ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙϚ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες
παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς. Λέγει
γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι·
ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν
ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν
παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν
θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν
ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι,
ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ
ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ· διὰ τῶν ὅπλων τῆς
δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ
δυσφημίας καὶ εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ
ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι
καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς
δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
(Β΄ Κορινθ. Ϛ΄[6] 1-10)
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος».
Ἕνα θαῦμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος! Θαῦμα
τὸ πῶς ἔρχεται στὴ ζωή. Θαῦμα τὸ πῶς ἀναπτύσσεται, πῶς δημιουργεῖ,
πῶς μεγαλουργεῖ. Θαῦμα! Καὶ ἔπειτα; 70, 80, 90 χρόνια... καὶ ὅλα τελειώνουν
σὲ ἕνα τάφο.
Τὸ θαῦμα καταλήγει σὲ τραγωδία. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν
ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου;
Ὄχι, μᾶς λέγει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ζωή
μας δὲν εἶναι χωρὶς νόημα, οὔτε παράλογη· ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι «καιρὸς εὐπρόσδεκτος»,
καιρὸς κατάλληλος, μιὰ περίοδος εὐνοϊκῶν συνθηκῶν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε
ἀμύθητα κέρδη, κατακτήσεις ἀσύλληπτες.
Ἂς δοῦμε ὅμως: Μὲ ποιὰ
ἔννοια ἡ ζωή μας εἶναι τέτοια σημαντικὴ εὐκαιρία καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν
αὐτὴν νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε σωστά.
1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Λοιπόν, γιὰ νὰ ἐντοπίσουμε ποιὰ εἶναι ἡ ἐκπληκτικὴ
εὐκαιρία, ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ζωή, εἶναι ἀπαραίτητο προηγουμένως
νὰ ἔχουμε κατανοήσει καλὰ ποιὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς.
Βεβαίως ὅλοι μας εὔκολα καταλαβαίνουμε πῶς ἡ ζωή μας δὲν εἶναι αὐτοσκοπός,
τὸ νόημά της δὲν περιέχεται στὰ 70, 80 χρόνια της ἐδῶ στὴ γῆ. Μάλιστα
οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι: τὸ
νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βρεθοῦμε στὴ μεγάλη χαρά, στὸ ἀτέλειωτο πανηγύρι
τῆς Θείας Βασιλείας· νὰ ζήσουμε ἑνωμένοι γιὰ πάντα μὲ τὸν ἐν Τριάδι
Θεὸ νὰ μετέχουμε στὴν ἄπειρη θεϊκή Του δόξα αἰωνίως.
Ἑπομένως, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸ τὸ ἔχουμε ξεκαθαρίσει μέσα
μας ἀπολύτως, δὲν εἶναι πλέον δύσκολο νὰ διακρίνουμε μὲ ποιὰ ἔννοια
ἡ ζωή μας εἶναι πράγματι μιὰ μεγάλη εὐκαιρία. Εἶναι, διότι ἀκριβῶς
μᾶς προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ πραγματοποιήσουμε τὸν μεγαλειώδη
προορισμό μας. Εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ εὐκαιρία· εἶναι κυριολεκτικὰ
λαχεῖο, ὁ πρῶτος λαχνός, διότι, ἐνῶ διαρκεῖ τόσο λίγο – 80 χρόνια σὲ
σχέση μὲ τὴν αἰωνιότητα εἶναι μιὰ ἀπειροελάχιστη στιγμή – μποροῦμε
κατὰ τὴ διάρκειά της μὲ λίγο κόπο νὰ κερδίσουμε ἀμύθητο κέρδος, τὴν
πολυπόθητη Θεία Βασιλεία.
Αὐτὴ λοιπὸν κι ἂν εἶναι εὐκαιρία! Ἔναντι ἐλαχίστου
τιμήματος κερδίζει κανεὶς κάτι ἀσύγκριτα πιὸ πολύτιμο καὶ ἀπὸ ὁλόκληρο
τὸ σύμπαν! «Λογίζομαι», λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα
τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ.
η'[8] 18)· συμπεραίνω πὼς τὰ ὅσα ὑποφέρουμε τώρα δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴ δόξα, ποὺ πρόκειται νὰ φανερωθεῖ ἐκεῖ καὶ νὰ μᾶς
χαρισθεῖ γιὰ πάντα. Ἀσύλληπτη πράγματι δόξα ἔναντι ἐλαχίστου τιμήματος,
ὀλίγων δυσκολιῶν καὶ παθημάτων.
Ἰδοὺ ἑπομένως ἡ μεγάλη εὐκαιρία, ποὺ μᾶς παρέχει
ἡ ἐπίγειος ζωή. Ἀρκεῖ ἀσφαλῶς νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε. Δηλαδὴ τί εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε;
2. Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Βεβαίως τὸ ὅτι αὐτό, ποὺ πρέπει ὅλοι μας νὰ κάνουμε,
εἶναι τὸ νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
κανένας μας δὲν τὸ ἀγνοεῖ. Καὶ ἀκόμη τὸ ὅτι αὐτὸν τὸν ἀγώνα πρέπει
νὰ τὸν κάνουμε μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, ἐνισχυόμενοι ἀπὸ τὴ
Χάρη τῶν θείων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων της, ὅλοι μας ἀσφαλῶς τὸ γνωρίζουμε.
Τὸ γνωρίζουμε. Δὲν μᾶς λείπει ἡ γνώση. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχουμε
ἀκούσει καὶ διαβάσει πολλὲς φορὲς καὶ ὡρισμένοι σχεδὸν καὶ τὰ βαρεθήκαμε.
Ἑπομένως;
Ὢ ἀδελφοί, ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι! Ἀδελφοὶ
συναμαρτωλοί, ἀγαπημένοι ὅμως τοῦ ἁγίου Θεοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Ἀδελφοί, προσκαλεσμένοι στὸ αἰώνιο
Τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου, τὸ ξεύρουμε τί πρέπει νὰ κάνουμε!
Τί δὲν ξεύρουμε; Ἢ μᾶλλον τί ξεχνᾶμε; Ξεχνᾶμε ὅτι φεύγουμε, ἀδελφοί!
Φεύγουμε! Σὰν ἀστραπή, σὰν ὄνειρο «ὁ χρόνος τοῦ βίου τρέχει».
Λοιπόν, «τί μάτην ταραττόμεθα»; Γιατί χαζεύουμε
στὶς βιτρίνες αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Ψεύτικε, ἄστατε κόσμε, πῶς μᾶς ξεγελᾶς,
πῶς μᾶς κλέβεις τὰ μάτια, τὴ σκέψη, τὴν καρδιά; Πρὶν σὲ χαροῦμε, χάνεσαι·
πρὶν σὲ πιάσουμε, φεύγεις καὶ φεύγουμε· πρὶν σὲ γνωρίσουμε καλά, μᾶς
ἀποχαιρετᾶς γιὰ πάντα.
Δὲν τὰ γνωρίζουμε ὅλα αὐτά, ἀδελφοί; Δὲν ξεύρουμε
πὼς «χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα»; Δὲν βλέπουμε πὼς ἀκόμα καὶ οἱ
κοσμοκράτορες καὶ οἱ χθεσινοὶ κυβερνῆτες σήμερα διαλύονται στὸ
χῶμα; Γίνονται χῶμα; Δὲν καταλαβαίνουμε πὼς στὴ γῆ θὰ καταλήξουμε;
Ἐκεῖ; Τί γίνεται μετὰ τὸν θάνατο, ἀδελφοί; Ποῦ θὰ
βρεθοῦμε; Τί περιμένει τὴν ψυχή; «Δράμωμεν», ἑπομένως, «δράμωμεν»!
Ἂς τρέξουμε! «Σπουδάσωμεν εἰσελθεῖν εἰς ἐκείνην τὴν κατάπαυσιν» (Ἑβρ.
δ'[4] 11). Ἂς βιαστοῦμε νὰ μποῦμε στὴν εὐλογημένη τοῦ Κυρίου Βασιλεία.
Τρύγος εἶναι τώρα καὶ θερισμός. Ὅποιος εἶναι ἔξυπνος, μαζεύει καὶ
συγκεντρώνει καὶ ἀποταμιεύει θησαυροὺς στὶς ἀποθῆκες τοῦ Κυρίου.
Σὲ λίγο πιὰ ὅλα τὰ ἐδῶ θὰ ἔχουν τελειώσει. Ὅλα. Καὶ ὅλα θὰ ἔχουν ξεχασθεῖ.
Καὶ μόνον ἐκεῖνα θὰ ἔχουν μείνει, ὅσα ἀσφαλίσαμε στὸν Οὐρανό.
Ἐκεῖνα. Δηλαδὴ τὰ ἔργα μας τὰ ἅγια καὶ θεοφιλῆ. Οἱ
ἀρετές. Οἱ ἀγῶνες οἱ πνευματικοί. Ἡ ταπείνωση. Ἡ ἁγνότητα. Ἡ ὑπομονή.
Ἡ ἀγάπη περισσότερο, ποὺ φανερώνεται μὲ τὶς ποικίλες ἐκδηλώσεις
της: μὲ τὴν ἔλλειψη κατακρίσεως τῶν ἄλλων, μὲ τὴν ἀνοχή, μὲ τὴν συγχώρηση
τῶν ἐχθρῶν, μὲ τὴν ὑπομονὴ στὶς ἀδικίες, μὲ τὴν φροντίδα πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς,
μὲ τὴν στοργὴ πρὸς τοὺς γέροντες, μὲ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.
Εἶναι περίοδος ἀγώνων ἡ ζωή μας. Περίοδος δοκιμασίας.
Πολέμου. Μετά, θὰ ἔρθουν τὰ στεφάνια. Τώρα, θὰ δώσουμε τὶς ἐξετάσεις
μας. Οἱ καμπάνες ἤδη χτυπᾶνε. «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι»
(Ρωμ. ιγ'[13] 11).
Εἶναι ὥρα νὰ ξυπνήσουμε. Ἀργότερα, ἴσως νὰ εἶναι
πολὺ ἀργά.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα
παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς
ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. ἐμβὰς
δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν
αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν
ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο
λαλῶν, εἶπε
πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν
εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς
Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι' ὅλης
τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί
σου χαλάσω
τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων
πολύ· διερρήγνυτο
δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας
συλλαβέσθαι
αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν
ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν
δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ
λέγων· Ἔξελθε
ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ
τῶν ἰχθύων
ᾗ συνέλαβον,
ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζε βεδαίου, οἳ ἦσαν
κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους
ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες
ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
(Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κάποτε, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς στεκόταν στὴν ὄχθη
τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἄρχισαν νὰ συνωστίζονται γύρω
του καὶ νὰ τὸν στριμώχνουν, ἐπειδὴ ἤθελαν ν' ἀκοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τότε
εἶδε δύο μικρὰ πλοῖα ἀραγμένα στὴν ἄκρη τῆς λίμνης· οἱ ψαράδες μάλιστα εἶχαν βγεῖ ἀπ’ αὐτὰ στὴν
παραλία καὶ ἔπλεναν τὰ δίχτυα. Κι ἀφοῦ μπῆκε σ' ἕνα ἀπὸ τὰ πλοῖα αὐτά,
σ' αὐτὸ πού ἦταν τοῦ Σίμωνα, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸ τραβήξει λίγο πιὸ
μέσα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριά. Καί τότε κάθισε μέσα στὸ πλοῖο
καὶ δίδασκε ἀπὸ ἐκεῖ τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού βρίσκονταν στὴν παραλία. Κι ὅταν
τελείωσε τὴν ὁμιλία του, εἶπε στὸ Σίμωνα: Πάρε πάλι τὸ πλοῖο στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ ρίξτε τὰ δίχτυά
σας γιὰ νὰ πιάσετε ψάρια. Ὁ Σίμων τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε
ρίχνοντας τὰ δίχτυα καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀφοῦ ὅμως τὸ διατάζεις
ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ ἔχοντας τέλεια πεποίθηση, καὶ ὑπακοὴ στὸ λόγο
σου. Κι ἀφοῦ τὸ ἔκαναν αὐτό, ἔπιασαν μέσα στὸ δίχτυ πάρα πολλὰ ψάρια.
Τόσα πολλά, πού τὸ δίχτυ τους ἄρχισε νὰ σπάζει, ἐπειδή δὲν ἄντεχε στὸ
βάρος τοῦ πλήθους τῶν ψαριῶν. Καὶ μὲ νεύματα εἰδοποίησαν τούς συνεταίρους
τους πού ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο νὰ ἔλθουν καὶ νὰ πιάσουν μαζὶ μ' αὐτοὺς τὰ
δίχτυα καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ τὰ σύρουν ἐπάνω. Ἐκεῖνοι ἦλθαν καὶ γέμισαν
καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, πού κινδύνευαν νὰ βυθισθοῦν ἀπὸ τὸ βάρος
τῶν ψαριῶν. Ὅταν λοιπὸν εἶδε ὁ Σίμων Πέτρος τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ καὶ ἀνέλπιστο
πλῆθος τῶν ψαριῶν, ἔπεσε κάτω στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: Βγὲς ἀπὸ τὸ πλοῖο μου καὶ φύγε ἀπὸ μένα,
Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σ' ἔχω
στὸ πλοῖο μου. Καὶ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Πέτρος, διότι κι αὐτὸς κι ὅλοι
ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί του κυριεύθηκαν ἀπὸ μεγάλη ἔκπληξη καὶ δέος γιὰ
τήν πρωτοφανή ἁλιεία τόσων ψαριῶν πού εἶχαν πιάσει, καὶ ἡ ὁποία μόνο ἀπὸ
παρέμβαση τῆς θείας δυνάμεως μποροῦσε νὰ ἐξηγηθεῖ. Παρόμοια μάλιστα
κυρεύθηκαν ἀπὸ ἔκπληξη καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου,
οἱ ὁποῖοι ἦταν συνέταιροι τοῦ Σίμωνος. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὸ Σίμωνα:
Μὴ φοβᾶσαι. Ἀπὸ τώρα πού σὲ καλῶ νὰ
γίνεις ἀπόστολός μου καὶ στὸ ἑξῆς, θὰ συνεχίσεις νὰ ψαρεύεις, ἀλλά δὲν θὰ
πιάνεις ψάρια ἀλλά ἀνθρώπους ζωντανούς, πού μὲ τὸ κήρυγμά σου θὰ τοὺς ὁδηγεῖς
στὴ σωτηρία. Κι ἀφοῦ ἐπανέφεραν τὰ πλοῖα στὴ στεριά, ἄφησαν τά
πάντα, καὶ τὰ ψάρια δηλαδὴ καὶ τὰ δίχτυα καὶ τὰ πλοῖα τους, καὶ τὸν ἀκολούθησαν.