Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ
(8 ΜΑΪΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)
Ὃ ἦν ἀπ' ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς·  (καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν)·  ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ' ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ ταῦτα γράφομεν ἡμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη. Καὶ αὕτη ἔστιν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ' αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν·  ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ' ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας.         
                           (Α΄Καθ. Ἰω. α΄[1] 1 – 7)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Σᾶς ἀναγγέλλουμε αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπῆρχε ὅταν ἄρχισε ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, αὐτὸ ποὺ μὲ τ' αὐτιὰ μας ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι, αὐτὸ ποὺ μὲ τὰ μάτια μας εἴδαμε, καὶ τὸ ὁποῖο εἴδαμε καλὰ καὶ τὰ χέρια μας ψηλάφησαν· σᾶς κηρύττουμε δηλαδὴ γιὰ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο, ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα του ζωὴ καὶ τὴ μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους. – Καὶ ἡ ἐνυπόστατη ζωὴ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ φανερώθηκε μὲ σάρκα· καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἔχουμε δεῖ μὲ τὰ μάτια μας καὶ δίνουμε μαρτυρία γι' αὐτὴ καὶ σᾶς ἀναγγέλλουμε τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, ποὺ ὑπῆρχε προανάρχως καὶ αἰωνίως δίπλα στὸν Πατέρα καὶ ἦταν ἑνωμένη μ' αὐτόν, καὶ φανερώθηκε σὲ μᾶς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς πρώτους μαθητές. – Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχουμε δεῖ κι ἔχουμε ἀκούσει ὡς αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες ἀναγγέλλουμε σὲ σᾶς ποὺ δὲν τὸ εἴδατε μὲ τὰ μάτια σας καὶ δὲν τὸ ἀκούσατε μὲ τ᾿ αὐτιά σας. Καὶ σᾶς τὸ ἀναγγέλλουμε, γιὰ νὰ ἔχετε κοινωνία καὶ στενὸ σύνδεσμο μαζί μας. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει στενὴ σχέση καὶ κοινωνία μαζί μας, ἔχει σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν Υἱό του Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ στενὸς δηλαδὴ σύνδεσμος τῶν Χριστιανῶν δὲν δημιουργεῖ μόνο στενὴ σχέση μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ στενὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Κι αὐτὰ σᾶς τὰ γράφουμε, γιὰ νὰ εἶναι τέλεια ἡ χαρά μας, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ στενὸ σύνδεσμο καὶ τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ μας. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ὅμως καὶ νὰ διατηρεῖται ἡ ἐπικοινωνία αὐτή, ποὺ μᾶς φέρνει τόση χαρά, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶτε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπόσχεση ποὺ ἔχουμε ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ καὶ τὴν ἀναγγέλλουμε σὲ σᾶς: ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἁγιότητα καὶ ἀλήθεια, καὶ δὲν ὑπάρχει μέσα του κανένα ἴχνος σκότους ἄγνοιας καὶ ἁμαρτίας. Ἐὰν λοιπὸν ποῦμε ὅτι ἔχουμε στενὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, καὶ ταυτόχρονα ἡ γενικότερη συμπεριφορὰ μας εἶναι σκοτεινὴ καὶ ἁμαρτωλή, λέμε ψέματα, καὶ οἱ πράξεις μας δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἐὰν ὅμως ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ φωτεινὴ καὶ ἐνάρετη ζωή, ὅπως ζεῖ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στὸ πνευματικὸ φῶς, ἔχουμε στενὴ σχέση καὶ κοινωνία μεταξύ μας, καὶ ἡ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ του μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
                                        (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅ­ταν βρά­δια­σε τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, τήν πρώ­τη τῆς ἑ­βδο­μά­δος, κι ἐ­νῷ οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σ' ἕ­να σπί­τι καὶ εἶ­χαν τὶς θύ­ρες κλει­στὲς ἐ­πει­δὴ φο­βοῦν­ταν τοὺς ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ στά­θη­κε στὴ μέ­ση καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, τοὺς ἔ­δει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους πού σταυ­ρώ­θη­κε. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βε­βαι­ώ­θη­καν γι' αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν οὐ­λῶν του, χά­ρη­καν οἱ μα­θη­τὲς πού εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ μα­θη­τὲς ἠ­ρέ­μη­σαν κά­πως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη σφο­δρὴ συγ­κί­νη­ση πού αἰ­σθάν­θη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς με­γά­λης τους χα­ρᾶς, τοὺς εἶ­πε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μελ­λον­τι­κή τους τώ­ρα κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λή: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ὅ­πως μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­τσι κι ἐ­γώ σᾶς στέλ­νω νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἴ­διο ἔρ­γο. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, προ­κει­μέ­νου νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει τὴν πνο­ὴ τῆς νέ­ας οὐ­ρά­νιας ζω­ῆς ἐμ­φύ­ση­σε στὰ πρό­σω­πά τους, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ, καὶ τοὺς εἶ­πε: ­ Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιον.  Σ' ὅ­ποι­ους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, θὰ τοὺς εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ' ὅ­ποι­ους ὅ­μως τὶς κρα­τᾶ­τε ἀσυγχώ­ρη­τες, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. Ὁ Θω­μᾶς ὅ­μως, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­νό­μα­ζαν Δί­δυ­μο ὅ­σοι Ἑ­βραῖ­οι μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, δὲν ἦ­ταν μα­ζί τους ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν εἶ­δαν, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές: Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου στὰ χέ­ρια του τὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ δά­χτυ­λό μου στὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ χέ­ρι μου στὴν πλευ­ρά του, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ μά­τια μου ἀλ­λά καὶ μὲ τά δά­χτυ­λά μου νὰ βε­βαι­ω­θῶ, δὲν θὰ πι­στέ­ψω.
Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες ἦ­σαν πά­λι μέ­σα στὸ σπί­τι οἱ μα­θη­τές, καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς ἦ­ταν κι ὁ Θω­μᾶς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἐ­νῶ ἦ­ταν κλει­στές οἱ θύ­ρες, καὶ στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς καί εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν Θω­μᾶ: Φέ­ρε τὸ δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ. Ψη­λά­φη­σε καὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, καί δὲς συγ­χρό­νως μὲ τὰ μά­τια σου τὰ χέ­ρια μου. Φέ­ρε τό χέ­ρι σου κά­τω ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά μου καὶ βά­λ' το στήν πλευ­ρά μου πού χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ λόγ­χη. Καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α, ὥ­στε νὰ γί­νεις μό­νι­μα καὶ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἄ­πι­στος, ἀλ­λά νά προ­ο­δεύ­εις καὶ νὰ στη­ρί­ζε­σαι στὴν πί­στη, ὥ­στε νὰ γί­νεις ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἀ­δι­ά­σει­στος σ' αὐ­τή. Ὁ Θω­μᾶς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Πι­στεύ­ω καὶ ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πί­στε­ψες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ριοι καὶ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ ἔ­χουν δεῖ μὲ τὰ μά­τια τους, ὅ­πως μὲ εἶ­δες ἐ­σύ. Καί θά πι­στέ­ψουν ἔ­τσι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μου στίς γε­νι­ές πού θὰ ἔλ­θουν.
Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ ὅ­σα ἐ­ξι­στο­ρή­σα­με, ἐ­κτός ἀ­πό τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του, ὀ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά στά μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του ἔ­κα­νε καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα θαύ­μα­τα πού ἀ­πο­δεί­κνυ­αν τὴ θε­ό­τη­τά του καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὸ βι­βλί­ο αὐ­τό. Αὐ­τὰ πού ἐκ­θέ­σα­με, γρά­φη­καν γιὰ νὰ πι­στέ­ψε­τε ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς πού προ­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ· κι ἔ­τσι πι­στεύ­ον­τας νὰ ἔ­χε­τε ὡς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα σας τὴ νέ­α, θεί­α καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁ­ποί­α με­τα­δί­δει ὁ ἴ­διος στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό ὄ­νο­μά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου