Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Τῆς σωτηρίας τὸ ἐκκλησάκι. Ἀληθινὴ ἱστορία

 


27 Ὀκτωβρίου. Παραμονή τῆς Ἁγίας Σκέπης. Παραμονή τῆς ἐπετείου τοῦ «ΟΧΙ». ταν παράκληση θερμή τοῦ φίλου μου ν᾿ ἀνέβουμε μαζ στν κροκόρινθο. Δὲν ἔνιωθε καλά. ταν ἀπογοητευμένος. Ἤθελε στήριξη, παρέα, βόλτα μακρι πὸ τὴν παραζάλη τοῦ κόσμου. Ξεκινήσαμε μὲ ΙΧ ἀπ τ Γλυφάδα. Ἡ μέρα ἦταν λιόλουστη. Ταξιδεύοντας τ λέγαμε κιόλας, ὅσα μπορούσαμε ν μοιρασθοῦμε. 

Κάποτε φθάσαμε στν κορυφή, στὸ ψηλὸ τὸ κάστρο. Ξαποστάσαμε λίγο. Περάσαμε τν Πύλη. μασταν μόνοι χωρίς κανέναν ἄλλον ἐπισκέπτη. Μπροστά μας ἀπέραντη θέα, μοναδική. Μ οὐρανὸ πεντακάθαρο, μὲ ἥλιο ἀστραφτερό κα ἀεράκι ἀπαλ πο μᾶς δρόσιζε εὐχάριστα κα μᾶς ξεκούραζε ἀπ τ ταξίδι. Βαδίζαμε σιωπηλο στ κακοτράχαλο ὕψωμα. Κάποια στιγμ φίλος μου ξεμάκρυνε. Ἔφθασε στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου ἀπόκρημνου. Κάθισε συλλογισμένος γιὰ λίγα λεπτά. Σηκώθηκε μετά ὄρθιος. Κοιτοῦσε μιὰ τὸ ἄπειρο τοῦ οὐρανοῦ καὶ μιὰ τὸ χάος τοῦ γκρεμοῦ. Τὸν φοβήθηκα. Τ ἄραγε ν ἤθελε νὰ κάνει; Τόν πλησίασα σιγά-σιγά, ἁπαλά. Ἔδειχνα ὅσο μποροῦσα ἀτάραχος.

Ἀλέξη, τί σκέπτεσαι; 

Δημήτρη, θέλω να πετάξω, να φύγω στό... 

Πο

Θέλω ν πετάξω στὸ ἄπειρο τοῦ οὐρανοῦ, ν πέσω κάτω στ χάος. 

Ἀλέξη, μή... Γύρνα πίσω. Κοίταξέ με. λα μαζί μου... 

Μὲ ἄκουσε, εὐτυχῶς, ὁ φίλος μου. Και μ᾿ ἀκολούθησε βουβός, μὲ βλέμμα στεγν κα ἀνέκφραστο πρόσωπο, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Γιατί μοῦ χάλασες τὸ σχέδιο;». Μετὰ ἄλλαξε βήματα, ξεμάκρυνε. Τώρα σε ἀσφαλέστερο δρομάκι. «Μ ντράπηκε», σκέφτηκα. Ἐγὼ δὲν ἡσύχαζα. Το χτυποκάρδι τῆς ἀγωνίας μου δὲν ἔλεγε ν σταματήσει. Θρσκος ἰδιαίτερα δν ἤμουνα τότε. Οὔτε ἐγ οὔτε καί ὁ φίλος μου. Ὅμως κείνη τ στιγμὴ ἔβγαλα ἀπὸ τὴν ψυχή μου φων πο δν ἀκούστηκε ἔξω. «Θεέ μου», επα, «ἂν ὑπάρχεις, σῶσε τὸν φίλο μου. Ἂν ὑπάρχεις, σῶσε τον!». 

Ρίχνω γύρω μου πάλι τ ματιά μου. Τὸν Ἀλέξη τόν εἶχα χάσει. Σὲ λίγο ἄκουσα γοερ θρνο. ταν γνώριμη φων τοῦ φίλου μου σ κλάμα δυνατό. συνήθιστο γι τ σκληρή, θλητική του διοσυγκρασία. Πῆγα τ βήματά μου κατά ᾿κεῖ πού ἐρχόταν ἡ φωνή. Ἔβγαινε μέσα ἀπὸ ἕνα μισάνοικτο παραθύρι μιᾶς μικρῆς ἐκκλησίας, κρυμμένης στ σπλάχνα τοῦ κάστρου. 

«Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἀσφαλισμένος», σκέφτηκα. «Δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσω. Κλάμα εναι, θὰ ξεσπάσει καὶ θὰ ξεθυμάνει. Ὅμως δὲν σταματοσε. Φοβήθηκα. Δὲν εἶναι συνηθισμένο τοῦτο τὸ κλάμα», σκέφτηκα. Μπκα μέσα. Τν εδα στ μισοσκόταδο ν κάθεται σκυμμένος μπροστ στν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Μ τ χέρια του ν κρύβει τ πρόσωπό του κα νά ᾿ναι πνιγμένος στα δάκρυα. Τν χτύπησα φιλικά. 

Ἀλέξη, πές μου, εἶσαι καλά; 

Κα ἄκουσα γαληνεμένη τ φωνή του.

Καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, Δημήτρη. Αὐτό πού μοῦ συμβαίνει δὲν μπορῶ νὰ σ᾿ τὸ ἐκφράσω. Μὲ ἄγγιξε... μὲ ἄγγιξε ὁ Θεός! 

Δὲν τοῦ ἀπάντησα. Μέσα μου σύχασα βαθιά. Τὸν ἀκούμπησα ἁπαλ στν πλάτη καί τόν ἄφησα πάλι μόνο. Βγκα ἔξω. Ἡ καρδιά μου ἔβρισκε τώρα τος κανονικούς της ρυθμούς. Σιγοευχαριστοῦσα τὸν Θεό γιά τό θαῦμα ποὺ εἶδα. Σὲ λίγο βγῆκε καὶ ὁ Ἀλέξης. Ἕνας ἄλλος λέξης. Κοιτοῦσε γύρω του μέ ἄλλα μάτια. 

Δημήτρη, τώρα βλέπω διαφορετικά τό φῶς. Νιώθω ἀναστημένος. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει! Νιώθω εὐτυχισμένος!... 

Πέρασε ἀπ τότε ἕνας μήνας. Καί ἐγ δὲν ἔπαυσα νά ᾿μαι κοντ στ φίλο μου. Ἄκουγα καθημεριν τος λογισμούς του. 

«Τί νά ᾿ταν αὐτὸ πο ἔζησα; Γιατ τ ἔζησα; Ποις μοῦ τὸ δημιούργησε; Ἡ φαντασία; ψυχολογία; Θεός;». 

Ὅλα ὅμως τ ἐρωτήματα λύθηκαν 31 μέρες μετά. Στς 29 Νοεμβρίου, παραμον τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Πάντα θὰ θυμᾶται ὁ Ἀλέξης τὴν ἡμερομηνία αὐτή. Με προτροπή ἑνς παλιο παιδικο του φίλου, τοῦ Στέφανου, ἔμπαινε γι πρώτη φορ σ ἐξομολογητήριο. Ἔμεινε σιωπηλς μπροστὰ στὸν ἱερέα γι ἀρκετ ρα. Ὕστερα μίλησε γιὰ τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς του. 

«Τίποτε δὲν μοῦ ἔλειπε, πάτερ. Μέσα στὴν κρίση τὰ εἶχα ὅλα. Δυὸ δουλειές, ατοκίνητα, περιουσία μεγάλη, χρέος κανένα, ἐκτίμηση τοῦ κόσμου. Καί ὅμως, ἤμουνα δυστυχισμένος. Εἶχα μέσα μου κενό. Σήμερα θὰ ἐξομολογηθῶ...». 

Τν πόμενη μέρα, 30 Νοεμβρίου, λέξης ξύπνησε πρωί-πρωί, στις 5.30 ́, τελείως διαφορετικός. Τὸ βάρος τὸ ἀνεξήγητο πο καταπλάκωνε τήν καρδιά του, εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Κατέβηκε στὴν παραλία τῆς Γλυφάδας. Ἤθελε νὰ δεῖ τὸ πρῶτο φῶς στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας. Καὶ μὲ μιὰ ἀπερίγραπτη ερήνη εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν εἶχε μόλις χθς ἐλευθερώσει ἀπὸ ὅλες τς ἁμαρτίες του, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια εἶχε ἐξομολογηθε. Μετά, στὴν ἐκκλησία, ἄναβε κερ εύγνωμοσύνης στ χάρη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Κα μετ τ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας στελνε μὲ τὸ κινητό του σὲ μήνυμα τ μεγάλο του εὐχαριστῶ στος δύο καλούς του φί- λους, τν Δημήτρη κα τν Στέφανο... 

Πάντα θὰ θυμᾶμαι τ συγκλονιστικ ἱστορία μις ζωῆς, τοῦ φίλου μου τοῦ λέξη. Ὅταν περνῶ ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία ὁδὸ Ἀθηνῶν Πατρῶν, πάντα χαμηλώνω ταχύτητα στὸ ὕψος τῆς ἀρχαίας Κορίνθου. Ὑψώνω τ βλέμμα μου ἀριστερ ψηλά, πολ ψηλά, στὸ δαντελωτ κάστρο στν κροκόρινθο, κα εὐχαριστῶ τν Θε ποὺ ἔσωσε τὸν φίλο μου. Μαζί του κα μένα. Γιατ κα ἐγὼ ἀνακάλυψα μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν τν ὀμορφιά τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως. 

Μεγάλε ἀπόστολε Παῦλε, ἂν δὲν κήρυττες τν Χριστιανισμ στὴν Κόρινθο, δὲν θὰ ὑπῆρχε τῆς σωτηρίας τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Δημητρίου ψηλ στ κάστρο. Σὲ σένα χρωστάει ἡ Ἑλλάδα τ σωτηρία της. Σὲ σένα καὶ οἱ δυό μας, μεγάλε ἀπόστολε Παῦλε!...

Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθμ. 2121, 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015, σελ. 473-474

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου