Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

(27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020)




 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙϚ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)

Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γοῦν­τες πα­ρα­κα­λοῦ­μεν, μὴ εἰς κε­νὸν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ δέ­ξα­σθαι ὑ­μᾶς. Λέγει γάρ· Και­ρῷ δε­κτῷ ἐ­πή­κου­σά σου καὶ ἐν ἡ­μέ­ρᾳ σω­τη­ρί­ας ἐ­βο­ή­θη­σά σοι· ἰ­δοὺ νῦν και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος· ἰ­δοὺ νῦν ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας. Μη­δε­μί­αν ἐν μη­δε­νὶ δι­δόν­τες προ­σκο­πήν, ἵ­να μὴ μω­μη­θῇ ἡ δι­α­κο­νί­α, ἀλλ᾽ ἐν παν­τὶ συ­νι­στῶν­τες ἑ­αυ­τοὺς ὡς Θε­οῦ δι­ά­κο­νοι, ἐν ὑ­πο­μο­νῇ πολ­λῇ, ἐν θλί­ψε­σιν, ἐν ἀ­νάγ­καις, ἐν στε­νο­χω­ρί­αις, ἐν πλη­γαῖς, ἐν φυ­λα­καῖς, ἐν ἀ­κα­τα­στα­σί­αις, ἐν κό­ποις, ἐν ἀ­γρυ­πνί­αις, ἐν νη­στε­ί­αις, ἐν ἁ­γνό­τη­τι, ἐν γνώ­σει, ἐν μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, ἐν χρη­στό­τη­τι, ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ, ἐν ἀ­γά­πῃ ἀ­νυ­πο­κρί­τῳ, ἐν λό­γῳ ἀ­λη­θε­ί­ας, ἐν δυ­νά­μει Θε­οῦ· διὰ τῶν ὅ­πλων τῆς δι­και­ο­σύ­νης τῶν δε­ξι­ῶν καὶ ἀ­ρι­στε­ρῶν, διὰ δό­ξης καὶ ἀ­τι­μί­ας, διὰ δυ­σφη­μί­ας καὶ εὐ­φη­μί­ας· ὡς πλά­νοι καὶ ἀ­λη­θεῖς, ὡς ἀ­γνο­ο­ύ­με­νοι καὶ ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι, ὡς ἀ­πο­θνῄ­σκον­τες καὶ ἰ­δοὺ ζῶ­μεν, ὡς παι­δευ­ό­με­νοι καὶ μὴ θα­να­το­ύ­με­νοι, ὡς λυ­πο­ύ­με­νοι ἀ­εὶ δὲ χαί­ρον­τες, ὡς πτω­χοὶ πολ­λοὺς δὲ πλου­τί­ζον­τες, ὡς μη­δὲν ἔ­χον­τες καὶ πάν­τα κα­τέ­χον­τες.                      

              (Β΄ Κο­ριν­θ. Ϛ΄[6] 1-10)

 

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΣ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἰ­δοὺ νῦν και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος».

Ἕ­να θαῦ­μα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος! Θαῦ­μα τὸ πῶς ἔρ­χε­ται στὴ ζω­ή. Θαῦ­μα τὸ πῶς ἀ­να­πτύσ­σε­ται, πῶς δη­μι­ουρ­γεῖ, πῶς με­γα­λουρ­γεῖ. Θαῦ­μα! Καὶ ἔ­πει­τα; 70, 80, 90 χρό­νια... καὶ ὅ­λα τε­λει­ώ­νουν σὲ ἕ­να τά­φο.

Τὸ θαῦ­μα κα­τα­λή­γει σὲ τρα­γω­δί­α. Αὐ­τὴ εἶ­ναι λοι­πὸν ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που;

Ὄ­χι, μᾶς λέ­γει σή­με­ρα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Ἡ ζω­ή μας δὲν εἶ­ναι χω­ρὶς νό­η­μα, οὔ­τε πα­ρά­λο­γη· ἡ ζω­ὴ μᾶς εἶ­ναι «και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος», και­ρὸς κα­τάλ­λη­λος, μιὰ πε­ρί­ο­δος εὐ­νο­ϊ­κῶν συν­θη­κῶν, γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με ἀ­μύ­θη­τα κέρ­δη, κα­τα­κτή­σεις ἀ­σύλ­λη­πτες.

Ἂς δοῦ­με ὅ­μως: Μὲ ποι­ὰ ἔν­νοι­α ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι τέ­τοι­α ση­μαν­τι­κὴ εὐ­και­ρί­α καὶ πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν αὐ­τὴν νὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σου­με σω­στά.

1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Λοι­πόν, γιὰ νὰ ἐν­το­πί­σου­με ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἐκ­πλη­κτι­κὴ εὐ­και­ρί­α, ποὺ μᾶς προ­σφέ­ρει ἡ ζω­ή, εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το προ­η­γου­μέ­νως νὰ ἔ­χου­με κα­τα­νο­ή­σει κα­λὰ ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ νό­η­μα καὶ ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς. Βε­βαί­ως ὅ­λοι μας εὔ­κο­λα κα­τα­λα­βαί­νου­με πῶς ἡ ζω­ή μας δὲν εἶ­ναι αὐ­το­σκο­πός, τὸ νό­η­μά της δὲν πε­ρι­έ­χε­ται στὰ 70, 80 χρό­νια της ἐ­δῶ στὴ γῆ. Μά­λι­στα οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι: τὸ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ βρε­θοῦ­με στὴ με­γά­λη χα­ρά, στὸ ἀ­τέ­λει­ω­το πα­νη­γύ­ρι τῆς Θεί­ας Βα­σι­λεί­ας· νὰ ζή­σου­με ἑ­νω­μέ­νοι γιὰ πάν­τα μὲ τὸν ἐν Τριά­δι Θε­ὸ νὰ με­τέ­χου­με στὴν ἄ­πει­ρη θε­ϊ­κή Του δό­ξα αἰ­ω­νί­ως.

Ἑ­πο­μέ­νως, ἐφ᾿ ὅ­σον αὐ­τὸ τὸ ἔ­χου­με ξε­κα­θα­ρί­σει μέ­σα μας ἀ­πο­λύ­τως, δὲν εἶ­ναι πλέ­ον δύ­σκο­λο νὰ δι­α­κρί­νου­με μὲ ποι­ὰ ἔν­νοι­α ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι πράγ­μα­τι μιὰ με­γά­λη εὐ­και­ρί­α. Εἶ­ναι, δι­ό­τι ἀ­κρι­βῶς μᾶς προ­σφέ­ρει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με τὸν με­γα­λει­ώ­δη προ­ο­ρι­σμό μας. Εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ εὐ­και­ρί­α· εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ λα­χεῖ­ο, ὁ πρῶ­τος λα­χνός, δι­ό­τι, ἐ­νῶ δια­ρκεῖ τό­σο λί­γο – 80 χρό­νια σὲ σχέ­ση μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα εἶ­ναι μιὰ ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στη στιγ­μή – μπο­ροῦ­με κα­τὰ τὴ διά­ρκειά της μὲ λί­γο κό­πο νὰ κερ­δί­σου­με ἀ­μύ­θη­το κέρ­δος, τὴν πο­λυ­πό­θη­τη Θεί­α Βα­σι­λεί­α.

Αὐ­τὴ λοι­πὸν κι ἂν εἶ­ναι εὐ­και­ρί­α! Ἔ­ναν­τι ἐ­λα­χί­στου τι­μή­μα­τος κερ­δί­ζει κα­νεὶς κά­τι ἀ­σύγ­κρι­τα πιὸ πο­λύ­τι­μο καὶ ἀ­πὸ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σύμ­παν! «Λο­γί­ζο­μαι», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, «ὅ­τι οὐκ ἄ­ξια τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ πρὸς τὴν μέλ­λου­σαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡ­μᾶς» (Ρωμ. η'[8] 18)· συμ­πε­ραί­νω πὼς τὰ ὅ­σα ὑ­πο­φέ­ρου­με τώ­ρα δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συγ­κρι­θοῦν μὲ τὴ δό­ξα, ποὺ πρό­κει­ται νὰ φα­νε­ρω­θεῖ ἐ­κεῖ καὶ νὰ μᾶς χα­ρι­σθεῖ γιὰ πάν­τα. Ἀ­σύλ­λη­πτη πράγ­μα­τι δό­ξα ἔ­ναν­τι ἐ­λα­χί­στου τι­μή­μα­τος, ὀ­λί­γων δυ­σκο­λι­ῶν καὶ πα­θη­μά­των.

Ἰ­δοὺ ἑ­πο­μέ­νως ἡ με­γά­λη εὐ­και­ρί­α, ποὺ μᾶς πα­ρέ­χει ἡ ἐ­πί­γει­ος ζω­ή. Ἀρ­κεῖ ἀ­σφα­λῶς νὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σου­με. Δη­λα­δὴ τί εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ κά­νου­με;

2. Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Βε­βαί­ως τὸ ὅ­τι αὐ­τό, ποὺ πρέ­πει ὅ­λοι μας νὰ κά­νου­με, εἶ­ναι τὸ νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦ­με νὰ ζή­σου­με σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, κα­νέ­νας μας δὲν τὸ ἀ­γνο­εῖ. Καὶ ἀ­κό­μη τὸ ὅ­τι αὐ­τὸν τὸν ἀ­γώ­να πρέ­πει νὰ τὸν κά­νου­με μέ­σα στὴν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­νι­σχυ­ό­με­νοι ἀ­πὸ τὴ Χά­ρη τῶν θεί­ων καὶ ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων της, ὅ­λοι μας ἀ­σφα­λῶς τὸ γνω­ρί­ζου­με.

Τὸ γνω­ρί­ζου­με. Δὲν μᾶς λεί­πει ἡ γνώ­ση. Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ἔ­χου­με ἀ­κού­σει καὶ δι­α­βά­σει πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ ὡ­ρι­σμέ­νοι σχε­δὸν καὶ τὰ βα­ρε­θή­κα­με. Ἑ­πο­μέ­νως;

Ὢ ἀ­δελ­φοί, ἅ­γιοι, κλή­σε­ως ἐ­που­ρα­νί­ου μέ­το­χοι! Ἀ­δελ­φοὶ συ­να­μαρ­τω­λοί, ἀ­γα­πη­μέ­νοι ὅ­μως τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ, τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος! Ἀ­δελ­φοί, προ­σκα­λε­σμέ­νοι στὸ αἰ­ώ­νιο Τρα­πέ­ζι τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου, τὸ ξεύ­ρου­με τί πρέ­πει νὰ κά­νου­με! Τί δὲν ξεύ­ρου­με; Ἢ μᾶλ­λον τί ξε­χνᾶ­με; Ξε­χνᾶ­με ὅ­τι φεύ­γου­με, ἀ­δελ­φοί! Φεύ­γου­με! Σὰν ἀ­στρα­πή, σὰν ὄ­νει­ρο «ὁ χρό­νος τοῦ βί­ου τρέ­χει».

Λοι­πόν, «τί μά­την τα­ρατ­τό­με­θα»; Για­τί χα­ζεύ­ου­με στὶς βι­τρί­νες αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου; Ψεύ­τι­κε, ἄ­στα­τε κό­σμε, πῶς μᾶς ξε­γε­λᾶς, πῶς μᾶς κλέ­βεις τὰ μά­τια, τὴ σκέ­ψη, τὴν καρ­διά; Πρὶν σὲ χα­ροῦ­με, χά­νε­σαι· πρὶν σὲ πι­ά­σου­με, φεύ­γεις καὶ φεύ­γου­με· πρὶν σὲ γνω­ρί­σου­με κα­λά, μᾶς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶς γιὰ πάν­τα.

Δὲν τὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­δελ­φοί; Δὲν ξεύ­ρου­με πὼς «χω­ρί­ζε­σθαι μέλ­λο­μεν τῶν ἐν­ταῦ­θα»; Δὲν βλέ­που­με πὼς ἀ­κό­μα καὶ οἱ κο­σμο­κρά­το­ρες καὶ οἱ χθε­σι­νοὶ κυ­βερ­νῆ­τες σή­με­ρα δι­α­λύ­ον­ται στὸ χῶ­μα; Γί­νον­ται χῶ­μα; Δὲν κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς στὴ γῆ θὰ κα­τα­λή­ξου­με;

Ἐ­κεῖ; Τί γί­νε­ται με­τὰ τὸν θά­να­το, ἀ­δελ­φοί; Ποῦ θὰ βρε­θοῦ­με; Τί πε­ρι­μέ­νει τὴν ψυ­χή; «Δρά­μω­μεν», ἑ­πο­μέ­νως, «δρά­μω­μεν»! Ἂς τρέ­ξου­με! «Σπου­δά­σω­μεν εἰ­σελ­θεῖν εἰς ἐ­κεί­νην τὴν κα­τά­παυ­σιν» (Ἑ­βρ. δ'[4] 11). Ἂς βι­α­στοῦ­με νὰ μποῦ­με στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη τοῦ Κυ­ρί­ου Βα­σι­λεί­α. Τρύ­γος εἶ­ναι τώ­ρα καὶ θε­ρι­σμός. Ὅ­ποι­ος εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνος, μα­ζεύ­ει καὶ συγ­κεν­τρώ­νει καὶ ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει θη­σαυ­ροὺς στὶς ἀ­πο­θῆ­κες τοῦ Κυ­ρί­ου. Σὲ λί­γο πιὰ ὅ­λα τὰ ἐ­δῶ θὰ ἔ­χουν τε­λει­ώ­σει. Ὅ­λα. Καὶ ὅ­λα θὰ ἔ­χουν ξε­χα­σθεῖ. Καὶ μό­νον ἐ­κεῖ­να θὰ ἔ­χουν μεί­νει, ὅ­σα ἀ­σφα­λί­σα­με στὸν Οὐ­ρα­νό.

Ἐ­κεῖ­να. Δη­λα­δὴ τὰ ἔρ­γα μας τὰ ἅ­για καὶ θε­ο­φι­λῆ. Οἱ ἀ­ρε­τές. Οἱ ἀ­γῶ­νες οἱ πνευ­μα­τι­κοί. Ἡ τα­πεί­νω­ση. Ἡ ἁ­γνό­τη­τα. Ἡ ὑ­πο­μο­νή. Ἡ ἀ­γά­πη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ποὺ φα­νε­ρώ­νε­ται μὲ τὶς ποι­κί­λες ἐκ­δη­λώ­σεις της: μὲ τὴν ἔλ­λει­ψη κα­τα­κρί­σε­ως τῶν ἄλ­λων, μὲ τὴν ἀ­νο­χή, μὲ τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἐ­χθρῶν, μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ στὶς ἀ­δι­κί­ες, μὲ τὴν φρον­τί­δα πρὸς τοὺς ἀ­σθε­νεῖς, μὲ τὴν στορ­γὴ πρὸς τοὺς γέ­ρον­τες, μὲ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ ὅ­σους ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη.

Εἶ­ναι πε­ρί­ο­δος ἀ­γώ­νων ἡ ζω­ή μας. Πε­ρί­ο­δος δο­κι­μα­σί­ας. Πο­λέ­μου. Με­τά, θὰ ἔρ­θουν τὰ στε­φά­νια. Τώ­ρα, θὰ δώ­σου­με τὶς ἐ­ξε­τά­σεις μας. Οἱ καμ­πά­νες ἤ­δη χτυ­πᾶ­νε. «Ὥ­ρα ἡ­μᾶς ἤ­δη ἐξ ὕ­πνου ἐ­γερ­θῆ­ναι» (Ρωμ. ι­γ'[13] 11).

Εἶ­ναι ὥ­ρα νὰ ξυ­πνή­σου­με. Ἀρ­γό­τε­ρα, ἴ­σως νὰ εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑ­στὼς ὁ Ἰησοῦς πα­ρὰ τν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α ἑ­στῶ­τα πα­ρὰ τν λί­μνην· ο δ ἁ­λι­εῖς ἀ­πο­βάν­τες ἀ­π’ αὐ­τῶν ἀ­πέ­πλυ­νον τ δί­κτυ­α. ἐμ­βὰς δ ες ν τν πλο­ί­ων, ν τοῦ Σμωνος, ἠ­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τς γς ἐ­πα­να­γα­γεῖν ὀ­λί­γον· κα κα­θί­σας ἐ­δί­δα­σκεν ἐκ το πλο­ί­ου τος ὄ­χλους. ς δ ἐ­πα­ύ­σα­το λα­λῶν, εἶ­πε πρς τν Σμωνα· Ἐ­πα­νά­γα­γε ες τ βά­θος κα χα­λά­σα­τε τ δί­κτυ­α ὑ­μῶν ες ἄ­γραν. κα ἀ­πο­κρι­θεὶς Σμων εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, δι' ὅ­λης τῆς νυκ­τὸς κο­πι­ά­σαν­τες οὐ­δὲν ἐ­λά­βο­μεν· ἐ­πὶ δ τ ῥή­μα­τί σου χα­λά­σω τ δί­κτυ­ον. κα τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συ­νέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰ­χθύ­ων πο­λύ· δι­ερ­ρή­γνυ­το δ τ δί­κτυ­ον αὐ­τῶν. κα κα­τέ­νευ­σαν τος με­τό­χοις τος ν τ ἑ­τέ­ρῳ πλο­ί­ῳ το ἐλ­θόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐ­τοῖς· κα ἦλ­θον, κα ἔ­πλη­σαν ἀμ­φό­τε­ρα τ πλοῖ­α, ὥ­στε βυ­θί­ζε­σθαι αὐ­τά. ἰ­δὼν δ Σμων Πτρος προ­σέ­πε­σε τος γό­να­σιν Ἰ­η­σοῦ λέ­γων· Ἔ­ξελ­θε ἀ­π' ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κριε· θάμ­βος γρ πε­ρι­έ­σχεν αὐ­τὸν κα πάν­τας τος σν αὐτῷ ἐ­πὶ τ ἄ­γρᾳ τν ἰ­χθύ­ων ᾗ συ­νέ­λα­βον, ὁ­μο­ί­ως δ κα Ἰάκωβον κα Ἰ­ω­άν­νην, υἱ­οὺς Ζε­ βε­δα­ί­ου, ο ἦ­σαν κοι­νω­νοὶ τ Σμωνι. κα εἶ­πε πρς τν Σμωνα Ἰ­η­σοῦς· Μ φο­βοῦ· ἀ­πὸ το νν ἀν­θρώ­πους ἔ­σῃ ζω­γρῶν. κα κα­τα­γα­γόν­τες τ πλοῖ­α ἐ­πὶ τν γν, ἀ­φέντες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ.     

(Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κά­πο­τε, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς στε­κό­ταν στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ ἄρ­χι­σαν νὰ συ­νω­στί­ζον­ται γύ­ρω του καὶ νὰ τὸν στρι­μώ­χνουν, ἐ­πει­δὴ ἤ­θε­λαν ν' ἀκοῦν τὸν λό­γο τοῦ Θεοῦ. Τό­τε εἶ­δε δύ­ο μι­κρὰ πλοῖ­α ἀ­ραγ­μέ­να στὴν ἄ­κρη τῆς λί­μνης· οἱ  ψα­ρά­δες μά­λι­στα εἶχαν βγεῖ ἀπ’ αὐ­τὰ στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἔ­πλε­ναν τὰ δί­χτυ­α. Κι ἀφοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πλοῖ­α αὐ­τά, σ' αὐ­τὸ πού ἦ­ταν τοῦ Σί­μω­να, τὸν πα­ρα­κά­λε­σε νὰ τὸ τρα­βή­ξει λί­γο πιὸ μέ­σα, σὲ μι­κρὴ ἀπό­στα­ση ἀ­πὸ τὴ στε­ριά. Καί τότε κάθισε μέ­σα στὸ πλοῖ­ο καὶ δί­δα­σκε ἀ­πὸ ἐκεῖ τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού βρί­σκον­ταν στὴν πα­ρα­λί­α. Κι ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τὴν ὁ­μι­λί­α του, εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Πά­ρε πά­λι τὸ πλοῖ­ο στὰ βαθιὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης καὶ ρίξ­τε τὰ δί­χτυ­ά σας γιὰ νὰ πιά­σε­τε ψά­ρια. Ὁ Σί­μων τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Δι­δά­σκα­λε, ὅ­λη τὴ νύ­χτα κο­πι­ά­σα­με ρί­χνον­τας τὰ δί­χτυ­α καὶ δὲν πι­ά­σα­με τί­πο­τε. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὸ δι­ατά­ζεις ἐσύ, θὰ ρί­ξω τὸ δί­χτυ ἔ­χον­τας τέ­λεια πε­ποί­θη­ση, καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ λό­γο σου. Κι ἀφοῦ τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τό, ἔπιασαν μέ­σα στὸ δί­χτυ πά­ρα πολ­λὰ ψά­ρια. Τό­σα πολ­λά, πού τὸ δί­χτυ τους ἄρ­χι­σε νὰ σπά­ζει, ἐπειδή δὲν ἄν­τε­χε στὸ βά­ρος τοῦ πλή­θους τῶν ψα­ρι­ῶν. Καὶ μὲ νεύ­μα­τα εἰδοποίησαν τούς συ­νε­ταί­ρους τους πού ἦ­ταν στὸ ἄλ­λο πλοῖ­ο νὰ ἔλ­θουν καὶ νὰ πιά­σουν μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς τὰ δί­χτυ­α καὶ νὰ τοὺς βο­η­θή­σουν νὰ τὰ σύ­ρουν ἐ­πά­νω. Ἐ­κεῖ­νοι ἦλθαν καὶ γέ­μι­σαν καὶ τὰ δύ­ο πλοῖα τό­σο πο­λύ, πού κιν­δύ­νευ­αν νὰ βυ­θι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν ψα­ρι­ῶν. Ὅ­ταν λοι­πὸν εἶ­δε ὁ Σί­μων Πέ­τρος τὸ πρω­το­φα­νὲς αὐ­τὸ καὶ ἀ­νέλ­πι­στο πλῆ­θος τῶν ψα­ρι­ῶν, ἔ­πε­σε κά­τω στὰ γόνα­τα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶ­πε: Βγὲς ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο μου καὶ φύ­γε ἀ­πὸ μέ­να, Κύ­ρι­ε, διότι εἶμαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός, καὶ δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σ' ἔ­χω στὸ πλοῖ­ο μου. Καὶ εἶ­πε αὐ­τὰ τὰ λό­για ὁ Πέ­τρος, δι­ό­τι κι αὐ­τὸς κι ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἦ­ταν μαζί του κυριεύθηκαν ἀ­πὸ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη καὶ δέ­ος γιὰ τήν πρωτοφανή ἁ­λι­εί­α τό­σων ψα­ρι­ῶν πού εἶ­χαν πιά­σει, καὶ ἡ ὁποία μό­νο ἀ­πὸ πα­ρέμ­βα­ση τῆς θεί­ας δυ­νά­με­ως μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γη­θεῖ. Πα­ρό­μοι­α μά­λι­στα κυ­ρεύ­θη­καν ἀ­πὸ ἔκ­πλη­ξη καὶ ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ γιοί τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, οἱ ὁ­ποῖοι ἦ­ταν συ­νέ­ται­ροι τοῦ Σί­μωνος. Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Μὴ φο­βᾶ­σαι. Ἀ­πὸ τώ­ρα πού σὲ κα­λῶ νὰ γίνεις ἀ­πό­στο­λός μου καὶ στὸ ἑξῆς, θὰ συ­νε­χί­σεις νὰ ψαρεύεις, ἀλλά δὲν θὰ πιά­νεις ψά­ρια ἀλλά ἀν­θρώ­πους ζων­τα­νούς, πού μὲ τὸ κή­ρυγ­μά σου θὰ τοὺς ὁ­δη­γεῖς στὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἀφοῦ ἐ­πα­νέ­φε­ραν τὰ πλοῖ­α στὴ στε­ριά, ἄ­φη­σαν τά πάν­τα, καὶ τὰ ψά­ρια δη­λα­δὴ καὶ τὰ δί­χτυ­α καὶ τὰ πλοῖα τους, καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

 

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

25. ΤΑ ΜΆΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ

 

25. ΤΑ μάγια τοΥ ΦαλΗρου

 


Ἐ­πει­δὴ ἔ­γρα­ψα τὸ βι­βλί­ο «ὑ­πάρ­χουν Μά­για», τρέ­χει πο­λὺς κό­σμος ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ χτυ­πη­μέ­νοι ἀ­πὸ μά­για. Νο­μί­ζουν κα­κῶς, ὅ­τι ἐ­γὼ ἔ­χω κά­ποι­α δύ­να­μη με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ἱ­ε­ρεῖς. Δὲν ξέ­ρουν, ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Ἱ­ε­ρεῖς ἔ­χουν τὴν ἴ­δια δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἀρ­κεῖ νὰ πι­στεύ­ουν οἱ προ­σερ­χό­με­νοι. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος ἔ­λε­γε «ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε» καὶ τοὺς ρω­τοῦ­σε πρo­τή­τε­ρα, ἂν πι­στεύ­ουν.

Κά­πο­τε μοῦ ἔ­φε­ρε τὰ μά­για, ποὺ βρῆ­κε μιὰ δι­κη­γό­ρος, καὶ ἀ­φοῦ δι­ά­βα­σα τὰ σχε­τι­κά, βγῆ­κα στὴν αὐ­λὴ τῆς Μο­νῆς Πε­τρά­κη καὶ τὰ ἔ­κα­ψα.

Τό­τε ἦλ­θε καὶ κά­ποι­α κυ­ρί­α, γιὰ νὰ τῆς λύ­σω τὰ μά­για μὲ τὶς εὐ­χὲς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ μοῦ εἶ­πε τὰ ἑ­ξῆς:

Ὁ ἄν­δρας μου ψυ­χρά­θη­κε πρὸς τὸ σπί­τι. Δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται κα­θό­λου. Τρελ­λά­θη­κε μὲ κά­ποι­α στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α του. Μοῦ εἶ­παν, ὅ­τι τοῦ ἔ­χει κά­νει μά­για καὶ νὰ πά­ω σὲ κά­ποι­ον νὰ τὰ λύ­ση. Ἐ­γὼ δὲν ἐ­πῆ­γα. Στὴν ἐ­πι­μο­νή τους ὅ­μως ἐ­πῆ­γα καὶ μοῦ λέ­γει: «Εἶ­ναι στὸ Φά­λη­ρο. Νὰ πᾶ­με νὰ τὰ βροῦ­με».

Ἐ­πή­γα­με στὴν ἀμ­μου­διά. Αὐ­τὸς γύ­ρι­ζε ἀρ­κε­τὰ καὶ σὲ μί­α στιγ­μὴ τρέ­μον­τας, τὰ ἐ­νε­τό­πι­σε. Ἔ­σκα­ψε μὲ τὸ χέ­ρι του στὴν ἄμ­μο, σα­ράν­τα πε­ρί­που πόν­τους καὶ βρῆ­κε ἕ­να στε­νό­μα­κρο ξύ­λι­νο κου­τί. Μέ­σα εἶ­χε σα­πού­νια μι­σο­λει­ω­μέ­να, καρ­φί­τσες, καὶ κομ­μά­τια ἀ­πὸ μί­α ζα­κέτ­τα μου. Φαί­νε­ται, ὅ­ταν ἔ­λει­πα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, ἐ­πή­γαι­νε αὐ­τὴ καὶ μοῦ τὴν πῆ­ρε.

-            Ὅ­ταν γυ­ρί­σης στὸ σπί­τι, μοῦ εἶ­πε, θὰ βρῆς τὸ παι­δὶ σου ἄρ­ρω­στο, ἀλ­λὰ θὰ γί­νη κα­λά. 

Πράγ­μα­τι, ὅ­ταν γύ­ρι­σα τὸ βρῆ­κα μὲ με­γά­λο πυ­ρε­τὸ ἀλ­λὰ τοῦ πέ­ρα­σε. Ἔ­γι­νε κα­λά. 

Μοῦ εἶ­πε ὁ μά­γος, ὅ­τι ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λα, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν πη­γαί­νω νὰ τὰ βρῶ. 

Τὸ εἶ­πα στὸν Πα­πᾶ καὶ μοῦ λέ­γει: Νὰ τὸν πᾶς νὰ καὶ βρῆ. (Δὲν ἤ­ξε­ρε ὁ καυ­μέ­νος. Ὁ Ἱ­ε­ρεὺς ἔ­χει τη­ν δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ τὰ δι­α­λύ­η καὶ δὲν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τοὺς μά­γους). Ἐ­πέ­με­να ἐ­γώ, εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα, στὸν μά­γο καὶ τὸν κα­τά­φε­ρα καὶ πή­γα­με στὸ Φά­λη­ρο. Πά­λι τὸν ἔπι­α­σε τρε­μού­λα, προ­σγει­ώ­θη­κε, ἔ­σκα­ψε στὴν ἄμ­μο καὶ βρῆ­κε ἄλ­λο κου­τὶ ξύ­λι­νο μι­κρό­τε­ρο, ποὺ μέ­σα εἶ­χε δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα. Ἀλ­λὰ ἀρ­ρώ­στη­σε, ἔ­τρε­με καὶ ἔ­πε­σε κά­τω. Συγ­κεν­τρώ­θη­κε κό­σμος. Τὸν ἔ­βα­λα σ᾿ ἕ­να τα­ξὶ καὶ τὸν ἔ­φε­ρα στὴν Ἀ­θή­να.

Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λα, μοῦ εἶ­πε, ἀλ­λὰ σὲ ἄλ­λο μέ­ρος. Μὲ πολ­λὲς πα­ρα­κλή­σεις, τὸν κα­τά­φε­ρα καὶ πή­γα­με. Ἤ­τα­νε τὸ κτί­ριο, ποὺ ἐρ­γα­ζό­τα­νε μέ­σα ὁ ἄν­δρας μου καὶ ἐ­κεί­νη ἡ πα­λι­ο­βρώ­μα. Στα­θή­κα­με στὸν δρό­μο καὶ δί­πλα ἦ­ταν ἕ­νας μαν­δρό­τοι­χος.

Ἐ­κεῖ μέ­σα, μοῦ εἶ­πε, εἶ­ναι, ἀλ­λὰ θὰ μὲ ἀν­τι­λη­φθοῦν, για­τί μπρο­στὰ φυ­λά­ει ὁ σκο­πός. Τοῦ ἐ­πέ­μει­να. Αὐ­τός τό­τε κά­τι μουρ­μού­ρι­σε. Καὶ ὁ σκο­πὸς μὲ τὸ ὅ­πλο του ἔ­φυ­γε καὶ πῆ­γε πρὸς τὰ κά­τω. Τό­τε κά­τι μουρ­μού­ρι­σε καὶ σκόρ­πι­σε μό­νος του ὁ μαν­τρό­τοι­χος, ὁ­πό­τε βρέ­θη­κε καὶ ἄλ­λο κου­τὶ μὲ μά­για.

Ἀλ­λὰ δυ­στυ­χῶς, μοῦ εἶ­πε ἡ Κυ­ρί­α, δὲν μπό­ρε­σε ὁ μά­γος νὰ τὰ λύ­ση καὶ ἦλ­θα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἔ­χω πα­ρα­τη­ρή­σει, τῆς εἶ­πα, ὅ­ταν πᾶ­νε προ­τή­τε­ρα σὲ μέν­τιουμ καὶ μά­γους, μᾶς δέ­νουν ἐ­μᾶς τῶν Ἱ­ε­ρέ­ων τὰ χέ­ρια καὶ χρει­ά­ζε­ται πολ­λὴ ἐ­πι­μο­νὴ νὰ λυ­θοῦν. Ὁ Θε­ὸς λέ­γει, ἀ­φοῦ πῆ­γες ἐ­κεῖ, ἐ­γὼ δὲν σὲ κά­νω κα­λά. Πή­γαι­νε νὰ σὲ κά­νουν ἐ­κεῖ κα­λά. Ἂν ὅ­μως δὲν πᾶ­νε σὲ μά­γους, καὶ ὑ­πάρ­χει πί­στις, τό­τε εὔ­κο­λα τὰ λύ­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.

Τό­τε τῆς ἔ­κα­να Ἁ­για­σμό, τῆς δι­ά­βα­σα τὶς εὐ­χές. Καὶ ἀ­πὸ τὸν Ἀ­γα­σμὸ ἐ­κεῖ­νον τῆς εἶ­πα νὰ πί­νη κά­θε μέ­ρα καὶ νὰ ραν­τί­ση καὶ τὰ πράγ­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ της.

Ὁ Θε­ὸς ἔ­κα­με τὸ θαῦ­μα Του. Ἔ­δω­σε νὰ τσα­κω­θῆ τὸ πα­ρά­νο­μο ζεῦ­γος καὶ νὰ γυ­ρί­ση καὶ ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς στὴν οἰ­κο­γέ­νειά του!

Πολ­λοὶ τρέ­χουν στοὺς Μά­γους καὶ στὶς Μά­γισ­σες, γιὰ νὰ τοὺς λύ­σουν τὰ μά­για. Ἀλ­λὰ ὁ σα­τα­νᾶς δὲν τὰ λύ­νει πο­τέ. Μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ κά­νη κα­λὸ ὁ σα­τα­νᾶς; Καὶ ἐ­ὰν πρὸς στιγ­μὴν κά­νη κά­τι, θὰ κά­μη κα­τό­πιν πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα. Καὶ τὸ χεί­ρι­στο εἶ­ναι, ὅ­τι τοὺς παίρ­νει τὴν ψυ­χὴ καὶ τὴν πη­γαί­νει στὴν Κό­λα­σι. 

 

+ Ἀρ­χιμ. ΧΑΡ. Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ», Δ' Ἔκ­δο­σις, ΑΘΗΝΑΙ 1990. Σελ. 74-76.