Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς πλο­ύ­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σιν συ­νε­ζω­ο­πο­ί­η­σεν τῷ Χρι­στῷ· χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι· καὶ συ­νή­γει­ρεν καὶ συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ, ἵ­να ἐν­δε­ί­ξη­ται ἐν τοῖς αἰ­ῶ­σι τοῖς ἐ­περ­χο­μέ­νοις τὸν ὑ­περ­βάλ­λον­τα πλοῦ­τον τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἐν χρη­στό­τη­τι ἐφ᾽ ἡ­μᾶς ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ. Τῇ γὰρ χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι διὰ τῆς πί­στε­ως· καὶ τοῦ­το οὐκ ἐξ ὑ­μῶν, Θε­οῦ τὸ δῶ­ρον· οὐκ ἐξ ἔρ­γων, ἵ­να μή τις καυ­χή­ση­ται. Αὐ­τοῦ γάρ ἐ­σμεν πο­ί­η­μα, κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς οἷς προ­η­το­ί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς ἵ­να ἐν αὐ­τοῖς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν.
                                   (Ἐφεσ. β΄[2] 4-10).
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ός πού εἶ­ναι πλού­σιος σέ ἔ­λε­ος, ἐ­ξαι­τί­ας τς πολ­λῆς του ἀ­γά­πης μέ τήν ὁ­ποί­α μς ἀ­γά­πη­σε, κι ἐ­νῶ ἀ­κό­μη ἤ­μα­σταν πνευ­μα­τι­κά νε­κροί ἐ­ξαι­τί­ας τν πα­ρα­βά­σε­ών μας, μς ζω­ο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κά μα­ζί μέ τόν Χρι­στό. Μέ τή χά­ρη το Θε­οῦ ἔ­χε­τε σω­θεῖ, κι ὄ­χι μέ δι­κά σας κα­τορ­θώ­μα­τα. Καί μς ἀ­νέ­στη­σε μα­ζί μέ τόν Χρι­στό καί μς ἔ­βα­λε νά κα­θί­σου­με μα­ζί του στά ἐ­που­ρά­νια. Καί ἀ­νά­στα­ση καί ἀ­νύ­ψω­σή μας αὐ­τή ἔ­γι­νε μέ τήν ἕ­νω­σή μας μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μς εὐ­ερ­γέ­τη­σε λοι­πόν τό­σο πο­λύ Θε­ός, γιά νά δεί­ξει στούς ­τε­λεύ­τη­τους αἰ­­νες τς μελ­λον­τι­κῆς ζω­ῆς τόν ­σύλ­λη­πτο πλοῦ­το τς χά­ρι­τός του μέ τήν ­γα­θό­τη­τα πού ­πέ­δει­ξε σέ μς μέ­σῳ το ­η­σοῦ Χρι­στοῦΚαί εἶ­ναι ὄν­τως ­σύλ­λη­πτος πλοῦ­τος τς χά­ρι­τος το Θε­οῦ. Δι­ό­τι μέ τή χά­ρη του ἔ­χε­τε σω­θεῖ μέ­σῳ τς πί­στε­ως. Καί σω­τη­ρί­α σας αὐ­τή διά τς πί­στε­ως δέν προ­ῆλ­θε ἀ­πό σς· δῶ­ρο Θε­οῦ εἶ­ναι αὐ­τό. Δέν σω­θή­κα­τε μέ τά δι­κά σας ἔρ­γα, γιά νά μήν ἔ­χει κα­νείς τό δι­καί­ω­μα νά καυ­χη­θεῖ. Δι­ό­τι καί ς ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά προ­πάν­των ς ἀ­να­γεν­νη­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, δι­κό του δη­μι­ούρ­γη­μα εἴ­μα­στε, πού δη­μι­ουρ­γη­θή­κα­με γιά νά μέ­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί νά κά­νου­με κα­λά ἔρ­γα, γιά τά ὁ­ποῖ­α μς προ­ε­τοί­μα­σε Θε­ός ὥ­στε νά πο­ρευ­θοῦ­με καί νά ζή­σου­με τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας μ’ αὐ­τά.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.                               
  (Λουκ. ιη΄[18] 18 – 27)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΕΝΑ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Ὁ πλού­σιος νέ­ος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­φοῦ ξε­πέ­ρα­σε χω­ρὶς δυ­σκο­λί­α τὸν πε­ρί­γε­λω τῶν Φα­ρι­σαί­ων, τὴ μι­κρό­νοι­α τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καὶ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τῶν Ἡ­ρω­δια­νῶν, πλη­σί­α­σε τὸν Κύ­ριο. Στὰ στή­θη του κτυ­ποῦ­σε μί­α καρ­διὰ φλο­γε­ρή, στὰ μά­τια του ἔ­λαμ­πε ὁ πό­θος τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος. Ἕ­νας πό­θος ποὺ ξε­χεί­λι­σε μὲ αὐ­τὸ τὸ τό­σο καί­ριο καὶ ση­μαν­τι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα, ποὺ Τοῦ ἀ­πηύ­θυ­νε: «Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ», τοῦ εἶ­πε, «τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;», τί πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νὰ κερ­δί­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή;
ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα καὶ τὴ θλι­βε­ρὴ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως θὰ τὰ δοῦ­με βέ­βαι­α στὴ συ­νέ­χεια, τώ­ρα ὅ­μως θὰ ἄ­ξι­ζε νὰ ἐ­πι­μεί­νου­με γιὰ λί­γο σ᾿ αὐ­τὸ τοῦ­το τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος, στὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον δη­λα­δὴ τοῦ πλου­σί­ου νέ­ου γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή.
Ἦ­ταν πράγ­μα­τι ἕ­να ἁ­γνὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, εἰ­λι­κρι­νές. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μά του ἦ­ταν ξε­χεί­λι­σμα τῆς ψυ­χῆς του. Ἦ­ταν μιὰ κί­νη­ση γεν­ναί­α νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὴ γε­νι­κὴ νο­ο­τρο­πί­α, ἀ­πὸ τὴ με­τρι­ό­τη­τα τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει κά­τι με­γά­λο καὶ ὑ­ψη­λό.
Ὡς πρὸς αὐ­τὸ λοι­πὸν τὸ ση­μεῖ­ο ὁ πλού­σιος αὐ­τὸς νέ­ος εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τος καὶ ἀ­ξι­ο­μί­μη­τος. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως, θὰ λέ­γα­με, στὴν ἐ­πο­χή μας, ποὺ εἶ­ναι μιὰ κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὴ ἐ­πο­χή. Μιὰ ἐ­πο­χή, ποὺ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ρα­δι­ό­φω­να, τὶς τη­λε­ο­ρά­σεις καὶ τὰ ποι­κί­λα ἔν­τυ­πα, θέ­λει νὰ ἐ­πι­βά­λει σὲ ὅ­λους τὸν ἴ­διο ρυθ­μό. Νὰ ντύ­νον­ται ὅ­λοι μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, νὰ φέ­ρον­ται ὅ­λοι μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ὅ­λοι νὰ σκέ­πτον­ται. Καὶ χρει­ά­ζε­ται ἀ­σφα­λῶς με­γά­λη γεν­ναι­ό­τη­τα γιὰ νὰ ξε­φύ­γει κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ νο­ο­τρο­πί­α καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει στὴ ζω­ή του κά­τι ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ εἰ­σο­δή­μα­τος καὶ τὸ κυ­νή­γι τῶν ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἡ­δο­νῶν.
Ἂς τὸ φέ­ρου­με ὅ­μως τὸ ζή­τη­μα πιὸ κον­τά μας ἀ­κό­μη. Κον­τά μας, ἐν­νο­εῖ­ται, σὲ μᾶς τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νούς, ποὺ ζοῦ­με μέ­σα στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὴν ἀ­γα­ποῦ­με καὶ τρέ­χου­με συ­χνὰ στὶς τό­σες εὐ­και­ρί­ες ποῦ μᾶς προ­σφέ­ρει. Ἂς δοῦ­με, λοι­πόν: τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στὴν ψυ­χή μας; Τί εἶ­ναι αὐ­τό, γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­στρέ­φον­ται οἱ συ­ζη­τή­σεις μας; Ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε ἄ­ρα­γε γιὰ τὰ με­γά­λα καὶ οὐ­σι­ώ­δη, γιὰ τὸ τί θὰ πρέ­πει νὰ κά­νου­με προ­κει­μέ­νου νὰ κερ­δί­σου­με τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ἢ μή­πως τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας ὅ­λο ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὰ κα­θη­με­ρι­νὰ προ­βλή­μα­τα; Στὶς οἰ­κο­νο­μι­κὲς δη­λα­δὴ δυ­σκο­λί­ες, στὰ πο­λι­τι­κά, στὰ ἐ­πί­και­ρα γε­γο­νό­τα, στὰ μα­θή­μα­τα οἱ σπου­δα­στές, στὶς προ­ό­δους οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀ­κό­μη καὶ στὰ ἀ­θλη­τι­κά;
Ὢ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς μᾶς πε­ρι­κυ­κλώ­νουν ἀ­πὸ παν­τοῦ τὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ ἑ­νὸς κό­σ­μου ποὺ λα­τρεύ­ει τὴν ὕ­λη καὶ ἐ­ξαν­τλεῖ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του ἐ­πά­νω στὴ γῆ. Καὶ ἀ­σφα­λῶς αὐ­τὸ ὅ­λους μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζει. Αὐ­τὸς ὅ­μως εἶ­ναι καὶ ὁ ἀ­γώ­νας μας! Νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με, ζών­τας σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο τῶν μα­ται­ο­τή­των, νὰ ἀ­τε­νί­ζου­με τὸν οὐ­ρα­νό, τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα! Νὰ μὴν ξε­χνι­ώ­μα­στε λοι­πὸν σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο. Νὰ μὴν ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν πολ­λῶν. Νὰ ζοῦ­με πάν­τα μὲ τὸν πό­θο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός μας· ἡ θεί­α Βα­σι­λεί­α. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἐ­κεῖ κυ­ρί­ως πρέ­πει νὰ εἶ­ναι στραμ­μέ­νο τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας, οἱ πό­θοι μας, τὰ ὄ­νει­ρά μας.
2. Η ΚΡΥΦΗ ΠΛΗΓΗ
Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου στὸ ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ νέ­ου δὲν πε­ρι­εῖ­χε κά­τι τὸ και­νούρ­γιο καὶ ἐν­τυ­πω­σια­κό, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος, φαί­νε­ται, ἐ­πε­ρί­με­νε. – Ἀ­φοῦ μὲ θε­ω­ρεῖς ἁ­πλὸν ἄν­θρω­πο, τοῦ λέ­γει ὁ Κύ­ριος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­θε­αυ­τὸν ἀ­γα­θὸς δὲν εἶ­ναι κα­νέ­νας, πα­ρὰ μό­νον ὁ Θε­ός. Ὅ­σο γιὰ τὸ ἐ­ρώ­τη­μά σου, τὶς ἐν­το­λὲς τὶς ξέ­ρεις· νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ φο­νεύ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Αὐ­τὰ ἂν τὰ ἐ­φαρ­μό­σεις, θὰ κερ­δί­σεις τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. –Ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­πάν­τη­σε ὁ πλού­σιος νέ­ος, τὰ ἐ­φύ­λα­ξα ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δί. –Τό­τε, ἕ­να μό­νο σοῦ λεί­πει ἀ­κό­μα, τοῦ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, ἀ­πο­κτών­τας ἔ­τσι θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό. Καὶ ὅ­ταν τὸ κά­νεις αὐ­τό, ἔ­λα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σέ με σὰν μα­θη­τής μου.
Μέ­χρις ἐ­δῶ ἦ­ταν. Μό­λις ἄ­κου­σε τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου ὁ νέ­ος ἐ­κεῖ­νος, «πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το». Φαρ­μα­κώ­θη­κε, ἔ­σκυ­ψε τὸ κε­φά­λι του καὶ ἔ­φυ­γε μα­ρα­μέ­νος. Ἦ­ταν, μᾶς λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής, «πλού­σιος σφό­δρα». Ἦ­ταν πλού­σιος πο­λὺ καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­στεῖ τὰ πλού­τη του. –Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ὅ­σοι ἔ­χουν πλού­τη, εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, κα­θὼς τὸν εἶ­δε ἔ­τσι νὰ σκυ­θρω­πά­ζει. Εὐ­κο­λό­τε­ρο εἶ­ναι, συμ­πλή­ρω­σε, νὰ πε­ρά­σει μιὰ γκα­μή­λα ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα ποὺ κά­νει ἕ­να βε­λό­νι, πα­ρὰ νὰ μπεῖ κάποι­ος πλού­σιος στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. –Ἀλ­λὰ τό­τε, ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ; ἐ­ρώ­τη­σαν ἀ­πο­ρη­μέ­νοι οἱ ἀ­κρο­α­τές Του. Καὶ ὁ Κύ­ριος ἀ­πάν­τη­σε: –Αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τα γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ γιὰ τὸν Θε­ό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δί­νει τὴ Χά­ρη Του καὶ στοὺς κα­λο­προ­αί­ρε­τους πλου­σί­ους καὶ ξε­κολ­λά­ει τὴν καρ­διά τους ἀ­πὸ τὸ χρῆ­μα καὶ τοὺς κά­νει ἄ­ξιους τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ἦ­ταν, ὅ­πως εἴ­δα­με, ἡ τε­λευ­ταί­α κί­νη­ση τοῦ κα­λο­προ­αί­ρε­του αὐ­τοῦ νέ­ου. Ἔ­φτα­σε τό­σο κον­τὰ στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, τε­λι­κὰ ὅ­μως κα­τρα­κύ­λη­σε στοὺς βάλ­τους τῆς γῆς. Ἦ­ταν προ­σε­κτι­κὸς στὴ ζω­ή του, ἦ­ταν με­τρη­μέ­νος, σε­βα­στι­κὸς στοὺς γο­νεῖς, φυ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ βα­ρει­ὲς ἁ­μαρ­τί­ες. Εἶ­χε μό­νο μί­α ἀ­δυ­να­μί­α, μί­α μο­νά­χα: ἀ­γα­ποῦ­σε τὴ γῆ, τὸ χρῆ­μα. Ἦ­ταν βέ­βαι­α πλού­σιος πο­λύ. Καὶ αὐ­τὴ ἡ μί­α ἀ­δυ­να­μί­α τὸν ἔ­θα­ψε. Μό­λις ὁ Κύ­ριος ἄγ­γι­ξε τὴν κρυ­φὴ αὐ­τὴ πλη­γή του, γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει, ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. Ξέ­χα­σε τοὺς ὡ­ραί­ους πό­θους καὶ τοὺς ὑ­πέ­ρο­χους ὁ­ρα­μα­τι­σμούς του γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, καὶ δι­ά­λε­ξε τὰ πλού­τη του ἐ­πά­νω στὴ γῆ. Τὸν ἔ­φα­γε αὐ­τὴ ἡ μί­α του ἀ­δυ­να­μί­α, ἡ κρυ­φὴ πλη­γή του, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ πλού­του!
Ἡ μί­α ἀ­δυ­να­μί­α! Πό­σοι ἀ­λή­θεια τοῦ μοιά­ζουν αὐ­τοῦ του νέ­ου, ἢ μᾶλ­λον πό­σοι τοῦ μοι­ά­ζου­με! Πολ­λοὶ σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ εἴ­μα­στε πρό­θυ­μοι νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό, ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νὰ βροῦ­με κον­τά Του τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴ χα­ρά, τὴν εὐ­τυ­χί­α. Ὅ­μως...
Ὅ­μως, μό­λις ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος ζη­τά­ει, προ­κει­μέ­νου νὰ ἑ­νω­θεῖ μα­ζί μας, νὰ ἀ­παρ­νη­θοῦ­με κά­ποι­α ἔ­νο­χη ἀ­δυ­να­μί­α μας, ἀρ­χί­ζου­με οἱ πιὸ πολ­λοὶ νὰ στρέ­φου­με ἀλ­λοῦ τὰ βλέμ­μα­τά μας. «Κα­λὴ εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὡ­ραῖ­α καὶ ὑ­πέ­ρο­χα τὰ ὅ­σα μᾶς   ὑ­πό­σχε­ται...   ἀλ­λά...».    Ἐ­δῶ σκον­τά­φτου­με, στὸ «ἀλ­λά». Δὲν θέ­λου­με νὰ ἐ­πι­τρέ­ψου­με στὸν Χρι­στὸ νὰ ἀγ­γί­ξει τὴν ἔ­νο­χη ἀ­δυ­να­μί­α μας. Εἴ­τε ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸ χρῆ­μα εἶ­ναι αὐ­τή, εἴ­τε ἡ φι­λη­δο­νί­α, εἴ­τε ἡ φι­λα­ρέ­σκεια καὶ ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, εἴ­τε ἡ χαρ­το­παι­ξί­α, ἡ μέ­θη, ἡ ζή­λεια κ.τ.λ. Καὶ βέ­βαι­α εἶ­ναι πλέ­ον φυ­σι­κό, ὅ­ταν Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει νὰ τὴν δι­ώ­χνει, νὰ σκυ­θρω­πά­ζου­με καὶ ὅ­λα νὰ μᾶς φταῖ­νε· οἱ ἱ­ε­ρεῖς, τὰ κη­ρύγ­μα­τα, ἡ ψαλ­μω­δί­α, τὰ πάν­τα... Μᾶς φταῖ­νε. Τί μᾶς φταῖ­νε; Μᾶς φταί­ει μο­νά­χα ἐ­κεί­νη ἡ μί­α, ἡ κρυ­φή μας πλη­γή, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α ποὺ δὲν θέ­λου­με νὰ ἀ­παρ­νη­θοῦ­με, τί­πο­τε ἄλ­λο.
Ἀλ­λά, ἀ­δελ­φοί, χω­ρὶς κά­ποι­ες θυ­σί­ες, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ με­γά­λη, τὴν ἀ­τέ­λει­ω­τη, τὴν αἰ­ώ­νια χα­ρὰ τοῦ Χρι­στοῦ μας; Αἰ­ώ­νια ζω­ὴ χω­ρὶς τὸν Χρι­στὸ δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρὶς τὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἡ Κό­λα­σις. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Λοι­πόν, γιὰ λί­γα χρό­νια σκλα­βιᾶς στὴ μί­α, τὴν κρυ­φὴ ἀ­δυ­να­μί­α μας, νὰ στε­ρη­θοῦ­με τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα; Ὄ­χι, πο­τέ! Ἀλ­λὰ νὰ θυ­σι­ά­σου­με τὰ πάν­τα γιὰ Ἐ­κεῖ­νον καὶ ὁ­λό­ψυ­χα γιὰ πάν­τα νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου