Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁρίζοντα.  3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου;  4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ᾿ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.  5 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη.  6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δεν εἶναι ἐδῶ. Να, εἶναι ἀδειανό τό μέρος πού τον ἔβαλαν. 7 Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ.  8 Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τὴν ἔ­χθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ τὸν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σι κα­ταρ­γή­σας, ἵ­να τοὺς δύ­ο κτί­σῃ ἐν ἑ­αυ­τῷ εἰς ἕ­να και­νὸν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰ­ρή­νην, καὶ ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑ­νὶ σώ­μα­τι τῷ Θε­ῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­πο­κτε­ί­νας τὴν ἔ­χθραν ἐν αὐ­τῷ· καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ὑ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γύς, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ ἔ­χο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑ­νὶ πνε­ύ­μα­τι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα. Ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι, ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐ­πὶ τῷ θε­με­λί­ῳ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄν­τος ἀ­κρο­γω­νι­α­ί­ου αὐ­τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ᾧ πᾶ­σα οἰ­κο­δο­μὴ συ­ναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔ­ξει εἰς να­ὸν ἅ­γιον ἐν Κυ­ρί­ῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­μεῖς συ­νοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ ἐν Πνε­ύ­μα­τι.            

                    (Εφεσ. β΄[2] 14-22)

 

ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν»

Ζοῦμε σ᾿ ἕνα κόσμο νειρήνευτο, ποὺ βασανίζεται καθημερινὰ καὶ ἀργοπεθαίνει μέσα σὲ ἀναστατώσεις καὶ διαμάχες, πολέμους καὶ καταστροφές. Ἀλλὰ καὶ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο σπανίζει ἡ εἰρήνη καὶ ἠρεμία. κνευρισμοί, ἄγχος, ταραχή, διαξιφισμοί. Ποῦ νὰ τὴ βρες τὴν εἰρήνη; Στις οἰκογένειες, στὶς συνεργασίες, στς συναναστροφές; διαίτερα στς μέρες μας, στς μεγαλουπόλεις τῆς πολυκοσμίας, ψάχνεις νὰ βρες λίγο χρόνο και τόπο νὰ ἠρεμήσεις καὶ ἠρεμία δεν βρίσκεις. Γιατί λοιπὸν λείπει ἡ εἰρήνη; Τί φταίει; Στὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Μᾶς λείπει πομένως ἡ εἰρήνη, διότι μᾶς λείπει ὁ Χριστός. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ εἰρήνη καὶ πῶς αὐτὴν τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε κτήμα μας. 

1. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΙΡΗΝΗ;

Ἡ ἀπουσία τῆς εἰρήνης σ προσωπικὸ καὶ σὲ γενικότερο πίπεδο δὲν εἶναι τόσο ὑπόθεση ἐκρηκτικῶν χαρακτήρων. Ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι τόσο ἀποτέλεσμα διακριτικῶν χειρισμῶν καὶ σχέσεων, οὔτε ἐμπνέεται ἀπὸ φιλοσοφίες ἢ ἰδεολογήματα. Το πρόβλημα τῆς εἰρήνης ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι πρόβλημα σχέσεων ὄχι τόσο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του, ὅσο τοῦ ἀνθρώπου μ τν Θεό. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει προβληματική σχέση μὲ τὸν Θεό, ὅ,τι κι ἂν κάνει, θὰ παραμένει γι πάντα ἀνειρήνευτος. 

Γι᾿ αὐτό, τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐπὶ αἰῶνες ταλανιζόταν μέσα σὲ ἀλληλοσπαραγμοὺς καὶ πολέμους. Διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἐπειδὴ διερράγει ἡ εἰρήνη του μὲ τὸν Θεό, χάθηκε καὶ ἡ εἰρήνη του μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Οἱ ἄνθρωποι «ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν» (Ψαλ. ιγ'[13] 3). Μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν ἀνάπαυση στς ψυχές τους. Διότι ὅταν οἱ ἄνθρωποι διώξουν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή τους και κυριευθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη τους, εἰρήνη δὲν μποροῦν νὰ χαροῦν ποτέ. 

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, « τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης» (Λουκ. α'[1] 79). Γιὰ νὰ συμφιλιώσει πρῶτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔπειτα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὴ ἡ συμφιλίωση ἔγινε πραγματικότητα μὲ τὴ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου μας. Διότι μ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς εἰρήνης, κατεπάτησε τὴν ἁμαρτία, τὸν ἀδυσώπητο ἐχθρὸ τῆς εἰρήνης. Ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔχθραν ἀπέκτεινε». Οἱ δύο κεραες τοῦ σταυροῦ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑποδηλώνουν: καθέτως τὴν εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, καὶ ὁριζοντίως τὴν εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν σταυρικό θάνατό του μᾶς πρόσφερε τὴν ὄντως εἰρήνη, «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι» (Ἰω. ιδ' [14] 27). Διότι ἔγινε ὁ Ἴδιος ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς τῆς εἰρήνης. Ὅσο πλησιάζουν οἱ ἄνθρωποι πλέον στὸν σταυρό Του, τόσο πλησιάζουν καὶ μεταξύ τους καὶ εἰρηνεύουν καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους. Διότι ὅπως λέγει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὁ ζητῶν τὴν εἰρήνην Χριστὸν ἐκζητεῖ, ὅτι αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν». 

2. Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ

Πῶς ὅμως αὐτὴν τὴν εἰρήνη, τὴν τόσο εὔθραυστη καὶ εὐαίσθητη, ποὺ τόσο ἔχουμε ἀνάγκη στν ταραγμένη ἐποχή μας μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε ἔνοικο τῆς ψυχῆς μας; Λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι «ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης» (Β ́ Θεσ. γ'[3] 16), θὰ μᾶς δώσει «τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ». Ὁ βασικότερος τρόπος ποὺ ὁ Θεός χορηγεῖ τὴν εἰρήνη Του εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ Μυστήριο τῆς εἰρηνεύσεως. Χωρὶς τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση δὲν μποροῦμε νὰ εἰρηνεύσουμε. Διότι ὅταν ἔχουμε ἀνειρήνευτη ψυχή, ὅταν μέσα μας ἔχουμε ἡφαίστειο παθῶν καὶ λάβα ποὺ κοχλάζει λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅσο ἤρεμο χαρακτῆρα κι ἂν ἔχουμε, κάποτε θὰ ἐκραγοῦμε. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἔρχεται καὶ σηκώνει ὁ Ἴδιος τὸ βαρύ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας, θεραπεύει τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς μας. Γι᾿ αὐτὸ πλέον γαληνεύουμε, ἠρεμοῦμε, ξεκουραζόμαστε. ντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ εἰρήνη τά προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τὶς δυσκολίες τῶν συνανθρώπων μας. 

Πολὺ δὲ περισσότερο ἀποκτοῦμε τὴν εἰρήνη ὡς μόνιμη κατάσταση τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ εἰρηνοποιό Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας, ἡ ὁποία κατακαίει μέσα στν ψυχή μας κάθε πάθος καὶ φέρνει πλούσια τν Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πλέον ζοῦμε ἀνάλαφροι μι νέα ζω ἠρεμίας. γωνιζόμαστε καθημερινὰ νὰ παραμερίζουμε ἐγωισμοὺς καὶ εὐθιξίες, ἰδιορρυθμίες και μικρότητες, παράπονα καὶ γκρίνιες. Ζοῦμε μὲ εἰρήνη καὶ μεταδίδουμε ειρήνη, διότι «εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (Ρωμ. β ́[2] 10). «Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» φρουρεῖ πλέον τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας (Φιλιπ. δ'[4] 7). 

Ἀδελφοί, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε τόσα χρόνια μέσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Χάριτος, ζοῦμε ἆραγε τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ὡς κυρίαρχη κατάσταση τῆς ψυχῆς μας; Ἂν ὄχι, θὰ πρέπει νὰ προβληματισθοῦμε πολύ. Μήπως κάποιοι ἐγωισμοὶ καὶ πάθη μας γίνονται ἐμπόδιο στν ερήνευση τῆς ψυχῆς μας καὶ τῆς ζωῆς μας; Ἂς πάρουμε λοιπὸν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ζητῶντας ἀπὸ τὸν Κύριο «τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης».

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

     

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐφρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

                                     (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πε Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χή του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε ποὺ στή­ρι­ξες τὴν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στὶς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πὸ τὰ πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πὸ μέ­να· τὴ νύ­χτα αὐ­τή, ποὺ ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ᾿ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός. Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους του καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέω ἂς ἀκούει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου