω­στὰ ἀ­πάν­τη­σες. Αὐ­τὸ νὰ κά­νεις κι ἐ­σὺ καὶ θὰ κερ­δί­σεις τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, τοῦ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος.
«ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ ὅ­λης της ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου».
Ἡ λέ­ξη «καρ­δί­α» ἐ­δῶ φα­νε­ρώ­νει ὅ­λον τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐ­νῶ οἱ λέ­ξεις «ψυ­χή», «ἰ­σχύς» καὶ «δι­ά­νοι­α» ἀ­να­φέ­ρον­ται στὰ τμή­μα­τα αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου. Ἠ λέ­ξη «ψυ­χὴ» ἐκ­φρά­ζει τὸ συ­ναί­σθη­μα, ἡ λέ­ξη «ἰ­σχὺς» τὴ θέ­λη­ση καὶ ἡ λέ­ξη «δι­ά­νοι­α» τὸν νοῦ, τὴ σκέ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἑ­πο­μέ­νως τὰ λό­για αὐ­τὰ τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ση­μαί­νουν πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­γα­πᾶ­με τὸν Θε­ὸ μὲ ὅ­λο τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας, δη­λα­δὴ καὶ μὲ τὸ συ­ναί­σθη­μα (ψυ­χὴ) καὶ μὲ τὴ θέ­λη­ση (ἰ­σχὺς) καὶ μὲ τὸν νοῦ μας (δι­ά­νοι­α).
Στὴν πρά­ξη τώ­ρα, ἀ­γά­πη «ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας» ση­μαί­νει πὼς ἡ φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὸν Θε­ὸ πρέ­πει μέ­σα μας νὰ καί­ει δια­ρκῶς καὶ νὰ σκε­πά­ζει κά­θε ἄλ­λη ἀ­γά­πη. Νὰ εἶ­ναι ἡ πιὸ με­γά­λη φλό­γα, καμ­μί­α ἄλ­λη ἀ­γά­πη νὰ μὴν ξε­περ­νά­ει τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Δη­μι­ουρ­γό μας. Οὔ­τε τῶν γο­νέ­ων πρὸς τὰ παι­διά, οὔ­τε τῶν παι­δι­ῶν πρὸς τοὺς γο­νεῖς, οὔ­τε τῶν συ­ζύ­γων με­τα­ξύ τους, οὔ­τε πρὸς ἄλ­λο πρό­σω­πο ἢ πράγ­μα (χρή­μα­τα, κτή­μα­τα, ἐ­πι­στή­μη, ἀ­θλή­μα­τα κ.τ.λ.).
Νὰ εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως ἀ­γά­πη «ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς», πλού­σια δη­λα­δὴ καὶ θερ­μή, ὄ­χι ἄ­ψυ­χη καὶ πα­γω­μέ­νη. Ὅ­ταν προ­σευ­χό­μα­στε, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἢ ὅ­ταν με­τέ­χου­με στὴ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νὰ μὴν προ­σφέ­ρου­με στὸν Θε­ὸ χα­σμου­ρη­τὰ καὶ ἀ­φη­ρη­μά­δα, ἀλ­λὰ λα­τρεί­α θερ­μή, μὲ αἰ­σθή­μα­τα ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως, μὲ συν­τρι­βὴ καὶ κα­τά­νυ­ξη, μὲ πό­θο πο­λύ.
Νὰ εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἀ­γά­πη «ἐξ ὅ­λης της ἰ­σχύ­ος». Ὄ­χι μό­νο συ­ναί­σθη­μα, ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­χνὰ μὲ πολ­λοὺς καὶ μά­λι­στα τὶς γυ­ναῖ­κες, ἀλλὰ καὶ θέ­λη­ση, δη­λα­δὴ ἀ­γώ­να κα­θη­με­ρι­νὸ γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή μας, γιὰ τὴ συμ­μόρ­φω­ση τῆς ζω­ῆς μας πρὸς τὸ θέ­λη­μά Του. Ὄ­χι ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­γά­λους σταυ­ροὺς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἀ­πά­τες στὴ δου­λειά μας ἢ θε­λη­μα­τι­κὴ ὑ­πο­δού­λω­ση σὲ ἁ­μαρ­τω­λὰ πά­θη καὶ ἡ­δο­νές.
Καὶ βέ­βαι­α νὰ εἶ­ναι ἀ­γά­πη «ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας». Κι αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς τὸ κύ­ριο θέ­μα ποὺ θὰ ἀ­πα­σχο­λεῖ τὸν νοῦ μας πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Πα­ρα­πά­νω ἀπ᾿ ὅ­σο σκέ­πτον­ται οἱ ἔμ­πο­ροι τὰ χρή­μα­τα, οἱ φι­λό­σο­φοι τὶς θε­ω­ρί­ες τους καὶ οἱ ἀ­στρο­νό­μοι τ᾿ ἀ­στέ­ρια, θὰ πρέ­πει νὰ σκε­πτό­μα­στε οἱ πι­στοὶ τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸ ποὺ ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος τὸ εἶ­πε τό­σο ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά: «μνη­μο­νευ­τέ­ον τοῦ Θε­οῦ μᾶλ­λον ἢ ἀ­να­πνευ­στέ­ον»· εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ θυ­μό­μα­στε τὸν Θε­ὸ πιὸ συ­χνὰ καὶ ἀ­πὸ τοῦ νὰ ἀ­να­πνέ­ου­με.
«Ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας». Ἕ­να ὁ­λο­καύ­τω­μα τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ μας κό­σμου στὸν βω­μὸ τῆς θεί­ας Ἀ­γά­πης. Ἄλ­λα ὄ­χι μό­νον αὐ­τῆς.
2. ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ
Ὅ­ταν ὁ «νο­μι­κὸς» ἄ­κου­σε τὸν Κύ­ριο νὰ τὸν ἐ­παι­νεῖ γιὰ τὴν ἀ­πάν­τη­ση ποὺ ἔ­δω­σε, κα­τά­λα­βε πὼς εἶ­χε ἐ­κτε­θεῖ στὰ μά­τια τῶν ἀν­θρώ­πων. Γιὰ νὰ δι­και­ο­λο­γη­θεῖ λοι­πὸν ποὺ ἐ­ρώ­τη­σε κά­τι, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο γνώ­ρι­ζε τὴν ἀ­πάν­τη­ση, ὑ­πέ­βα­λε νέ­α ἐ­ρώ­τη­ση στὸν Κύ­ριο λέ­γον­τας: –Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ πλη­σί­ον μου, τὸν ὁ­ποῖ­ον ὀ­φεί­λω, σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, νὰ ἀ­γα­πή­σω σὰν τὸν ἑ­αυ­τό μου;
Μὲ ἀ­φορ­μὴ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τὸ τοῦ «νο­μι­κοῦ» ὁ Κύ­ριος ἄρ­χι­σε νὰ δι­η­γεῖ­ται τὴ θαυ­μά­σια πα­ρα­βο­λὴ τοῦ κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­του.
Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, εἶ­πε, κα­τε­βαί­νον­τας ἀ­πὸ τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ, ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια λη­στῶν οἱ ὁποῖοι τὸν λή­στευ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν καὶ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σοπεθα­μέ­νο στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου. Σὲ λί­γο ἀ­κού­στη­καν βή­μα­τα στὴν ἐ­ρη­μιὰ ἐ­κεί­νη καὶ ὁ πλη­γω­μέ­νος ἀ­να­θάρ­ρη­σε. Ἦ­ταν – γιὰ κα­λή του τύ­χη – ἕ­νας ἱ­ε­ρεὺς τοῦ Να­οῦ τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων. «Ἱ­ε­ρεὺς εἶ­ναι, σώ­θη­κα!», θὰ εἶ­πε ἀ­πὸ μέ­σα του ὁ δύ­στυ­χος, μό­λις τὸν εἶ­δε. Ἀλ­λὰ δὲν σώ­θη­κε. Ὁ ἱ­ε­ρεὺς τοῦ ἔρ­ρι­ξε μό­νο ἕ­να βλέμ­μα καὶ γρή­γο­ρα ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε. Τὸ ἴ­διο ἔ­κα­νε καὶ ὁ ἑ­πό­με­νος δι­α­βά­της, ποὺ ἦ­ταν Λευ­ί­της, ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος καὶ αὐ­τὸς στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Να­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Πλη­σί­α­σε, τοῦ ἔρ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ καὶ ἔ­φυ­γε. Τώ­ρα και­νούρ­για βή­μα­τα ἀ­κού­γον­ται. Ὁ πλη­γω­μέ­νος κυτ­τά­ζει μὲ ἐλ­πί­δα, ἀλ­λὰ πα­γώ­νει ὁ­λό­κλη­ρος. «Σα­μα­ρεί­της εἶ­ναι, χά­θη­κα», θὰ ψι­θύ­ρι­σε. Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της, ποὺ οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες ἦ­σαν θα­νά­σι­μοι ἐ­χθροὶ μὲ τοὺς Ἑ­βραί­ους.
Ὅ­μως, ὁ Σα­μα­ρεί­της αὐ­τὸς φέ­ρε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά. Συμ­πο­νεῖ τὸν πλη­γω­μέ­νο, τὸν πε­ρι­ποι­εῖ­ται κα­θα­ρί­ζον­τας τὰ τραύ­μα­τά του μὲ κρα­σὶ γιὰ νὰ τὰ ἀ­πο­στει­ρώ­σει καὶ μὲ λά­δι γιὰ νὰ μα­λα­κώ­σουν οἱ πλη­γές, τὰ δέ­νει προ­σε­κτι­κά, τὸν φορ­τώ­νει στὸ ζῶ­ο του καὶ τὸν ὁ­δη­γεῖ σὲ ἕ­να χά­νι, ὅ­που τὸν φρον­τί­ζει ὅ­λη τὴ νύ­χτα. Τὸ πρω­ὶ δέ, ὅ­ταν ὁ κίν­δυ­νος εἶ­χε πιὰ πε­ρά­σει, ξε­κί­νη­σε νὰ φύ­γει, ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο δύ­ο δη­νά­ρια καὶ τοῦ εἶ­πε: «πε­ρι­ποι­ή­σου τον καὶ ὅ,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ξο­δεύ­σεις, ἐ­γὼ ἐ­πι­στρέ­φον­τας θὰ σοῦ τὸ ἐ­ξο­φλή­σω».
–Ποι­ὸς λοι­πὸν ἀ­πὸ τοὺς τρεῖς, ἐ­ρω­τᾶ ὁ Κύ­ριος τὸν «νο­μι­κό», νο­μί­ζεις ὅ­τι ἀ­πε­δεί­χθει «πλη­σί­ον» τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λη­στάς; – Ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸν συμ­πό­νε­σε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε, ἀ­παν­τᾶ ὁ «νο­μι­κός». –Πή­γαι­νε λοι­πὸν καὶ σὺ καὶ κά­νε τὸ ἴ­διο, συ­νε­πλή­ρω­σε ὁ Κύ­ριος, κλεί­νον­τας αὐ­τὴν τὴν πρω­τό­τυ­πη συ­ζή­τη­ση.
Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ! Μιὰ συγ­κι­νη­τι­κὴ μορ­φή, στὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριος οὐ­σι­α­στι­κὰ ἀ­πει­κό­νι­σε τὸν Ἴ­διο τὸν Ἑ­αυ­τό Του. Δι­ό­τι Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος καὶ κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν κα­λὸς Σα­μα­ρεί­της. Αὐ­τὸς ὁ Ὁ­ποῖ­ος βλέ­πον­τας τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος αἱ­μό­φυρ­το στὰ χέ­ρια ἀ­παί­σι­ων λη­στῶν – τῶν δαι­μό­νων – δὲν τὸ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ἀ­βο­ή­θη­το, ὅ­πως ὁ ἱ­ε­ρεὺς καὶ ὁ Λευ­ΐ­της, ὁ Νό­μος δη­λα­δὴ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ποὺ δὲν ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ λυ­τρώ­σει ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ἀλ­λὰ τὸ «ἐ­σπλαγ­χνί­σθη», τὸ συμ­πό­νε­σε, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­γι­νε ὁ Ἴ­διος ἄν­θρω­πος καὶ μὲ τὸ λά­δι (τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του) καὶ μὲ τὸν οἶ­νον (τὸ Αἷ­μα τῆς λυ­τρω­τι­κῆς θυ­σί­ας Του) τὸ ­θε­ρά­πευ­σε ἀ­πὸ τὰ θα­νά­σι­μα τραύ­μα­τα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ μέ­σα στὸ θε­ϊ­κό Του παν­δο­χεῖ­ο (τὴν Ἐκ­κλη­σί­α) ἀ­πο­κα­θι­στᾶ κα­θέ­ναν, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέ­χε­ται νὰ Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σει σὲ πλή­ρη ὑ­γεί­α, καὶ τὸν ἀ­να­δει­κνύ­ει μέ­το­χο τῆς ἀ­πεί­ρου χα­ρᾶς καὶ δό­ξης τῆς Βα­σι­λεί­ας Του.
Αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια, τὴν ἄ­πει­ρη δι­κή Του ἀ­γά­πη μᾶς κα­λεῖ ὁ Κύ­ριος τώ­ρα νὰ δεί­χνου­με καὶ ἐ­μεῖς, ὁ ἕ­νας πρὸς τὸν ἄλ­λο. Νὰ ἀ­γα­πᾶ­με τὸν πλη­σί­ον μας ὅ­πως τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἀλ­λὰ «πλη­σί­ον», μᾶς ἐ­ξή­γη­σε μὲ τὴν πα­ρα­βο­λή, εἶ­ναι ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, ὄ­χι μό­νον οἱ φί­λοι μας, οἱ συγ­γε­νεῖς μας, ἢ οἱ ὁ­μο­ε­θνεῖς μας, ὅ­πως ἐ­νό­μι­ζαν οἱ Ἑ­βραῖ­οι.
Ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος, ἀ­κό­μη καὶ οἱ ἐ­χθροί μας!
Ὅ­ποι­ος δὲν ἔ­χει αἰ­σθαν­θεῖ τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη δύ­να­μη τῆς ἐν­το­λῆς τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς, ἂς μὴν ξε­γε­λᾶ τὸν ἑ­αυ­τό του νο­μί­ζον­τας πὼς εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Εὑ­ρί­σκε­ται ἀ­κό­μη μα­κριά. Ἀ­κό­μη δὲν ἔ­χει κα­τα­λά­βει τὴν με­γά­λη ἀλ­λα­γὴ ποὺ ἔ­φε­ρε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἐ­πά­νω στὴ γῆ.
 (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου