Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ

(13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, ἲ­δε­τε πη­λί­κοις ὑ­μῖν γράμ­μα­σιν ἔ­γρα­ψα τ ἐ­μῇ χει­ρί.  ὅ­σοι θέ­λου­σιν εὐ­προ­σω­πῆ­σαι ν σαρκ, οὗ­τοι ἀ­ναγ­κά­ζου­σιν ὑ­μᾶς πε­ρι­τέ­μνε­σθαι, μό­νον ἵ­να μ τ σταυ­ρῷ το Χρι­στοῦ δι­ώ­κων­ται. οὐ­δὲ γρ ο πε­ρι­τε­τμη­μέ­νοι αὐ­τοὶ νό­μον φυ­λάσ­σου­σιν, ἀλ­λὰ θέ­λου­σιν ὑ­μᾶς πε­ρι­τέ­μνε­σθαι, ἵ­να ἐν τ ὑ­με­τέ­ρᾳ σαρ­κὶ καυ­χή­σων­ται. Ἐ­μοὶ δ μ γέ­νοι­το καυ­χᾶ­σθαι ε μ ν τ σταυ­ρῷ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­στα­ύ­ρω­ται κἀ­γὼ τ κό­σμῳ. ν γρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ οὔ­τε πε­ρι­το­μή τι ἰ­σχύ­ει οὔ­τε ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ και­νὴ κτί­σις. κα ὅ­σοι τ κα­νό­νι το­ύ­τῳ στοι­χή­σου­σιν, εἰ­ρή­νη ἐ­π' αὐ­τοὺς κα ἔ­λε­ος, κα ἐ­πὶ τν Ἰσ­ρα­ὴλ το Θε­οῦ. Το λοι­ποῦ κό­πους μοι μη­δεὶς πα­ρε­χέ­τω· ἐ­γὼ γρ τ στίγ­μα­τα το Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ἐν τ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω. χά­ρις το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ με­τὰ το πνε­ύ­μα­τος ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί· ἀ­μήν.

                    (Γαλ. στ΄[6] 11 – 18)

 

ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἐ­γὼ τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ

ἐν τῷ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω».

Μιὰ σπά­νια στιγ­μὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας! Ὅ­που κο­ρυ­φαῖ­ος στρα­τη­γὸς παγ­κο­σμί­ου πο­λέ­μου δεί­χνει τὰ πα­ρά­ση­μά του. Γιὰ μέ­να, λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρο καύ­χη­μα ἀ­πὸ τὸν Σταυ­ρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ κλεί­νον­τας τὴν ἐ­πι­στο­λή του πρὸς τοὺς Γα­λά­τας δεί­χνει τὰ πα­ρά­ση­μα τῶν με­γά­λων ἀ­γώ­νων του: ἐ­γὼ βα­στά­ζω στὸ σῶ­μα μου, λέ­γει, «τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ».

«Τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ»!

Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι τὰ στίγ­μα­τα, γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ὡ­σὰν γιὰ πα­ρά­ση­μα ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος, καὶ μπο­ροῦ­με ἄ­ρα­γε καὶ ἐ­μεῖς πα­ρό­μοι­α νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με;

1. ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

«Τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω». Λοι­πόν, τὰ πα­ρά­ση­μα αὐ­τὰ τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τὰ ση­μά­δια ἀ­πὸ τὶς πλη­γές, ποὺ εἶ­χε δε­χθεῖ χά­ριν τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ τί πλη­γὲς καὶ πό­σες! «Ὑ­πὸ Ἰ­ου­δαί­ων πεν­τά­κις τεσ­σα­ρά­κον­τα πα­ρὰ μί­αν ἔ­λα­βον, τρὶς ἐρ­ρα­βδί­σθην, ἅ­παξ ἐ­λι­θά­σθην» (Β' Κορ. ι­α΄[11] 24, 25), πέν­τε φο­ρὲς μα­στι­γω­μέ­νος ἄ­γρια ἀ­πὸ τοὺς Ἑ­βραί­ους, τρεῖς φο­ρὲς ρα­βδι­σμέ­νος, μιὰ φο­ρὰ λι­θο­βο­λη­μέ­νος σχε­δὸν μέ­χρι θα­νά­του. «Ἐν πλη­γαῖς ὑ­περ­βαλ­λόν­τως» (Β' Κορ. ι­α΄[11] 23), θὰ ση­μει­ώ­σει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος· ἐ­δέ­χθη­κα στὸ σῶ­μα μου πλη­γὲς ὑ­περ­βο­λι­κές.

Ὡ­σὰν νὰ ἦ­ταν κα­κοῦρ­γος καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νος ἐγ­κλη­μα­τί­ας ὁ ὑ­πέ­ρο­χος αὐ­τὸς ἄν­θρω­πος, ἐκ τῶν με­γί­στων εὐ­ερ­γε­τῶν τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, συ­ρό­ταν ἀ­πὸ τὴ μί­α φυ­λα­κὴ στὴν ἄλ­λη καί, πρὶν προ­λά­βει νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ ἀ­πὸ τὶς πα­λαι­ὲς πλη­γές, οἱ βα­ρει­ὲς ἁ­λυ­σί­δες καὶ τὰ ἄ­γρια μα­στί­για τοῦ προ­ξε­νοῦ­σαν και­νούρ­γι­ες.

Ἔ­τσι ἐ­πά­νω στὸ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο, τὸ ἁ­γι­α­σμέ­νο σῶ­μα του ζω­γρα­φί­στη­καν μὲ ἀ­νε­ξί­τη­λα πλέ­ον χρώ­μα­τα αὐ­τὰ τὰ στίγ­μα­τα, τὰ ση­μά­δια, οἱ βα­θει­ὲς οὐ­λές, τὰ τραύ­μα­τα, ποὺ εἶ­χε δε­χθεῖ χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

Αὐ­τὰ λοι­πὸν εἶ­ναι, ποὺ δεί­χνει τώ­ρα στοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Γα­λα­τί­ας, τῆς πε­ρι­ο­χῆς ποὺ βρι­σκό­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ ση­με­ρι­νὴ Ἄγ­κυ­ρα τῆς Τουρ­κί­ας. Τὰ δεί­χνει καί, ὅ­πως βλέ­που­με, καυ­χᾶ­ται γι᾿ αὐ­τά, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴ λέ­ξη «βα­στά­ζω», ποὺ ση­μαί­νει τὰ κρα­τά­ω σὰν κά­τι λαμ­πρὸ καὶ πο­λύ­τι­μο, σὰν πα­ρά­ση­μα πο­λε­μι­κῶν κα­τορ­θω­μά­των.

«Τέ­τοι­α δη­λα­δὴ ἀ­κρι­βῶς, ποὺ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με ἐ­μεῖς», πι­θα­νὸν ἑ­τοι­μά­ζον­ται νὰ ἀ­να­φω­νή­σουν πολ­λοί.

Νὰ ἔ­χουν ἄ­ρα­γε δί­και­ο;

2. Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

Βε­βαί­ως στίγ­μα­τα σὰν αὐ­τὰ τοῦ φλο­γε­ροῦ Ἀ­πο­στό­λου ἐ­μεῖς οἱ μι­κροὶ καὶ ἀ­σή­μαν­τοι πῶς θὰ ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με; Ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως λοι­πὸν φαί­νε­ται πώς, ὅ­σοι ἀμ­φι­βάλ­λουν, ἴ­σως ἔ­χουν δί­και­ο, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε στὴν πα­τρί­δα μας, ὅ­πως καὶ σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο σχε­δόν, δὲν γί­νον­ται πλέ­ον δι­ωγ­μοὶ κα­τὰ τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως. Ἀ­σφα­λῶς δὲν λεί­πουν καὶ στὶς μέ­ρες μας οἱ πι­στοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νοι τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὑ­φί­σταν­ται καὶ ξυ­λο­δαρ­μοὺς καὶ φυ­λα­κί­σεις καὶ ποι­κί­λες ὅ­σες τα­λαι­πω­ρί­ες. Ἂς μὴ λη­σμο­νοῦ­με τοὺς μέ­χρι χθὲς ἀ­κό­μη μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στε­ως στὰ ἄ­θε­α κα­θε­στῶ­τα καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὴ γει­το­νι­κή μας Ἀλ­βα­νί­α. Ἀ­σφα­λῶς καὶ οἱ κό­ποι καὶ οἱ τα­λαι­πω­ρί­ες, ὅ­σων ἐρ­γά­ζον­ται μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φή­νουν τέ­τοι­α στίγ­μα­τα. Ἐν τού­τοις τὸ θέ­μα ὄ­χι μό­νον δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται ἐ­δῶ, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ το­πο­θε­τη­θεῖ καὶ κά­που βα­θύ­τε­ρα.

Βα­θύ­τε­ρα! Ἐ­κεῖ, ποὺ μὲ τὴ σπά­νια θε­ο­λο­γι­κή του δύ­να­μη θὰ μᾶς ὁ­δή­γη­σει τώ­ρα ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος.

Εἶ­ναι δυ­να­τὸ καὶ γιὰ μᾶς, λέ­γει ὁ ἅ­γιος, «τὸ διὰ Χρι­στὸν πα­θεῖν», τὸ νὰ πά­θου­με χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­κό­μη καὶ στὶς εἰ­ρη­νι­κὲς πε­ρι­ό­δους. Ἐ­ξαρ­τᾶ­ται αὐ­τό, ἐ­πι­ση­μαί­νει, ἀ­πὸ τὸν τρό­πο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με τὶς συμ­φο­ρὲς καὶ τὶς ποι­κί­λες θλί­ψεις στὴ ζω­ή, «ἐν ἡ­μῖν γάρ ἐ­στι καὶ κερ­δαί­νειν ἐκ τῶν δει­νῶν καὶ βλά­πτε­σθαι», στὸ χέ­ρι μας βρί­σκε­ται καὶ τὸ νὰ κερ­δί­ζου­με ἀ­πὸ τὶς συμ­φο­ρὲς καὶ τὸ νὰ βλα­πτό­μα­στε.

Καὶ πῶς λοι­πὸν «διὰ Χρι­στὸν ἔ­στι πα­θεῖν;», πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ πά­θου­με χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ τὶς συμ­φο­ρές, τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς συ­κο­φαν­τί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες μᾶς βρί­σκουν ἔ­τσι ἁ­πλῶς καὶ «οὐ διὰ Χρι­στόν», ὄ­χι χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ; Ἰ­δού, λέ­γει ὁ ἱ­ε­ρὸς πα­τήρ: «ἂν ἐ­νέγ­κῃς γεν­ναί­ως, ἐ­ὰν εὐ­χα­ρι­στή­σῃς, ἐ­ὰν εὔ­ξῃ ὑ­πὲρ ἐ­κεί­νου, ταῦ­τα πάν­τα διὰ Χρι­στὸν ποι­εῖς», ἂν ὑ­πο­φέ­ρεις μὲ γεν­ναι­ό­τη­τα, ἂν εὐ­χα­ρι­στή­σεις τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴ δο­κι­μα­σί­α σου, ἂν προ­σευ­χη­θεῖς γιὰ κεῖ­νο, ποὺ σὲ συ­κο­φάν­τη­σε, ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ κά­νεις νὰ γί­νον­ται χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ.

Νὰ γί­νον­ται χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ! Ὁ θε­ο­φό­ρος δι­δά­σκα­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς προ­σφέ­ρει ἐ­δῶ τὴν ὑ­ψί­στη ἐ­πι­στή­μη. Τὴν ἐ­πι­στή­μη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ με­τα­βά­λει τὸ ἴ­διο τὸ νό­η­μα τῶν συμ­φο­ρῶν τῆς ζω­ῆς του. Ὅ­λα τὰ θλι­βε­ρὰ γε­γο­νό­τα, τὰ φαι­νο­με­νι­κῶς τυ­χαῖ­α πε­ρι­στα­τι­κά, ποὺ τοῦ ἔ­κα­ναν μαύ­ρη τὴ ζω­ή, ἀ­πο­κτοῦν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ μιὰ ὑ­πέ­ρο­χη δι­ά­στα­ση: ἐ­ὰν ἀν­τι­με­τω­πι­σθοῦν μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ εὐ­χα­ρι­στί­α πρὸς τὸν Θε­ό, λο­γα­ρι­ά­ζον­ται πλέ­ον ὡς μαρ­τύ­ριο ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ὁ πι­στός, ποὺ ἔ­τσι τὰ ὑ­πέ­μει­νε, ὡς μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ θὰ τι­μη­θεῖ καὶ στε­φά­νι μαρ­τυ­ρί­ου θὰ τοῦ χα­ρι­σθεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι καὶ οἱ ἀ­σθε­νεῖς, ποὺ ὑ­πο­μέ­νουν καὶ δο­ξά­ζουν τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴν ἀ­σθέ­νειά τους, μὲ τοὺς μάρ­τυ­ρες τοῦ Χρι­στοῦ θὰ το­πο­θε­τη­θοῦν. Καὶ οἱ γο­νεῖς, ποὺ στὸν θά­να­το κά­ποι­ου παι­διοῦ τους λέ­γουν σὰν τὸν Ἰ­ὼβ «εἴ­η τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον» (Ἰ­ὼβ α΄[1] 21), καὶ αὐ­τοὶ μάρ­τυ­ρες Χρι­στοῦ θε­ω­ροῦν­ται. Καὶ οἱ ἀ­δι­κη­μέ­νοι καὶ συ­κο­φαν­τη­μέ­νοι, ποὺ συγ­χω­ροῦν τοὺς ἐ­χθρούς τους καὶ εὐ­λο­γοῦν τὸν Θε­ό, μάρ­τυ­ρες εἶ­ναι. Καὶ οἱ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι γέ­ρον­τες καὶ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νοι, καὶ οἱ κα­τά­κοι­τοι, καὶ οἱ πα­ρά­λυ­τοι, ὅ­λοι οἱ ἀ­δι­κη­μέ­νοι τῆς ζω­ῆς, ἐ­ὰν ἀ­πο­δί­δουν δό­ξα στὸν Θε­ό, μάρ­τυ­ρες Κυ­ρί­ου θε­ω­ροῦν­ται.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ! Καὶ οἱ νέ­οι καὶ οἱ νέ­ες, ποὺ μέ­σα σ᾿ ἕ­να δι­ε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ κρα­τή­σουν τὴν ἁ­γνό­τη­τά τους χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ ὣς τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη ὥ­ρα τοῦ γά­μου, μάρ­τυ­ρες καὶ με­γα­λο­μάρ­τυ­ρες ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται. Καὶ οἱ μο­να­χοὶ καὶ οἱ μο­να­χές, ποὺ ὑ­πο­μέ­νουν με­τὰ χα­ρᾶς τοὺς κό­πους τῆς ἀ­σκή­σε­ως ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ, μαρ­τυ­ρι­κοὺς ἀ­γῶ­νες δι­ε­ξά­γουν. Καὶ οἱ ἐν­συ­νεί­δη­τοι ὑ­πάλ­λη­λοι, ποὺ προ­τι­μοῦν νὰ χά­σουν τὴ δου­λειά τους πα­ρὰ νὰ πα­ρα­βοῦν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, μαρ­τύ­ριο ὑ­πο­μέ­νουν. Ἀλ­λὰ δὲν ὑ­πάρ­χει λό­γος νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα, ποὺ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ἀ­να­ρίθ­μη­τα σχε­δόν.

Ὅ­λοι αὐ­τοί, μι­κροὶ καὶ με­γά­λοι, νέ­οι καὶ νέ­ες, ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες, ὅ­λοι βα­δί­ζουν τὸν δρό­μο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, ἀ­νε­βαί­νουν στὸν Γολ­γο­θᾶ, σταυ­ρώ­νον­ται ἐ­πὶ ἀ­ο­ρά­του σταυ­ροῦ. Ὅ­λοι φέ­ρουν ἐ­πά­νω τους τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ. Ἄλ­λοι στὸ σῶ­μα τους, ἄλ­λοι στὴν ψυ­χή τους, ποὺ εἶ­ναι καὶ πιὸ βα­θιὰ καὶ ὀ­δυ­νη­ρά.

Τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ! Ἀ­δελ­φοί, ὅ­σοι ἀ­γω­νί­ζε­σθε αὐ­τοὺς τοὺς κα­λοὺς ἀ­γῶ­νες κα­τὰ Θε­όν, μὴ λη­σμο­νεῖ­τε πο­τὲ ὅ­τι ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ ὡς μάρ­τυ­ρές του ἀ­γω­νί­ζε­σθε. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­σοι βρί­σκε­σθε στὸ κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου, ὅ­σοι ὑ­φί­στα­σθε ἐ­πώ­δυ­νες χει­ρουρ­γι­κὲς ἐ­πεμ­βά­σεις, ὅ­σοι ὑ­πο­βάλ­λε­σθε σὲ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὲς θερα­πεῖ­ες καὶ δυ­σβά­στα­χτες, μὴ χά­σε­τε αὐ­τὲς τὶς με­γά­λες εὐ­και­ρί­ες. Δεῖξ­τε ὑ­πο­μο­νή! Ευ­χα­ρι­στεῖ­στε, δο­ξο­λο­γεῖ­στε τὸν Θε­ό!

Σὲ λί­γο ὁ Γολ­γο­θᾶς τε­λει­ώ­νει, ἀ­δελ­φοί! Καὶ ἡ Ἀ­νά­στα­ση φθά­νει! Καὶ ἐ­κεῖ, στὸ τέ­λος τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ δρό­μου, πε­ρι­μέ­νει ὁ Κύ­ριος κρα­τών­τας στὰ χέ­ρια Του τὸ ἀ­μά­ραν­το στε­φά­νι τῆς αἰ­ω­νί­ου δό­ξης καὶ ἀ­πεί­ρου χα­ρᾶς τῆς Βα­σι­λεί­ας Του.

Αὐ­τὸ τὸ στε­φά­νι ἂς μὴ τὸ χά­σει κα­νείς μας, ἀ­δελ­φοί!

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

      ­

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. οὐ­δεὶς ἀ­να­βέ­βη­κεν ες τν οὐ­ρα­νὸν ε μ κ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ὁ ν ν τ οὐ­ρα­νῷ. κα κα­θὼς Μω­ϋ­σῆς ὕ­ψω­σε τν ὄ­φιν ἐν τ ἐ­ρή­μῳ, οὕ­τως ὑ­ψω­θῆ­ναι δε τν υἱ­ὸν το ἀν­θρώ­που, ἵ­να πς πι­στε­ύ­ων ες αὐ­τὸν μ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. Οὕ­τω γρ ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ὸς τν κό­σμον, ὥ­στε τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ τν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν, ἵ­να πς πι­στε­ύ­ων ες αὐ­τὸν μ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον.  ο γρ ἀ­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ες τν κό­σμον ἵ­να κρί­νῃ τν κό­σμον, ἀλ­λ' ἵ­να σω­θῇ κό­σμος δι' αὐ­τοῦ. 

                                         (Ἰ­ω­άν. γ΄[3] 13 – 17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος στὸν Νι­κό­δη­μο ποὺ τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε νύ­χτα, αὐ­τά: κα­νεὶς ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους δέν ἔ­χει ἀ­νε­βεῖ στὸν οὐ­ρα­νὸ γιὰ νὰ μά­θει τὰ ἐ­που­ρὰ­νια καί νά σᾶς τά δι­δά­ξει, πα­ρὰ μό­νο ἐ­κεῖ­νος πού κα­τέ­βη­κε ἀ­π᾿ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἔ­γι­νε μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τός, ἐ­νῶ τώ­ρα εἶ­ναι στή γῆ, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι καί στόν οὐ­ρα­νό ὡς Θε­ὸς παν­τα­χοῦ πα­ρών. Ἄ­κου­σε τώ­ρα καὶ μιὰν ἄλ­λη ἄ­γνω­στη καί ψυ­χο­σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια, πού θά σοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψω: ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Μω­υ­σῆς στὴν ἔ­ρη­μο κρέ­μα­σε ψη­λὰ τό χάλ­κι­νο φί­δι γιὰ νὰ σώ­ζον­ται μ' αὐ­τὸ οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἀ­πό τά θα­να­τη­φό­ρα δαγ­κώ­μα­τα τῶν φι­δι­ῶν, ἔ­τσι σύμ­φω­να μέ τό μυ­στη­ρι­ῶ­δες σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ πρέ­πει νὰ κρε­μα­σθεῖ ψη­λά πά­νω στό σταυ­ρό ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που καί νά προσ­λά­βει ἔ­τσι τό ὁ­μοί­ω­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, χω­ρίς ὅ­μως νά ἔ­χει κα­μί­α πραγ­μα­τι­κὴ σχέ­ση μ' αὐ­τή. Καὶ θὰ ὑ­ψω­θεῖ πά­νω στὸ σταυ­ρό, γιὰ νὰ μὴ χα­θεῖ στόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το κα­νέ­νας ἀ­π' ὅ­σους πι­στεύ­ουν σ’ αὐ­τόν, ἀλ­λά νὰ ἔ­χει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Καὶ μὴ σοῦ φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πρό­κει­ται νὰ ὑ­ψω­θεῖ πά­νω στὸ σταυ­ρό γιά τή σω­τη­ρί­α σας. Δι­ό­τι τό­σο πο­λύ ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ός τόν κό­σμο τῶν ἀν­θρώ­πων πού ζοῦ­σε στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε πα­ρέ­δω­σε σὲ θά­να­το τὸν μο­νά­κρι­βο Υἱ­ό του, γιὰ νά μή χα­θεῖ σὲ αἰ­ώ­νιο θά­να­το κά­θε ἄν­θρω­πος πού πι­στεύ­ει σ’ αὐ­τόν, ἀλ­λά νά ἔ­χει ζω­ή αἰ­ώ­νια. Δι­ό­τι δὲν ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς τὸν Υἱ­ό του στό ἁ­μαρ­τω­λό γέ­νος τῶν ἀν­θρώ­πων γιά νά κα­τα­κρί­νει καί νά κα­τα­δι­κά­σει τό γέ­νος αὐ­τό. Ἐ­σεῖς βέ­βαι­α οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι αὐ­τὸ πι­στεύ­ε­τε γιὰ τὸν Μεσ­σί­α, ὅ­τι θὰ σώ­σει μό­νο τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους καί θά κα­τα­κρί­νει ὅ­λα τὰ ὑ­πό­λοι­πα ἔ­θνη. Ὅ­μως ὁ Θε­ός ἀ­πέ­στει­λε τὸν Υἱ­ό του γιὰ νὰ σω­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος τῶν ἀν­θρώ­πων δι­α­μέ­σου αὐ­τοῦ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου