Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

   ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ σπε­ί­ρων φει­δο­μέ­νως φει­δο­μέ­νως καὶ θε­ρί­σει, καὶ ὁ σπε­ί­ρων ἐπ᾿ εὐ­λο­γί­αις ἐπ᾿ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει. Ἕ­κα­στος κα­θὼς προ­αι­ρεῖ­ται τῇ καρ­δί­ᾳ, μὴ ἐκ λύ­πης ἢ ἐξ ἀ­νάγ­κης· ἱ­λα­ρὸν γὰρ δό­την ἀ­γα­πᾷ ὁ Θε­ός. Δυ­να­τὸς δὲ ὁ Θε­ὸς πᾶ­σαν χά­ριν πε­ρισ­σεῦ­σαι εἰς ὑ­μᾶς, ἵ­να ἐν παν­τὶ πάν­το­τε πᾶ­σαν αὐ­τάρ­κειαν ἔ­χον­τες πε­ρισ­σε­ύ­η­τε εἰς πᾶν ἔρ­γον ἀ­γα­θόν, κα­θὼς γέ­γρα­πται· «Ἐ­σκόρ­πι­σεν, ἔ­δω­κε τοῖς πέ­νη­σιν· δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τοῦ μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να». Ὁ δὲ ἐ­πι­χο­ρη­γῶν σπέρ­μα τῷ σπε­ί­ρον­τι καὶ ἄρ­τον εἰς βρῶ­σιν χο­ρη­γή­σαι καὶ πλη­θύ­ναι τὸν σπό­ρον ὑ­μῶν καὶ αὐ­ξή­σαι τὰ γε­νή­μα­τα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ὑ­μῶν· ἐν παν­τὶ πλου­τι­ζό­με­νοι εἰς πᾶ­σαν ἁ­πλό­τη­τα, ἥ­τις κα­τερ­γά­ζε­ται δι᾿ ἡ­μῶν εὐ­χα­ρι­στί­αν τῷ Θε­ῷ. 

                           (Β΄ Κο­ρινθ. θ΄[9] 6-11)

 ΜΟΙΡΑΖΕ ΑΠΛΟΧΕΡΑ!

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις

καὶ θερίσει»

Θέλοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ μιλήσει παραστατικὰ γιὰ τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῶν γεωργῶν, ποὺ πηγαίνουν τ φθινόπωρο νὰ σπείρουν τ χωράφια τους καὶ λέγει: Ἐκεῖνος ὁ γεωργὸς ποὺ σπέρνει μὲ τσιγγουνιὰ τοὺς σπόρους του, μὲ τσιγγουνιὰ καὶ θὰ θερίσει. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἁπλόχερα, μὲ ἀφθονία καὶ θὰ θερίσει. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τσιγγουνιά δίνει ἐλεημοσύνη στος πτωχούς, μὲ τσιγγουνιά θα δεχθε καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δίνει μὲ ἀφθονία ἐλεημοσύνη, μὲ ἀφθονία θὰ δεχθε καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ἂς δοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς ὅτι ὁ ἐλεήμων ὄχι μόνον δν στερεῖται ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ κερδίζει πλούσια καὶ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. 

1. ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ

Ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη ὄχι μὲ τσιγγουνιά ἢ μὲ ἐσωτερικὴ λύπη, ἐπειδὴ εἴμαστε φιλάργυροι και πλεονέκτες καὶ φοβούμαστε μ χάσουμε κάποια ἀπὸ τὰ ἀγαθά μας. Νὰ μὴ φοβούμαστε τὴν ἐλεημοσύνη, ἐπειδὴ σκεπτόμαστε ὅτι θὰ στερηθοῦμε οἱ ἴδιοι ἢ ὅτι θὰ ἀδικήσουμε τ παιδιά μας παραδίνοντάς τους μικρότερη περιουσία. Αὐτὸς ὁ φόβος δυστυχῶς ὑπῆρχε πάντοτε στοὺς ἀνθρώπους. διαιτέρως ὅμως σήμερα, στὴν ἐποχὴ τοῦ συμφέροντος, τὸ κακὸ ἔχει παραγίνει. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε συχνὰ κάποιους ν λένε: «Δὲν ἔχω χρήματα γιὰ ἐλεημοσύνες· ἔπειτα ἔχω ἐγὼ τόσες ἀνάγκες, ἂς δώσουν ὅσοι τὰ ἔχουν». Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ζητεῖ τὴν ἐλεημοσύνη μόνον ἀπὸ τοὺς πλουσίους ἀλλὰ ἀπὸ ὅλους μας. Και μάλιστα μᾶς ζητεῖ νὰ ἐλεοῦμε χωρίς νά λυπούμαστε ἢ νὰ φοβούμαστε. Διότι ἀκριβῶς δὲν πρόκειται να στερηθοῦμε ὑλικά ἀγαθά. Δὲν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός, ποὺ εἶναι πανάγαθος και παντοδύναμος, νὰ ἀφήσει αὐτὸν ποὺ προσφέρει ὑλικὰ ἀγαθὰ νὰ στερηθε καὶ νὰ πεινάσει ντιθέτως, πως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χαρίσει ἀκόμη περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἔχει πάντοτε κάθε ἐπάρκεια καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορε καὶ πάλι νὰ δίνει μὲ χαρὰ καὶ προθυμία. 

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς ὑλικῆς σπορᾶς. Ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρόνοιά του αὐξάνει τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἔχουμε γιὰ ἕνα ὁλόκληρο ἔτος ὄχι μόνο τοὺς καρποὺς ποὺ χρειαζόμαστε, ἀλλὰ καὶ περίσσεια σπόρων, ὥστε νὰ τοὺς σπείρουμε γιὰ τὴν συγκομιδὴ τοῦ ἑπομένου ἔτους. Ὅπως λοιπὸν ὁ γεωργὸς σπείρει τὰ περισσεύματα τῶν σπόρων του καὶ ἐξασφαλίζει ἔτσι τὴ νέα συγκομιδή, ἔτσι κι ἐμεῖς τὰ περισσεύματα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μας καλούμεθα νὰ σκορπίζουμε μὲ τὴν ἐλεημοσύνη κι ἔτσι θὰ ἐξασφαλίζουμε συγκομιδή πλούσια. Ἄρα λοιπόν, ὅταν ἐλεοῦμε, ὄχι μόνον δὲν κινδυνεύουμε νὰ πτωχύνουμε, ἀλλὰ ἀντίθετα γινόμαστε πιὸ πλούσιοι. 

2. ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ!

Ὅμως ὁ Θεὸς στοὺς ἐλεήμονες ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ τοὺς χαρίζει ὡς εὐλογία στ ζωή τους, τοὺς παρέχει καὶ ἀσυγκρίτως ἀνώτερα και πλουσιότερα πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν αἰώνιο. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει τόσο πολὺ τὴν φωτιὰ τῶν ἁμαρτημάτων μας ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη». «Τὰ χρήματα τῆς ἐλεημοσύνης διαλύουν τὶς ἁμαρτίες μας, ἐξημερώνουν τ φλόγα τῆς κολάσεως, ἐξευμενίζουν τὸν δικαστή». Ἐνῶ ὅσοι εναι δύσκολοι στὸ νὰ δίνουν, κάποια ὥρα, ὅταν πεθάνουν, θὰ ἀναχωρήσουν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή μ τὴν ψυχὴ πάμφτωχη, φήνοντας σ᾿ ατὴ τὴ γῆ ὅ,τι κρατοῦσαν σφιχτὰ στὰ χέρια τους. 

Διότι ὅποιος μοιράζει χρήματα στος πτωχοὺς μαζεύει παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Δίνει ροῦχα καὶ ψωμί, καὶ ἀντὶ γι᾿ αὐτὰ εὐτρεπίζει τὴ θέση του στν οὐράνια Βασιλεία καὶ ἐξασφαλίζει τὰ μύρια ἀγαθὰ ποὺ μᾶς περιμένουν ἐκεῖ. Αὐτὸ τονίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν λέγει «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε'[5] 7). Εἶναι τρισευτυχισμένοι οἱ ἐλεήμονες, διότι θὰ ἐλεηθοῦν καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὴν ἔνδοξη αἰωνιότητα. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἀγαθὸ ποὺ κερδίζουν οἱ ἐλεήμονες εἶναι τὸ ὅτι γίνονται ὅμοιοι μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε: « ̓Αγαθοποιεῖτε... καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου... Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. Ϛ'[6] 35-36). Μόνο ἡ φιλανθρωπία λοιπόν συνάπτει τόσο πολὺ τὸν ἄνθρωπο μ τν Θεό, κάνει τὸν ἄνθρωπο κατά χάριν Θεὸ καὶ τὸν τοποθετεῖ μέσα στὸν χορὸ τῶν ἁγίων. 

Ἀδελφοί, ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον εὐώδη θυμιάματα ποὺ καθιστ τν προσευχή μας επρόσδεκτη στὸν Θεό. Ἂς τν προσφέρουμε στὸν Κύριό μας μ ταπείνωση καὶ ἁπλοχεριά, καὶ θὰ δοῦμε τ ζωή μας νὰ πλουτίζει μὲ καρποὺς ὑλικοὺς καὶ πνευματικούς, ἀνεξάντλητους καὶ αἰώνιους. 

          (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­διον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ριον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρια ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως.

                                              (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό, ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸν νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸν νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸν νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θετί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἰ­η­σο­ῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸν λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ἢ συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου