Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019


Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
   Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ε΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
 (3 Ν­Ο­Ε­Μ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2019)
(Α­να­κο­μι­δή λει­ψά­νων τ­οΥ Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου 
Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τοΥ Τρο­παι­ο­φό­ρου)


Ο Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς πλο­ύ­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι συ­νε­ζω­ο­πο­ί­η­σε τῷ Χρι­στῷ· χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σω­σμέ­νοι· καὶ συ­νή­γει­ρε καὶ συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ, ἵ­να ἐν­δε­ί­ξη­ται ἐν τοῖς αἰ­ῶ­σι τοῖς ἐ­περ­χο­μέ­νοις τὸν ὑ­περ­βάλ­λον­τα πλοῦ­τον τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἐν χρη­στό­τη­τι ἐφ᾿ ἡ­μᾶς ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ. Τῇ γὰρ χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σω­σμέ­νοι διὰ τῆς πί­στε­ως· καὶ τοῦ­το οὐκ ἐξ ὑ­μῶν, Θε­οῦ τὸ δῶ­ρον, οὐκ ἐξ ἔρ­γων, ἵ­να μή τις καυ­χή­ση­ται. Αὐ­τοῦ γάρ ἐ­σμεν πο­ί­η­μα, κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς, οἷς προ­η­το­ί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς ἵ­να ἐν αὐ­τοῖς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν.         
    (Ἐ­φες. β΄[2] 4 -10)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ός πού εἶ­ναι πλού­σιος σέ ἔ­λε­ος, ἐ­ξαι­τί­ας τς πολ­λῆς του ἀ­γά­πης μέ τήν ὁ­ποί­α μς ἀ­γά­πη­σε, κι ἐ­νῶ ἀ­κό­μη ἤ­μα­σταν πνευ­μα­τι­κά νε­κροί ἐ­ξαι­τί­ας τν πα­ρα­βά­σε­ών μας, μς ζω­ο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κά μα­ζί μέ τόν Χρι­στό. Μέ τή χά­ρη το Θε­οῦ ἔ­χε­τε σω­θεῖ, κι ὄ­χι μέ δι­κά σας κα­τορ­θώ­μα­τα. Καί μς ἀ­νέ­στη­σε μα­ζί μέ τόν Χρι­στό καί μς ἔ­βα­λε νά κα­θί­σου­με μα­ζί του στά ἐ­που­ρά­νια. Καί ἀ­νά­στα­ση καί ἀ­νύ­ψω­σή μας αὐ­τή ἔ­γι­νε μέ τήν ἕ­νω­σή μας μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μς εὐ­ερ­γέ­τη­σε λοι­πόν τό­σο πο­λύ Θε­ός, γιά νά δεί­ξει στούς ­τε­λεύ­τη­τους αἰ­­νες τς μελ­λον­τι­κῆς ζω­ῆς τόν ­σύλ­λη­πτο πλοῦ­το τς χά­ρι­τός του μέ τήν ­γα­θό­τη­τα πού ­πέ­δει­ξε σέ μς μέ­σῳ το ­η­σοῦ Χρι­στοῦΚαί εἶ­ναι ὄν­τως ­σύλ­λη­πτος πλοῦ­τος τς χά­ρι­τος το Θε­οῦ. Δι­ό­τι μέ τή χά­ρη του ἔ­χε­τε σω­θεῖ μέ­σῳ τς πί­στε­ως. Καί σω­τη­ρί­α σας αὐ­τή διά τς πί­στε­ως δέν προ­ῆλ­θε ἀ­πό σς· δῶ­ρο Θε­οῦ εἶ­ναι αὐ­τό. Δέν σω­θή­κα­τε μέ τά δι­κά σας ἔρ­γα, γιά νά μήν ἔ­χει κα­νείς τό δι­καί­ω­μα νά καυ­χη­θεῖ. Δι­ό­τι καί ς ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά προ­πάν­των ς ἀ­να­γεν­νη­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, δι­κό του δη­μι­ούρ­γη­μα εἴ­μα­στε, πού δη­μι­ουρ­γη­θή­κα­με γιά νά μέ­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί νά κά­νου­με κα­λά ἔρ­γα, γιά τά ὁ­ποῖ­α μς προ­ε­τοί­μα­σε Θε­ός ὥ­στε νά πο­ρευ­θοῦ­με καί νά ζή­σου­με τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας μ’ αὐ­τά.
ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. Ἄν­θρω­πος τ­ις ν πλο­ύ­σιος, κ­αὶ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κ­αὶ βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τ­ις ν ὀ­νό­μα­τι Λ­ά­ζ­α­ρος, ς ἐ­βέ­βλη­το π­ρ­ὸς τ­ὸν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κ­αὶ ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τ­ῶν ψι­χί­ων τ­ῶν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τ­ῆς τρα­πέ­ζης τ­οῦ πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κ­αὶ ο κύ­νες ἐρ­χό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τ­ὸν πτω­χὸν κ­αὶ ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τ­ῶν ἀγ­γέ­λων ε­ἰς τ­ὸν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κ­αὶ πλο­ύ­σιος κ­αὶ ἐ­τά­φη. κ­αὶ ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τ­ο­ὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ον ν τ­ο­ῖς κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κ­αὶ αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κ­αὶ πέμ­ψον Λ­ά­ζ­α­ρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον τ­οῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κ­αὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τ­ὴν γλῶσ­σάν μ­ου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σ­ου ν τ ζω­ῇ σ­ου, κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· ν­ῦν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κ­αὶ ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κ­αὶ ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν π­ρ­ὸς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν π­ρ­ὸς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ οὖν σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ε­ἰς τ­ὸν οἶ­κον τ­οῦ πα­τρός μ­ου· ἔ­χω γὰρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κ­αὶ αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ε­ἰς τ­ὸν τό­πον τοῦ­τον τ­ῆς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κ­αὶ τ­ο­ὺς προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλ­λ' ἐ­άν τ­ις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ π­ρ­ὸς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κ­αὶ τ­ῶν προ­φη­τῶν ο­ὐκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τ­ις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.   
  (Λ­ο­υκ. ι­Ϛ΄[16] 19 – 31)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Στὸ θέ­α­τρο αὐ­τῆς ἐ­δῶ τῆς ζω­ῆς ὁ ἀ­νώ­νυ­μος πλού­σιος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τὰ πῆ­γε κα­λά. Ἔ­φα­γε, ἤ­πι­ε, γλέν­τη­σε, φό­ρε­σε ροῦ­χα βα­σι­λι­κά: καὶ πορ­φύ­ρα (πα­νά­κρι­βο βα­θυ­κόκ­κι­νο μάλ­λι­νο ἔν­δυ­μα) καὶ βύσ­σο (ἡ βύσ­σος ἦ­ταν πο­λυ­τε­λέ­στα­το, σὰν με­τα­ξέ­νιο, ὕ­φα­σμα ἀ­πὸ λε­πτό­τα­το λι­νά­ρι). Τὸ ἴ­διο δι­ά­στη­μα ὁ πτω­χὸς Λά­ζα­ρος ὑ­πέ­φε­ρε φρι­κτά. Πε­ταγ­μέ­νος στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ ἀρ­χον­τι­κοῦ, πλη­γι­α­σμέ­νος σὲ ὅ­λο τὸ σῶ­μα, προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα ποὺ ἔ­πε­φταν ἀπ᾿ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου· κι ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν μι­σό­γυ­μνος ἔρ­χον­ταν τὰ σκυ­λιὰ κι ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του.
Κά­ποι­α μέ­ρα ὁ τό­σο βα­σα­νι­σμέ­νος Λά­ζα­ρος ἐ­πι­τέ­λους πέ­θα­νε. Τὰ βά­σα­νά του πῆ­ραν τέ­λος καὶ οἱ ἄγ­γε­λοι ὁ­δή­γη­σαν τὴν ψυ­χή του στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, μὲς στὴν χα­ρὰ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἔ­πει­τα πέ­θα­νε κι ὁ πλού­σιος καὶ τοῦ ᾿κα­ναν κη­δεί­α μὲ δό­ξες καὶ τι­μές.
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. Κά­πο­τε πέ­φτει ἡ αὐ­λαί­α, οἱ προ­βο­λεῖς σβή­νουν, ἡ αἴ­θου­σα ἀ­δειά­ζει. Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ βγά­ζουν τὰ ροῦ­χα ποὺ φο­ροῦ­σαν. Φεύ­γουν. Κι αὐ­τὸς ποὺ ἔ­παι­ζε στὸ θέ­α­τρο τὸν στρα­τη­γὸ ἢ τὸν βα­σι­λιὰ κι ἔ­τρε­χαν ὅ­λοι τρέ­μον­τας στὶς προ­στα­γές του, μπαί­νει τώ­ρα σ᾿ ἕ­να δι­α­με­ρι­σμα­τά­κι φτω­χι­κό· κι ὁ ἄλ­λος ποὺ πα­ρά­σται­νε τὸν δυ­στυ­χῆ, φτά­νει σὲ μιὰ ἔ­παυ­λη πα­νά­κρι­βη, πο­λυ­τε­λῆ.
Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ θέ­α­τρο, αὐ­τὴ ἐ­δῶ ἡ ζω­ή μας. Πλού­σιοι καὶ φτω­χοί, ἄρ­ρω­στοι καὶ ὑ­γι­εῖς, ἄρ­χον­τες καὶ ὑ­πη­ρέ­τες παί­ζου­με γιὰ 70-80 χρό­νια στὸ θέ­α­τρο τού­της τῆς ζω­ῆς. Ἔ­πει­τα πέ­φτει ἡ αὐ­λαί­α, τὰ ψέ­μα­τα γιὰ μᾶς τε­λει­ώ­νουν. Τὸ θέ­α­τρο βέ­βαι­α θὰ συ­νε­χι­στεῖ, ἄλ­λοι θὰ πά­ρουν τὴ δι­κή μας θέ­ση. Ἐ­μεῖς ὅ­μως θὰ ἔ­χου­με βγεῖ πλέ­ον στὸν δρό­μο νὰ φύ­γου­με. Τί δρό­μος ἀ­λή­θεια! Δρό­μος χω­ρὶς ἐ­πι­στρο­φή. Ποὺ κα­τα­λή­γει εἴ­τε στὸ φῶς τῆς θεί­ας Ζω­ῆς, εἴ­τε στὸ σκό­τος τῆς κο­λά­σε­ως.
Ὢ ἀ­δελ­φοί! Τί τύ­φλω­ση εἶ­ναι αὐ­τή, νὰ παίρ­νου­με τὸ θέ­α­τρο γι᾿ ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή! Τί συμ­φο­ρά, νὰ βλέ­που­με μό­νο πρὸς τὴ γῆ, τὴ γῆ νὰ ἐ­πι­θυ­μοῦ­με!
«Οὐ­αὶ ἡ­μῖν ὅ­τι οὐ γνω­ρί­ζο­μεν τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν, οὐ­δὲ εἰς ποί­αν πο­λι­τεί­αν ἐ­κλή­θη­μεν, καὶ τὴν ζω­ὴν ταύ­την τῆς ἀ­σθε­νεί­ας, καὶ τὴν κα­τά­στα­σιν τῶν ζών­των, καὶ τὰς θλί­ψεις τοῦ κό­σμου, καὶ αὐ­τὸν τὸν κό­σμον, καὶ τὰς κα­κί­ας αὐ­τοῦ, καὶ τὰς ἀ­να­παύ­σεις αὐ­τοῦ λο­γι­ζό­με­θα ὅ­τι εἰ­σί τι» (ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ). Ἀλ­λοί­μο­νο σὲ μᾶς, δι­ό­τι δὲν γνω­ρί­ζου­με τὶς ψυ­χές μας (τί ἀ­ξί­ζουν) οὔ­τε κα­τα­λα­βαί­νου­με σὲ ποι­ὰ πο­λι­τεί­α (σὲ ποι­ὸν τρό­πο ζω­ῆς) ἔ­χου­με κλη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴ ζω­ὴ τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν, καὶ ὅ­λη τὴν κα­τά­στα­ση τῶν ζων­τα­νῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ τὶς θλί­ψεις τοῦ κό­σμου, καὶ τὸν ἴ­διο τὸν κό­σμο, καὶ τὶς συμ­φο­ρές του, καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις του, ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ νο­μί­ζου­με ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι.
Τὰ νο­μί­ζου­με ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι! Αὐ­τὰ ποὺ δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ μο­νά­χα ὄ­νει­ρο. Καὶ προ­σφέ­ρου­με σ᾿ αὐ­τὰ θυ­σί­α τὸ σῶ­μα μας, στὸ τέ­λος δὲ καὶ τὴν ψυ­χή μας. Ἕ­να ἀ­νό­η­το ὁ­λο­καύ­τω­μα στὸ τί­πο­τε, στὸ θέ­α­τρο.
2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΥΣΣΟ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ
Λοι­πόν, τὸ θέ­α­τρο τε­λεί­ω­σε· καὶ ὁ πλού­σιος βρέ­θη­κε ξαφ­νι­κὰ στὸ «πῦρ» τῆς κο­λά­σε­ως. Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, φρι­κτὰ βα­σα­νι­ζό­μέ­νος, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε μα­κριὰ τὸν πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ, καὶ μὲς στὴν ἀγ­κα­λιά του ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸν Λά­ζα­ρο. –Πα­τέ­ρα Ἀ­βρα­άμ, φώ­να­ξε, σπλαγ­χνί­σου με τὸν δυ­στυ­χῆ καὶ στεῖ­λε μου τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βου­τή­ξει τὴν ἄ­κρη ἀ­πὸ τὸ δά­κτυ­λό του στὸ νε­ρό, καὶ νὰ δρο­σί­σει λί­γο τὴ γλώσ­σα μου, για­τί βα­σα­νί­ζο­μαι μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν φω­τιά. –Παι­δί μου, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἀ­βρα­άμ, θυ­μή­σου ὅ­τι ε­σὺ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ κα­λά σου καὶ τὰ πλού­τη σου στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή σου. Κι ὁ Λά­ζα­ρος πά­λι ἀ­πό­λαυ­σε καὶ χόρ­τα­σε σ᾿ αὐ­τὴν ἀ­πὸ συμ­φο­ρές. Τώ­ρα λοι­πὸν ἐ­δῶ αὐ­τὸς πα­ρη­γο­ρι­έ­ται κι ἐ­σὺ βε­βαί­ως ὑ­πο­φέ­ρεις. Ἀλ­λά, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τά, ἀ­νά­με­σά μας χά­σκει χα­ρά­δρα φο­βε­ρή, ἔ­τσι ὥ­στε αὐ­τοὶ ποὺ θέ­λουν νὰ ἔλ­θουν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρὸς ἐ­σᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ δια­βοῦν κι οὔ­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ πρὸς ἐ­μᾶς νὰ μπο­ροῦν κά­ποι­οι νὰ πε­ρά­σουν. –Σὲ πα­ρα­κα­λῶ τό­τε, Πα­τέ­ρα, συ­νέ­χι­σε ὁ πλού­σιος, νὰ στεί­λεις τὸν Λά­ζα­ρο στὸ πα­τρι­κό μου σπί­τι, ὅ­που ἔ­χω πέν­τε ἀ­δέλ­φια,  γιὰ  νὰ  τοὺς  βε­βαι­ώ­σει  γι᾿ αὐ­τὰ  ποὺ συμ­βαί­νουν ἐ­δῶ, ὥ­στε νὰ με­τα­νο­ήσουν καὶ νὰ μὴν  ἔρ­θουν καὶ  αὐ­τοὶ σὲ τοῦ­τον τὸν τό­πο τῶν βα­σά­νων. –Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ ἀ­ναγκαῖ­ο, ἀ­παν­τᾶ ὁ Ἀ­βρα­άμ, ἔ­χουν τὰ θε­ό­πνευ­στα βι­βλί­α τοῦ Μω­υ­σέ­ως καὶ τῶν Προ­φη­τῶν· ἂς ἀ­κού­σουν αὐ­τὰ καὶ θὰ σω­θοῦν. Ἐ­πι­μέ­νει ὅ­μως ὁ πλού­σιος: –Ὄ­χι, πα­τέ­ρα Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ἀ­κού­σουν ἔ­τσι. Ἂν ὅ­μως ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος νε­κρὸς καὶ πά­ει νὰ τοὺς τὰ πεῖ, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. –Καὶ ὅ­μως, βε­βαι­ώ­νει ὁ Ἀ­βρα­άμ, ἂν δὲν ἀ­κού­σουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες, οὔ­τε ἂν κά­ποι­ος νε­κρὸς ἀ­να­στη­θεῖ θὰ πι­στέ­ψουν καὶ θὰ πει­σθοῦν στὰ λό­για του.
Ο ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ δι­ά­λο­γος τοῦ πλου­σί­ου μὲ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τί συμ­βαί­νει, ὅ­ταν τε­λει­ώ­νει γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο τὸ πε­ρί­που 80χρονο θέ­α­τρο αὐ­τῆς ἐ­δῶ τῆς ζω­ῆς. Ἀ­πο­κα­λύ­πτει πλέ­ον τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὅ­τι δη­λα­δὴ ὑ­πάρ­χει Πα­ρά­δει­σος καὶ Κό­λα­ση. Καὶ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος πε­θαί­νον­τας δὲν χά­νε­ται, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει νὰ ζεῖ. Ὡς πνεῦ­μα, βε­βαί­ως, δι­ό­τι τὸ σῶ­μα μέ­χρι τὴ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α θὰ μέ­νει νε­κρό.
Λοι­πόν, τὸ συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι τώ­ρα φα­νε­ρό. Οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ δὲν πρέ­πει νὰ ξε­γε­λι­ό­μα­στε ἀ­πὸ τὰ ἐ­πί­γεια πράγ­μα­τα. Νὰ σκε­πτό­μα­στε ὅ­τι πί­σω ἀ­πὸ τὴ «βύσ­σο» (τὰ με­τα­ξέ­νια ροῦ­χα, τὴν ἀ­πα­τη­λὴ καὶ φευ­γα­λέ­α ὀ­μορ­φιὰ τοῦ κό­σμου τού­του) χά­σκει ἡ ἄ­βυσ­σος (τὸ «μέ­γα χά­σμα»), ποὺ χω­ρί­ζει στὰ δύ­ο τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ἑ­πο­μέ­νως νὰ μὴ ζη­λεύ­ου­με τὴν «πορ­φύ­ραν» καὶ τὴν «βύσ­σον», τὸν πλοῦ­το, τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις καὶ τὴ δό­ξα τοῦ κό­σμου, ποὺ χά­νον­ται, ἀλ­λὰ νὰ ἑ­τοι­μά­ζου­με μὲ φό­βο καὶ τρό­μο τὸν τό­πο τῆς κα­τοι­κί­ας μας στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.
Δι­ό­τι ἡ θέ­ση μας στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­δῶ ζω­ή μας. Ὀ­νο­μά­σα­με πρὶν τὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή μας θέ­α­τρο, ὅ­που ὁ κα­θέ­νας μας παί­ζει ἕ­να ρό­λο· ἄλ­λος εἶ­ναι πρω­θυ­πουρ­γός, ἄλ­λος στρα­τη­γός, ἄλ­λος Μη­τρο­πο­λί­της καὶ ἄλ­λος ἕ­νας ἁ­πλὸς ἐρ­γά­της ἤ μί­α ἄ­ση­μη νοι­κο­κυ­ρά. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι οἱ ρό­λοι μας στὸ ἐ­πί­γει­ο θέ­α­τρο. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως τῆς ἄλ­λης ζω­ῆς ὅ­λα αὐ­τὰ μπο­ρεῖ νὰ ἀλ­λά­ξουν. Ἐ­κεῖ ἕ­νας κα­τά­κοι­τος τοῦ «ἀ­σύ­λου ἀ­νιά­των» μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει βα­σι­λι­κὴ δό­ξα καὶ λαμ­πρό­τη­τα καὶ ἕ­νας βα­σι­λιὰς ἤ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸς ἄρ­χον­τας να βρε­θεῖ στὸν «τό­πον τῆς βα­σά­νου», στὴν Κό­λα­ση. Ἀλ­λὰ νὰ προ­σέ­ξου­με τοῦ­το τὸ πο­λὺ ση­μαν­τι­κό: ὅ­τι τὸ τί θὰ εἴ­μα­στε ἐ­κεῖ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο παί­ζου­με τὸν ρό­λο μας ἐ­δῶ!
Αὐ­τὸ εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό! Ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸν ρό­λο ποὺ ἔ­χου­με, αὐ­τὸ ποὺ με­τρά­ει εἶ­ναι ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο τὸν παί­ζου­με. Δὲν θὰ πᾶ­νε ὅ­λοι οἱ πλού­σιοι στὴν Κό­λα­ση οὔ­τε ὅ­λοι οἱ φτω­χοὶ στὸν Πα­ρά­δει­σο. Ἕ­νας φτω­χὸς ποὺ κα­τα­ρι­έ­ται τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴ φτώ­χεια του, θὰ κο­λα­σθεῖ· καὶ ἕ­νας πλού­σιος ποὺ ζεῖ με­τρη­μέ­νη ζω­ὴ καὶ ἐ­λε­εῖ τοὺς φτω­χούς, θὰ βρε­θεῖ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοὺ Ἀ­βρα­άμ. Ἄλ­λο ὅ­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο νὰ σω­θεῖ ὁ φτω­χὸς καὶ νὰ χα­θεῖ ὁ πλού­σιος.
Ἑ­πο­μέ­νως νὰ προ­σέ­ξου­με ὅ­λοι πῶς παί­ζου­με τὸν ρό­λο μας ἐ­δῶ. Τὸν τρό­πο δη­λα­δὴ τῆς ζω­ῆς μας. Καὶ ἂς συ­νέλ­θου­με καὶ ἂς ἀλ­λά­ξου­με, ἂν χρει­ά­ζε­ται, πο­ρεί­α, πρὶν εἶ­ναι ἀρ­γὰ νὰ δι­ορ­θω­θοῦ­με καὶ ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με τὴν αἰ­ώ­νιά μας ἀ­πο­λύ­τρω­ση.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τ­οῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου