Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
(29 ΜΑΪΟΥ 2016)

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  
     Ἐν ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, δι­α­σπα­ρέν­τες οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πὸ τῆς θλί­ψε­ως τῆς γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ Στε­φά­νῳ δι­ῆλ­θον ἕ­ως Φοι­νί­κης καὶ Κύ­πρου καὶ ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας, μη­δε­νὶ λα­λοῦν­τες τὸν λό­γον εἰ μὴ μό­νον ᾿Ι­ου­δα­ί­οις. ῏Η­σαν δέ τι­νες ἐξ αὐ­τῶν ἄν­δρες Κύ­πριοι καὶ Κυ­ρη­ναῖ­οι, οἵ­τι­νες εἰ­σελ­θόν­τες εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν ἐ­λά­λουν πρὸς τοὺς ῾Ελ­λη­νι­στάς, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νοι τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυ­ρί­ου μετ᾿ αὐ­τῶν, πο­λύς τε ἀ­ριθ­μὸς πι­στε­ύ­σας ἐ­πέ­στρε­ψεν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον. ᾿Η­κο­ύ­σθη δὲ ὁ λό­γος εἰς τὰ ὦ­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐν ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μοις πε­ρὶ αὐ­τῶν, καὶ ἐ­ξα­πέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν δι­ελ­θεῖν ἕ­ως ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας· ὃς πα­ρα­γε­νό­με­νος καὶ ἰ­δὼν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ ἐ­χά­ρη, καὶ πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ὅ­τι ἦν ἀ­νὴρ ἀ­γα­θὸς καὶ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ πί­στε­ως· καὶ προ­σε­τέ­θη ὄ­χλος ἱ­κα­νὸς τῷ Κυ­ρί­ῳ. Ἐ­ξῆλ­θε δὲ εἰς Ταρ­σὸν ὁ Βαρ­νά­βας ἀ­να­ζη­τῆ­σαι Σαῦ­λον, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν. Ἐ­γέ­νε­το δὲ αὐ­τοὺς ἐ­νια­υτὸν ὅ­λον συ­να­χθῆ­ναι ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ καὶ δι­δά­ξαι ὄ­χλον ἱ­κα­νόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρῶ­τον ἐν ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ᾳ τοὺς μα­θη­τὰς Χρι­στι­α­νο­ύς. ᾿Εν τα­ύ­ταις δὲ ταῖς ἡ­μέ­ραις κα­τῆλ­θον ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων προ­φῆ­ται εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν· ἀ­να­στὰς δὲ εἷς ἐξ αὐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι ῎Α­γα­βος ἐ­σή­μα­νε διὰ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος λι­μὸν μέ­γαν μέλ­λειν ἔ­σε­σθαι ἐφ᾿ ὅ­λην τὴν οἰ­κου­μέ­νην· ὅ­στις καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐ­πὶ Κλαυ­δί­ου Κα­ί­σα­ρος. Τῶν δὲ μα­θη­τῶν κα­θὼς ηὐ­πο­ρεῖ­τό τις, ὥ­ρι­σαν ἕ­κα­στος αὐ­τῶν εἰς δι­α­κο­νί­αν πέμ­ψαι τοῖς κα­τοι­κοῦ­σιν ἐν τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ ἀ­δελ­φοῖς· ὃ καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν ἀ­πο­στε­ί­λαν­τες πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους διὰ χει­ρὸς Βαρ­νά­βα καὶ Σαύ­λου.                                                                                         
(Πράξ. ια΄ [11] 19 – 30) 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ὁ ἄνεμος αὐξάνει τὴ φλόγα
Μετὰ τὴ σύλληψη καὶ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στε­φάνου, ἄρχισε μεγάλος διωγμὸς ἐναν­τίον τῶν χριστιανῶν τῶν Ἱε­­­­ροσολύμων ἀ­­­πὸ τοὺς φανατικοὺς ­Ἰουδαίους. Ὁ διωγ­μὸς αὐ­τός, ὅ­­­πως μᾶς ­πληροφορεῖ ἡ σημερινὴ ἀποστολι­κὴ περικοπή, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν πολλοὶ χριστιανοὶ ἀ­πὸ τὰ ­Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ φτάσουν «ἕως Φοι­νίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας... εὐαγγε­λι­ζόμενοι τὸν Κύ­­ριον Ἰησοῦν». Ὅπου πήγαιναν, κή­ρυτταν τὸ Εὐ­αγγέλιο τῆς σωτη­ρίας ποὺ ­χαρίζει ὁ Κύριος Ἰη­σοῦς. Καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου ἦταν μαζί τους, καὶ πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ δέχονταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γίνον­ταν χριστιανοί.
Εἶναι θαυμαστὸ τὸ γε­γονὸς ὅτι ἕνας σφο­δρὸς πειρασμός, ὅ­­­πως ἦταν ὁ διωγμὸς στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔφερε τόσο εὐλογημένους καρπούς, δηλαδὴ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. «Οἰκονομί­ας ὁ διωγμὸς ἦν· εἰ μὴ γὰρ γέγονεν, οὐκ ἂν οἱ μαθηταὶ διεσπάρησαν», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος. Δηλα­­δή, ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πρά­γματα, ὥ­σ­­­τε ὁ διωγμὸς ἐκεῖνος νὰ σκορπίσει τοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ Εὐαγ­γέλιο.
Ἂς μὴ μᾶς ἀπογοητεύουν λοιπὸν οἱ τυ­χὸν πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις ποὺ συν­αντοῦμε στὴ ζωή μας. Ὁ πανάγαθος Θε­ὸς γνωρίζει νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς δοκιμασίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε γιὰ τὴν ὠφέλειά μας. Ἐμεῖς ἂς ἐμπιστευόμαστε τὴν πάνσοφη Πρόνοιά Του. Οἱ δυσκολίες ποὺ συναντοῦμε, ἀντὶ νὰ μᾶς φοβίζουν, ἂς μᾶς κάνουν περισσότερο δραστήριους καὶ ἀγωνιστικούς. Διότι, ὅπως ὁ ἄνεμος αὐξάνει τὴ φωτιά, ἔτσι καὶ οἱ δυσκολίες ἀνδρειώνουν τὴν ψυχὴ ποὺ διατηρεῖ ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς πίστεως καὶ πυρακτώνουν τὴ θέλησή της γιὰ ἀ­­γώνα.
2. Πιστοὶ μέχρι τέλους
Καθὼς συνεχῶς ἔφταναν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ εὐχάριστες εἰδήσεις γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀνέθεσε στὸν Βαρνάβα νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα καὶ νὰ στηρίξει τοὺς νεοφώτιστους χριστια­νούς. Πράγματι, ὁ ἀ­­πόστολος Βαρνάβας, ἀφοῦ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶδε τὰ ἔργα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φα­νε­ρωνόταν ἀ­­­πὸ τὸ πλῆθος αὐτῶν ποὺ εἶ­χαν πιστέψει καὶ ἀπὸ τὴ ζωή τους, χάρηκε «καὶ ­παρεκάλει πάν­τας τῇ ­προθέσει τῆς καρδίας προσμέ­νειν τῷ Κυρίῳ»· προέ­τρε­­πε ὅλους νὰ μένουν ἀφοσιωμένοι καὶ προσ­ηλωμένοι στὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς τους. 
Δὲν ἀρκεῖ νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν πιστέψουμε. Ὀφείλουμε νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε πιστὰ μέχρι τέλους. Διότι μερικὲς φορὲς ξεκινοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἐνθουσιασμό, ὕστερα ὅμως ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ὁ ζῆλος μας ἐξατμίζεται κι ὁ ἐνθουσιασμός μας μαραίνεται. Χρειάζεται λοιπὸν συστηματικὴ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ἐνίσχυση τῆς πίστεώς μας μὲ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωή, γιὰ νὰ μὴ λιποτακτήσουμε, ἀλλὰ νὰ παραμένουμε ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο. 
Εἶναι ἀπαραίτητο ἐπίσης νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὴ χριστιανικὴ ζωὴ θὰ συναντήσουμε δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Θὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς σφοδρὲς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ, τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου, θὰ ἐμφανιστοῦν καὶ πολλὲς δικές μας ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες. Ὡστόσο, ἂν ἀγαποῦμε τὸν Κύριο μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις καὶ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του, τίποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς λυγίσει.
3. Τὸ τιμητικό μας ὄνομα
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς δίνει καὶ μιὰ ἀκόμη σπουδαία πληροφορία: ὅτι στὴν Ἀντιόχεια ὀνομάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ: «ἐγένετο... χρηματίσαι πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς», γράφει. Μάλιστα στὴν ἀρχὴ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοὺς τὸ ἀπέδιδαν οἱ εἰδωλολάτρες εἰρωνικά. Ὅμως, ἐνῶ οἱ ἐθνικοὶ θεωροῦσαν ὑποτιμητικὸ νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν παράταξη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς αὐτὸ ἦταν τιμὴ καὶ δόξα. Γι’ αὐτὸ ἀποδέχθηκαν καὶ διατήρησαν αὐτὸ τὸ ὄνομα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες αὐτὸ θεωροῦσαν ὡς τὸ κύριο συστατικὸ τῆς ταυτότητάς τους. Τοὺς ρωτοῦσαν «πῶς σὲ λένε;», «ἀπὸ ποῦ κατάγεσαι;», «τί ἐπαγγέλλεσαι;», καὶ ἀπαντοῦσαν μὲ ἱερὴ καύχηση: «Χριστιανός εἰμι»! 
Εἴμαστε κι ἐμεῖς χριστιανοὶ καὶ φέρουμε τὸ τιμητικὸ αὐτὸ ὄνομα. Ἡ πατρίδα μας ἡ Ἑλλάδα ἔχει παράδοση χριστιανική. Καὶ ὅλη ἡ Εὐρώπη, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ δέχθηκε τὸ κήρυ­γμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸν ­Χριστιανισμὸ ἀκολούθησε. Τώρα ὅμως;... Δυστυχῶς, ἡ Εὐρώπη θέλει νὰ διαγράψει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ταυτότητά της. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ κατάν­τημα τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ζωῆς του. Τώρα δι­α­γράφει ἐντελῶς ἀκόμη καὶ τὸ ­ὄνομά Του. Ἀλίμονο ἂν ἀκολουθήσει καὶ ἡ Ἑλ­λά­δα αὐτὴ τὴν ὀλέθρια πορεία! Ἂς τὸ συνειδητοποιήσουμε. Ἡ μόνη λύση στὸ ἀδιέξοδο τῶν σύγχρονων προβλημάτων εἶναι νὰ ἐπιστρέψουμε στὶς ρίζες μας. Νὰ ἐπανεύρουμε τὴ χριστιανική μας ταυτότητα καὶ νὰ τιμήσουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα μας.
 (Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
            Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ,  ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πό­λιν τς Σα­μα­ρε­ί­ας λε­γο­μέ­νην Συ­χὰρ, πλη­σί­ον το χω­ρί­ου ἔ­δω­κεν Ἰ­α­κὼβ Ἰ­ω­σὴφ τ υἱ­ῷ αὐ­τοῦ. ν δ ἐ­κεῖ πη­γὴ το Ἰ­α­κώβ. ον Ἰ­η­σοῦς κε­κο­πια­κὼς κ τς ὁ­δοι­πο­ρί­ας ἐ­κα­θέ­ζε­το οὕ­τως ἐ­πὶ τ πη­γῇ· ὥ­ρα ἦν ὡ­σεὶ ἕ­κτηἔρ­χε­ται γυ­νὴ κ τς Σα­μα­ρε­ί­ας ἀν­τλῆ­σαι ὕ­δωρ. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Δς μοι πι­εῖν. ο γρ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἀ­πε­λη­λύ­θει­σαν ες τν πό­λιν, ἵ­να τρο­φὰς ἀ­γο­ρά­σω­σι. λέ­γει ον αὐ­τῷ γυ­νὴ Σα­μα­ρεῖ­τις· Πς σ Ἰ­ου­δαῖ­ος ὢν πα­ρ' ἐ­μοῦ πι­εῖν αἰ­τεῖς, οὔ­σης γυ­ναι­κὸς Σα­μα­ρε­ί­τι­δος; ο γρ συγ­χρῶν­ται Ἰ­ου­δαῖ­οι Σα­μα­ρε­ί­ταις. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Ε ᾔ­δεις τν δω­ρε­ὰν το Θε­οῦ κα τς ἐ­στιν ὁ λέ­γων σοι, δς μοι πι­εῖν, σ ν ᾔ­τη­σας αὐ­τὸν, κα ἔ­δω­κεν ἄν σοι ὕ­δωρ ζν. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Κριε, οὔ­τε ἄν­τλη­μα ἔ­χεις, κα τ φρέ­αρ ἐ­στὶ βα­θύ· πό­θεν ον ἔ­χεις τ ὕ­δωρ τ ζν; μ σ με­ί­ζων ε το πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἰ­α­κώβ, ς ἔ­δω­κεν ἡ­μῖν τ φρέ­αρ, κα αὐ­τὸς ξ αὐ­τοῦ ἔ­πι­ε κα ο υἱ­οὶ αὐ­τοῦ κα τ θρέμ­μα­τα αὐ­τοῦ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Πς πί­νων κ το ὕ­δα­τος το­ύ­του δι­ψή­σει πά­λιν· ς δ' ν πί­ῃ κ το ὕ­δα­τος ο ἐ­γὼ δώ­σω αὐ­τῷ, ο μ δι­ψή­σει ες τν αἰ­ῶ­να, ἀλ­λὰ τ ὕ­δωρ ὃ δώ­σω αὐ­τῷ, γε­νή­σε­ται ν αὐ­τῷ πη­γὴ ὕ­δα­τος ἁλ­λο­μέ­νου ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. λέ­γει πρς αὐ­τὸν γυ­νή· Κριε, δς μοι τοῦ­το τ ὕ­δωρ, ἵ­να μ δι­ψῶ μη­δὲ ἔρ­χο­μαι ἐν­θά­δε ἀν­τλεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Ὕ­πα­γε φώ­νη­σον τν ἄν­δρα σου κα ἐλ­θὲ ἐν­θά­δε. ἀ­πε­κρί­θη ἡ γυ­νὴ κα εἶ­πεν· Οκ ἔ­χω ἄν­δρα. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Κα­λῶς εἶ­πας ὅ­τι ἄν­δρα οκ ἔ­χω· πέν­τε γρ ἄν­δρας ἔ­σχες, κα νν ν ἔ­χεις οκ ἔ­στι σου ἀ­νήρ· τοῦ­το ἀ­λη­θὲς εἴ­ρη­κας. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Κριε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι προ­φή­της ε σ. ο πα­τέ­ρες ἡ­μῶν ἐν τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν· κα ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­στὶν ὁ τό­πος ὅ­που δε προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Γναι, πί­στευ­σόν μοι ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ὅ­τε οὔ­τε ν τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ οὔ­τε ν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τ πα­τρί. ὑ­μεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε οκ οἴ­δα­τε, ἡ­μεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν οἴ­δα­μεν· ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ἐ­στίν. ἀλ­λ' ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, κα νν ἐ­στιν, ὅ­τε ο ἀ­λη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τ πα­τρὶ ν πνε­ύ­μα­τι κα ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· κα γρ πα­τὴρ τοι­ο­ύ­τους ζη­τεῖ τος προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν. πνεῦ­μα Θε­ός, κα τος προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τὸν ν πνε­ύ­μα­τι κα ἀ­λη­θε­ί­ᾳ δε προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Οἶ­δα ὅ­τι Μεσ­σί­ας ἔρ­χε­ται ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐ­κεῖ­νος, ἀ­ναγ­γε­λεῖ ἡ­μῖν πάν­τα. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι, λα­λῶν σοι. κα ἐ­πὶ το­ύ­τῳ ἦλ­θαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ, κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ὅ­τι με­τὰ γυ­ναι­κὸς ἐ­λά­λει· οὐ­δεὶς μέν­τοι εἶ­πε, τ ζη­τεῖς τ λα­λεῖς με­τ' αὐ­τῆς; Ἀ­φῆ­κεν ον τν ὑ­δρί­αν αὐ­τῆς γυ­νὴ κα ἀ­πῆλ­θεν ες τν πό­λιν, κα λέ­γει τος ἀν­θρώ­ποις· Δεῦ­τε ἴ­δε­τε ἄν­θρω­πον ὃς εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα· μή­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός; ἐ­ξῆλ­θον ον κ τς πό­λε­ως κα ἤρ­χον­το πρς αὐ­τόν. ν δ τ με­τα­ξὺ ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, φά­γε. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­γὼ βρῶ­σιν ἔ­χω φα­γεῖν, ν ὑ­μεῖς οκ οἴ­δα­τε. ἔ­λε­γον ον ο μα­θη­ταὶ πρς ἀλ­λή­λους· Μ τις ἤ­νεγ­κεν αὐ­τῷ φα­γεῖν; λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­μὸν βρῶ­μά ἐ­στιν ἵ­να ποι­ῶ τ θέ­λη­μα το πέμ­ψαν­τός με κα τε­λει­ώ­σω αὐ­τοῦ τ ἔρ­γον. οχ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἔ­τι τε­τρά­μη­νός ἐ­στι κα θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; ἰ­δοὺ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­πά­ρα­τε τος ὀ­φθαλ­μοὺς ὑ­μῶν κα θε­ά­σα­σθε τς χώ­ρας, ὅ­τι λευ­καί εἰ­σι πρς θε­ρι­σμόν ἤ­δη. κα θε­ρί­ζων μι­σθὸν λαμ­βά­νει κα συ­νά­γει καρ­πὸν ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, ἵ­να κα σπε­ί­ρων ὁ­μοῦ χα­ί­ρῃ κα θε­ρί­ζων. ν γρ το­ύ­τῳ λό­γος ἐ­στὶν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς, ὅ­τι ἄλ­λος ἐ­στὶν ὁ σπε­ί­ρων κα ἄλ­λος ὁ θε­ρί­ζων. ἐ­γὼ ἀ­πέ­στει­λα ὑ­μᾶς θε­ρί­ζειν οχ ὑ­μεῖς κε­κο­πι­ά­κα­τε· ἄλ­λοι κε­κο­πι­ά­κα­σι, κα ὑ­μεῖς ες τν κό­πον αὐ­τῶν εἰ­σε­λη­λύ­θα­τε. κ δ τς πό­λε­ως ἐ­κεί­νης πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ες αὐ­τὸν τν Σα­μα­ρει­τῶν δι­ὰ τν λό­γον τς γυ­ναι­κὸς, μαρ­τυ­ρο­ύ­σης ὅ­τι εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα. ς ον ἦλ­θον πρς αὐ­τὸν ο Σα­μα­ρεῖ­ται, ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν μεῖ­ναι πα­ρ' αὐ­τοῖς· κα ἔ­μει­νεν ἐ­κεῖ δύ­ο ἡ­μέ­ρας. κα πολ­λῷ πλε­ί­ους ἐ­πί­στευ­σαν δι­ὰ τν λό­γον αὐ­τοῦ, τ τε γυ­ναι­κὶ ἔ­λε­γον ὅ­τι οὐ­κέ­τι δι­ὰ τν σν λα­λιὰν πι­στε­ύ­ο­μεν· αὐ­τοὶ γρ ἀ­κη­κό­α­μεν, κα οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ σω­τὴρ το κό­σμου ὁ Χρι­στός.
                                              (Ἰωάν. δ[4] 5- 42)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἒρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς σὲ μιά πό­λη τῆς Σα­μάρειας πού λε­γό­ταν Συ­χάρ, ἡ ὁποία ἦ­ταν κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ πού εἶχε δώσει ὁ Ἰ­α­κὼβ στὸ γιὸ του τὸν Ἰ­ω­σήφ. Ὑ­πῆρ­χε μά­λι­στα ἐκεῖ κι ἕνα πηγάδι πού εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰ­α­κώβ. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­πως ἦ­ταν κου­ρα­σμὲνος ἀπό τήν πεζοπορία, κα­θό­ταν κον­τὰ στὸ πη­γά­δι. Ἡ ὥρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἔ­ξι ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἡλίου, δη­λα­δὴ δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι. Ἔρ­χε­ται τό­τε μί­α γυ­ναί­κα πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι νε­ρό. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τότε ὁ ὁποῖος πραγ­μα­τι­κὰ δι­ψοῦ­σε, τῆς εἶ­πε: Δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ. Καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα νε­ρό, δι­ό­τι οἱ μα­θη­τὲς Tου, πού θὰ φρόν­τι­ζαν νὰ βγά­λουν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι, εἶχαν πά­ει στὴν πό­λη ν' ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Τοῦ λέ­ει λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα: Πῶς ἐσύ πού εἶ­σαι Ἰ­ου­δαῖ­ος, κα­τα­δέ­χε­σαι καὶ ζη­τᾶς νὰ πι­εῖς νε­ρὸ ἀ­πὸ μέ­να, πού εἶ­μαι γυ­ναί­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα; Κι ἔ­κα­νε ἡ γυ­ναί­κα τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, δι­ό­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι μι­σοῦ­σαν τοὺς Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ δὲν εἶ­χαν σχέ­σεις μα­ζί τους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τῆς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν γνώ­ρι­ζες τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού δίνει ὁ Θε­ὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποῦ σοῦ λέ­ει τώ­ρα, δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ, ἐσύ θά τοῦ ζη­τοῦ­σες καὶ θὰ σοῦ ἔ­δι­νε νε­ρὸ τρε­χού­με­νο, πού δὲ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Θὰ σοῦ ἔ­δι­νε αὐ­τὸς τὴ χά­ρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ἡ ὁποία σὰν πνευ­μα­τι­κὸ νε­ρὸ κα­θα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, πα­ρη­γο­ρεῖ καὶ ζω­οποεῖ τίς ψυ­χές, χω­ρὶς νὰ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, ἀ­σφα­λῶς τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μι­λᾶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι αὐ­τό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἀγ­γεῖ­ο ἔ­χεις, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βγά­λεις ἀ­πὸ ἐ­δῶ νε­ρό, ἀλλά καὶ τὸ πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πὸ ποῦ λοι­πὸν ἔ­χεις τὸ τρε­χού­με­νο καὶ ἀ­στεί­ρευ­το νε­ρό; Μή­πως ἐσύ εἶ­σαι ἀ­νώ­τε­ρος στὴν ἀξία καὶ τὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μας τὸν Ἰ­α­κώβ, πού μᾶς ἔ­δω­σε ὡς κλη­ρο­νο­μιὰ τὸ πη­γά­δι αὐ­τὸ καὶ δὲν ζή­τη­σε ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο νε­ρό, ἀλλά ἀ­π' αὐ­τὸ ἤ­πι­ε καὶ ὁ ἴδιος, ὅ­πως καὶ τὰ παι­διά του καὶ τὰ ζῶ­α του πού ἔ­τρε­φε καὶ ἔ­βο­σκε; Τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Βε­βαί­ως δὲν ἐν­νο­ῶ τὸ νε­ρὸ τοῦ πη­γα­διοῦ αὐ­τοῦ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος πί­νει ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, θὰ δι­ψά­σει πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ πι­εῖ ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ πού θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τὲ στὸν αἰ­ώ­να· ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώ­σω θὰ με­τα­βλη­θεῖ μέ­σα του σὲ πη­γὴ νε­ροῦ πού δὲν θὰ στε­ρεύ­ει, ἀλλά θὰ ἀ­να­βλύ­ζει καὶ θὰ ἀ­να­πη­δᾶ καὶ θὰ τρέ­χει πάν­το­τε γιὰ νὰ τοῦ με­ταγ­γί­ζει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Τοῦ λέ­ει τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ' μου τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴ δι­ψῶ καὶ νὰ μὴν ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σὲ τό­σο κό­πο νὰ ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ γιὰ νὰ βγά­ζω νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐ­φό­σον τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ δὲν τὸ θέ­λεις μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀλλά καὶ γιὰ ἐ­κεί­νους μὲ τοὺς ὁποίους συ­ζεῖς, πή­γαι­νε, φώ­να­ξε τὸν ἄν­δρα σου κι ἔ­λα ἐ­δῶ μα­ζὶ μ' αὐ­τόν, ὥ­στε κι ἐ­κεῖ­νος νὰ δε­χθεῖ μα­ζί σου τὴ δω­ρε­ὰ αὐ­τή. Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Δὲν ἔ­χω ἄν­δρα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Κα­λὰ εἶ­πες «δὲν ἔ­χω ἄν­δρα». Δι­ό­τι ἔ­χεις πά­ρει πέν­τε ἄν­δρες, τὸν ἕ­να ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο. Καὶ τώ­ρα μ' αὐ­τὸν πού ζεῖς, εἶ­σαι συν­δε­δεμέ­νη κρυ­φά, καὶ γι' αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἄν­δρας σου. Αὐ­τὸ τό εἶπες ἀ­λή­θεια. Τοῦ λέ­ει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἐσύ εἶσαι προ­φή­της. Δι­ό­τι μοῦ εἶ­πες κά­ποι­α μυ­στι­κὰ τῆς ζωῆς μου, ἐ­νῶ δὲν μ' ἔ­χεις συ­ναν­τή­σει ἄλ­λη φορά, ἀλλά μό­λις σή­με­ρα μὲ βλέ­πεις γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Σὲ πα­ρακα­λῶ λοι­πὸν νὰ μὲ δι­α­φω­τί­σεις πά­νω στὸ πα­ρα­κάτω σπου­δαῖ­ο ζή­τη­μα: Οἱ πα­τέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν καὶ λά­τρευ­σαν τόν Θε­ὸ στὸ ὄ­ρος αὐ­τὸ τὸ Γα­ρι­ζείν, ἐ­νῶ ἐσεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­τε ὅ­τι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα εἶ­ναι ὁ τόπος πού πρέπει νά λα­τρεύ­ου­με τὸν Θε­ό. ἐσύ λοι­πὸν ὡς προ­φή­της τί λέ­ς γι' αὐ­τό; Τῆς λέ­ει ὁ Ἰησοῦς: Πί­στε­ψέ με, γυ­ναί­κα, ὅ­τι γρή­γο­ρα ἔρ­χε­ται ὁ και­ρὸς πού οὔ­τε σ' αὐ­τὸ τὸ βου­νὸ τὸ Γαριζείν μό­νο, οὔτε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ θὰ λα­τρεύσε­τε τὸν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Ἐσεῖς οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες ἀ­πορ­ρί­ψα­τε τὰ βι­βλί­α τῶν προφητῶν καὶ προ­σκυ­νᾶ­τε ἐ­κεῖ­νο γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔχετε σα­φῆ καὶ πλή­ρη γνώ­ση. Ἐμεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι προ­σκυνοῦμε ἐκεῖνο πού γνω­ρί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κάθε ἄλ­λον. Ἀ­πό­δει­ξη μά­λι­στα γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὅ­τι ὁ Μεσσίας πού θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τους Ἰουδαί­ους. Αὐ­τοὺς δι­ά­λε­ξε ὁ Θε­ὸς ὡς λα­ὸ δι­κό του καὶ αὐ­τοὶ τὸν γνώ­ρι­σαν καὶ τὸν λά­τρευ­σαν τε­λει­ό­τε­ρα ἀπό κά­θε ἄλ­λον λα­ό. Πο­λὺ σύν­το­μα ὅ­μως ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ μπο­ρῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ὥ­ρα αὐ­τὴ ἔ­χει ἤ­δη ἔλ­θει, πού οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ προσκυ­νη­τὲς θὰ προ­σκυ­νή­σουν καὶ θὰ λα­τρεύ­σουν τόν Πα­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀ­λη­θι­νά· δη­λα­δὴ μὲ θεοφώτιστες τὶς πνευ­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις καὶ μὲ λα­τρεί­α ὂχι τυ­πι­κὴ καὶ σκι­ώ­δη, ἀλλά πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀ­πὸ πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Δι­ό­τι καὶ ὁ Πατήρ ζητᾶ ἐ­πί­μο­να τέ­τοι­οι ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πραγ­μα­τι­κοὶ προ­σκυνη­τὲς νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πνεῦ­μα, γι' αὐ­τὸ καὶ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ τό­πους. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν πρέ­πει νὰ τὸ προ­σκυ­νοῦν μὲ τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κὲς δυνάμεις, μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλά καὶ μὲ ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς λα­τρεί­ας πού τοῦ ἁρ­μό­ζει. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὄ­νο­μα πού με­τα­φρά­ζε­ται μὲ τὴ λέ­ξη Χριστός. Ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, θὰ μᾶς τὰ δι­δά­ξει ὅ­λα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐγώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας, ἐγώ πού τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ σοῦ μι­λά­ω.
Καὶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἦλ­θαν οἱ μα­θη­τές του καὶ ἀ­πό­ρη­σαν πού ὁ δι­δά­σκα­λος μι­λοῦ­σε δη­μο­σί­ως μὲ γυ­ναί­κα, κά­τι πού ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δό­σεις τῶν ραβ­βί­νων. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τοῦ εἶ­πε: Τί ζη­τᾶς νὰ σοῦ κά­νει ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, ἢ γιὰ ποι­ὸ θέ­μα μι­λᾶς μα­ζὶ της; Στὸ με­τα­ξὺ ἡ γυ­ναί­κα, γε­μά­τη συγ­κί­νη­ση ὕ­στε­ρα ἀ­π' αὐ­τὰ πού ἄ­κου­σε, ἄ­φη­σε τὴ στά­μνα της στὸ πη­γά­δι καὶ πῆ­γε τρέ­χον­τας στὴν πό­λη κι ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει στοὺς ἀν­θρώ­πους: Ἐλᾶτε νὰ δεῖ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, καὶ αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κὰ καὶ προ­σω­πι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς ζω­ῆς μου. Μή­πως εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Χρι­στός; Βγῆ­καν λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πό­λη οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες κι ἄρ­χι­σαν νὰ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐ­τόν.

Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­μως, μέ­χρι νὰ εἰ­δο­ποι­η­θοῦν οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ νὰ ἔλ­θουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ριος εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­π' τὸ πνευ­μα­τι­κό του ἔρ­γο καὶ δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιὰ φα­γη­τό, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν οἱ μα­θη­τὲς καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Δι­δά­σκα­λε, φά­ε κά­τι. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ ἔ­χω φα­γη­τὸ νὰ φά­ω πού ἐσεῖς δὲν τὸ ξέ­ρε­τε. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Μή­πως τὴν ὥ­ρα πού λεί­πα­με τοῦ ἔ­φε­ρε κα­νεὶς ἄλ­λος φα­γη­τὸ κι ἔ­φα­γε; Τοὺς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Δι­κό μου φα­γη­τό, πού μὲ χορ­ταί­νει καὶ μὲ τρέ­φει, εἶ­ναι νὰ κά­νω πάν­το­τε τὸ θέ­λη­μα ἐ­κεί­νου πού μὲ ἀ­πέ­στει­λε στὸν κό­σμο καὶ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σω τὸ ἔρ­γο του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καὶ τὸ θερ­μὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γιὰ τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ μὲ ἀ­πορ­ρό­φη­σε ὁ­λό­κλη­ρο τώ­ρα πού πρό­κει­ται νὰ ἔλ­θουν ἐ­δῶ οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, καὶ μοῦ ἔ­κο­ψε κά­θε ὄ­ρε­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ πεί­να. Δὲν λέ­τε ἐσεῖς ὅ­τι τέσ­σε­ρις μῆ­νες μέ­νουν ἀ­κό­μη καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; Στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅ­μως σπο­ρὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει καὶ σὲ χρονικό δι­ά­στη­μα πο­λὺ πιὸ σύν­το­μο. Καὶ γιὰ νὰ πει­σθεῖ­τε γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ πού σᾶς λέ­ω, ση­κῶ­στε τὰ μά­τια σας καὶ κοι­τάξ­τε τὸ πλῆ­θος αὐ­τὸ τῶν Σα­μα­ρει­τῶν πού ἔρ­χονται. Μοιά­ζουν οἱ ψυ­χές τους μὲ χω­ρά­φια, στὰ ὁποῖα δέν πρόφθασε νά σπαρεῖ ὁ λό­γος τῆς ἀ­λή­θειας, κι ὅ­μως εἶ­ναι λευ­κὰ καὶ ὥ­ρι­μα πλέ­ον, ἕ­τοι­μα νὰ θε­ρι­σθοῦν. Ἔ­τσι καὶ σ' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου οἱ ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι τώ­ρα ὥ­ρι­μες γιὰ νὰ δε­χθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἐ­κεῖ­νος πού θε­ρί­ζει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­γρὸ παίρ­νει μι­σθό, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι χαί­ρε­ται καὶ ἐ­δῶ βλέ­πον­τας τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συγ­κο­μι­δή, ἀλλά καὶ δι­ό­τι θὰ ἀνταμειφθεῖ καὶ στὴ μελ­λον­τι­κὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἐ­πει­δή λοι­πὸν ἑλ­κύ­ει στὴ σω­τη­ρί­α ψυ­χὲς ἀ­θά­να­τες, συ­να­θροίζει καρ­πὸ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Κι ἔ­τσι, στὴν πνευ­μα­τι­κὴ σπο­ρὰ πού γί­νε­ται τώ­ρα, χαί­ρο­μαι κι ἐγώ πού σπέρ­νω μα­ζὶ μὲ σᾶς πού θὰ θε­ρί­σε­τε. Δι­ό­τι στὴ δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀληθινή πα­ροι­μί­α, ὅ­τι ἄλ­λος ἔ­σπει­ρε κι ἄλ­λος θε­ρί­ζει. Ἔσπειρα ἐγώ καὶ θὰ θε­ρί­σε­τε ἐσεῖς, ὅ­πως καὶ μελ­λον­τι­κὰ θὰ σπέρ­νε­τε ἐσεῖς καί θά θερίζουν οἱ δι­ά­δο­χοί σας. Ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔ­στει­λα γιὰ νὰ θερίζετε καρ­πὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσεῖς δὲν ἔ­χε­τε κο­πιά­σει γιὰ νὰ σπαρεῖ. Ἄλ­λοι, δη­λα­δὴ ἐγώ καί οἱ προ­φῆ­τες πρὶν ἀ­πὸ μέ­να, ἔ­χουν κο­πιά­σει κι ἔ­χουν σπεί­ρει, κι ἐσεῖς ἔ­χε­τε μπεῖ στοὺς κό­πους καὶ τὴ σπο­ρά τους γιὰ νὰ θε­ρί­σε­τε. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη Συ­χὰρ πολ­λοὶ ἀ­πό τους Σα­μαρεῖτες πί­στε­ψαν σ' αὐ­τὸν ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς γυ­ναί­κας πού ἔ­λε­γε «μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, κι αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤ­ξε­ραν οὔτε ἐ­κεῖ­νοι μὲ τοὺς ὅ­ποι­ους συ­ζῶ καὶ μέ γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρό». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θαν κον­τὰ του οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μεί­νει γιὰ πάν­τα μα­ζί τους. Κι ἔ­μει­νε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἔ­κα­νε τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ἡμέρες πί­στε­ψαν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἦλ­θαν στὸ πη­γά­δι καὶ τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ μεί­νει στὴν πό­λη τους. Καὶ στὴ γυ­ναί­κα ἔ­λε­γαν ὅ­τι δὲν πι­στεύ­ου­με πλέ­ον γιὰ τὰ ὅ­σα μᾶς εἶπες ἐσύ. Διότι ἐμεῖς οἱ ἴ­διοι τὸν ἔ­χου­με τώ­ρα ἀ­κού­σει καὶ γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ὁ Σω­τή­ρας ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός.