Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

 




ΕΩΘΙΝΟΝ Γ΄

Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωΐ πρώτῃ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ' ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ' αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ' αὐτῆς ἠπίστησαν. Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις, εἰς ἀγρόν. Κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς, οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. Ὕστερον, ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τήν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον, οὐκ ἐπίστευσαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθείς, σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας, κατακριθήσεται. Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι, κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. Ὁ μὲν οὖν Κύριος, μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες, ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16]  9 – 20)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

9 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐμφανίστηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια.  10 Ἐκείνη πῆγε καὶ τὸ ἀνήγγειλε αὐτὸ στοὺς μαθητὲς ποὺ ἦταν πρωτύτερα μαζί του καὶ τώρα πενθοῦσαν κι ἔκλαιγαν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ διδασκάλου τους.  11 Ἀλλὰ ἐκεῖνοι, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ζεῖ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε, δὲν πίστεψαν στὰ λόγια της.
 12 Καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, ἐμφανίστηκε μὲ ἄλλη μορφή, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθεῖ, σὲ δύο ἀπ᾿ αὐτούς, καθὼς βάδιζαν καὶ πήγαιναν σὲ κάποιο χωράφι.  13 Κι ἐκεῖνοι πῆγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν αὐτὸ στοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους. Ἀλλὰ οὔτε σὲ κείνους πίστεψαν.  14 Ὕστερα ἐμφανίστηκε στοὺς ἕντεκα μαθητές, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐπέπληξε γιὰ τὴν ὁλιγοπιστία τους καὶ γιὰ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους, διότι δὲν πίστεψαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένο.   15 Ἔπειτα τοὺς εἶπε: Νὰ πᾶτε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ λογικὴ κτίση, σ᾿ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.  16 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιστέψει στὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθεῖ, θὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν θὰ πιστέψει, θὰ καταδικασθεῖ.  17 Καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ πιστέψουν, θὰ ἀκολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴ θεία χάρη ποὺ θὰ ἐνεργεῖ μέσα ἀπ᾿ τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς τους. Αὐτοὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός μου θὰ βγάζουν δαιμόνια ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες ποὺ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς νέες κι ἄγνωστες μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη,  18 θὰ πιάνουν στὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ παθαίνουν τίποτε ἀπ᾿ τὰ δαγκώματά τους· κι ἂν ἀκόμη πιοῦν δηλητήριο ποὺ φέρνει θάνατο, δὲν θὰ πάθουν τίποτε· θὰ βάζουν τὰ χέρια τους πάνω σὲ ἀρρώστους, κι ἐκεῖνοι θὰ γίνονται καλά.  19 Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος τοὺς μίλησε ἐπανειλημμένα καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων κι αὐτά, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός.  20 Κι ἐκεῖνοι βγῆκαν καὶ περιδιάβηκαν τὴν οἰκουμένη, καὶ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο σὲ κάθε μέρος. Κι ὁ Κύριος ἦταν συνεργός τους καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸ λόγο τοῦ κὴρύγματός τους μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπακολουθοῦσαν στὸ κήρυγμά τους. Ἀμήν.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, παρακαλῶ  ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραΰτητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης· ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

                                                                        (Ἐφεσ. δ΄[4] 1-7)

 

ΑΞΙΟΙ ΤΗΣ ΚΛΗΣΕΩΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Παρακαλῶ ὑμᾶς … ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε»

Φυλακισμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος στη Ρώμη, γράφει μπόνο στος Ἐφεσίους Χριστιανούς: Σας παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἐγὼ ποὺ εἶμαι φυλακισμένος γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, νὰ πολιτευθετε μτρόπο ἄξιο τῆς ὑψηλς κλήσεως, στὴν ὁποία σᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεός. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τ σημασία τῆς ὑψηλς μας κλήσεως καὶ πῶς θὰ περιπατήσουμε ἀξίως τῆς κλήσεως αὐτῆς. 

1. Η ΚΛΗΣΗ ΜΑΣ

Ποιά εἶναι ἡ κλήση μας; Σὲ τί μᾶς καλεῖ ὁ Θεός; Μήπως σ κάποια ἐγκόσμια τιμὴ καὶ ἀξία; Μήπως σὲ κάτι πρόσκαιρο καὶ παροδικό; Μᾶς καλεῖ σ᾿ ὅ,τι μεγαλύτερο ὑπάρχει καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει ὁ ἄνθρωπος. Μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολῖτες σε δύο βασίλεια, ἕνα ἐπίγειο κι ἕνα οὐράνιο. Σ᾿ αὐτὴν τὴ ζωὴ μᾶς καλεῖ στὸ βασίλειο τῆς Χάριτός του, τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ στὸ βασίλειο τῆς δόξης του, τὸν Παράδεισο. Μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε τέκνα φωτός, ν γίνουμε ἅγιοι. Νὰ ζοῦμε ὡς «συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β' 19). Νὰ ζοῦμε ὡς ὑποψήφιοι πρίγκιπες γιὰ τὸ οὐράνιο βασίλειό του· ὥστε μιὰ μέρα νὰ γίνουμε βασιλεῖς τοῦ οὐρανοῦ, νὰ συγκαθήσουμε στον θεϊκό του θρόνο καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε ὡς κατὰ χάριν θεοί. 

Γι τν σκοπό αὐτό μᾶς προσφέρει τὰ πάντα. διαιτέρως ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες μᾶς ἔχει ἀσυλλήπτως εὐεργετήσει. Μᾶς ξεχώρισε νάμεσα σὲ δισεκατομμύρια νθρώπους καὶ μᾶς ἀξίωσε ν γεννηθοῦμε ἀπὸ γονεῖς Ὀρθοδόξους· νὰ βαπτισθοῦμε ἀπὸ νηπιακῆς ἡλικίας καὶ ὡς Χριστιανοὶ νὰ φέρουμε τὸ ἔνδοξο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας νὰ ἀπολαμβάνουμε τόσες δωρεές μέσα στὴν Ἐκκλησία του. Ἔχουμε βαρειὰ καὶ ἱερὴ κληρονομιά. Ἔχουμε στα χέρια μας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γραμμένο στὴ γλῶσσα μας. Γεννηθήκαμε στη χώρα ποὺ διάβηκαν καὶ ὤργωσαν πνευματικ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Μιὰ χώρα στὴν ὁποία ἐγράφη ἡ «Ἀποκάλυψις» καὶ πολλὲς Ἐπιστολές· ποὺ ἀνέδειξε ἑκατομμύρια ἁγίων, μαρτύρων, ὁσίων. Στὴν πατρίδα μας οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, οἱ θεολόγοι Πατέρες. Σὲ κάθε βῆμα, ἱερὰ προσκυνήματα, ἱερὰ λείψανα ἁγίων, θαυματουργές εἰκόνες. Σ κάθε μας ἀνάσα ἡ εὐωδία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ὁ καθένας ἔχει βεβαιωμένα τὰ σημάδια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κάλεσε μὲ γεγονότα θαυμαστὰ καὶ ἱερὰ στὸν δρόμο τῆς γνώσεως τοῦ θελήματός του καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς Χάριτός του. 

2. ΑΞΙΩΣ ΤΗΣ ΚΛΗΣΕΩΣ

Πῶς λοιπὸν θὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ὑψηλὴ αὐτὴ κλῆση τοῦ Θεοῦ; Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει πολὺ νὰ προσέξουμε. Διότι κι ἄλλος λαὸς εἶχε τιμηθε πολὺ ἀπὸ τὸν Θεὸ κι ὅμως περιφρόνησε τν κλήση τοῦ Θεοῦ: ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων. Ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ εὐλογήθηκαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, κατήντησαν προφητοκτόνοι καὶ θεοκτόνοι, ἐπισύροντες ἐπάνω τους μόνοι τους τν κατάρα γιὰ τὸ αἷμα τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ. Ἡ χαριστία τους αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ προβληματίσει πολὺ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες. Διότι κι ἐμεῖς εὐεργετηθήκαμε πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό. 

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ νὰ συναισθανθοῦμε τὴν εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς γύρω μας. Καὶ μὲ ἐνθουσιασμό, ζῆλο καὶ διάθεση ἁγία νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν κλῆση μας. Ἐφ᾿ ὅσον εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ κληθήκαμε γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει τὴν Βασιλεία αὐτὴ νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε ὡς κληρονόμοι της. Νὰ μὴ κολλ καρδιά μας στὴ γῆ, οὔτε νὰ σαγηνεύεται ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, τιμὲς καὶ δόξες ἐγκόσμιες. Διότι κινδυνεύουμε ἔτσι νὰ χάσουμε τὴν κλήση μας. 

Γι᾿ αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης» (Α' Τιμ. Ϛ'[6] 12). Πιάσε καλὰ καὶ κράτησε σφικτά τὴν αἰώνιο ζωή, στὴν ὁποία ἐκλήθης. Πρόσεξε, γιατί μπορεῖ νὰ τὴν χάσεις μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε σκληρά, νὰ ἁρπάξουμε τὴν κλῆση μας γερὰ στὰ χέρια μας. Αὐτὸ πρακτικότερα σημαίνει σ κάθε μας συναναστροφή, σὲ κάθε μας ἔργο να σκεφτόμαστε καλὰ τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας καὶ νὰ ζοῦμε ὅπως πρέπει σὲ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ νοοτροπία μας, οἱ ἐσωτερικές μας διαθέσεις, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγή μας πρέπει νὰ ἀνταποκρίνονται στὴν κλῆση αὐτή. Νὰ ζοῦμε ὅπως ταιριάζει σὲ πρόσωπα πο πρόκειται νὰ γίνουν βασιλεῖς τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ νὰ στολίζουμε καθημερινὰ τὴν ψυχή μας μὲ τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γινόμαστε πνευματέμφοροι, οὐράνιοι ἄνθρωποι, ἁγιασμένοι. 

Ἀδελφοί, σὲ λίγο ἴσως καιρό, ἴσως καὶ σήμερα, θὰ κληθοῦμε στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦμε στὴ βασιλεία ποὺ μᾶς ἑτοίμασε ὁ Θεός. Ζοῦμε ἆραγε ἀξίως τῆς κλήσεώς μας, ὥστε νὰ εἰσέλθουμε σ᾿ αὐτήν;

   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα  ὅ­σα  ἔ­χεις  πώ­λη­σον  καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.                      

      (Λουκ. ιη΄[18] 18 – 27)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

 

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Τῆς σωτηρίας τὸ ἐκκλησάκι. Ἀληθινὴ ἱστορία

 


27 Ὀκτωβρίου. Παραμονή τῆς Ἁγίας Σκέπης. Παραμονή τῆς ἐπετείου τοῦ «ΟΧΙ». ταν παράκληση θερμή τοῦ φίλου μου ν᾿ ἀνέβουμε μαζ στν κροκόρινθο. Δὲν ἔνιωθε καλά. ταν ἀπογοητευμένος. Ἤθελε στήριξη, παρέα, βόλτα μακρι πὸ τὴν παραζάλη τοῦ κόσμου. Ξεκινήσαμε μὲ ΙΧ ἀπ τ Γλυφάδα. Ἡ μέρα ἦταν λιόλουστη. Ταξιδεύοντας τ λέγαμε κιόλας, ὅσα μπορούσαμε ν μοιρασθοῦμε. 

Κάποτε φθάσαμε στν κορυφή, στὸ ψηλὸ τὸ κάστρο. Ξαποστάσαμε λίγο. Περάσαμε τν Πύλη. μασταν μόνοι χωρίς κανέναν ἄλλον ἐπισκέπτη. Μπροστά μας ἀπέραντη θέα, μοναδική. Μ οὐρανὸ πεντακάθαρο, μὲ ἥλιο ἀστραφτερό κα ἀεράκι ἀπαλ πο μᾶς δρόσιζε εὐχάριστα κα μᾶς ξεκούραζε ἀπ τ ταξίδι. Βαδίζαμε σιωπηλο στ κακοτράχαλο ὕψωμα. Κάποια στιγμ φίλος μου ξεμάκρυνε. Ἔφθασε στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου ἀπόκρημνου. Κάθισε συλλογισμένος γιὰ λίγα λεπτά. Σηκώθηκε μετά ὄρθιος. Κοιτοῦσε μιὰ τὸ ἄπειρο τοῦ οὐρανοῦ καὶ μιὰ τὸ χάος τοῦ γκρεμοῦ. Τὸν φοβήθηκα. Τ ἄραγε ν ἤθελε νὰ κάνει; Τόν πλησίασα σιγά-σιγά, ἁπαλά. Ἔδειχνα ὅσο μποροῦσα ἀτάραχος.

Ἀλέξη, τί σκέπτεσαι; 

Δημήτρη, θέλω να πετάξω, να φύγω στό... 

Πο

Θέλω ν πετάξω στὸ ἄπειρο τοῦ οὐρανοῦ, ν πέσω κάτω στ χάος. 

Ἀλέξη, μή... Γύρνα πίσω. Κοίταξέ με. λα μαζί μου... 

Μὲ ἄκουσε, εὐτυχῶς, ὁ φίλος μου. Και μ᾿ ἀκολούθησε βουβός, μὲ βλέμμα στεγν κα ἀνέκφραστο πρόσωπο, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Γιατί μοῦ χάλασες τὸ σχέδιο;». Μετὰ ἄλλαξε βήματα, ξεμάκρυνε. Τώρα σε ἀσφαλέστερο δρομάκι. «Μ ντράπηκε», σκέφτηκα. Ἐγὼ δὲν ἡσύχαζα. Το χτυποκάρδι τῆς ἀγωνίας μου δὲν ἔλεγε ν σταματήσει. Θρσκος ἰδιαίτερα δν ἤμουνα τότε. Οὔτε ἐγ οὔτε καί ὁ φίλος μου. Ὅμως κείνη τ στιγμὴ ἔβγαλα ἀπὸ τὴν ψυχή μου φων πο δν ἀκούστηκε ἔξω. «Θεέ μου», επα, «ἂν ὑπάρχεις, σῶσε τὸν φίλο μου. Ἂν ὑπάρχεις, σῶσε τον!». 

Ρίχνω γύρω μου πάλι τ ματιά μου. Τὸν Ἀλέξη τόν εἶχα χάσει. Σὲ λίγο ἄκουσα γοερ θρνο. ταν γνώριμη φων τοῦ φίλου μου σ κλάμα δυνατό. συνήθιστο γι τ σκληρή, θλητική του διοσυγκρασία. Πῆγα τ βήματά μου κατά ᾿κεῖ πού ἐρχόταν ἡ φωνή. Ἔβγαινε μέσα ἀπὸ ἕνα μισάνοικτο παραθύρι μιᾶς μικρῆς ἐκκλησίας, κρυμμένης στ σπλάχνα τοῦ κάστρου. 

«Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἀσφαλισμένος», σκέφτηκα. «Δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσω. Κλάμα εναι, θὰ ξεσπάσει καὶ θὰ ξεθυμάνει. Ὅμως δὲν σταματοσε. Φοβήθηκα. Δὲν εἶναι συνηθισμένο τοῦτο τὸ κλάμα», σκέφτηκα. Μπκα μέσα. Τν εδα στ μισοσκόταδο ν κάθεται σκυμμένος μπροστ στν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Μ τ χέρια του ν κρύβει τ πρόσωπό του κα νά ᾿ναι πνιγμένος στα δάκρυα. Τν χτύπησα φιλικά. 

Ἀλέξη, πές μου, εἶσαι καλά; 

Κα ἄκουσα γαληνεμένη τ φωνή του.

Καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, Δημήτρη. Αὐτό πού μοῦ συμβαίνει δὲν μπορῶ νὰ σ᾿ τὸ ἐκφράσω. Μὲ ἄγγιξε... μὲ ἄγγιξε ὁ Θεός! 

Δὲν τοῦ ἀπάντησα. Μέσα μου σύχασα βαθιά. Τὸν ἀκούμπησα ἁπαλ στν πλάτη καί τόν ἄφησα πάλι μόνο. Βγκα ἔξω. Ἡ καρδιά μου ἔβρισκε τώρα τος κανονικούς της ρυθμούς. Σιγοευχαριστοῦσα τὸν Θεό γιά τό θαῦμα ποὺ εἶδα. Σὲ λίγο βγῆκε καὶ ὁ Ἀλέξης. Ἕνας ἄλλος λέξης. Κοιτοῦσε γύρω του μέ ἄλλα μάτια. 

Δημήτρη, τώρα βλέπω διαφορετικά τό φῶς. Νιώθω ἀναστημένος. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει! Νιώθω εὐτυχισμένος!... 

Πέρασε ἀπ τότε ἕνας μήνας. Καί ἐγ δὲν ἔπαυσα νά ᾿μαι κοντ στ φίλο μου. Ἄκουγα καθημεριν τος λογισμούς του. 

«Τί νά ᾿ταν αὐτὸ πο ἔζησα; Γιατ τ ἔζησα; Ποις μοῦ τὸ δημιούργησε; Ἡ φαντασία; ψυχολογία; Θεός;». 

Ὅλα ὅμως τ ἐρωτήματα λύθηκαν 31 μέρες μετά. Στς 29 Νοεμβρίου, παραμον τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Πάντα θὰ θυμᾶται ὁ Ἀλέξης τὴν ἡμερομηνία αὐτή. Με προτροπή ἑνς παλιο παιδικο του φίλου, τοῦ Στέφανου, ἔμπαινε γι πρώτη φορ σ ἐξομολογητήριο. Ἔμεινε σιωπηλς μπροστὰ στὸν ἱερέα γι ἀρκετ ρα. Ὕστερα μίλησε γιὰ τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς του. 

«Τίποτε δὲν μοῦ ἔλειπε, πάτερ. Μέσα στὴν κρίση τὰ εἶχα ὅλα. Δυὸ δουλειές, ατοκίνητα, περιουσία μεγάλη, χρέος κανένα, ἐκτίμηση τοῦ κόσμου. Καί ὅμως, ἤμουνα δυστυχισμένος. Εἶχα μέσα μου κενό. Σήμερα θὰ ἐξομολογηθῶ...». 

Τν πόμενη μέρα, 30 Νοεμβρίου, λέξης ξύπνησε πρωί-πρωί, στις 5.30 ́, τελείως διαφορετικός. Τὸ βάρος τὸ ἀνεξήγητο πο καταπλάκωνε τήν καρδιά του, εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Κατέβηκε στὴν παραλία τῆς Γλυφάδας. Ἤθελε νὰ δεῖ τὸ πρῶτο φῶς στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας. Καὶ μὲ μιὰ ἀπερίγραπτη ερήνη εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν εἶχε μόλις χθς ἐλευθερώσει ἀπὸ ὅλες τς ἁμαρτίες του, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια εἶχε ἐξομολογηθε. Μετά, στὴν ἐκκλησία, ἄναβε κερ εύγνωμοσύνης στ χάρη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Κα μετ τ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας στελνε μὲ τὸ κινητό του σὲ μήνυμα τ μεγάλο του εὐχαριστῶ στος δύο καλούς του φί- λους, τν Δημήτρη κα τν Στέφανο... 

Πάντα θὰ θυμᾶμαι τ συγκλονιστικ ἱστορία μις ζωῆς, τοῦ φίλου μου τοῦ λέξη. Ὅταν περνῶ ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία ὁδὸ Ἀθηνῶν Πατρῶν, πάντα χαμηλώνω ταχύτητα στὸ ὕψος τῆς ἀρχαίας Κορίνθου. Ὑψώνω τ βλέμμα μου ἀριστερ ψηλά, πολ ψηλά, στὸ δαντελωτ κάστρο στν κροκόρινθο, κα εὐχαριστῶ τν Θε ποὺ ἔσωσε τὸν φίλο μου. Μαζί του κα μένα. Γιατ κα ἐγὼ ἀνακάλυψα μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν τν ὀμορφιά τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως. 

Μεγάλε ἀπόστολε Παῦλε, ἂν δὲν κήρυττες τν Χριστιανισμ στὴν Κόρινθο, δὲν θὰ ὑπῆρχε τῆς σωτηρίας τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Δημητρίου ψηλ στ κάστρο. Σὲ σένα χρωστάει ἡ Ἑλλάδα τ σωτηρία της. Σὲ σένα καὶ οἱ δυό μας, μεγάλε ἀπόστολε Παῦλε!...

Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθμ. 2121, 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015, σελ. 473-474