Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019)
  


Ο Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΟΣ (ΚΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)    
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.                     
                             (Γαλ. Ϛ΄[6] 11 -18)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀδελφοί, δετε μέ πόσο μεγάλα γράμματα σς γραψα μέ τό διο μου τό χέρι. σοι θέλουν νά κάνουν καλή ντύπωση καί νά ρέ­σουν σέ νθρώπους γιά πράγματα πού να­φέρονται στή σάρκα, ατοί σς παρακινον καί σς παρασύρουν νά περιτέμνεσθε, μόνο καί μόνο γιά νά μήν κατα­δι­ώκονται π᾿ τούς ουδαίους γιά τό κήρυγμα πού να­φέ­ρεται στό σταυρό το Χριστο. Γι᾿ ατό καί μόνο σς ναγκάζουν νά περιτέμνεσθε. Κι ατό ποδεικνύεται πό τό τι οτε κι ατοί πού χουν περιτμηθε τηρον τίς τελετουργικές διατάξεις το νόμου, τίς καθάρσεις δηλαδή καί τίς ζωοθυσίες· λλά θέλουν νά περιτέμνεσθε σες γιά νά καυχηθον α­­τοί γιά τή δική σας σάρκα. Θέλουν δηλαδή νά καυχη­­­­θον τι σς πεισαν νά δεχθετε τήν περιτομή. γώ μως δέν κινομαι πό τέτοια μαρτωλά λα­τή­­­ρια. Ποτέ νά μή συμβε γώ νά καυχηθ γιά τίποτε λλο παρά μόνο γιά τό τι ησος Χριστός γιά χάρη μου πρε μορφή δούλου καί σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία μου. Μόνο καύχημά μου εναι σταυρικός θάνατος το Κυρίου. Καί μέ τήν πίστη στό θάνατό του ατόν χει νεκρωθε κι χει χάσει τή δύναμή του κόσμος γιά μέ­να. λλά κι γώ χω νεκρωθε γιά τόν κόσμο. Εμαι νεκρωμένος γιά τόν κόσμο, καί τίποτε π᾿ α­τόν δέν μέ δελεάζει οτε μέ φοβίζει. Διότι στήν κοινω­νία καί τήν νωση μέ τόν Χριστό οτε περιτομή χει κα­­μία ξία οτε κροβυστία, λλά σχύει νέα κτίση καί δημιουργία. καινή ατή κτίση εναι ναγέννηση πού δίνει Χριστός σέ κάθε πιστό μέ τή δύναμη τς πο­­λυτρωτικς του σταυρικς θυσίας. Καί σοι θ᾿ κολουθήσουν τή διδασκαλία ατή γιά τή νέα κτίση καί θά τήν χουν ς μέτρο καί πόδειγμα γιά νά συμμορφώσουν τή ζωή τους μ᾿ ατή, ς χουν πά­νω τους τήν ερήνη καί τό λεος· λλά καί γενικότε­ρα λος νέος σραήλ τς χάριτος, νέος λαός πού μέ τήν πίστη γινε κλεκτός στό Θεό καί ντικατέστησε τόν παλαιό κατά σάρκα σραήλΣτό ξς ς μή μο δημιουργε κανείς κόπους καί νοχλήσεις, ζητώντας πό μένα νά πολογομαι γιά σα κάνω. Διότι γώ βαστάζω στό σμα μου τά σημάδια τν πληγν πού δέχθηκα γιά τόν Κύριο ησο. Καί ο πληγές μου ατές εναι πολογία μου. Σς εχομαι, δελφοί, χάρις το Κυρίου μας ησο Χριστο νά νισχύει καί νά νδυναμώνει τίς πνευ­μα­τικές σας δυνάμεις, στε νά διατηρετε πάντοτε τόν για­σμό πού σς δωσε τό γιον Πνεμα. μήν.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάν­τα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑ­αυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
                                             (Λουκ. ιβ΄[12] 16 21)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ
Ὁ πλού­σιος ἄν­θρω­πος τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρα­βο­λῆς βρέ­θη­κε ξαφ­νι­κὰ σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση. Ἡ χρο­νιὰ ἐ­κεί­νη ὑ­πῆρ­ξε τό­σο ἀ­πο­δο­τι­κὴ γιὰ τὰ χω­ρά­φια του, ποὺ τὰ πλημ­μύ­ρι­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μὲ καρ­πούς. Ἔ­πε­φτε γιὰ ὕ­πνο, ἀλ­λὰ ὕ­πνο δὲν εἶ­χε, τὸν ἔ­τρω­γε ἢ ἀ­γω­νί­α: –Τὶ νὰ κά­νω, ἔ­λε­γε, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­πούς μου; Ξαφ­νι­κὰ ἡ λύ­ση ἄ­στρα­ψε μὲς στὸ μυα­λό του: –Τὸ βρῆ­κα, συλ­λο­γί­στη­κε. Αὐ­τὸ θὰ κά­νω. Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ μέ­σα ὅ­λα τὰ προ­ϊ­όν­τα μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου. Καὶ τό­τε θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου: «Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ φτά­νουν γιὰ χρό­νια πολ­λά· ἀ­να­παύ­σου, τρῶ­γε, πί­νε, γλέν­τη­σε».
«ΑΝΑΠΑΥΟΥ, φά­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νου»! Τὸ ὑ­πέρ­τα­το ὅ­ρα­μα τοῦ κα­τα­να­λω­τι­σμοῦ κά­θε ἐ­πο­χῆς, ἰ­δι­αι­τέ­ρως δὲ τῆς ση­με­ρι­νῆς μας κοι­νω­νί­ας, ποὺ δί­και­α ἀ­πο­κα­λεῖ­ται «κα­τα­να­λω­τι­κὴ κοι­νω­νί­α». Ἕ­να ὅ­ρα­μα, στὸν βω­μὸ τοῦ ὁ­ποί­ου θυ­σι­ά­ζον­ται τὰ πάν­τα! Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να φρι­κι­α­στι­κὸ ὁ­λο­καύ­τω­μα – μιὰ ἑ­κα­τόμ­βη ἀ­λη­θι­νῆς τρέλ­λας. Ἑ­κα­τόμ­βη ἦ­ταν ἡ με­γα­λύ­τε­ρη θυ­σί­α τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων.
Ἑ­κα­τὸ βό­δια θυ­σι­ά­ζον­ταν μὲ μιᾶς, γιὰ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν τοὺς ἀ­νύ­παρ­κτους θε­οὺς τοῦ Ὀ­λύμ­που. Σή­με­ρα ὁ ἀ­ριθ­μὸς ἀ­νέρ­χε­ται σὲ ἑ­κα­τον­τά­δες ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Καὶ δὲν πρό­κει­ται βέ­βαι­α γιὰ βό­δια, ἀλ­λὰ γιὰ τοὺς ἴ­διους τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ προ­σφέ­ρουν τὸν ἑ­αυ­τό τους θυ­σί­α σ᾿ αὐ­τὸ τὸ πα­ρα­νο­ϊ­κὸ ὅ­ρα­μα τοῦ κα­τα­να­λω­τι­σμοῦ: «Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θά... ἀ­να­παύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νου».
Ὅ­ρα­μα πα­ρα­νο­ϊ­κὸ πράγ­μα­τι. Για­τί; Δι­ό­τι ἡ ψυ­χὴ δὲν χορ­ταί­νει πο­τὲ μὲ γή­ι­να «πολ­λὰ ἀ­γα­θά». Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα ἔ­χει, τό­σο πιὸ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τη μέ­νει. Καὶ ὄ­χι μό­νο μὲ ὑ­λι­κά, ἀλ­λὰ οὔ­τε κἂν μὲ τὰ θε­ω­ρού­με­να καὶ λε­γό­με­να πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὰ μπο­ρεῖ νὰ χορ­τά­σει. Τὴν ψυ­χὴ οὔ­τε τὸ ψω­μὶ τὴν στη­ρί­ζει, οὔ­τε τὸ νε­ρὸ τὴν ξε­δι­ψᾶ. Οὔ­τε ἡ φι­λο­σο­φί­α τὴν γε­μί­ζει, οὔ­τε ἡ τέ­χνη τὴν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ, οὔ­τε ἡ ὅ­ποι­α ἐ­πι­στή­μη τὴν ἀ­να­παύ­ει. Τὴν ψυ­χὴ δὲν τὴν εὐ­φραί­νουν τὰ πολ­λὰ ἀ­γα­θά, ἀλ­λὰ μό­νον ἕ­να - τὸ ΕΝΑ. Τὸ ἄ­κρον Ἀ­γα­θὸν καὶ ἐ­φε­τόν, ἡ Αὐ­το­α­γα­θό­της, ὁ ἄ­πει­ρος καὶ πα­νά­γα­θος Δη­μι­ουρ­γός της, «ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν ἀ­γα­θῶν καὶ ζω­ῆς χο­ρη­γός», ὁ ἀ­πει­ρο­τέ­λει­ος Θε­ός.
Ἀ­δελ­φοί, ἂς τὸ κα­τα­λά­βου­με καὶ ἐ­μεῖς αὐ­τὸ κα­λά. Ὅ­τι ἡ ψυ­χή μας εἶ­ναι ὁ πο­λυ­τι­μό­τε­ρος θη­σαυ­ρὸς τοῦ σύμ­παν­τος καὶ ὅ­τι ἔ­χει ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴ δη­μι­ουρ­γί­α της τὸν πό­θο τῆς ἀ­θα­να­σί­ας, τοῦ ἀ­πεί­ρου, τῆς τε­λει­ό­τη­τος. Αὐ­τοὺς τοὺς ἄ­πει­ρους πό­θους της δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε μέ­σα σ᾿ ὅ­λη τὴ δη­μι­ουρ­γί­α ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει. Οὔ­τε ἄ­ψυ­χο, οὔ­τε ἔμ­ψυ­χο, οὔ­τε ἄν­θρω­πος, οὔ­τε ἄγ­γε­λος, πα­ρὰ μό­νον ὁ πα­νυ­περ­τέ­λει­ος Δη­μι­ουρ­γός της.
Τὸ μέ­γα λά­θος τοῦ πλου­σί­ου – αὐ­τὸ ποὺ μα­στί­ζει καὶ τὴ δι­κή μας ἐ­πο­χή – εἶ­ναι ὅ­τι ζή­τη­σε στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα αὐ­τὸ ποὺ μό­νο ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ δώ­σει. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­λε­γε: «Ψυ­χὴ ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θά... ἀ­να­παύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νου». Ἀ­νό­η­τα λό­για ἀ­νό­η­του ἀν­θρώ­που. Ὁ ἄ­φρων νό­μι­ζε πὼς μπο­ροῦ­σε νὰ χορ­τά­σει τὴν ψυ­χή του μὲ τὶς ἡ­δο­νὲς τοῦ σώ­μα­τος. Ἐ­δῶ βρί­σκε­ται τὸ δρά­μα του. Καὶ ἐ­δῶ βρί­σκει ἀ­πό­λυ­τη ἐ­φαρ­μο­γὴ καὶ ὁ λό­γος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Αὐ­γου­στί­νου ὅ­τι «ὅ­ποι­ος δὲν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὸς μέ­χρι τὴν σάρ­κα του, θὰ εἶ­ναι σαρ­κι­κὸς ὣς τὸ πνεῦ­μα του».
Ὅ­μως τὸ λά­θος τοῦ ἄ­μυα­λου πλου­σί­ου δὲν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τό. Ἐ­κεῖ­νο τὸ «κεί­με­να εἰς ἔ­τη πολ­λά», ποὺ εἶ­πε, δεί­χνει, ὅ­πως θὰ δοῦ­με στὴ συ­νέ­χεια, πό­σο ἀ­προ­σγεί­ω­τος καὶ ἀ­πε­ρί­σκε­πτος ἦ­ταν.
2. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
Ἐ­πι­τέ­λους ξέ­νοια­σε. Τὰ σχέ­διά του πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν. Νέ­ες ἀ­πο­θῆ­κες κτί­σθη­καν καὶ τὰ ἀ­γα­θά του ὅ­λα ἀ­σφα­λί­στη­καν. Ἔ­πε­σε εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος πιὰ νὰ κοι­μη­θεῖ... Ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νὰ πεῖ στὴν ψυ­χή του αὐ­τὰ τὰ «ἀ­να­παύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νου», ποὺ εἶ­χε λο­γα­ριά­σει, ὅ­ταν...
Ὁ ἀ­πρό­σκλη­τος ἐ­πι­σκέ­πτης τὸν ξάφ­νια­σε. Καὶ τί ἐ­πι­σκέ­πτης... Μή­πως, ἀ­να­ρω­τι­έ­ται, ἔ­γι­νε κά­ποι­ο λά­θος; Εἶ­ναι δυ­να­τόν; Καὶ ὅ­μως ἦ­ταν! Ἡ τρο­με­ρὴ ὥ­ρα εἶ­χε φθά­σει καὶ ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ ἀν­τη­χοῦ­σε τώ­ρα σὰν βρον­τὴ μὲς στὴ συ­νεί­δη­σή του: «ἄ­φρον, ταύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡ­τοί­μα­σας τί­νι ἔ­σται;» Ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε, αὐ­τὴν τὴ νύ­χτα πε­θαί­νεις καὶ οἱ δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νὰ πά­ρουν τὴν ψυ­χή σου. Ὅ­λα λοι­πὸν αὐ­τὰ ποὺ ἑ­τοί­μα­σες, σὲ ποι­ὸν θὰ πε­ρι­έλ­θουν;
Καὶ κλεί­νει τὴν πα­ρα­βο­λὴ ὁ Κύ­ριος λέ­γον­τας πὼς ἔ­τσι θὰ πά­θει καὶ κα­θέ­νας ποὺ θη­σαυ­ρί­ζει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἐ­πί­γει­ους θη­σαυ­ροὺς καὶ δὲν πλου­τί­ζει μὲ οὐ­ρά­νιους  θη­σαυ­ρούς, στοὺς ὁ­ποί­ους εὐ­α­ρε­στεῖ­ται ὁ Θε­ός. Καὶ πρό­σθε­σε: «ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀκού­ειν ἀ­κου­έ­τω», ὅ­ποι­ος ἔ­χει αὐ­τιὰ γιὰ νὰ ἀ­κού­ει, ἂς ἀ­κού­ει.
ΑΝ ΖΟΥΣΕ ΣΗΜΕΡΑ ὁ πλού­σιος της πα­ρα­βο­λῆς, τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ὸς ἀ­πε­κά­λε­σε ἀ­νό­η­το, σί­γου­ρα κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ ἀ­νό­η­τος θὰ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το. Οἱ πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι θὰ τὸν ἐ­παι­νοῦ­σαν ὡς ἔ­ξυ­πνο, ἐ­νερ­γη­τι­κὸ καὶ δρα­στή­ριο, καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι θὰ τὸν ζή­λευ­αν. Ἀ­κό­μη καὶ εὐ­σε­βεῖς Χρι­στια­νοὶ δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται νὰ ἔ­λε­γαν στὰ παι­διά τους: «Βλέ­πε­τε, Αὐ­τὸς εἶ­ναι σπου­δαῖ­ος καὶ ἔ­ξυ­πνος. Λοι­πόν, κυτ­τάξ­τε νὰ τοῦ μοι­ά­σε­τε».
Φυ­σι­κά, ἂν ζοῦ­σε σή­με­ρα, θὰ ἦ­ταν ἐρ­γο­στα­σιά­ρχης, ἐ­φο­πλι­στής, ἰ­δι­ο­κτή­της κά­ποι­ας πο­λυ­ε­θνι­κῆς ἑ­ται­ρεί­ας ἢ κά­τι τέ­τοι­ο. Δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται ἀ­σφα­λῶς νὰ εἶ­χε γί­νει καὶ ὑ­πουρ­γός.
Ὁ ἄ­φρων.
Πι­θα­νὸν ὅ­μως νὰ ἦ­ταν καὶ ἁ­πλός ἐρ­γά­της ἢ ὑ­πάλ­λη­λος τοῦ δη­μο­σί­ου ἤ... αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας μας, δι­ό­τι, ἀ­δελ­φοί, αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α εἶ­ναι ἡ νο­ο­τρο­πί­α, τὸ πνεῦ­μα τοῦ πλου­σί­ου, καὶ αὐ­τὴν τὴ νο­ο­τρο­πί­α τὴν ἔ­χου­με δυ­στυ­χῶς πολ­λοί. Τὴ νο­ο­τρο­πί­α δη­λα­δὴ τῶν μα­κρό­πνο­ων προ­ο­πτι­κῶν – «κεί­με­να εἰς ἔ­τη πολ­λά».
Τὴ νο­ο­τρο­πί­α, μὲ ἄλ­λα λό­για, νὰ λο­γα­ρι­ά­ζου­με πὼς ἔ­χου­με και­ρό. Νὰ μὴ σκε­πτό­μα­στε πὼς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ φύ­γου­με ξαφ­νι­κὰ ἀπ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ ἑ­πο­μέ­νως νὰ βρε­θοῦ­με ἀ­προ­ε­τοί­μα­στοι. Κιν­δυ­νεύ­ου­με συ­νε­πῶς νὰ τὴν πά­θου­με σὰν τὸν ἄ­φρο­να πλού­σιο, σὰν τὶς μω­ρὲς παρ­θέ­νες. Ἐ­μεῖς ποὺ νο­μί­ζου­με πὼς ἐ­δῶ θὰ εἴ­μα­στε αἰ­ώ­νιοι «εἰς ἔ­τη πολ­λά»! Καὶ μὲ αὐ­τὴν τὴν προ­ο­πτι­κὴ πο­ρευ­ό­μα­στε. Καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ σκε­φθοῦ­με πὼς... «δὲν εἶ­ναι δυ­να­τόν, κά­ποι­ο λά­θος θὰ ἔ­γι­νε...», ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ ἀ­κού­σου­με νὰ σφυ­ρί­ζει τὸ τραῖ­νο γιὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση: Ἔ­κτα­κτη ἁ­μα­ξο­στοι­χί­α γιὰ τὸ ὑ­περ­πέ­ραν! Φεύ­γεις!
Ἐ­γώ; Κά­ποι­ο λά­θος θὰ ἔ­γι­νε!
Ἀ­σφα­λῶς καὶ ἔ­γι­νε κά­ποι­ο λά­θος, αὐ­τὸ ὅ­μως τὸ λά­θος εἶ­ναι δι­κό μας! Δὲν εἴ­χα­με προ­σέ­ξει πὼς στὸ ἔγ­γρα­φο, ποὺ μᾶς εἶ­χε δώ­σει κα­τὰ τὴ γέν­νη­σή μας ὁ Θε­ός, ἔ­γρα­φε ἐ­πά­νω: «ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΑΝΑ ΠΑΣΑΝ ΣΤΙΓΜΗΝ!».
Ἐ­μεῖς λοι­πὸν αὐ­τὸ τὸ «ΑΝΑ ΠΑΣΑΝ ΣΤΙΓΜΗΝ» τὸ ἑρ­μη­νεύ­σα­με: «εἰς ἔ­τη πολ­λά». Ἐ­δῶ βρί­σκε­ται τὸ λά­θος. Λά­θος φρι­κτό. Νὰ νο­μί­ζου­με κα­θέ­νας μας πὼς... «εἰ­δι­κὰ ἐ­γὼ θὰ τύ­χω κά­ποι­ας εἰ­δι­κῆς με­τα­χει­ρί­σε­ως. Ξέ­ρει ὁ Θε­ὸς πὼς δὲν εἶ­μαι ἀ­κό­μη ἕ­τοι­μος καὶ δὲν θὰ μὲ πά­ρει ξαφ­νι­κά. Ἑ­πο­μέ­νως... ἔ­χω ἀ­κό­μα και­ρό!»
Ἄ­φρον, ἔ­χεις ἀ­κό­μη και­ρό, ὅ­σο σὲ ἀ­φή­νει ὁ Θε­ὸς στὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ με­τα­νο­ή­σεις, ὄ­χι γιὰ νὰ συ­νε­χί­ζεις τὴν ἀ­μέ­λειά σου καὶ τὶς πα­ρα­νο­μί­ες σου. «Μὴ ἀ­πα­τῶ, ἄ­φρον ἐρ­γά­τα, χρό­νῳ χρό­νον ἀ­να­πλη­ροῦν· οὐ γὰρ ἐ­ξαρ­κεῖ ἡ ἡ­μέ­ρα οὐ­δὲ τὸ ἑ­αυ­τῆς χρέ­ος τῷ Δε­σπό­τῃ πλη­ρῶ­σαι ἀ­νελ­λι­πῶς» («ΚΛΙΜΑΞ» ΣΤ', κε'). Μὴν ξε­γε­λι­έ­σαι, ἀ­νό­η­τε ἐρ­γά­τη, ὅ­τι θὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σεις ἀρ­γό­τε­ρα τὸν χρό­νο ποὺ σή­με­ρα χά­νεις. Δι­ό­τι δὲν φτά­νει ἡ κά­θε μέ­ρα τὸ δι­κό της χρέ­ος νὰ ξε­πλη­ρώ­σει πλή­ρως στὸν Θε­ό.
Ἀ­λη­θι­νὰ ἔ­ξυ­πνοι ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι μό­νον αὐ­τοὶ ποὺ θη­σαυ­ρί­ζουν οὐ­ρά­νιους θη­σαυ­ροὺς κα­θη­με­ρι­νῶς.
«Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κού­ειν ἀ­κου­έ­τω»!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου