Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑπε­ρέ­χου­σα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν.                     
 (Φιλιπ. δ΄[4] 4-9)
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ὁ Κύριος ἐγγὺς»
«Ὁ Κύριος ἐγγύς». Ἔρχεται ὁ Κύριος, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι' αὐτὸ μᾶς συνιστᾶ νὰ μὴ μεριμνοῦμε ἀγωνιωδῶς για ὁτιδήποτε γήινο ἀλλὰ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὰ ζητήματά μας καὶ τὸν ἑαυτό μας στὸν ἅγιο Θεὸ διά τῆς προσευχῆς. Ἡ προτροπὴ αὐτὴ τοῦ θείου Ἀποστόλου εἶναι πολύτιμη γιὰ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, περισσότερο μάλιστα γιὰ τὶς ἅγιες καὶ ἱερὲς αὐτὲς ὧρες, ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὰ ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου. Ἄς δοῦμε λοιπὸν τί σημαίνει ἡ φράση «ὁ Κύριος ἐγγύς», καὶ ποιὰ σημασία ἔχει γιὰ τὴ ζωή μας.
1. ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ
Ἡ ἔννοια τῆς φράσης «ὁ Κύριος ἐγγὺς» δὲν ἔχει τοπικὴ σημασία, δηλαδὴ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας, ἀλλὰ ἔχει χρονικὴ σημασία. Σημαίνει δηλαδὴ ὅτι ὁ Κύριος πλησιάζει. Ἔρχεται σύντομα. Δὲν θὰ ἀργήσει. Μᾶς ἐξηγεῖ σχετικῶς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Κύριος ἔρχεται στὸν καθένα μας, διότι ὅλοι μας δὲν θ' ἀργήσουμε νὰ δώσουμε λόγο στὸν Κύριο γιὰ τὰ πεπραγμένα μας. Κατὰ τὸν θάνατό μας θὰ ἐμφανισθοῦμε ἐνώπιόν Του, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας». «Ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (Ἑβρ. ι΄[10] 37). Κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ μᾶς φέρνει πλησιέστερα πρὸς τὸν θάνατο. Ὁ καιρὸς στὸ ἐξῆς εἶναι συνεσταλμένος. Ὁ Κύριος «ἐπὶ θύραις» (Ματθ. κδ'[24] 33). Ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος πλησιάζει νὰ ἔλθει μὲ τὴν Δευτέρα του Παρουσία γιὰ νὰ κρίνει τὸν καθένα μας. «Ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. κα'[21] 31). Διότι κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὴν ἔνδοξη αὐτὴ ἡμέρα τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας.
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἐπανελάμβαναν συχνὰ τὸ ρητὸ «ὁ Κύριος ἐγγύς». Διότι προσδοκοῦσαν τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· διότι ἐπιθυμοῦσαν διακαῶς νὰ δοῦν τὸν Κύριο, νὰ τὸν ἀντικρίσουν. Τὸ ἔλεγαν καὶ στὰ ἀραμαϊκά: «μαρὰν ἀθᾶ». Ὁ Κύριος θὰ ἔλθει. Καὶ συμπλήρωναν μὲ τὸ ρητό τῆς Ἀποκαλύψεως: «Ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ'[22] 20).
Ἔλα, Κύριε Ἰησοῦ, ἀναφωνοῦμε μὲ πόθο καὶ λαχτάρα κι ἐμεῖς. Σὲ περιμένουμε. Για νὰ λάβουν τέλος οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ βάσανά μας. Νὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ πόθοι καὶ οἱ ἐλπίδες μας. Νὰ Σὲ συναντήσουμε. Νὰ Σὲ δοῦμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μεταξὺ τῶν ἀγγέλων σου καὶ τῶν ἁγίων σου. Νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀκόρεστη χαρὰ τῆς θέας τοῦ προσώπου σου. Νὰ ζήσουμε μαζί Σου αἰωνίως. «Ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ».
2. ΕΤΟΙΜΑΣΘΕΙΤΕ
Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται, τονίζεται πολλὲς φορὲς στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι γίνεται αὐτό, γιὰ νὰ ἀφυπνισθοῦμε καὶ νὰ ἀναστηθοῦμε πνευματικῶς. Γιὰ νὰ βρισκόμαστε διαρκῶς σὲ ἐγρήγορση. Διότι ξεχνιόμαστε μέσα στὶς τρυφὲς τῆς ζωῆς καὶ τὰ ἀπατηλὰ ὄνειρα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Λέγει ἀλλοῦ ὁ ἱερὸς Πατήρ: «Ἐσὺ κάθεσαι ἀργόσχολος γεμάτος πονηρὲς ἐπιθυμίες καὶ διαχύσεις καὶ γέλια καὶ τρυφή; "Ὁ Κύριος ἐγγύς". Ἐσὺ φροντίζεις καὶ μεριμνᾶς γιὰ χρήματα; "Ἤδη ἡ κρίσις ἐφέστηκεν". Ἐσὺ ἀσχολεῖσαι διαρκῶς μὲ τὸ σπίτι σου καὶ τὶς ἀνέσεις σου ἢ κάποια ἄλλη ἡδονή; "Ὁ κόσμος παράγεται" (Α Ἰω. β'[2] 17), φεύγει καὶ χάνεται. "Ἰδοὺ ἔρχεται... ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ" (Ἀποκ. α'[1] 7-8). Ἔρχεται ὅπως ἡ φωτιὰ στὸ χωνευτήριο. Ἔρχεται νὰ κάψει κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ ἄχρηστο. Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ σκέπτεται ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ μετανοεῖ;».
Ἀς κάνουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς μιὰ γενναία ἀρχὴ μετανοίας. Μὴ καθυστεροῦμε. «Ὁ Κύριος ἐγγύς». Δὲν ξερουμε πότε θὰ μᾶς πάρει γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Γι' αὐτὸ μὲ συναίσθηση καὶ συντριβὴ ἂς ἀπαρνηθοῦμε τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, τὸν κόσμο καὶ τὴν ἁμαρτία, κι ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας διαρκῶς πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς περιμένει στὴ Βασιλεία του.
Ἡ ἀλήθεια ὅτι «ὁ Κύριος (εἶναι) ἐγγὺς» δὲν μᾶς βοηθεῖ μόνο σὲ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα: «Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν». Μᾶς παροτρύνει νὰ μὴ μεριμνοῦμε ἀγωνιωδὼς γιὰ τὰ ἐγκόσμια, ἀλλὰ ὅλα μας τὰ ζητήματα νὰ τὰ ἐμπιστευόμαστε στὸν ἅγιο Θεὸ μὲ τὴν προσευχή μας. Ἔτσι θὰ φύγει ἡ θλίψη ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ θὰ μάθουμε νὰ δείχνουμε ὑπομονὴ στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς μας. Ἔτσι θὰ περιμένουμε μὲ χαρὰ τὴν λαμπρὴ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἀναφωνώντας μὲ ἱερὸ πόθο: «Ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ».
Ἀδελφοί, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀρχίζει. Σήμερα βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλὴμ «καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου» (Ἰω. ιβ' [12] 15) καὶ τὰ πλήθη νὰ ζητωκραυγάζουν: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Ὅμως σὲ λίγο θὰ ἀντικρίσουμε τὸν βασιλέα μας ἐπάνω στὸν σταυρό. Ἂς τρέξουμε λοιπὸν νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν ἐσταυρωμένο Νυμφίο μας μὲ κατάνυξη καὶ ἱερὸ συγκλονισμό. Κι ἂς τοῦ προσφέρουμε μαζὶ μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὰ ἄνθη μας, τὴν μετανοημένη καρδιά μας. Καὶ θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα ἡ ἀστραφτερὴ καὶ παμφώτεινη, κατὰ τὴν ὁποία θὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ πλέον Ἐκεῖνος στὴ βασιλεία του καὶ θὰ μᾶς κάμει μετόχους τῆς αἰωνίου μακαριότητος καὶ εὐτυχίας.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐπο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑαυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βαΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κραύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­ποί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν ατ χλος, τι κουσαν τοτο ατν πεποιηκναι τ σημεον.                    
 (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
          Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα ἦλ­θε Ἰ­η­σοῦς στὴ Βη­θα­νί­α, ὅ­που ἔ­με­νε ὁ Λά­ζα­ρος ποὺ εἶ­χε πε­θά­νει καὶ ὁ Κύ­ριος τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Οἱ συγ­γε­νεῖς λοι­πὸν τοῦ Λα­ζά­ρου, ἐ­πει­δὴ αἰ­σθά­νον­ταν με­γά­λο σε­βα­σμὸ καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ θαῦ­μα ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει, τοῦ ἔ­κα­ναν δεῖ­πνο ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρ­θα ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Ὁ Λά­ζα­ρος μά­λι­στα ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ κά­θον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν στὸ τρα­πέ­ζι μα­ζί του. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε γύ­ρω στὰ τρι­α­κό­σια εἴ­κο­σι πέν­τε γραμ­μά­ρια μύ­ρο κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἀ­πὸ νάρ­δο (εἶ­δος τοῦ ἀ­ρω­μα­τι­κοῦ φυ­τοῦ τῆς βα­λε­ριά­νας), μύ­ρο γνή­σιο, ἀ­νό­θευ­το καὶ πά­ρα πο­λὺ ἀ­κρι­βό, ἄ­λει­ψε μ' αὐ­τὸ τὰ πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κι ἔ­πει­τα, ἐκ­δη­λώ­νον­τας τὴ βα­θιὰ τα­πεί­νω­σή της πρὸς τὸν Κύ­ριο, σκού­πι­σε μὲ τὰ μαλ­λιὰ της τὰ πό­δια του. Κι ὅ­λο τὸ σπί­τι τό­τε  γέ­μι­σε  ἀ­πὸ  τὴν  εὐ­ω­δί­α  τοῦ  μύ­ρου. Ὕ­στε­ρα  λοι­πὸν  ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας εἶ­πε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, ὁ Ἰ­ού­δας ὁ γιὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, ἐ­κεῖ­νος ποὺ σκό­πευ­ε νὰ τὸν προ­δώ­σει καὶ νὰ τὸν πα­ρα­δώ­σει στοὺς σταυ­ρω­τές του: Ἀν­τὶ νὰ χυ­θεῖ καὶ νὰ σπα­τα­λη­θεῖ ἄ­σκο­πα τὸ μύ­ρο αὐ­τό, για­τί δὲν που­λή­θη­κε στὴν τι­μὴ τῶν τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων, δη­λα­δὴ τρι­α­κο­σί­ων ἡ­με­ρο­μι­σθί­ων, καὶ δὲν δό­θη­κε τὸ ἀν­τί­τι­μό του ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στοὺς φτω­χούς; Καὶ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, ὄ­χι για­τί ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ τοὺς φτω­χούς, ἀλλά δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­φτης· καὶ κα­θὼς δι­α­χει­ρι­ζό­ταν τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο καὶ εἶ­χε τὸ κου­τὶ τῶν συ­νει­σφο­ρῶν, κρα­τοῦ­σε κρυ­φὰ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὰ χρή­μα­τα ποὺ ἔ­ρι­χναν σ' αὐ­τό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰησοῦς ἄ­κου­σε τὸν Ἰ­ού­δα νὰ ἐ­πι­κρί­νει τὴν Μα­ρί­α, τοῦ εἶ­πε: ­Ἄ­φη­σέ την ἥ­συ­χη καὶ μὴν τὴν κα­τη­γο­ρεῖς. Ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, σὰν νὰ προ­αι­σθα­νό­ταν ὅ­τι σὲ λί­γες μέ­ρες πρό­κει­ται νὰ τα­φῶ, φύ­λα­ξε τὸ μύ­ρο αὐ­τὸ γιὰ νὰ μοῦ τὸ προ­σφέ­ρει, προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας ἔτσι συμ­βο­λι­κὰ τὴν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ σώ­μα­τός μου μὲ μύ­ρο τήν ἡμέρα τῆς τα­φῆς μου. Μὴν τὴν ἐμ­πο­δί­ζε­τε λοι­πόν. Τοὺς φτω­χοὺς πάντοτε τούς ἔ­χε­τε μα­ζί σας, καὶ μπο­ρεῖ­τε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μὴ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σε­τε. Ἐμένα ὅ­μως δὲν μὲ ἔ­χε­τε πάντοτε δι­ό­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ πε­θά­νω.
Ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο λοι­πὸν αὐ­τὸ καὶ ἀ­π' ὅ­σα συ­νέβησαν σ' αὐ­τό, πο­λὺς λα­ὸς ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἔ­μα­θε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴ Βη­θα­νί­α. Καὶ ἦλ­θαν ἐκεῖ ὄχι μόνο γιά τόν Ἰησοῦ, ἀλλά γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, τόν ὁποῖο εἶχε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Με­τὰ ὅ­μως ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἀποφά­σι­σαν νά σκο­τώ­σουν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, δι­ό­τι ἐ­ξαι­τί­ας του πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους πήγαιναν στὴ Βη­θα­νί­α γιὰ νὰ βε­βαι­ω­θοῦν ἂν πραγματικά ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Κι ὅ­ταν τὸ διαπίστωναν αὐ­τό, πί­στευ­αν στὸν Ἰ­ησοῦ. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, λα­ὸς πο­λὺς ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ τὴν ἑ­ορ­τή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆ­ραν στὰ χέ­ρια τους κλα­διὰ ἀ­πὸ τὶς χουρ­μα­δι­ὲς πού ἦ­ταν κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου καὶ βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑ­πο­δε­χθοῦν. Καὶ φώ­να­ζαν δυ­να­τά: Δόξα καί τιμή σ' αὐ­τὸν ποὺ ὑ­πο­δε­χό­μα­στε! Εὐλογημένος καὶ δοξα­σμέ­νος νὰ εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀπό τὸν Κύ­ριο ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πός του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἔν­δοξος βα­σι­λιὰς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ποὺ τό­σο και­ρὸ πε­ρι­μέ­να­με.
Ὁ Ἰησοῦς μά­λι­στα ζή­τη­σε καὶ βρῆ­κε ἕ­να πουλαράκι καὶ κά­θι­σε πά­νω σ' αὐ­τό, σύμ­φω­να μ' ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶναι γραμ­μέ­νο στὸν προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α: Μὴ φο­βᾶ­σαι, Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, κό­ρη τοῦ ὄρους Σιών. Νά, ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος καὶ κατακτητής πά­νω σὲ ἄ­λο­γο ἤ σὲ ἅρ­μα πο­λε­μι­κό, ἀλλά καθισμένος πά­νω σ' ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι. Τί σή­μαι­ναν ὅ­μως τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Ζα­χα­ρί­α δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὴν ἀρχή, τὴν ὥ­ρα τῆς θρι­αμ­βευ­τι­κῆς του αὐ­τῆς εἰ­σό­δου, ἀλλά ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς δο­ξά­σθη­κε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Τό­τε φω­τί­στη­καν ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ θυ­μή­θη­καν ὅ­τι τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για τοῦ Ζα­χα­ρί­α ἦ­ταν γι' αὐ­τὸν γραμ­μέ­να. Καὶ οἱ ἴδιοι εἶ­χαν κά­νει μί­α τέ­τοι­α ὑ­πο­δο­χὴ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ εἶ­χαν συ­νερ­γα­σθεῖ, χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν, ὥ­στε νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν ἀ­κρι­βῶς τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για. Ὅ­λοι λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὅ­ταν αὐ­τὸς εἶ­χε φω­νά­ξει ἀ­π' τὸν τά­φο τὸν Λά­ζα­ρο καὶ τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς καὶ τώ­ρα ἦ­ταν στὴν ὑ­πο­δο­χὴ αὐ­τή, δι­η­γοῦνταν καὶ δι­α­βε­βαί­ω­ναν τὸ θαῦ­μα τοῦ Λα­ζά­ρου σ' ὅ­σους δὲν τὸ εἶ­χαν δεῖ. Γι' αὐ­τὸ καὶ τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν προ­ϋ­πάν­τη­σαν, δι­ό­τι ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τοὺς αὐ­τό­πτες αὐ­τοὺς μάρ­τυ­ρες ὅ­τι αὐ­τὸς εἶχε κά­νει τὸ με­γά­λο αὐ­τὸ θαῦ­μα.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου