Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ

(31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)



 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξι­ος, εἰς τοῦ­το γὰρ καὶ κο­πι­ῶ­μεν καὶ ὀ­νει­δι­ζό­με­θα, ὅ­τι ἠλ­πί­κα­μεν ἐ­πὶ Θε­ῷ ζῶν­τι, ὅς ἐ­στι σω­τὴρ πάν­των ἀν­θρώ­πων, μά­λι­στα πι­στῶν. Πα­ράγ­γελ­λε ταῦ­τα καὶ δί­δα­σκε. Μη­δε­ίς σου τῆς νε­ό­τη­τος κα­τα­φρο­νε­ί­τω, ἀλ­λὰ τύ­πος γί­νου τῶν πι­στῶν ἐν λό­γῳ, ἐν ἀ­να­στρο­φῇ, ἐν ἀ­γά­πῃ, ἐν πνε­ύ­μα­τι, ἐν πί­στει, ἐν ἁ­γνε­ί­ᾳ. Ἕ­ως ἔρ­χο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀ­να­γνώ­σει, τῇ πα­ρα­κλή­σει, τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Μὴ ἀ­μέ­λει τοῦ ἐν σοὶ χα­ρί­σμα­τος, ὃ ἐ­δό­θη σοι δι­ὰ προ­φη­τε­ί­ας με­τὰ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ πρε­σβυ­τε­ρί­ου. Ταῦ­τα με­λέ­τα, ἐν το­ύ­τοις ἴ­σθι, ἵ­να σου ἡ προ­κο­πὴ φα­νε­ρὰ ᾖ ἐν πᾶ­σιν.

                                             (Α΄ Τιμ. δ΄[4] 9 -15)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Παιδί μου Τιμόθεε, τό ὅ­τι ο ἀ­γῶ­νες τς εὐ­σε­βοῦς καί ἁ­γί­ας ζω­ῆς μς ὠ­φε­λοῦν καί στή ζω­ή αὐ­τή καί στή μελ­λον­τι­κή εἶ­ναι λό­γος ἀ­ξι­ό­πι­στος καί ἄ­ξιος νά τόν ἀ­πο­δε­χθεῖ κα­νείς μ᾿ ὅ­λη του τήν καρ­διά. Κι ἐ­πει­δή ὁ λό­γος αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στος, γι᾿ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς κι ἐ­μεῖς ὑ­πο­μέ­νου­με κό­πους καί δε­χό­μα­στε ὀ­νει­δι­σμούς ὅ­τι εἴ­μα­στε δῆ­θεν ἀ­νό­η­τοι, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με στη­ρί­ξει τίς ἐλ­πί­δες μας στό ζων­τα­νό Θε­ό. Αὐ­τός εἶ­ναι σω­τή­ρας ὅ­λων τν ἀν­θρώ­πων, τούς ὁ­ποί­ους συν­τη­ρεῖ μέ τήν πρό­νοι­ά του, προ­παν­τός ὅ­μως τν πι­στῶν, τούς ὁ­ποί­ους σώ­ζει ἀ­πό τόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το. Μέ τό κύ­ρος καί τήν ἐ­ξου­σί­α το ἀ­ξι­ώ­μα­τός σου νά προ­τρέ­πεις καί νά δι­δά­σκεις αὐ­τά πού σο γρά­φω. Πα­ρά τή νε­ό­τη­τά σου νά ἔ­χεις ζω­ή συ­νε­τοῦ καί ἐ­νά­ρε­του γέ­ρον­τα, ὥ­στε κα­νείς νά μήν κα­τα­φρο­νεῖ τό νε­α­ρό τς ἡ­λι­κί­ας σου. Ἀλ­λά πα­ρό­λη τή νε­ό­τη­τά σου νά γί­νε­σαι ὑ­πό­δειγ­μα τν πι­στῶν καί στά λό­για σου καί στή συμ­πε­ρι­φο­ρά πού θά ἔ­χεις στίς συ­να­να­στρο­φές μα­ζί τους, καί στήν ἀ­γά­πη πού θά δεί­χνεις πρός ὅ­λους, καί στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή πού θά ζες μέ τή χά­ρη το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καί στήν πί­στη καί στήν ἁ­γνό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα τς ζω­ῆς σου. Μέ­χρι νά ἔλ­θω, σο συ­νι­στῶ νά ἐ­πι­δί­δε­σαι μέ ζῆ­λο καί ἐ­πι­μέ­λεια στήν ἀ­νά­γνω­ση τν Ἁ­γί­ων Γρα­φῶν, στήν πα­ρη­γο­ριά καί νου­θε­σί­α τν ἀν­θρώ­πων πού θλί­βον­ται καί κλο­νί­ζον­ται, στή δι­δα­σκα­λί­α ὅ­λων τν πι­στῶν. Μήν πα­ρα­με­λεῖς τό θεῖ­ο χά­ρι­σμα πού ἔ­χεις μέ­σα σου καί σο δό­θη­κε μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση τν χε­ρι­ῶν το ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος τν πρε­σβυ­τέ­ρων πά­νω στό κε­φά­λι σου, με­τά ἀ­πό τήν ἐ­κλο­γή στήν ὁ­ποί­α ὁ­δη­γη­θή­κα­με μέ προ­φη­τι­κή ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Σο συ­νι­στῶ νά με­λε­τᾶς αὐ­τά πού σο γρά­φω. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ σκέ­ψη σου καί ὕ­παρ­ξή σου νά εἶ­ναι μέ­σα σ᾿ αὐ­τά, γιά νά γί­νε­ται φα­νε­ρή σέ ὅ­λους ἡ πρό­ο­δός σου καί νά δί­νεις σ᾿ ὅ­λους τό κα­λό πα­ρά­δειγ­μα.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Ἰ­δοὺ, τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.

                                        (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ἀρ­χι­τε­λώ­νης καὶ πλού­σιος. Κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση καὶ ἐ­ξου­σί­α. Πλού­τη πολ­λὰ καὶ ἀ­νέ­σεις. Τί­πο­τε δὲν ἔ­λει­πε ἀ­πὸ τὸν Ζακ­χαῖ­ο. Ζοῦ­σε μέ­σα σὲ τό­σο εὐ­νο­ϊ­κὲς συν­θῆ­κες, ποὺ πολ­λοὶ τὸν ζή­λευ­αν. Τί ζη­τοῦ­σε λοι­πὸν ἀ­πὸ ἕ­να δι­δά­σκα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν εἶ­χε «ποῦ τὴν κε­φα­λὴν κλί­νῃ; Πῶς ἐ­ξη­γεῖ­ται ἐ­κεῖ­νος ὁ σφο­δρὸς καὶ ἀ­κα­τα­νί­κη­τος πό­θος νὰ συ­ναν­τή­σει, ἔ­στω ἀ­πὸ μα­κριὰ καὶ μό­νο ν᾿ ἀν­τι­κρύ­σει τὸν Ἰ­η­σοῦ; Για­τὶ ἄ­ρα­γε ἀ­κό­μη καὶ ἐ­πά­νω σὲ δέν­δρο ἀ­ναρ­ρι­χή­θη­κε, αὐ­τὸς ὁ ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος καὶ ἐ­πί­ση­μος κά­τοι­κος τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς, ὅ­ταν ἔ­βλε­πε ὅ­τι θὰ μα­ται­ω­νό­ταν ὁ σκο­πός του; 

Μὲ λο­γι­κὴ ὑ­λι­στι­κὴ καὶ κο­σμι­κὴ τὸ πράγ­μα εἶ­ναι ἀ­νερ­μή­νευ­το. Ἐ­ὰν ὅ­μως λὰ­βου­με ὑπ᾿ ὄ­ψη τὸν ψυ­χι­κὸ κό­σμο τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸ βρί­σκου­με πο­λὺ φυ­σι­ο­λο­γι­κό. Δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πλῶς μί­α βι­ο­λο­γι­κὴ ὀν­τό­τη­τα, πού, ὅ­ταν κο­ρε­σθοῦν κά­ποι­ες ψυ­χο­σω­μα­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος, στὰ βά­θη τῆς ὕ­παρ­ξής του κρύ­βει τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ζω­η­ρὲς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­νη­συ­χί­ες καὶ ἀ­να­ζη­τή­σεις, πο­θεῖ τὸ ἄ­πει­ρο καὶ ἀ­πό­λυ­το, δι­ψᾶ τὸν Θε­ό. Ἀλ­λὰ καὶ εἶ­ναι δε­κτι­κός τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος καὶ τῶν θαυ­μά­των, ποὺ αὐ­τὴ ἐ­πι­τε­λεῖ.

Μὴ προ­κα­τα­λαμ­βα­νό­μα­στε λοι­πὸν ἀ­πὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ φαι­νό­με­να. Μὴ ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ κά­ποι­ες ἀν­τι­δρά­σεις. Μὴ ἀ­πο­θαρ­ρυ­νό­μα­στε πο­τέ. Καὶ ὁ πλού­σιος σή­με­ρα μὲ τὸν ἀ­έ­ρα καὶ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­σή του ἔ­χει τοὺς μυ­στι­κοὺς πό­νους, τὶς με­τα­φυ­σι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις του. Καὶ ὁ ἀ­τί­θα­σος ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νος νέ­ος αἰ­σθά­νε­ται τὴν ἀ­ξί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ σέ­βε­ται βα­θιὰ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα. Καὶ ὁ ἄ­θε­ος συ­χνά, συ­χνό­τα­τα προ­βλη­μα­τί­ζε­ται καὶ νο­σταλ­γεῖ νὰ δεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὸν μό­νο Σω­τῆ­ρα τῶν ἀν­θρώ­πων.

Γι᾿ αὐ­τὸ πρέ­πει μὲ κα­τα­νό­η­ση ὅ­σο καὶ χρη­στὲς ἐλ­πί­δες νὰ βλέ­που­με ὅ­λους τους συ­ναν­θρώ­πους μας καὶ νὰ μὴ παύ­ου­με νὰ προ­σφέ­ρου­με πρὸς ὅ­λους εὐ­και­ρί­ες γνω­ρι­μί­ας τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ.

2. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος πό­θη­σε νὰ ἀν­τι­κρύ­σει τὸν Κύ­ριο. Δι­αι­σθα­νό­ταν ὅ­τι καὶ μό­νο αὐ­τὸ θὰ τοῦ ἔ­δι­δε χα­ρὰ καὶ ὠ­φέ­λεια πολ­λή. 

Δὲν ἐ­πό­θη­σε δὲ ἁ­πλῶς, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­πε­δί­ω­ξε. Κα­τέ­βη­κε στὸν δρό­μο καὶ αὐ­τὸς μα­ζὶ μὲ τὸν λα­ό. Καὶ ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι δυ­σκο­λευ­ό­ταν καὶ ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος νὰ ἀ­πο­τύ­χει τοῦ σκο­ποῦ του, ἀ­να­ζή­τη­σε καὶ ἐ­πι­νό­η­σε ἄλ­λη λύ­ση, νὰ ἀ­νε­βεῖ ἐ­πά­νω σὲ μιὰ «συ­κο­μο­ρέ­αν». 

Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Ὄ­χι μό­νο αὐ­τὸς εἶ­δε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀλ­λὰ καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πρό­σε­ξε καὶ τὸν τί­μη­σε, τὸν φώ­να­ξε μὲ τὸ ὄ­νο­μά του καὶ τοῦ ἀ­να­κοί­νω­σε τὴν ἀ­πό­φα­σή του νὰ δι­α­μεί­νει φι­λο­ξε­νού­με­νος στὸ σπί­τι του.

Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἀλ­λὰ καὶ τὴ χα­ρὰ καὶ συγ­κί­νη­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου! Κά­τι ἐ­λά­χι­στο εἶ­χε ἐ­πι­θυ­μή­σει, καὶ ὁ Χρι­στὸς τοῦ χά­ρι­σε, θὰ λέ­γα­με, τὸ πᾶν! Ὄ­χι ἁ­πλῶς ἕ­να βλέμ­μα, ἀλ­λὰ τι­μη­τι­κὴ ἐ­πί­σκε­ψη στὸ σπί­τι του. Ἐ­φαρ­μό­στη­κε καὶ ἐ­δῶ πλή­ρως ἡ θε­ό­πνευ­στη δι­α­βε­βαί­ω­ση: «Ἐγ­γί­σα­τε τῷ Θε­ῷ καὶ ἐγ­γι­εῖ ὑ­μῖν». Κά­νε­τε σεῖς ἕ­να μό­νο βῆ­μα γιὰ νὰ πλη­σι­ά­σε­τε τὸν Θε­ό, μιὰ μι­κρή, ἐ­λά­χι­στη προ­σπά­θεια, καὶ θὰ σπεύ­σει ἀ­μέ­σως Ἐ­κεῖ­νος ν᾿ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω καὶ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τὸν πό­θο σας.

Ἂς δι­δα­χθοῦν ἀ­πὸ αὐ­τὸ οἱ δύ­σπι­στοι καὶ ὀ­λι­γό­πι­στοι, ποὺ μεμ­ψι­μοι­ροῦν ὅ­τι δὲν ἔ­χουν ἀ­πο­δεί­ξεις γιὰ νὰ πι­στεύ­σουν, ὅ­τι δὲν ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε σ᾿ αὐ­τοὺς ὁ Θε­ός. Ἂς πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸν Ζακ­χαῖ­ο καὶ ἂς ἐ­πι­χει­ρή­σουν ἕ­να μι­κρὸ βῆ­μα, μιὰν εἰ­λι­κρι­νὴ κί­νη­ση πρὸς τὸν Φι­λάν­θρω­πο Θε­ό. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ εὐ­σε­βεῖς ψυ­χές, ποὺ προ­σεύ­χον­ται μὲ θέρ­μη καὶ ἐκ­ζη­τοῦν «τὸ πρό­σω­πον τοῦ Θε­οῦ» καὶ ἐ­πι­πο­θοῦν τὴ χά­ρη τῆς κα­τάνυξης, ἂς μὴ ἀ­πο­κά­μνουν. Θὰ ἔλ­θει ἡ στιγ­μή, ποὺ ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς θὰ τοὺς ἐ­πι­σκε­φθεῖ καὶ θὰ τοὺς «ἐγ­γί­σει». Θὰ σκη­νώ­σει ἐν­τός τους. Τὰ δὲ οὐ­ρά­νια δω­ρή­μα­τά Του θὰ ξε­περ­νοῦν ὄν­τως «πάν­τα νοῦν», κά­θε πρό­βλε­ψη καὶ ἐλ­πί­δα. 

3. Κα­θὼς ὁ Ζακ­χαῖ­ος ὁ­δη­γοῦ­σε τρι­σχα­ρού­με­νος τὸν Κύ­ριο στὸ σπί­τι του, γε­νι­κὴ ἀ­γα­νά­κτη­ση καὶ κα­τα­κραυ­γὴ ἠ­γέρ­θη με­τα­ξὺ τοῦ λα­οῦ. «Πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι», ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους «πάν­τες», ἐ­πι­κρί­νον­τες τό­σον τὸν Ζακ­χαῖ­ο,  ὅ­σο καὶ τὸν Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο.

Δυ­στυ­χεῖς ἄν­θρω­ποι! Κιν­δύ­νευ­ε μή­πως ὁ Κύ­ριος ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τα τοῦ Ἀρ­χι­τε­λώ­νη; Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­ὰν ἦ­το ὄν­τως βε­βα­ρη­μέ­νος μὲ ἀ­δι­κί­ες ὁ Ζακ­χαῖ­ος μέ­χρι χθές, ποι­ὸς ἀ­πέ­κλει­ε τώ­ρα νὰ με­τε­στρέ­φε­το καὶ νὰ με­τα­νο­οῦ­σε; Ἢ μᾶλ­λον ποι­ὸς ἀ­προ­κα­τά­λη­πτος θε­α­τὴς τῶν γε­γο­νό­των δὲν δι­α­πί­στω­νε ὅ­τι ἤ­δη κά­τι με­γά­λο συ­νέ­βαι­νε στὴν ψυ­χὴ τοῦ Ζακ­χαί­ου; Καὶ τὸ ἀ­κό­μη σπου­δαι­ό­τε­ρο: Σὲ ποι­οῦ τὸ σπί­τι ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ γόγ­γυ­ζαν, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φι­λο­ξε­νη­θεῖ ὁ Κύ­ριος καὶ δὲν θὰ εἶ­χαν οἱ ὑ­πό­λοι­ποι λό­γους νὰ ἐ­πα­να­λά­βουν «πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι»; 

Ἀλλ᾿ εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι, ἐ­νῶ ὅ­λοι λη­σμο­νοῦ­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, ὁ Ζακ­χαῖ­ος μό­νο τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὰ σφάλ­μα­τά του πρό­σε­χε καὶ σκε­πτό­ταν πῶς νὰ τὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σει. Μέ­σα δὲ στὸ σπί­τι του, ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου ἀλ­λὰ καὶ τοῦ λα­οῦ, ἔ­κα­με δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καὶ ἔ­δω­σε ὑ­πό­σχε­ση ἐ­πα­νόρ­θω­σης.

Ἀ­λή­θεια, πό­σο εὔ­κο­λα οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­τη­ροῦ­με, σχο­λι­ά­ζου­με, κρί­νου­με καὶ κα­τα­κρί­νου­με τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῶν ἂλ­λων, ἐ­νῶ ἀ­με­λοῦ­με ἢ κλεί­νου­με τὰ μά­τια μπρο­στὰ στὰ δι­κά μας λά­θη καὶ πά­θη!

Καὶ πό­σο συ­χνὰ κα­τό­πιν ἀ­δι­κοῦ­με τοὺς ἄλ­λους, ἀ­δι­κοῦ­με δὲ καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας, κα­θὼς τὸν κρα­τοῦ­με ἀ­δι­όρ­θω­το καὶ ἀ­με­τα­νό­η­το!

«Τὰ αὐ­τὰ πράσ­σεις ὁ κρί­νων»! φω­νά­ζει ἐ­λεγ­κτι­κὰ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸν κα­θέ­να μας. Τὴν ὥ­ρα ποὺ σπεύ­δεις νὰ κρί­νεις τὸν ἄλ­λο, στρέ­ψε τὸ βλέμ­μα στὸν ἑ­αυ­τό σου: Ὑ­πάρ­χουν ἴ­δι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες καὶ πά­θη, ποὺ αὐ­τὰ ἐ­ρε­θί­ζον­ται καὶ σὲ ἀ­να­στα­τώ­νουν στὴ θέ­α τῶν ξέ­νων ἐ­λατ­τω­μά­των.

Ἂς ἔ­χου­με λοι­πὸν τὴ σκέ­ψη καὶ τὴν προ­σο­χὴ ἐ­πι­με­λῶς στραμ­μέ­να στὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἂς καλ­λι­ερ­γοῦ­με αὐ­το­γνω­σί­α καὶ με­τά­νοι­α. Τό­τε ἀ­ναμ­φι­βό­λως θ᾿ ἀ­κοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς κά­πο­τε τὸν πα­ρή­γο­ρο λό­γο: «Σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κω τού­τῳ ἐ­γέ­νε­το». 

 (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

(24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΑ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξιος, ὅ­τι Χρι­στὸς ᾽Ι­η­σοῦς ἦλ­θεν εἰς τὸν κό­σμον ἁ­μαρ­τω­λοὺς σῶ­σαι, ὧν πρῶ­τός εἰ­μι ἐ­γώ· ἀλ­λὰ διὰ τοῦ­το ἠ­λε­ή­θην, ἵ­να ἐν ἐ­μοὶ πρώ­τῳ ἐν­δε­ί­ξη­ται ᾽Ι­η­σοῦς Χρι­στὸς τὴν πᾶ­σαν μα­κρο­θυ­μί­αν, πρὸς ὑ­πο­τύ­πω­σιν τῶν μελ­λόν­των πι­στε­ύ­ειν ἐπ᾽ αὐ­τῷ εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. Τῷ δὲ βα­σι­λεῖ τῶν αἰ­ώ­νων, ἀ­φθάρ­τῳ, ἀ­ο­ρά­τῳ, μό­νῳ σο­φῷ Θε­ῷ, τι­μὴ καὶ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων· ἀ­μήν.

(Α΄Τιμ. α΄[1] 15-17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

 Παιδί μου Τιμόθεε, ὁ λό­γος ποὺ θὰ πῶ εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­πι­στος καὶ ἄ­ξιος νὰ τὸν δε­χθοῦν ὅ­λοι μὲ τὴν ψυ­χή τους: ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἦλ­θε στὸν κό­σμο νὰ σώ­σει ἁ­μαρ­τω­λούς, ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους πρῶ­τος εἶ­μαι ἐ­γώ. Ἀλ­λὰ ἀ­κρι­βῶς γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­λε­ή­θη­κα, γιὰ νὰ δεί­ξει ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς σὲ μέ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον ὅ­λη του τὴ μα­κρο­θυ­μί­α, ὥ­στε νὰ χρη­σι­μεύ­σω ὡς ὑ­πό­δειγ­μα σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ πρό­κει­ται νὰ πι­στέ­ψουν σ᾿ αὐ­τὸν καὶ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν ἔ­τσι τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Στὸ βα­σι­λιὰ λοι­πὸν ποὺ εἶ­ναι κύ­ριος τῶν αἰ­ώ­νων καὶ ὅ­λων τῶν κτι­σμά­των ποὺ ἔ­γι­ναν μέ­σα στοὺς αἰ­ῶ­νες αὐ­τούς, στὸν ἄ­φθαρ­το, ἀ­ό­ρα­το, ἕ­να καὶ μό­νο σο­φὸ Θε­ό, ἂς εἶ­ναι τι­μὴ καὶ δό­ξα στοὺς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.    

                                                  (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ὅ­πως κά­θε μέ­ρα, ὁ τυ­φλὸς Βαρ­τί­μαι­ος (Μάρκ. ι΄[10] 46) «ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν». Ζη­τι­ά­νευ­ε στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, διὰ νὰ ἐ­ξοι­κο­νο­μή­σει τὸν ἐ­πι­ού­σιο ἄρ­το. Ἀλλ᾿ ἄ­κου­σε βή­μα­τα καὶ ὁ­μι­λί­ες «ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου». Κά­τι λοι­πὸν ἀ­συ­νή­θι­στο συ­νέ­βαι­νε. Ἐ­ρώ­τη­σε αὐ­τούς, ποὺ εὑ­ρέ­θη­σαν κον­τά του, καὶ πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­τι «Ἰ­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται».

Αὐ­τὸ ἦ­ταν. Σὰν τε­ρά­στια φλό­γα κα­μί­νου, σὰν πυ­ρα­κτω­μέ­νη λά­βα ἡ­φαι­στεί­ου ξε­πε­τά­χθη­κε ἀ­πὸ τὴν καρ­διά του ἡ πί­στη του, ποὺ ἔ­γι­νε ὁ­μο­λο­γί­α καὶ ἐ­πί­κλη­ση μὲ φω­νὴ δυ­να­τή: «Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με»! 

Ὁ πο­λὺς κό­σμος, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε, Τὸν ὀ­νό­μα­ζε «δι­δά­σκα­λον», ἄλ­λοι «υἱ­ὸν τοῦ Ἰ­ω­σήφ», ἄλ­λοι «ἕ­να τῶν προ­φη­τῶν». Ὁ πο­λὺς κό­σμος ἔ­βλε­πε μὲ τὰ μά­τια τοῦ σώ­μα­τος θαύ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὰ θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο θέ­α­μα καὶ προ­σέ­τρε­χε γιὰ νὰ δεῖ καὶ ἄλ­λα. 

Ὁ Βαρ­τί­μαι­ος δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε μὲ τὰ μά­τια τοῦ σώ­μα­τος. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­μως τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μὲ τὶς εὐ­αί­σθη­τες κε­ραί­ες τῆς ψυ­χῆς του. Καὶ τὸ ὡ­μο­λο­γοῦ­σε καὶ τὸ δι­α­κή­ρυτ­τε: «Υἱ­ὲ Δαυ­ίδ»! Δη­λα­δή, «Ἰ­η­σοῦ, σὺ εἶ­σαι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ βα­σι­λέ­ως Δα­βίδ. Σπλαγ­χνί­σου με καὶ βο­ή­θη­σέ με»! Τὸν ὁ­μο­λο­γεῖ «Μεσ­σί­α», Κι ἂς ἦ­ταν στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ Σχο­λὴ ὁ­λό­κλη­ρος Ραβ­βί­νων καὶ Φα­ρι­σαί­ων, ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε θὰ δυ­σφο­ροῦ­σαν... 

Ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει πί­στη στὴν ψυ­χή, αὐ­θόρ­μη­τα ξε­χει­λί­ζει μὲ λό­για, γί­νε­ται ὁ­μο­λο­γί­α εὐ­θαρ­σής. Ὁ­μο­λο­γί­α ποὺ ἐν­τυ­πω­σιά­ζει καὶ δι­δά­σκει τοὺς δι­στα­κτι­κούς, ποὺ κα­θη­λώ­νει τοὺς ἀ­πί­στους.

«Ναί, πι­στεύ­ω. Δό­ξα τῷ Θε­ῶ. Τί κα­λύ­τε­ρο, τί πιὸ σω­στὸ καὶ λο­γι­κό; Ἀλ­λὰ καὶ τί ὡ­ραι­ό­τε­ρο ὑ­πάρ­χει στὴ ζω­ή μας»! «Βε­βαί­ως ἐκ­κλη­σι­ά­ζο­μαι, ἀ­γα­πῶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὶς ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες, βρί­σκω τὴ γα­λή­νη μου ἐ­κεῖ». Εἶ­ναι ἁ­πλὲς ἀ­παν­τή­σεις στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή. Μαρ­τυ­ρί­α πί­στε­ως καὶ πό­θου τῆς ψυ­χῆς μας πρὸς τὸν Χρι­στό. Μὴ δι­στά­ζου­με νὰ τὴν δί­δου­με. 

2. «Οἱ προ­ά­γον­τες», αὐ­τοὶ ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν τῆς συ­νο­δεί­ας καὶ ποὺ πρῶ­τοι ἀν­τι­λή­φθη­σαν ποι­ὸς φώ­να­ζε, «ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ». Τὸν ἐ­πέ­πλητ­ταν τὸν φτω­χὸ Βαρ­τί­μαι­ο καὶ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸν ἀ­ναγ­κά­σουν νὰ σι­ω­πή­σει. Ὄ­χι ἀ­πὸ κα­κί­α πρὸς αὐ­τόν, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον μὲ τὴ σκέ­ψη ὅ­τι δὲν ἦ­το ται­ρια­στὸ νὰ ἐ­νο­χλεῖ τὸν Δι­δά­σκα­λο ἕ­νας ζη­τιά­νος. 

Ἀλ­λὰ για­τί; Ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­να­ξι­ο­πα­θεῖ, ἔ­χει μι­κρό­τε­ρη ἀ­ξί­α καὶ δὲν δι­και­οῦ­ται νὰ προ­βά­λει κά­ποι­ο αἴ­τη­μα καὶ νὰ ζη­τεῖ νὰ τὸν προ­σέ­ξουν; Δὲν εἶ­ναι ψυ­χὴ καὶ αὐ­τός, μά­λι­στα δὲ ψυ­χὴ δο­κι­μα­ζό­με­νη στὸ κα­μί­νι τοῦ πό­νου, ποὺ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­και­οῦ­ται νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει κά­ποι­ας κα­τα­νό­η­σης, συμ­πα­ρά­στα­σης, ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σης, στορ­γῆς; 

Δέ­στε ὅ­μως τὸν Κύ­ριο. Δὲν συμ­με­ρί­ζε­ται δι­ό­λου τὴν ἄ­πο­ψη τῶν ἀν­θρώ­πων αὐ­τῶν. Ἀ­να­κό­πτει τὴν πο­ρεί­αν Του, «στα­θεὶς» δί­δει ἐν­το­λὴ νὰ ὁ­δη­γή­σουν ἐ­κεῖ μπρο­στά Του, ἐ­πι­σή­μως θὰ λέ­γα­με, τὸν τυ­φλὸ ἐ­παί­τη, «Ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν». Καὶ τὸν ρώ­τη­σε μὲ στορ­γὴ τί ἤ­θε­λε, ποι­ὸ ἦ­ταν τὸ αἴ­τη­μά του. Ἐν­τὸς δὲ ὀ­λί­γου τοῦ χά­ρι­σε θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ τὸ φῶς του.

Ἂς μὴ πα­ρα­τρέ­χου­με τὰ αἰ­τή­μα­τα τῶν φτω­χῶν καὶ κα­τα­φρο­νη­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Εἴ­τε ἀ­σθε­νεῖς εἶ­ναι αὐ­τοί, εἴ­τε γέ­ρον­τες, εἴ­τε ἄ­ση­μοι καὶ ἁ­πλο­ϊ­κοὶ τύ­ποι, εἴ­τε ἀ­νά­πη­ροι μὲ σω­μα­τι­κὲς ἢ δι­α­νο­η­τι­κὲς ἐλ­λεί­ψεις, εἴ­τε ἐ­παῖ­τες.

Ἐν­δέ­χε­ται βε­βαί­ως τὰ αἰ­τή­μα­τά των νὰ εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἢ πρὸς βλά­βη τους. Καὶ ἡ λο­γι­κή μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει νὰ μὴ τοὺς τὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σου­με. Ἐν τού­τοις ἡ κα­τα­δε­κτι­κό­τη­τα καὶ ἡ στορ­γή μας πρὸς αὐ­τοὺς εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας. Τὸ νὰ στα­θοῦ­με κον­τά τους μὲ κα­λω­σύ­νη, ὑ­πο­μο­νή, ἀ­λη­θι­νὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἀ­γά­πη, εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο φάρ­μα­κο, αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ ζη­τοῦν καὶ τὸ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη. Ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό, ἕ­νας λό­γος πα­ρη­γο­ρη­τι­κός, κά­ποι­ο λου­λού­δι στὸ τρα­πε­ζά­κι τους... Ἂν ὄ­χι τί­πο­τε ἄλ­λο, δί­δουν σὲ μᾶς ὠ­φέ­λεια, κά­νον­τας τὴν ψυ­χή μας πιὸ λε­πτὴ καὶ τρυ­φε­ρή, πιὸ χρι­στι­α­νι­κή. Χα­ρί­ζουν δὲ καὶ βέ­βαι­η ἐλ­πί­δα οὐ­ρα­νί­ων ἀ­μοι­βῶν.

3. Μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἀνάβλεψον», τελικῶς ὄντως «παραχρῆμα ἀνέβλεψεν» ὁ πιστός, ὁ ἔνθερμος καὶ ζηλωτὴς τυφλός, Ἀνέβλεψεν. Εἶδε τὴ φύση,  τὰ δένδρα, τὸ φῶς. Εἶδε τοὺς ἀνθρώπους. Εἶδε τὴν πόλη, ποὺ μόνο ἀπὸ ἀόριστες περιγραφὲς γνώριζε καὶ μόνο βήματα μετροῦσε. Ἦταν ἐλεύθερος τώρα νὰ τὴν χαρεῖ. Νὰ ἀνιχνεύσει μία πρὸς μία τὶς τοποθεσίες καὶ τὶς συνοικίες της. Νὰ χαρεῖ τὶς ὀμορφιές της, τὰ ὡραῖα κτήρια, τὸν Ἰορδάνη λίγο πιὸ πέρα... Ἀλλὰ καὶ τὸ συγκινητικότερο, νὰ σπεύσει στοὺς δικούς του, νὰ τοὺς μεταδώσει χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴν εἴδηση: «βρῆκα τὸ φῶς μου!»

Ἀλλ' ὁ Βαρτίμαιος δὲν κάνει τίποτε ἀπὸ αὐτά. Καθὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του, ἀντίκρυσε πρὶν ἀπ᾿ ὅλα τὸν Εὐεργέτη του, τὸν λατρευτόν του Κύριον Ἰησοῦ, τὸν Ὁποῖον ὁλόψυχα ἐπίστευε ὡς τὸν Μεσσία. Τὸ ὅτι ἔβλεπε πλέον, τὸ ὅτι ἀπόκτησε τὸ ποθητό του φῶς καὶ ἱκανοποιήθηκε τὸ αἴτημά του, δὲν ἦταν λόγος νὰ φύγει καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀγαπητό του Διδάσκαλο. Κάθε ἄλλο. Ἡ εὐεργεσία, ποὺ ἀπόλαυσε, τὸν ἔκαμε περισσότερο θερμὸ καὶ ἀφοσιωμένο, περισσότερο προσκολλημένο στὸν Χριστό, στὸν ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς μὲ τόσο πόθο εἶχε προσανατολισθεῖ.

«Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ», μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, «δοξάζων τὸν Θεόν». Τώρα τὰ αἰτήματα καὶ οἱ κραυγὲς ἔγιναν δοξολογίες. Τώρα δὲν καλεῖ τὸν Κύριο νὰ ἔλθει Ἐκεῖνος κοντά του, τώρα αὐτὸς ὁλοπρόθυμα ἀκολουθεῖ. Τώρα περισσότερο ἀπὸ τὰ λόγια ἐκφράζει τὴν πίστη του μὲ ἔργα. Προσκολλᾶται στὴ συνοδεία τοῦ Κυρίου.

Ἂς διδαχθοῦμε ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, πού, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ δοκιμασία, τρέχουμε στὴν Ἐκκλησία, κλαίομε, παρακαλοῦμε, ἱκετεύουμε, ὑποσχόμεθα... Ἀλλ᾿ ὅταν ἱκανοποιηθεῖ τὸ αἴτημά μας, ἀφήνουμε τὸν Θεὸ καὶ γυρίζουμε στὶς παλαιὲς κοσμικὲς συνήθειές μας. Κάποτε οὔτε ἕνα «εὐχαριστῶ» δὲν λέμε. Κάποτε οὔτε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε, δὲν ἐκπληρώνουμε.

Εἶναι ὅμως αὐτὸ σωστό; Καὶ ἆραγε τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι κέρδος καὶ ἐπιτυχία;

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ. ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ

(17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ  

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ)

Ἀ­δελ­φοί, πε­ί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καὶ ὑ­πε­ί­κε­τε, αὐ­τοὶ γὰρ ἀ­γρυ­πνοῦ­σιν ὑ­πὲρ τῶν ψυ­χῶν ὑ­μῶν ὡς λό­γον ἀ­πο­δώ­σον­τες, ἵ­να με­τὰ χα­ρᾶς τοῦ­το ποι­ῶ­σι καὶ μὴ στε­νά­ζον­τες, ἀ­λυ­σι­τε­λὲς γὰρ ὑ­μῖν τοῦ­το. Προ­σε­ύ­χε­σθε πε­ρὶ ἡ­μῶν, πε­ποί­θα­μεν γὰρ ὅ­τι κα­λὴν συ­νε­ί­δη­σιν ἔ­χο­μεν, ἐν πᾶ­σι κα­λῶς θέ­λον­τες ἀ­να­στρέ­φε­σθαι. Πε­ρισ­σο­τέ­ρως δὲ πα­ρα­κα­λῶ τοῦ­το ποι­ῆ­σαι ἵ­να τά­χιον ἀ­πο­κα­τα­στα­θῶ ὑ­μῖν. Ὁ δὲ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης, ὁ ἀ­να­γα­γὼν ἐκ νε­κρῶν τὸν ποι­μέ­να τῶν προ­βά­των τὸν μέ­γαν ἐν αἵ­μα­τι δι­α­θή­κης αἰ­ω­νί­ου, τὸν Κύριον ἡ­μῶν ᾽Ι­η­σοῦν, κα­ταρ­τί­σαι ὑ­μᾶς ἐν παν­τὶ ἔρ­γῳ ἀ­γα­θῷ εἰς τὸ ποι­ῆ­σαι τὸ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ, ποι­ῶν ἐν ἡ­μῖν τὸ εὐ­ά­ρε­στον ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ διὰ ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ᾧ ἡ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων· ἀ­μήν.                    

(Ἑ­βρ. ιγ΄[13] 17-21) 

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, νά ὑ­πα­κοῦ­τε στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς προ­ϊ­στα­μέ­νους σας καὶ νὰ ὑ­πο­τάσ­σε­σθε τε­λεί­ως σ' αὐ­τούς. Δι­ό­τι αὐ­τοί ἀ­γρυ­πνοῦν γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν σας, κα­θὼς θὰ δώ­σουν λό­γο στὸ Χρι­στὸ γιὰ τὶς ψυ­χές σας. Νὰ τοὺς ὑ­πα­κοῦ­τε, γιὰ νὰ ἐν­θαρ­ρύ­νον­ται μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ή σας, ὥ­στε ν ἐ­πι­τε­λοῦν τ ἔρ­γο τους αὐ­τὸ μ χα­ρὰ κα ὂ­χι μ στε­ναγ­μούς. Ἄλ­λω­στε δν σς συμ­φέ­ρει ν στε­νά­ζουν ἐ­ξαι­τί­ας σας οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ σας προ­ε­στοί, ἐ­πει­δή ὁ Θε­ὸς θ σς τι­μω­ρή­σει γι' αὐ­τό. Ν προ­σεύ­χε­σθε γιά μᾶς. Κα ἔ­χου­με τ θάρ­ρος νά ζη­τή­σου­με τς προ­σευ­χές σας, δι­ό­τι εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι ὅ­τι ἡ συ­νεί­δη­σή μας δν μς τύ­πτει σ τί­πο­τε, ἀλ­λά μᾶς δί­νει ἀ­γα­θὴ συμ­μαρ­τυ­ρί­α, ἀ­φοῦ πάν­το­τε κα σ ὅ­λα θέ­λου­με ν συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε κα­λά. Σς πα­ρα­κα­λῶ λοι­πὸν ν τ κά­νε­τε αὐ­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο γι μέ­να, γι ν μπο­ρέ­σω ν ἔλ­θω ξα­νὰ κον­τά σας τ συν­το­μό­τε­ρο. Καί ὁ Θε­ός, πο εἶ­ναι ὁ χο­ρη­γὸς κα νο­μο­θέ­της τς εἰ­ρή­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­στη­σε ἐκ νε­κρῶν τν με­γά­λο ποι­μέ­να τν πνευ­μα­τι­κῶν προ­βά­των προ­κει­μέ­νου νά εἰ­σέλ­θει στν οὐ­ρα­νὸ κα ν προ­σφέ­ρει ἐ­κεῖ ὡς ἐ­ξι­λα­στή­ριο θυ­σί­α τ αἷ­μα του, μ τ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­κυ­ρώ­θη­κε δι­α­θή­κη αἰ­ώ­νια, τν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ δη­λα­δή, εὔ­χο­μαι ν σς τε­λει­ο­ποι­ή­σει σ κά­θε ἀ­γα­θὸ ἔρ­γο, ὥ­στε ν κά­νε­τε τ θέ­λη­μά του. Αὐ­τὸς ν ἐ­νερ­γή­σει στ ἐ­σω­τε­ρι­κό σας ἐ­κεῖ­νο πο εἶ­ναι ἀ­ρε­στὸ ἐ­νώ­πιόν του δι­α­μέ­σου τς με­σι­τεί­ας τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, στν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει ἡ δό­ξα στος αἰ­ῶ­νες τν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν, λέ­γον­τες· ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.                        

                                        (Λουκ. ιζ΄[17] 12  – 19)

 

ΕΥγνωμοσύνη πρός τόν Θεό

«Εἷς ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε... δο­ξά­ζων τὸν Θε­ὸν»

Στὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­κού­σα­με τὴ δι­ή­γη­ση γιὰ τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τῶν δέ­κα λε­πρῶν καὶ θαυ­μά­σα­με τὴ θερ­μὴ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἑ­νὸς ἀ­πὸ τοὺς δέ­κα θε­ρα­πευ­μέ­νους, ποὺ ἦ­ταν Σα­μα­ρεί­της. Αὐ­τός, «ἰ­δὼν ὅ­τι ἰά­θη», ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρὸς εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς, ἐ­πέ­στρε­ψε στὸν Κύ­ριο καὶ μὲ δυ­να­τὴ φω­νή, πε­σμέ­νος στὸ ἔ­δα­φος, δό­ξα­ζε τὸν Θε­ὸ καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τὸν Εὐ­ερ­γέ­τη του. Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­φορ­μὴ ἂς δοῦ­με ποι­ὲς εἶ­ναι οἱ δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ σ᾿ ἐ­μᾶς καὶ πῶς θὰ ἐκ­φρά­ζου­με πρὸς Ἐ­κεῖ­νον τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας.

1. Οἱ δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ σ᾿ ἐ­μᾶς

Οἱ εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τες. Μᾶς δη­μι­ούρ­γη­σε ἐκ τοῦ μη­δε­νός. Μᾶς δί­νει ὑ­γεί­α, ὅ­λα τὰ μέ­σα γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σή μας, κα­θη­με­ρι­νὴ τρο­φή, ροῦ­χα, σπί­τι. Ἡ πρό­νοι­ά Του ἁ­πλώ­νε­ται σὲ κά­θε πτυ­χὴ τῆς ζω­ῆς μας: στὴν οἰ­κο­γέ­νεια, στὴν ἐρ­γα­σί­α… Πῶς τὰ τα­κτο­ποι­εῖ πάν­το­τε ὅ­λα, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς πρὶν προ­λά­βου­με νὰ Τοῦ ζη­τή­σου­με αὐ­τὸ ποὺ θέ­λου­με! Ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ πό­σους κιν­δύ­νους μᾶς προ­στα­τεύ­ει!

Ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρες εἶ­ναι οἱ πνευ­μα­τι­κὲς δω­ρε­ές Του· ἐ­νῶ ἡ κο­ρυ­φαί­α εὐ­ερ­γε­σί­α εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη Του πρὸς ἐ­μᾶς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἀ­να­στή­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Μᾶς γλύ­τω­σε ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση καὶ μᾶς χά­ρι­σε τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Μᾶς ἔ­βα­λε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του, μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν ἀ­λή­θεια, νὰ εἴ­μα­στε Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί. Βα­πτι­σθή­κα­με, χρι­σθή­κα­με, ζοῦ­με μέ­σα στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­που πνέ­ει ἡ Χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Γνω­ρί­ζου­με τὸ νό­η­μα τῆς ζω­ῆς. Μπο­ροῦ­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με τὸν θά­να­το μὲ ἐλ­πί­δα. Μᾶς χά­ρι­σε τὸν λό­γο Του, τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τὸ με­γά­λο ὅ­πλο τῆς προ­σευ­χῆς. Λαμ­βά­νου­με ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν στὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Παίρ­νου­με τὸν Θε­ὸ μέ­σα μας στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας – ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε ἀ­νώ­τε­ρο στὴ γῆ; Ἔ­χου­με πα­τέ­ρα μας τὸν Θε­ό, μη­τέ­ρα τὴ Θε­ο­τό­κο. Ἔ­χου­με ἄγ­γε­λο φύ­λα­κα, βο­η­θοὺς καὶ συμ­πα­ρα­στά­τες μας τοὺς Ἁ­γί­ους. Ἔ­χου­με ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοὺς τοὺς ἄλ­λους πι­στούς.

Εὐ­ερ­γε­σί­ες ὅ­μως εἶ­ναι καὶ οἱ θλί­ψεις ποὺ ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Θε­ὸς στὴ ζω­ή μας. Εὐ­ερ­γε­σί­ες; Ναί, με­γά­λες εὐ­ερ­γε­σί­ες. Για­τὶ ὅ­ταν τὶς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με μὲ πί­στη καὶ ὑ­πο­μο­νή, ἐ­ξα­γι­α­ζό­μα­στε. Ἔ­λε­γε ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της: «Ἡ ὑ­γεί­α εἶ­ναι με­γά­λο δῶ­ρο. Τὴν ὠ­φέ­λεια ὅ­μως ποὺ δί­νει ὁ πό­νος, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴ δώ­σει ἡ ὑ­γεί­α».

Εὐ­ερ­γε­σί­ες, ἀ­να­ρίθ­μη­τες εὐ­ερ­γε­σί­ες! Ἀλ­λὰ πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ἐκ­δη­λώ­νου­με τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας;

2. Πῶς θὰ ἐκ­φρά­ζου­με τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας

Πρῶ­τα-πρῶ­τα νὰ με­λε­τοῦ­με τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ. Τὸ βρά­δυ πρὶν ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χή μας νὰ σκε­φτό­μα­στε πῶς μᾶς εὐ­ερ­γέ­τη­σε ὁ Θε­ὸς ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα· ἢ στὸ τέ­λος τοῦ χρό­νου, τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες ἐ­κεί­νου τοῦ χρό­νου. Συ­χνὰ νὰ ἀ­φι­ε­ρώ­νου­με λί­γο χρό­νο γιὰ νὰ με­λε­τοῦ­με τὸ Πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ἔ­τσι θὰ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του καὶ θὰ Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με στὴν προ­σευ­χή μας. Ἡ προ­σευ­χή μας νὰ μὴν πε­ρι­έ­χει μό­νο αἰ­τή­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ εὐ­χα­ρι­στί­ες. Κά­θε μέ­ρα τῆς ζω­ῆς μας ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Κύ­ριο γιὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή Του, τὴ Σταύ­ρω­ση καὶ Ἀ­νά­στα­σή Του. Νὰ Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καὶ γιὰ τὸ ὅ­τι εἴ­μα­στε Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί.

Ἐ­πί­σης νὰ ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε μὲ δι­ά­θε­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἔ­χει κα­τε­ξο­χὴν χα­ρα­κτή­ρα εὐ­χα­ρι­στί­ας. Σὲ μιὰ Εὐ­χή της ὁ ἱ­ε­ρέ­ας λέ­ει: Σὲ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με, Κύ­ρι­ε, γιὰ ὅ­λα, «ὑ­πέρ… τῶν φα­νε­ρῶν καὶ ἀ­φα­νῶν εὐ­ερ­γε­σι­ῶν»· γιὰ τὶς γνω­στὲς καὶ ἄ­γνω­στες εὐ­ερ­γε­σί­ες Σου.

Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι νὰ ἐκ­δη­λώ­νου­με τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α μας ἔμ­πρα­κτα, μὲ τὴ ζω­ή μας. Νὰ ἐκ­φρά­ζου­με τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μά Του. Ὁ Θε­ὸς μοῦ δί­νει τό­σα ἀ­γα­θά, κι ἐ­γὼ δὲν θὰ δώ­σω κά­τι ἀ­πὸ αὐ­τὰ στοὺς φτω­χούς; Μοῦ ἔ­δω­σε ὑ­γι­ὴ μά­τια, ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἐ­γὼ νὰ τὰ μο­λύ­νω μὲ ἄ­σχη­μα θε­ά­μα­τα; Μοῦ ἔ­δω­σε μυα­λὸ νὰ σκέ­φτο­μαι καὶ γλώσ­σα νὰ μι­λά­ω· μπο­ρῶ ἐ­γὼ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ γιὰ νὰ κα­τα­κρί­νω τοὺς ἄλ­λους; Ὁ Χρι­στὸς πά­νω στὸ Σταυ­ρὸ συγ­χώ­ρη­σε τοὺς σταυ­ρω­τές Του, ἐ­γὼ δὲν θὰ συγ­χω­ρή­σω αὐ­τοὺς ποὺ μοῦ φταῖ­νε; Ὁ Χρι­στὸς σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου, κι ἐ­γὼ δὲν θὰ σταυ­ρώ­σω τὰ πά­θη μου; Θὰ ἐ­ξα­κο­λου­θῶ νὰ προ­τι­μῶ τὴν ἁ­μαρ­τί­α;

Μέ­σα στὰ ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια ἀ­κοῦ­με τὸν Κύ­ριο κά­ποι­ες φο­ρὲς νὰ δι­α­τυ­πώ­νει πα­ρά­πο­νο. Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς εἶ­ναι ἡ ση­με­ρι­νή: «Δὲν θε­ρα­πεύ­θη­καν οἱ δέ­κα; Οἱ ἄλ­λοι ἐν­νέ­α ποῦ εἶ­ναι; Χά­θη­καν νὰ γυ­ρί­σουν πί­σω καὶ νὰ δο­ξά­σουν τὸν Θε­ό;». Ὁ Θε­ὸς πα­ρα­πο­νεῖ­ται γιὰ τὴν ἀ­χα­ρι­στί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, ἂν καὶ δὲν κερ­δί­ζει τί­πο­τε ἀ­πὸ τὶς εὐ­χα­ρι­στί­ες τους. Οἱ ἄν­θρω­ποι κερ­δί­ζουν. Για­τὶ ὁ Θε­ὸς σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ Τὸν εὐ­γνω­μο­νοῦν μὲ λό­για καὶ μὲ ἔρ­γα καὶ ὠ­φε­λοῦν­ται ἀ­πὸ τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του, τοὺς δί­νει καὶ ἄλ­λες. Κο­λυμ­πᾶ­με μέ­σα στὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ. Ἂς μά­θου­με νὰ Τοῦ λέ­με «εὐ­χα­ρι­στῶ», ἂς γί­νου­με εὐ­γνώ­μο­νες πρὸς τὸν Εὐ­ερ­γέ­τη μας.

     (Δι­α­σκευ­ή ἀ­πό πα­λαι­ό τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)