Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

(5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)


 

ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ  ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων , καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.  15 Ὅταν λοιπόν πῆραν τό πρωινό τους, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στό Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ’ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας.  16 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου, ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους.  17 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος, πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει:  18 Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι.  19 Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με.  20 Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει;  21 Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ στό μέλλον;  22 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου σωτηρία.  23 Ἀπό παρανόηση λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει;   24 Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ καί τώρα  νά δίνει μαρτυρία γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.  25 Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά γραφοῦν. Πραγματικά.

 

Ο Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΟΣ (ΚΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)    

Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν. 

                                                 (Γαλ. Ϛ΄[6] 11 -18)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ Ή ΚΟΣΜΟΣ;

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ

1. ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ;

Δέστε μὲ πόσο μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι, γράφει στους Γαλάτας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅσοι θέλουν νὰ ἀρέσουν σὲ ἀνθρώπους, αὐτοὶ σᾶς παρακινοῦν νὰ περιτέμνεσθε, μόνο και μόνο γιὰ νὰ μὴν καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Οὔτε ὅμως κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν περιτμηθε τηροῦν τίς τελετουργικές διατάξεις τοῦ νόμου, τις καθάρσεις δηλαδή καὶ τὶς ζωοθυσίες. Ἀλλὰ θέλουν νὰ περιτέμνεσθε γιὰ νὰ καυχηθοῦν ὅτι σᾶς ἔπεισαν νὰ δεχθετε την περιτομή. Ἐγὼ ὅμως ποτὲ νὰ μὴ συμβε νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μου. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». Ἔχει πλέον νεκρωθῆ καὶ ἔχει χάσει τὴν δύναμή του γιὰ μένα ὁ κόσμος. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔχω νεκρωθε γι ̓ αὐτόν. 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ λοιπὸν εἶχε νεκρωθε γιὰ τὸν κόσμο. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε καθόλου τί θὰ ἔλεγε ὁ ἁμαρτωλὸς και γεμάτος πάθη κόσμος. Δὲν ἤθελε νὰ ἀρέσει στοὺς πολλούς. Τὸν ἐνδιέφερε τί ἤθελε ἀπὸ αὐτὸν ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστὰς Κύριος. Καὶ μᾶς διδάσκει κι ἐμᾶς νὰ μὴν ἔχουμε κριτήριο τῆς ζωῆς μας τὴ γνώμη τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι εἶναι ἰδιαίτερα φανερὸ σὲ πολλοὺς Χριστιανούς, ὅτι ὑπολογίζουν πάρα πολὺ στὴ συμπεριφορά τους κα τ ζωή τους τὸ τί θὰ πε ὁ κόσμος. Δὲν ἀντέχουν να διαφοροποιοῦνται, να ξεχωρίζουν. Φοβοῦνται νὰ ἐκδηλώσουν τν πραγματική τους ἰδιότητα, γιὰ νὰ ἀρέσουν στοὺς ἄλλους. Κριτήριό τους, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ὁ κόσμος καὶ οἱ ἀπαιτήσεις του. Στις συνήθειες, τὴν ἐνδυμασία, τὴ συμπεριφορά, τς συζητήσεις, τς νοοτροπίες. Ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος, ὅ,τι κάνουν οἱ γύρω, ὅ,τι διατάζει ἡ μόδα καὶ τὸ ρεῦμα τῶν πολλῶν. Γιὰ νὰ φανοῦμε ἀρεστοί, γιὰ νὰ τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ ὅλους. 

Ὅποιος μως, μᾶς λέγει ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος, ἐνεργεῖ μὲ τρόπο τέτοιο, ὥστε νὰ ἀρέσει στὸν κόσμο δὲν εἶναι γνήσιος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἄνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, χωρίς στόχο καὶ πορεία. Καταντᾷ δοῦλος τῶν ἄλλων. Καὶ στὴν ἀρχὴ μπορεί βέβαια νὰ κάνει ἀβαρίες σ εξωτερικές συνήθειες. μως ἡ ἀνθρωπαρέσκεια εἶναι πάθος φοβερό και μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ πολὺ μεγαλύτερα κακά. Διότι ὁ ἄνθρωπος φθάνει σιγά - σιγά στ βαρύτατο ἁμάρτημα νὰ περιφρονε τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του. Καὶ ἔτσι πολύ γρήγορα χάνει καὶ τὴν ἠθική του καὶ τὴν πίστη του. Και τελικὰ ἐξευτελίζεται στὰ μάτια ὅλων. 

2. ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Γιά ὅσους ζοῦν πλέον μέσα στην Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δεν ισχύει οὔτε ἡ περιτομή οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ νέα κτίση καὶ δημιουργία, δηλαδὴ ἀναγέννηση, ποὺ δίνεται σὲ κάθε πιστό μέ τή δύναμη τῆς λυτρωτικῆς θυσίας τοῦ Σταυροῦ. Καὶ σ ̓ ἐκείνους ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τη διδασκαλία αὐτή, ἂς εἶναι ἐπάνω τους εἰρήνη καὶ ἔλεος. 

Στὸ ἑξῆς, προσθέτει ὁ Ἀπόστολος, κανείς ς μήν μοῦ παρέχει κόπους καὶ ἐνοχλήσεις, ζητώντας ἀπολογία ἀπὸ μένα γιὰ ὅσα κάνω. Διότι «ἐγὼ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν, τίς ὁποῖες ὑπέστην γιὰ τὸν Χριστό. χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἂς ἐνδυναμώνει τὶς πνευματικές σας δυνάμεις, ὥστε νὰ διατηρετε τὸν ἁγιασμό, ποὺ σᾶς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα. 

ΣΕ ΜΙΑ μικρή φράσι τοῦ θείου Αποστόλου ἄς σταθοῦμε στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ ὁποία ὅμως περικλείει πολύ σπουδαῖο νόημα. Ἐκεῖνοι, λέγει, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τ νέα ἐν Χριστῷ ζωή, ἂς ἔχουν, ἐπάνω τους τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔλεος, τὸ ὁποῖο τόσες φορὲς τὸ ἐκζητοῦμε σὲ κάθε μας προσευχή και λατρευτικὴ Ἀκολουθία, μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Αὐτή ἡ μικρὴ φράση «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ τὴν λέμε ἀμέτρητες φορὲς μὲ τὰ χείλη μας καὶ ἐλάχιστες φορὲς τὴν συνειδητοποιοῦμε ἐκφράζει τν πόθο τοῦ ἀδύναμου ἀνθρώπου γιὰ τὸ θεῖο ἔλεος. Ἡ ἐκζήτηση αὐτὴ τοῦ θείου ἐλέους θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολε καθοριστικ στ ζωή μας. Διότι χωρὶς αὐτὸ τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἄνθρωποι μικροί καὶ ἀδύναμοι. Γεμάτοι ἐλαττώματα, ἀσθένειες καὶ πάθη. Κάποτε μᾶς ἐγκαταλείπουν καὶ οἱ ψυχικὲς ἢ οἱ σωματικές μας δυνάμεις. Ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται καὶ ἡ ἐπίγειος πορεία μας, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ αἰώνιος. Διότι μόνο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει να ξεπεράσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, καὶ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τόσους κινδύνους πρόσκαιρους καὶ αιώνιους. 

Γιὰ νὰ ἑλκύουμε ὅμως αὐτὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει, ὅπως μᾶς λέγει τὸ θεόπνευστο κείμενο, νὰ ζοῦμε τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Νὰ στοιχίζουμε τ ζωή μας στὸ θέλημά Του. Καὶ νὰ ἐκζητοῦμε αὐτὸ τὸ παντοδύναμο θεῖο ἔλεος μὲ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση, μὲ πόθο καὶ ἀγάπη πολλή. Καθημερινά, ἀδιαλείπτως, ὅπου κι ἂν εἴμαστε, ν ψελλίζουμε μὲ τὰ χείλη μας καὶ νὰ κραυγάζουμε μ τν καρδιά μας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.                 

         (Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε  λευ­κὸ  χι­τώ­να  πο­λυ­τε­λῆ  ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰγυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λοπρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό­ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου