Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.                                                              
                                            (Ἑβρ. στ΄[6] 13 – 20 )

ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας»
Στήν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ χαρίσει σ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν Παλαιστίνη. Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ὁλόκαρδα στὴν ὑπόσχεση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ περίμενε ἐπὶ χρόνια πολλὰ μὲ ὑπομονὴ τὴν ἐκπλήρωσή της. Γι' αὐτὸ «μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας», ἐπέτυχε τὴν εὐλογία ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἐκπληρώνει τὶς ὑποσχέσεις του καὶ πῶς ἐμεῖς πρέπει νὰ περιμένουμε τὴν ἐκπλήρωσή τους.
1.Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΑΘΕΤΕΙ ΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ
Ὁ Θεὸς δὲν ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ τὴν γράψουμε καλὰ στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ μας. Διότι ὁ Θεὸς ἔχει δώσει ὑποσχέσεις ὄχι μόνον στὸν Ἀβραὰμ ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς  πιστοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Τὶς ἔδωσε μὲ τὸν θεῖο του λόγο, ποὺ καταγράφηκε στὶς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ εἶναι μαζί μας, θὰ μᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα μας, θὰ μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς μας. Ὅτι θὰ προνοεῖ γιὰ τὴν ζωή μας τὴν ὑλικὴ καὶ πνευματική. Ὅτι θὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια βασιλεία του. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ὅ,τι ὑπόσχεται τὸ ἐκπληρώνει. Μᾶς τὸ διαβεβαίωσε ἄλλωστε ὁ ἴδιος, ὅταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀκόμη μᾶς εἶπε: «τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου οὐ μὴ ἀθετήσω» (Ψαλ. πη' [88] 35). Τὰ λόγια δηλαδὴ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μου δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀθετήσω. Καὶ δὲν τὰ ἀθετεῖ ὁ Θεός.
Τί μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὸ ἐκπλήρωσε; Ἐὰν ἀνατρέξουμε στὴν προσωπικὴ μας ζωή, θὰ τὸ διαπιστώσουμε αὐτὸ καθαρά. Διότι δὲν μοιάζει ὁ Θεὸς μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τόσο εὔκολα καὶ ἐπιπόλαια ἀθετοῦμε τὶς ὑποσχέσεις μας. Καὶ λέμε διάφορες δικαιολογίες, γιὰ νὰ καλύψουμε τὴν ἀσυνέπειά μας. Ὁ Θεὸς λέει πάντοτε τὴν ἀλήθεια· ὑπόσχεται καὶ τηρεῖ, ἐπαγγέλλεται καὶ ἐκπληρώνει· διότι μπορεῖ νὰ ἐκπλήρωσει τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι πανάγαθος ἀλλὰ καὶ παντοδύναμος. Μᾶς τὸ λέγει σαφῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ὁ Θεὸς «ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι» (Ρωμ. δ'[4] 21).
2. ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕ ΠΙΣΤΗ
Βέβαια ἐμεῖς θεωρητικῶς τὸ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ὅμως στὴν πράξη συχνὰ ὀλιγοπιστοῦμε καὶ τὰ χάνουμε. Ἀλήθεια, πόσα χρόνια περίμενε ὁ Ἀβραάμ; Δοκιμάστηκε σκληρὰ ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό. Ἡ πραγματικότητα συνεχῶς τὸν διέψευδε. Ἡ γυναίκα του ἦταν γερόντισσα πλέον καὶ στεῖρα, κι ὁ Θεὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀποκτήσει ἀπογόνους «καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ» (Γεν. ιε'[15] 5· Ἑβρ. ια'[12] 12). Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως δὲν ἀπογοητεύθηκε. Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς βράβευσε τὴν ὑπομονή του καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη του. Ἀπέκτησε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Σάρρα παιδί, τὸν Ἰσαάκ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σὲ μεγάλο ἔθνος.
Μέχρι ὅμως νὰ συμβεῖ αὐτό, δεκαετίες ὁλόκληρες περίμενε μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη του καὶ τὴν ὑποδειγματικὴ του ὑπομονὴ νὰ ἔχουμε μέσα μας κι ἐμεῖς ἄσβεστο τὸ καντήλι τῆς πίστεως στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀγάπη του καὶ τὴν θαυμαστὴ πρόνοιά του. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος μᾶς ὑποσχέθηκε: «οὐ μὴ σὲ ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (δὲν θὰ σ' ἀφήσω οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψω) (Ἑβρ. ιγ'[13] 5).
Ὅταν λοιπὸν βλέπουμε γύρω μας τὴν πραγματικότητα νὰ μᾶς ἀπογοητεύει καὶ τὰ προβλήματά μας, οἰκογενειακά, οἰκονομικά, ἐπαγγελματικὰ καὶ ἄλλα, νὰ φαίνονται ἄλυτα, μὴ γογγύζουμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπουμε νὰ λυγίζουν τὰ πόδια μας, μὴ χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας. Ὅταν βλέπουμε τὶς δυνάμεις μας νὰ ἀτονοῦν, μὴν ξεχνοῦμε τὴν μεγάλη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θὰ εἶναι δίπλα μας «πάσας τὰς ἡμέρας» τῆς ζωῆς μας (Ματθ. κη'[28] 20). Νὰ παραδινόμαστε στὴν ἀγκαλιά του μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι «πιστὸς ὁ Θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δυνάμεθα» (Α' Κορ. ι'[10] 13). Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσει νὰ δοκιμαζόμαστε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀντέχουμε. Ἀλλὰ νὰ περιμένουμε τὴν ὥρα τοῦ Θεοῦ. Νὰ περιμένουμε τὴν ὥρα, ποὺ ὡς φωνὴ αὔρας λεπτῆς θὰ ἔλθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἁγιάσει, νὰ μᾶς λυτρώσει. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ προβλήματα καὶ πάθη, νὰ μᾶς χορηγήσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς καὶ μὲ καύση καρδίας ἐπὶ ἔτη πολλὰ τοῦ ζητᾶμε.
Γι᾿ αὐτὸ μᾶς λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ὑπομονῆς ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν» (Ἑβρ. ι'[10] 36). Μὴν ἀπογοητευόμαστε, ὅταν κουραζόμαστε στὴν προσμονή μας. Ἀλλὰ νὰ γίνουμε «μιμηταὶ τῶν διὰ πίστεως καὶ μακροθυμίας κληρονομούντων τὰς ἐπαγγελίας» (Ἑβρ. ς'[6] 12). Ὁ Κύριος μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ τὴν Βασιλεία του τὴν ἐπουράνια καὶ μᾶς περιμένει ἐκεῖ.
Ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς λέγει ὅτι «πολλὲς φορὲς ἐκκόπτεται ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ ἑξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας μας». Ὅπως ἔγινε καὶ στὴν ἰσραηλιτικὴ ἐκείνη γενεὰ ἡ ὁποία λόγῳ τῆς ἀπειθείας της καὶ τῆς ὀλιγοπιστίας της δὲν πρόλαβε νὰ δεῖ νὰ  ἐκπληρώνεται ἡ μεγάλη ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀντίκρισε τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ περιφερόταν σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Μὴν ὀλιγοψυχοῦμε λοιπόν, ἀλλὰ ἂς παραθέσουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ ὅλη μας τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόντας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.  
                                               (Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἕ­νας ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος του λαοῦ πλησίασε  τόν Ἰησοῦ, γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶ­πε: Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, σοῦ ἔ­φ­ε­ρα τ­ὸ γ­ιό μ­ου π­οὺ ἔ­χ­ει κα­τ­α­λ­η­φ­θ­εῖ ἀπό δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ πνεῦμα, πού τοῦ π­ῆ­ρε κ­αὶ τὴ λ­α­λ­ιά. Κ­αὶ σ' ὅ­π­ο­ιο μ­έ­ρ­ος τ­ὸν π­ι­ά­σ­ει, τ­ὸν ρ­ί­χ­ν­ει κ­ά­τω, κι ἀ­φ­ρ­ί­ζ­ει κ­αὶ τ­ρ­ί­ζ­ει τὰ δ­ό­ν­τ­ια τ­ου κ­αὶ μ­έ­ν­ει ξ­ε­ρ­ὸς κι ἀ­ν­α­ί­σ­θ­η­τ­ος. Εἶ­πα σ­τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές σ­ου νά τὸ β­γ­ά­λ­ο­υν, ἀλλά δ­ὲν μ­π­ό­ρ­ε­σ­αν. Τ­ό­τε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀ­π­ο­κ­ρ­ί­θ­η­κε: Ὢ γ­ε­ν­ιὰ π­οὺ τ­ό­σα θ­α­ύ­μ­α­τα ε­ἶ­δ­ες κ­αὶ ε­ἶ­σ­αι ἀ­κ­ό­μη ἄ­π­ι­στη! Ἕ­ως π­ό­τε θὰ ε­ἶ­μ­αι μ­α­ζί σ­ας; Ἕ­ως π­ό­τε θὰ σ­ᾶς ἀ­ν­έ­χ­ο­μ­αι; Φ­έ­ρ­τε τ­όν μ­ου ἐδῶ.  Κ­αὶ τ­ὸν ἔ­φ­ε­ρ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Κι ὅταν τό πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀ­μ­έ­σ­ως τά­ρ­α­ξε μὲ σ­π­α­σ­μ­ο­ὺς τ­ὸν ν­έο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔ­π­ε­σε κ­ά­τω σ­τὴ γῆ, κ­υ­λ­ι­ό­τ­αν κι ἔβ­γ­α­ζε ἀ­φ­ρ­ο­ὺς ἀ­π' τὸ σ­τ­ό­μα τ­ου. Τ­ό­τε ρ­ώ­τ­η­σε ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος τ­ὸν π­α­τ­έ­ρα τοῦ παιδιοῦ: Π­ό­σ­ος κ­α­ι­ρ­ὸς εἶναι ἀπό τότε πού τοῦ σ­υ­μ­β­α­ί­ν­ει α­ὐ­τό; Κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος τοῦ  ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Ἀπό μ­ι­κ­ρὸ π­α­ι­δί. Π­ο­λ­λ­ὲς φ­ο­ρ­ὲς μ­ά­λ­ι­σ­τα τ­ὸν ἔ­ρ­ι­ξε κ­αὶ σ­τὴ φ­ω­τ­ιὰ κ­αὶ σ­τὰ ν­ε­ρὰ γ­ιὰ νὰ τ­οῦ π­ά­ρ­ει τὴ ζ­ωή. Ἀ­λ­λὰ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ κ­ά­ν­ε­ις κ­ά­τι, λ­υ­π­ή­σ­ου μ­ας κ­αὶ β­ο­ή­θ­η­σέ μ­ας. Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐ­σὺ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ π­ι­σ­τ­έ­ψ­ε­ις, ὅλα ε­ἶ­ν­αι δ­υ­ν­α­τὰ σ' ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ον π­οὺ π­ι­σ­τ­ε­ύ­ει. Κι ἀ­μ­έ­σ­ως φ­ώ­ν­α­ξε δ­υ­ν­α­τὰ ὁ π­α­τ­έ­ρ­ας τοῦ παιδιοῦ μὲ δ­ά­κ­ρ­υα κ­αὶ ε­ἶ­πε: Π­ι­σ­τ­ε­ύω, Κ­ύ­ρ­ιε, ὅτι ἔ­χ­ε­ις τὴ δ­ύ­ν­α­μη νὰ μὲ β­ο­η­θ­ή­σ­ε­ις. Β­ο­ή­θ­η­σέ με ν' ἁ­π­α­λ­λ­α­γῶ ἀ­π' τ­ὴν ὀ­λ­ι­γ­ο­π­ι­σ­τ­ία μ­ου κ­αὶ ἀ­ν­α­π­λ­ή­ρ­ω­σε ἐσύ τ­ὴν ἔ­λ­λ­ε­ι­ψη τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ώς μ­ου. Ὅταν λ­ο­ι­π­ὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ κ­αὶ μ­α­ζ­ε­υ­ό­τ­αν π­ο­λ­ὺς λα­ός, πρόσταξε α­ὐ­σ­τ­η­ρὰ τὸ ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­το δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ π­ν­εῦμα καί τοῦ ε­ἶ­πε: Π­ν­εῦμα ἄ­λ­α­λο κ­αὶ κ­ο­υ­φό, ἐγώ σὲ δ­ι­α­τ­ά­ζω, β­γ­ὲς ἀ­π' α­ὐ­τ­ὸν κ­αὶ μ­ὴν ξ­α­ν­α­μ­π­ε­ῖς π­ο­τὲ π­ιὰ μ­έ­σα τ­ου. Τ­ό­τε τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­εῦμα, ἀφοῦ κ­ρ­α­ύ­γ­α­σε δ­υ­ν­α­τὰ κ­αὶ σ­υ­ν­τ­ά­ρ­α­ξε τὸ π­α­ι­δί, β­γ­ῆ­κε. Κι ἔ­γ­ι­νε σάν ν­ε­κ­ρ­ὸς ὁ ν­έ­ος, ὥστε πολλοί νά λένε ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τ­ὸν ἔπιασε ἀ­π' τὸ χ­έ­ρι κ­αὶ τ­ὸν σ­ή­κ­ω­σε· κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος σ­τ­ά­θ­η­κε ὄ­ρ­θ­ι­ος.
Ὅταν κ­α­τ­ό­π­ιν ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος μ­π­ῆ­κε σὲ κ­ά­π­ο­ιο σ­π­ί­τι, τ­ὸν ρ­ω­τ­ο­ῦ­σ­αν ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως οἱ μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου: Γ­ι­α­τί ἐ­μ­ε­ῖς δ­ὲν μ­π­ο­ρ­έ­σ­α­με νά β­γ­ά­λ­ο­υ­με τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­ε­ῦ­μα; Κι ἐ­κε­ῖ­ν­ος τ­ο­ὺς ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Α­ὐ­τὸ τὸ ε­ἶ­δ­ος τοῦ δ­α­ι­μ­ο­ν­ί­ου δ­ὲν β­γ­α­ί­ν­ει μὲ τ­ί­π­ο­τε ἄ­λ­λο πα­ρὰ μὲ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ π­οὺ σ­υ­ν­ο­δ­ε­ύ­ε­τ­αι μὲ ν­η­σ­τ­ε­ία, ὥστε ἡ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι μὲ δ­ι­ά­ν­ο­ια ὅσο τὸ δ­υ­ν­α­τ­ὸν ἐ­λ­α­φ­ρ­ό­τ­ε­ρη κ­αὶ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρο π­ρ­ο­σ­η­λ­ω­μ­έ­νη σ­τ­ὸν Θ­εὸ.

Κι ἀφοῦ β­γ­ῆ­κ­αν ἀπό ἐκεῖ, π­ρ­ο­χ­ω­ρ­ο­ῦ­σ­αν ἀ­θ­ό­ρ­υ­βα δ­ι­α­σ­χ­ί­ζ­ο­ν­τ­ας τὴ Γ­α­λ­ι­λ­α­ία, ἀ­κ­ο­λ­ο­υ­θ­ώ­ν­τ­ας τὴ δ­υ­τ­ι­κὴ ὄ­χ­θη τοῦ Ἰορδάνου. Κ­αὶ δ­ὲν ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­ά­θ­ει κανείς ὅτι π­ε­ρ­ν­ο­ῦ­σ­αν ἀπό ἐκεῖ. Δ­ι­ό­τι ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­έ­ν­ει μ­ό­ν­ος τ­ου μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου, τ­ο­ὺς ὁποίους σ­υ­σ­τ­η­μ­α­τ­ι­κὰ π­λ­έ­ον δ­ί­δ­α­σ­κε κ­αὶ τ­ο­ὺς ἔ­λ­ε­γε ὅτι ὁ υ­ἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μ­ε­σ­σ­ί­ας, θὰ π­α­ρ­α­δ­ο­θ­εῖ μ­ε­τὰ ἀπό λ­ί­γο σ­τὰ χ­έ­ρ­ια ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ων, κι α­ὐ­τ­οὶ θὰ τ­ὸν θ­α­ν­α­τ­ώ­σ­ο­υν. Κι ἀφοῦ π­ε­θ­ά­ν­ει, τ­ὴν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του θά ἀναστηθεῖ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου