Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

22. Τὸ ἀν­τί­δω­ρο τοῦ Βρα­νᾶ




Συ­νερ­γά­της πο­λύ­τι­μος στὴν «Πα­νελ­λή­νιο Ὀρ­θό­δο­ξο Ἕ­νω­σι» εἶ­ναι ὁ εὐ­σε­βὴς δι­ά­κο­νος π. Μάρ­κος. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν ἔ­γι­νε ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος καὶ προ­χω­ροῦ­σε σὲ και­νο­το­μί­ες στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μον­τέρ­να καὶ οἰ­κου­με­νι­στι­κὰ πράγ­μα­τα, αὐ­τὸς ἀμ­φέ­βαλ­λε, ἂν ἡ θεί­α χά­ρις εἶ­ναι στὴν Ἐκ­κλη­σί­α αὐ­τὴ ἢ μή­πως εἰς τοὺς πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γί­τας. Τοῦ εἶ­πα τὰ δέ­ον­τα, ἀλ­λὰ δὲν μπό­ρε­σα νὰ τὸν πεί­σω. Τὸν ἔ­πει­σε ὅ­μως ὁ Θε­ὸς μὲ τὸ ἑ­ξῆς θαῦ­μα:

Με­τέ­βη μὲ τὸν ἡ­γού­με­νον τῆς Μο­νῆς Πε­τρά­κη στὸ Με­τό­χι τοῦ Ἁγ. Γε­ωρ­γί­ου Βρα­νᾶ, στὸν Μα­ρα­θώ­να καὶ λει­τούρ­γη­σαν. Στὸ τέ­λος ἐ­πῆ­ρε πολ­λὰ ἀν­τί­δω­ρα, κα­θὼς συ­νή­θι­ζε, εὐ­λο­γη­μέ­να ἀ­πὸ τὸν Ὀρ­θό­δο­ξο Ἱ­ε­ρέ­α γιὰ τὴν ἑ­βδο­μά­δα. Ἀλ­λὰ ἐ­πῆ­ρε μα­ζὶ καὶ ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πο­λεί­τουρ­γο ἀ­πὸ τὸ πρό­σφο­ρο, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε κο­πῆ τὸ ἀν­τί­δω­ρο. Αὐ­τὸ φυ­σι­κὰ δὲν εἶ­χε εὐ­λο­γη­θῆ ἀ­πὸ τὸν Ἱ­ε­ρέ­α. Τὰ τύ­λι­ξε, τὰ ἔ­φε­ρε στὴν Ἀ­θή­να στὸ κελ­λί του καὶ τὰ ἔ­βα­λε μέ­σα σ᾿ ἕ­να συρ­τά­ρι. Τὰ ἐ­ξέ­χα­σε ὅ­μως ἐ­κεῖ καὶ σὲ λί­γες μέ­ρες, ποὺ τὰ βρῆ­κε, βλέ­πει πα­ρα­δό­ξως, ὅ­τι τὸ μὲν κομ­μά­τι, ποὺ δὲν εἶ­χε εὐ­λο­γη­θῆ ἀ­πὸ τὸν Ἱ­ε­ρέ­α, ἦ­ταν κα­τα­πρά­σι­νο ἀ­πὸ τήν μού­χλα, τὰ ἀν­τί­δω­ρα ὅ­μως, ποὺ εἶ­χαν εὐ­λο­γη­θῆ ἀ­πὸ τὸν νε­ο­η­με­ρο­λο­γί­τη Ἱ­ε­ρέ­α, ἦ­ταν κα­τα­κά­θα­ρα.

Αὐ­τὸ τὸν ἔ­πει­σε, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει χά­ρις καὶ εὐ­λο­γί­α στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­σχέ­τως τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που.

Σχε­τι­κὰ μὲ τὴν δύ­να­μι τοῦ ἀν­τι­δώ­ρου θὰ ἀ­να­φέ­ρω καὶ τὸ ἑ­ξῆς. Ἔ­χου­με ἕ­ναν Τοῦρ­κο Ἅ­γιον. Τὸν Ἅ­γιον Ἀχ­μὲτ. Αὐ­τὸς σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­δρο­μές, ποὺ ἔ­κα­νε, ἐ­πῆ­ρε καὶ μιὰ Χρι­στια­νὴ στὸ χα­ρέ­μι του. Αὐ­τὴ ἔ­μει­νε κλει­σμέ­νη ἐ­κεῖ. Ἡ μη­τέ­ρα της ἐ­πή­γαι­νε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τῆς ἔ­φερ­νε ἀν­τί­δωρ­πο.

Ὁ Ἀχ­μὲτ ὅ­μως πα­ρε­τή­ρη­σεν ὅ­τι, ὅ­ταν τὴν ἐ­πλη­σί­α­ζε καὶ αὐ­τὴ εἶ­χε φά­γει ἀν­τί­δω­ρο μο­σχο­βο­λοῦ­σε. 

Τί μό­σχο βά­ζεις ἐ­πά­νω σου; ἐ­ρω­τᾶ.

Κα­νέ­να, ἀ­παν­τᾶ ἐ­κεί­νη.

Δὲν μπο­ρεῖ. Θὰ μοῦ πεῖς, τῆς ἐ­πέ­μει­νε.

Μο­σχο­βο­λῶ - ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ τοῦ πεῖ - ὅ­ταν φά­γω ἀν­τί­δω­ρο ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α μου.

Θὰ πά­ω, λέ­γει, νὰ δῶ τὶ κά­νουν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­πῆ­γε καὶ στά­θη­κε πί­σω στὸν νάρ­θη­κα, στὸ παγ­κά­ρι. Τὴν ὥ­ρα ὅ­μως τοῦ κα­θα­για­σμοῦ, στὰ «σὰ ἐκ τῶν σῶν», εἶ­δε τὸν ἱ­ε­ρέ­α νὰ σφά­ζη ἕ­να μι­κρὸ παι­δί. Ἀ­γρί­ε­ψε, καὶ στὸ τέ­λος λέ­γει στὸν Ἱ­ε­ρέ­α. 

Βρὲ κα­κοῦρ­γε, για­τί τό­σφα­ξες τὸ παι­δὶ ἐ­κεῖ­νο; Τό­τε ὁ Ἱ­ε­ρεὺς κα­τά­λα­βε.

Παι­δί μου, τοῦ λέ­γει, αὐ­τὸ γί­νε­ται κά­θε φο­ρὰ ποὺ λει­τουρ­γοῦ­με. Θυ­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ ὁ Χρι­στός. Νὰ δο­ξά­ζεις τὸν Θε­ό, πού σοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια νὰ τὸ δῆς. Κα­τό­πιν ὁ Ἀχ­μὲτ βγῆ­κε καὶ φώ­να­ζε.

Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς καὶ ὄ­χι ὁ Μω­ά­μεθ. Τὸν συ­νέ­λα­βαν οἱ Τοῦρ­κοι καὶ τὸν σκό­τω­σαν. Καὶ ἔ­τσι καὶ ἀ­βά­πτι­στος Τοῦρ­κος, ἔ­γι­νε Ἅ­γιος! Βα­πτί­σθη­κε στὸ αἷ­μα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του. 

Τὸ ἀν­τί­δω­ρο, πρέ­πει νὰ τὸ παίρ­νου­με μὲ εὐ­λά­βεια καὶ νη­στι­κοί, γιὰ νὰ ἔ­χου­με ὠ­φέ­λεια. 


(Ἀπό τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. ΧΑΡ. Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, "ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ"

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου